ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








by : tinakanoumegk


      Η πρόσφατη θεατρική παράσταση με κεντρικό πρόσωπο την Εύα Πάλμερ Σικελιανού ήταν άλλοθι προσβολής ενός προσώπου αλλά και της κοινωνίας που αυτό το πρόσωπο το έχει εγγράψει στο προνομιακό κληροδότημά της. Είδα μια μεταφορά μιας κουλτούρας καταστροφής αξιών του τόπου μας και της ταυτότητας ανθρώπου που αναγνωρίζονται και μετέχουν του Ελληνικού και Οικουμενικού Πολιτιστικού Κεφαλαίου.

                                                                    Α.

     Το θεατρικό διακρίθηκε κινησιολογικά. Ωστόσο, ήταν ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ, ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ, ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ, ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΥΑ ΠΑΛΜΕΡ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ. Ήταν προφανής η υποτίμησή του και η παρουσίαση της Εύας ως θύματός του.




Ο κορεκτισμός, η αναθεώρηση αξιών, παρουσιάστηκαν ως απελευθέρωση των αδυνάτων. Στην ουσία είναι αναδιάταξη και πόθος εξουσίας.

                                                             Β.

     Με το ξεκίνημα της παράσταση  εισβάλλουν και με ευρεία αναφορά οι σεξουαλικότητες της Εύας. Ο σκηνοθέτης στο μικρό σημείωμά του για το έργο αυτό,  για την ταυτότητα της Εύας, ως πρώτο την ορίζει  με την λέξη queer και ότι μετείχε του σαπφικού κινήματος. Το πρώτο που πρέπει να πεις για να γνωρίσεις κάποιον είναι η αναφορά στις σεξουαλικές του προτιμήσεις; Στην συνέχεια παρακολουθήσαμε μια καλλιτεχνική θεατρική δραματουργία που εξύψωνε την Εύα ως οργανωτή και πραγματικό δημιουργό των Δελφικών Εορτών. Γράφουν στο ενημερωτικό προσκλητήριο: «μια σπουδή στη γυναίκα που γεφύρωσε τον αρχέγονο κόσμο με τον σύγχρονο και αναβίωσε το αρχαίο δράμα», σε πρόσκληση των διοργανωτών ορίζεται ως «αναβιώτρια των αρχαίων εορτών», σε άλλο σημείωμα ότι είναι «παγιδευμένη στα λόγια των άλλων». Και διαρκώς το υπονοούμενο ότι ο Σικελιανός εκμεταλλεύτηκε το έργο της. Αυτές είναι ανυπόστατες υποκειμενικές ιστορικοπολιτιστικές αποτιμήσεις.                                                                                                                                                  Στην συνέχεια η παράσταση έθεσε στο κοινό τα ερωτήματα: γιατί η Χρυσή Αυγή αναφέρεται θετικά στον Σικελιανό και πώς εξηγείται ότι στις Δελφικές Εορτές χαιρετούσαν με υψωμένο το χέρι, όπως αντίστοιχα την ίδια εποχή οι ναζιστές. Ήταν μια ανοίκεια συκοφάντηση, διακρίθηκε ένας υπονομευτικός λόγος απαξίωσης του Σικελιανού. Μάλιστα στον διασυρμό του υπονόησαν ότι ήθελε να γίνει παγκόσμιος ηγέτης. Που ο ίδιος δεν το διεκδίκησε ποτέ. Αυτά σχετίζονται με την προκλητική εκδοχή του Σικελιανού ως φαφλατά που παρουσίασε ο Σμαραγδής στο «Καζαντζάκης».

Η στοιχειώδης γνώση και ειλικρίνεια επιβάλλουν την αλήθεια: Τα κέντρα εξουσίας είναι γνωστό ότι τον πολέμησαν. Στο τέλος είπα δυο λόγια στον σκηνοθέτη. Του επισήμανα ότι η αναγνώριση του έργου της Εύας δεν απαιτεί την υπονόμευση του Σικελιανού. Στο «σκηνοθετικό σημείωμα» και από την σελίδα της «Ομάδα Θέατρο Πρόταση», διαβάζουμε ότι η Εύα «δεν καταγγέλλει τα φασιστικά ξεσπάσματα του Άγγελου Σικελιανού». Μόνο ντροπή για την χυδαία υποκειμενίστικη αναφορά χωρίς αντικειμενικό αντίκρυσμα. Αντίθετα ο Βάρναλης, γράφει για «το μίσος που είχαν εναντίον του οι έμποροι του εθνισμού και της φυλετικής καθαρότητας…».

                                                                  Γ.

     Η πλοκή του έργου παρουσίασε την ζωή τους εγκλωβισμένη σε ελάσσονες διαπροσωπικές σχέσεις, σε ένα αιτιολογικό υπόστρωμα πατριαρχικών σχέσεων μικροεξουσίας. Είναι δύσκολο να μην εντάξουμε αυτή την δραματουργία σε μια εισαγόμενη ιδεολογική ροή που καλλιεργεί την διάσταση ανδρών και γυναικών και που στο προκείμενο αιτιολογεί την αντίθεση – εξάρτηση – κυριαρχία; Με δυο λόγια ήταν με ερμηνευτική επιδεξιότητα προσαρμογή στις προκαθορισμένες αιτιολογήσεις υπό το φως του αντικειμένου «σπουδών φύλου».                                                                          Ένα υποκείμενο επαναστατικό, όπως η Εύα, παρουσιάζεται ως θύμα και καταπιεσμένη. Ενώ αποτελεί  φορέα κοινωνικής και πολιτισμικής δημιουργίας ενός πειράματος και μιας οπτικής ενός νέου οικουμενισμού μαζί με τον Σικελιανό. Έρχεται σε σύγκρουση με αυτούς που δεν κατανοούν το σχέδιό τους, με το πολιτικό και πολιτιστικό παρόν. Τους αποξένωσε η ήττα του κοινού οράματός τους, η στεναχώρια από την διάψευση της εικόνας που είχαν φιλοτεχνήσει για το μέλλον τους, η αποτυχία των Εορτών. Αυτό έφερε σε δύσκολη θέση την σχέση τους.

 

                                                                          Δ.

      Διάβασα σε ανάρτηση του οργανωτή του θεατρικού - Ziria Festival  ότι η: «Η "Ιερή Αγωνία" από την "Ομάδα Θέατρο Πρόταση" συγκίνησε όσους την παρακολούθησαν!».

 Σε ένα κοινό χωρίς διανοητική εξάσκηση, η εύθραυστη ψυχή του συγκινείται με το ευκαιριακό, ρηχό συμβάν. Του επιβάλλεται η οικειοποίηση ιδεών, εικόνων, γεγονότων και ταυτοτήτων ανθρώπων. Υπερισχύει μια κουλτούρα χειραγωγικών κατηγοριοποιήσεων, «εκμοντερνισμού» και εισαγόμενων προτύπων.  Που αποδομεί ψυχοδιανοητικά και το καθιστά πρόσφορο έδαφος εκπαίδευσης σε νέες χρηστοήθειες αναθεώρησης κληρονομημένου πολιτιστικού ίχνους.                                                                                                   Η φορμαλίστικη οικειοποίηση αριστερίζουσας φρασεολογίας από διανοούμενους και καλλιτέχνες δεν σημαίνει υποχώρηση, ήττα ανταγωνιστικών και κομφορμιστικών ιδεολογιών. Οι απέναντι καθηγεσίες εργάζονται μεθοδικά, σε χρόνους μακράς διαρκείας, με εξυπνάδα και υπομονή.

 Όσον αφορά τις συγκινήσεις από την παράσταση, θεατές ήταν κατά 90% γυναίκες. Ο «πολιτισμός της θυματοποίησης» μεταφέρεται και οικειοποιείται από τους θεατές ως άρνηση αποκλεισμού, ως ψευδαίσθηση αναζήτησης υπαρξιακής ασφάλειας. Είπα δυο λόγια και στον Αντιδήμαρχο πολιτισμού κ. Λόντο, που τις ενστάσεις μου τις θεώρησε «γκρίνια». Είναι το αναγνωρίσιμο υπόβαθρο  της τοπικής αντιπροσώπευσης στο πολιτιστικό blackout.                                                                     Επειδή το «λίγο- λίγο είναι μεγάλη πονηριά» μην φθάσουμε να κατεβάσουμε το όνομα του θεάτρου στο Ξυλόκαστρο που τιμά το όνομα του μεγάλου ποιητή, κήρυκα της ιδεών απελευθέρωσης, οικουμενικής συναδέλφωσης των λαών μέσα από τις πολιτιστικές αξίες. Η δουλειά, βέβαια, είχε αποτελέσματα: συμπολίτισσα προτείνει «οι γιορτές της Εύας να γίνουν θεσμός». Αν δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα που μας καλούσε ο ποιητής, ας σηκώσουμε μερικές αχτίδες από το φως του. Στο πρόγραμμα της Αρμονικής Ανάπτυξης – 2002 προτείναμε: «…Κέντρο Σικελιάνειων σπουδών εδώ, …συνέστιοι της Ελληνικής και Παγκόσμιας Ποιητικής Παιδείας, μελέτη της θέσης του για ίδρυση του Δελφικού Κέντρου με την βοήθεια του παραγωγικού δυναμικού και του Δελφικού Πανεπιστημίου που δίπλα στην επιστήμη και την τέχνη τοποθετούσε διαρκή έκθεση αγροτικών προϊόντων».

                                                                 Ε.

     Το έργο του Σικελιανού πρέπει να υποστηριχθεί από θεσμό του Δήμου. Εμείς πρέπει με αποδοχή της κληρονομιάς του ανθρώπου από την γενιά της πνευματικής ανάστασης, να μην ενδώσουμε σε κάθε κλινικο-ψυχοπολιτιστική χειραγώγιση και παραναγνώσεις του έργου του.

Γρηγόρης Κλαδούχος – Ξυλόκαστρο 26 Ιουλίου 2024

by : tinakanoumegk

Ο Φράνκυ ήταν πιο Ξυλοκαστρίτης και Ευρωστίνιος από πολλούς ντόπιους αν και λίγο και με μικρά διαστήματα έζησε εδώ. Στο μυαλό του πάντα ήταν οι γνωστοί και φίλοι του πατέρα του. Θέλησε να πάει στην πλατεία του Αγίου Βλασίου, να μιλήσει με κόσμο. Αυτή η ανάγκη του επικοινωνίας δεν υποστηρίχθηκε από τις σωματικές του δυνάμεις.
Στην Αμερική ο Φράνκυ, με όλα τα προβλήματά του είχε το πλεονέκτημα να μπορεί να εργάζεται. Με το μεγάλο προνόμιο της ισχυρής του μνήμης εργαζόταν σε μεγάλο κατάστημα. Γεγονός που μας υπενθύμιζε συχνά. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσουν δουλειά. Εδώ λειτουργούν όλοι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί καταστροφής των ιδιαίτερων ανθρώπινων ικανοτήτων.
Στον Πευκιά που πηγαίναμε για μπάνιο έβρισκε ένα περιβάλλον φίλων, μια παρέα που έγινε παρέα του. Όλο το χρόνο από την Αθήνα ρωτούσε τι κάνει ο καθένας τους. Αρκετοί παραξενεύονταν με την συμπεριφορά του, με αυτήν την «επιθετική» προσέγγιση γνωριμίας και ανάγκης συνομιλίας.
Ο Φράνκυ, όπως όλοι μας, στερήθηκε πολλά. Στερήθηκε και την ανθρώπινη φρενίτιδα αναζήτησης ψεύτικων, ανούσιων κατακτήσεων. Η λογική του ήταν ξένη προς λογική που είναι χρήσιμο εργαλείο εκμετάλλευσης, χρησιμοποίησης ή προσβολής του άλλου. Στον απολογισμό του δεν βρίσκεται το «προνόμιο» να μηχανευθεί κάτι κακό, ούτε να φέρει σε δύσκολη θέση τον άλλο.
Με τον Φράνκυ (Θεοφάνη) κερδίσαμε πολλά. Τον αγαπήσαμε και μας αγάπησε, δεχθήκαμε την ανεπιτηδειότητά του. Ο Φράνκυ (γιός του Βλάση Δέμη από το Ξυλόκαστρο και της Καίτης Κλαδούχου από την Λυκοποριά) κατόρθωσε αυτό που είπε ένας φίλος: «ενσάρκωσε την παιδική αθωότητα μέχρι το τέλος».
• Σημείωση: Για λόγους αυτοσεβασμού, στο facebook και στα εργαλεία του κόσμου της εικόνας έχω αποκλείσει κάθε προσωπική ή οικογενειακή αυτοπροβολή. Για τον Φράνκυ η εξαίρεση αποτελεί υποχρέωση.
Γρηγόρης Κλαδούχος Ξυλόκαστρο – 23 Ιουλίου 2024
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και χριστουγεννιάτικο δέντρο

by : tinakanoumegk

https://www.pressenza.com/it/2024/07/la-rivolta-degli-ulivi-contro-la-speculazione-energetica-in-sardegna/                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Το Ανακοινωθέν Συντονισμού


Απομαγνητοφωνούμε μέρος του «Ανακοινωθέντος του Συντονισμού των Επιτροπών της Σαρδηνίας κατά της ενεργειακής κερδοσκοπίας» - Presidio No Tyrrhenian Link, της 9ης Ιουλίου 2024: «Ήρθε η ώρα να αντιστραφεί η τάση: πάρα πολύ έδαφος έχει τσιμεντοποιηθεί, είναι καιρός τα δέντρα να φυτρώσουν ξανά. Θέλουμε ο λαός να είναι πλήρως ενημερωμένος και να συμμετέχει στις αποφάσεις, όχι να κατευνάζεται με εύκολες συνθηματολογίες.


Η «Εξέγερση των Ελαιόδεντρων» προέκυψε αυθόρμητα εδώ στο Σελάργιο, όπου πρόκειται να κατασκευαστεί ένας σταθμός μετατροπής για την υποθαλάσσια σύνδεση υψηλής τάσης του Τυρρηνικού. Ως απάντηση στην εκρίζωση των ελαιόδεντρων από την ΤΕΡΝΑ παρά την επιθυμία των νόμιμων ιδιοκτητών, πολίτες από όλο το νησί συγκλίνουν για να τα ξαναφυτέψουν, μετατρέποντας μια πράξη καταστροφής σε χειρονομία αναγέννησης και ελπίδας.


Οι επιτροπές γεννιούνται ανάμεσα στις κοινότητες που ζουν τα εδάφη, αντλούν ζωή από αυτά και καλλιεργούν το μέλλον. Αυτή είναι η δύναμη της διαμαρτυρίας μας: να ριζώνουμε στη γη, όπως ακριβώς τα ελαιόδεντρα που φυτεύουμε. Καλούμε όλους τους Σαρδηνούς να συμμετάσχουν μαζί μας σε αυτόν τον ειρηνικό αγώνα για το μέλλον μας και το μέλλον του νησιού μας.


Ο Συντονισμός των Επιτροπών της Σαρδηνίας κατά της ενεργειακής κερδοσκοπίας θα συνεχίσει να αγωνίζεται για μια πραγματική οικολογική μετάβαση που θα σέβεται τη γη και τον πολιτισμό μας. Η αντίστασή μας δεν θα σταματήσει μέχρι να ακουστεί και να γίνει σεβαστή η φωνή του λαού της Σαρδηνίας».


Translated with DeepL.com (free version)

Posted on : Τρίτη 16 Ιουλίου 2024 [ 0 ] comments Label:

by : tinakanoumegk

https://www.ariannaeditrice.it/articoli/i-vaccinati-anti-covid-19-muoiono-piu-dei-non-vaccinatihttps://www.ariannaeditrice.it/articoli/i-vaccinati-anti-covid-19-muoiono-piu-dei-non-vaccinati 

by : tinakanoumegk


Μπορεί να είναι εικόνα blueprint και κείμενο
"Η Γυάρος, η Μακρόνησος, όπως το Άουσβιτς και το Νταχάου, έχουν καταγραφεί ως «τόποι μαρτυρίου» και δεν επιτρέπεται να μετατραπούν σε «τεχνολογικά πάρκα»"
Όλες οι αντιδράσεις:
Βασίλης Ανδρεόπουλος, Δραχμουλίδου Γλαύκη και 1 ακόμη

by : tinakanoumegk

 

Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε το Αττικό κλίμα, διάσημο για την ευεργετική ξηρότητά του, για την απουσία έντονων φαινομένων όπως οι καύσωνες, για την θεσπέσια διαύγεια της ατμόσφαιρας που έκανε τοπιογράφους όπως ο Babin στις αρχές του 19ου αιώνα να αναφέρονται στην οπτική σχέση μακρινών περιοχών, όπως ο Υμηττός με την Βοιωτία .. ...Ήταν το κλίμα των κλασικών χρόνων, όπως πιστοποιείται από τις αναφορές του Θεόφραστου για την ωρίμανση των καρπών του φοίνικα και από τις Ησιόδειες γραφές για τη σπορά και συγκομιδή των δημητριακών : Που εγκωμίαζε ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», του οποίου τις ελαφρές και ηδύπνοες αύρες σημείωνε ο Ευριπίδης στη «Μήδεια». Το κλίμα που επιβεβαίωνε στα τέλη του 16ου αιώνα ο Γερμανός Λουμπενάου , περιηγητής της Τουρκοκρατούμενης Αθήνας, που εκπλησσόταν από τον αριθμό των υπερηλίκων που συναντούσε στην παλιά εστία του κλασικού πνεύματος….
Οι σημερινοί εβδομηντάρηδες το έζησαν , οι σημερινοί εξηντάρηδες πήραν μια δυνατή «τζούρα», οι πενηντάρηδες κάτι κατάλαβαν… Προς το παρόν όμως τα πράγματα άλλαξαν, ήλθε η κλιματική κρίση και κοντά σ’ αυτήν διάφορες δευτερεύουσες αλλά επικίνδυνες καταστάσεις. Από μια εκπομπή της τηλεόρασης παρακολουθώ τα διαδραματιζόμενα στην Αραβική έρημο, προφανώς σε μια έξαρση του «πνεύματος φιλοξενίας» προς τους τουρίστες…. Η αναφορά συνοδεύεται από τις επιδείξεις τζιπ που αναρριχώνται σε κάτι απίθανους λόφους από άμμο, από την οποία προέρχεται η σκόνη. Βέβαια οι αναρριχήσεις αυτές καταλήγουν σε τρομακτικά σύννεφα , σε σωματίδια εδάφους με διάμετρο 10-15 εκατομμυριοστών του μέτρου , που χρειάζονται ταχύτητες ανέμου μόλις 25-30 χιλιομέτρων για να «απογειωθούν» και να επιδράσουν στον ευρύτερο χώρο. Η μεταφορά τέτοιων σωματιδίων στις Μεσογειακές χώρες σημαίνει ότι έχουμε αμμορύπανση και τροποποίηση του κλίματος : Ανεξάρτητα μάλιστα από τους ισχυρισμούς διαφόρων «περίεργων», που κάνουν θόρυβο στη συγκυρία με ποικίλες παραδοξότητες .
Το φαινόμενο είχε αναφερθεί από τον Ρενέ Ντυμόν, υποψήφιο των οικολόγων το 1972 για τη Προεδρία της Δημοκρατίας, ο οποίος είχε καταγγείλει το ράλι Παρίσι-Ντακάρ ως υπεύθυνο για την έκλυση σκόνης και τη διάβρωση των παρόδιων εδαφών. Αργότερα, στις 16 και 17 Απριλίου του 2005, έγινε διακοπή της λειτουργίας των αεροδρομίων των Χανίων, του Ηρακλείου και της Ρόδου, λόγω ακριβώς της σκόνης.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΥΜΑΤΑΙ…
Λέγαμε παλιότερα ότι το κράτος έχει κοντή μνήμη, κι αυτό ελάχιστα γίνονταν αποδεκτό από την κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη χρειάσθηκε χειροπιαστές αποδείξεις για να πεισθεί περί κλιματικής κρίσης, ανεξάρτητα από τα ανθρωπογενή ή φυσικά αίτιά της. Πηγαίνοντας στο Λονδίνο το 1983 φρόντισα να πάρω μια συνέντευξη για το περιοδικό «Οικολογία και Περιβάλλον» από την Claire Holman του Ινστιτούτου Earthscan, που ήταν συγγραφέας του βιβλίου «Climate and Mankind» - το κλίμα και η ανθρωπότητα. Σ’ αυτό έλεγε η Holman ότι έστω και μια εβδομάδα παρατεταμένου καύσωνα , μπορεί να καταστρέψει μεγάλο μέρος της παραγωγής και να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε λιμό !
Ο παρατεταμένος καύσωνας μπορεί να τροφοδοτηθεί από πυρκαγιές, που η αφετηρία τους συμπίπτει με τη δράση πολλών αιτίων. Τέτοιο δευτερεύον αλλά δραστικό αίτιο μπορεί να είναι η εξαπόλυση βεγγαλικών σε εορταστικές περιόδους(!), όπως αυτή που συνέβη στο Αρχαίο Θέατρο της Παλιάς Επιδαύρου τον Ιούλιο του 2017.. Η εξαπόλυση βεγγαλικών στη Ύδρα είχε επίσης ολέθριο αποτέλεσμα στο νησί, με την πυρπόληση ενός μεγάλου δασικού τμήματος- αναπληρώσιμου μετά πολλές-πολλές δεκαετίες.. Πυρκαγιά μπορεί να προκαλέσει και η συγκόλληση των μεταλλικών μερών ενός φράκτη – όπως αυτή που έγινε από κάποιον «ηλεκτρολόγο της δουλειάς» ντάλα μεσημέρι, στο δάσος του Υμηττού , στην Ηλιούπολη!
Η παλιά συζήτηση για τις αντιπυρικές ζώνες επανατροφοδοτείται , όμως οι αντιπυρικές ζώνες πλάτους ακόμη 400 μέτρων δεν αποτρέπουν την εξάπλωση της φωτιάς, παρά τη λυσσώδη αντίδραση εναντίον των συστηματικών οικολόγων, που πρόβαλε παλιά η Αυριανή! Οι αντιπυρικές ζώνες , που στην ουσία συνιστούν μια ομοιοπαθητική μέθοδο ( αντιμετώπιση της δασικής καταστροφής δια της δασικής καταστροφής) , είναι χρήσιμες μόνο ως ζώνες ad hoc, για την αντιμετώπιση ιδιαίτερων συνθηκών. Όσον αφορά τις περιουσίες μέσα στο πράσινο, αυτές είναι μια καλή ιδέα να πάρει κανείς για το τι σημαίνει Δαντική κόλαση!
ΤΑ ΕΙΔΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΣΩΖΟΥΝ
Πάνε, αυτά πέρασαν, τώρα έχουμε τα εναέρια μέσα – εκτός από το θηριώδες Ρωσικό Μπεριέ που έγινε θυσία στο «ανήκομεν εις την Δύσιν». Τώρα αρχίζει ο προβληματισμός για τα δύσφλεκτα είδη : Που μπορούν να πλαισιώσουν συγκεκριμένες περιοχές ή να χρησιμοποιηθούν για ατομική προστασία . Όμως οι βελανιδιές, τα κυπαρίσια, οι ευκάλυπτοι, οι ακακίες, οι κουτσουπιές, οι αείλανθοι, οι χαρουπιές, τα σπάρτα, οι πικροδάφνες και οι συκιές ακόμη, μπορούν να φυτευθούν σε περιορισμένες εκτάσεις, όχι όμως στην ολότητα ενός δάσους . Παλαιότερα στο χώρο της ΕΕ γινόταν αναφορά για τη σημασία της έγκαιρης ενημέρωσης τουλάχιστον 10 λεπτών από το ξέσπασμα της πυρκαγιάς – αλλά κι αυτό το πήρε το ποτάμι…
Στην Ελλάδα έχουμε μια μέτρια μονοετή ξηρασία περίπου κάθε 5 χρόνια, μια ισχυρή μονοετή ξηρασία κάθε 10 χρόνια και μια ισχυρή διετή ξηρασία κάθε 25 χρόνια – όπως βεβαιώνει στατιστική εκτίμηση του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων. Γενικώς με το νερό δεν τα πάμε καλά, αφού σκεπτόμαστε να το εξασφαλίσουμε παράλληλα με κάποιο ποσοστό κέρδους των ιδιωτών (!) και παράλληλα να φροντίσουμε την βιομηχανία εμφιαλωμένου νερού …. Αν κρίνουμε πάντως από τη ζήτηση που είχε το θέμα στην προεκλογική περίοδο, διαπιστώνουμε ότι οι υποψήφιοι ελάχιστη έκαναν μνεία των τεχνικών άρδευσης και των υδροβόρων καλλιεργειών, που πρέπει να αντικατασταθούν : Για να μην πούμε για την ανακύκλωση νερού και την αφαλάτωση, που μπορούν να δώσουν μια προσωρινή λύση…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ youtube
Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο
ΑΠΟ: ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
by : tinakanoumegk


ΤΗΣ ΕΛΕΑΝΑΣ ΓΙΑΛΟΥΡΗ*

 Σε ένα άρθρο του 2012, o Βρετανός ανθρωπολόγος Τimothy Ingold μετακινείται νοητικά στο έτος 2053, όπου τότε υποθετικά λαμβάνει χώρα στη Βρετανία το συνέδριο για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Εταιρίας Κοινωνικών Ανθρωπολόγων. Στο συγκεκριμένο χωροχρόνο, αφηγείται ο Ingold, το πρόθεμα αρχαιο- της αρχαιολογίας και το πρόθεμα ανθρωπο- της ανθρωπολογίας έχουν χάσει πλέον την παλαιότερη γοητεία τους. Η κοινωνική ανθρωπολογία, ισχυρίζεται, δεν διακρίνεται, όπως στο παρελθόν, ούτε από την αποκλειστική ενασχόλησή της με τα κοινωνικά φαινόμενα, ούτε από το αξίωμα ότι τα φαινόμενα αυτά αποτελούν πεδίο με μοναδικό σημείο αναφοράς τον άνθρωπο. Αντίστοιχα, συνεχίζει την προφητεία του ο Ingold, το έτος 2053 ο όρος αρχαιολογία επίσης αποτελεί αναχρονισμό, αφού το αντικείμενο έρευνάς της έχει από καιρό απομακρυνθεί από την αποκλειστική του σύνδεση με την αρχαιότητα. Μεταξύ αρχαιολογίας και ανθρωπολογίας δεν υπάρχει πλέον, κατ' αυτόν, διαφορά επί της αρχής, αφού και οι δυο συγκλίνουν προς μια και μοναδική επιστήμη. Επιστήμη, η οποία διερευνά τις συνθήκες και τις δυνατότητες ζωής σε έναν κόσμο που απαρτίζεται από όντα οι ταυτότητες των οποίων καθιερώνονται όχι βάσει της ιδιότητας του είδους τους, αλλά μέσω της σχεσιακής συγκρότησής τους.

Νομίζω πως το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη αποτελεί τεκμήριο που μαρτυρά ότι η προφητεία του Ingold μάλλον βαδίζει προς την πραγμάτωσή της. Αν και ο τίτλος Η Αρχαιολογία και οι Αισθήσεις υπονοεί ότι αυτό αφορά κατ'ουσίαν την αρχαιολογία, εντούτοις τόσο η βιβλιογραφία από την οποία αντλεί, όσο και το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται κινείται ανάμεσα και στις δυο επιστήμες.

Με το βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας επιστρέφει με μια σύνθεση θεμάτων που τον έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν (αρχαιότητα - αρχαιολογία - πολιτική, μνήμη - τροφή - αισθήσεις, Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη) για να προτείνει μια νέα οντολογία της αρχαιολογίας (αισθητηριακή, όπως την αποκαλεί), η οποία αμφισβητεί τα πρότυπα και τα στερεότυπα που συνδέονται με την Καντιανή, Πλατωνική και Καρτεσιανή κληρονομιά της.

Μέσα από μια διαδρομή που εκκινεί από τη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων φιλοσόφων, τη Χριστιανική θεολογία και τη νεοπλατωνική σκέψη έως τις πολιτικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές προτάσεις στοχαστών του Διαφωτισμού και του 19ου αιώνα, ο Χαμηλάκης διερευνά διαφορετικές ιεραρχήσεις των αισθήσεων, ενώ αναζητεί τις ρίζες των κυρίαρχων αισθητικών καθεστώτων της νεωτερικότητας στο δυτικό κόσμο και τον αντίκτυπό τους στην αρχαιολογία.

Μέσα από την ανασκόπηση αυτή ο Χαμηλάκης παρουσιάζει την αρχαιολογία ως επιστήμη άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεωτερικότητα και τους αναπαραστατικούς μηχανισμούς της όπως η φωτογραφία, τα μουσεία, οι Διεθνείς Εκθέσεις κοκ. Πρόκειται για μια επιστήμη που κυρίως από τον 19ο αιώνα και μετά κυριαρχείται από την αίσθηση της όρασης και θεμελιώνεται στο πρότυπο της αναπαράστασης του κόσμου ως εικόνας. Μιας εικόνας που εμφορείται από τις δυνάμεις της αποικιοκρατίας, του εθνικισμού και του καπιταλισμού, αλλά και της εδραίωσης της μεσαίας τάξης και της εμφάνισης του ελεύθερου χρόνου και του μαζικού τουριστικού ταξιδιού.

Ωστόσο ο Χαμηλάκης εύστοχα σπεύδει να σημειώσει ότι μολονότι η επίσημη αρχαιολογία ως αυτόνομος κλάδος και επαγγελματικός μηχανισμός οφείλει την ύπαρξή του στη ‘δυτική νεωτερικότητα', δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι υπάρχουν πολλαπλές, εναλλακτικές νεωτερικότητες. Αυτές συνδέονται με διαφορετικές υποκειμενικότητες, κοινωνικές τάξεις, ηθικές και παραδόσεις, όπως π.χ. για να περιοριστούμε στην Ευρώπη, αυτές του προτεσταντικού Βορρά έναντι του καθολικού και ορθόδοξου Νότου. Οι διαφορετικές αυτές νεωτερικότητες συνδέονται αντίστοιχα και με διαφορετικές ‘αρχαιολογίες', με διαφορετικές δηλαδή πρακτικές και λόγους περί του αρχαίου που ιεραρχούν τις αισθήσεις ποικιλότροπα. Υπό αυτή την έννοια ο Χαμηλάκης αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της αισθητηριακότητας και προτάσσει μια αισθητηριακή αρχαιολογία πολιτικά ευαισθητοποιημένη, η οποία δεν ομογενοποιεί ή συγκαλύπτει, αλλά αναδεικνύει τον κατά Jacques Rancière, ‘μερισμό του αισθητού': το τί επιτρέπεται να γίνει αισθητό, από ποιόν, πώς και από ποιούς γίνεται αποδεκτό και από ποιούς αμφισβητείται.

Κατά την ανασκόπησή του ο συγγραφέας κινείται από την παλαιότερη φιλοσοφική σκέψη στο στοχασμό της ύστερης νεωτερικότητας, όταν νέες κοινωνικές δυνάμεις, νέες τεχνολογίες και ιδέες διαμορφώνουν νέες συμπεριφορές απέναντι στην αισθητική εμπειρία: το εργατικό, το φεμινιστικό και το πράσινο κίνημα, η πολυπολιτισμικότητα, αλλά και το κεφάλαιο και οι δυνάμεις της εμπορευματοποίησης προτάσσουν την ενσώματη αισθητηριακή εμπειρία τόσο στη δημόσια κοινωνική και πολιτισμική ζωή όσο και στις επιστημονικές παραδόσεις κλάδων, όπως η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία και η αρχαιολογία.

Από έργα-σταθμούς στους κλάδους αυτούς αντλεί έμπνευση ο Χαμηλάκης αλλά και συζητεί κριτικά: έργα φιλοσοφικά όπως του Merleau-Ponty και του Μichel Serres, ανθρωπολογικά όπως της Νάντιας Σερεμετάκη, του David Howes, του Timothy Ingold και του David Sutton, αλλά και αρχαιολογικά, του Paul Rainbird, του Christopher Tilley, του Robin Skeates, καθώς και άλλων που εστιάζονται στον ήχο, το χρώμα, την κιναισθητική. Μέσα από αυτά ο συγγραφέας αναζητεί να διαμορφώσει τη δική του προσέγγιση σε μια αισθητηριακή αρχαιολογία.

Και είναι εδώ που το κείμενό του από μια σαφή, περιεκτική και ιδιαίτερα χρήσιμη ανασκόπηση για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν την ιστορία και τη θεωρία της αισθητηριακότητας, μετατρέπεται σε μια αφήγηση η οποία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο αισθητηριακών βιωμάτων που παρεκκλίνουν από τα κυρίαρχα αισθητηριακά καθεστώτα της δυτικής νεωτερικότητας. Χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η αναφορά του σε ένα βυζαντινό τελετουργικό μεταξύ 9ου και 12ουαι. μ. Χ. όταν το τρεμάμενο φως των καντηλιών, οι ψαλμωδίες και το άρωμα του λιβανιού και των λουλουδιών που στολίζουν τις εικόνες ζωντανεύουν τις μορφές των αγιογραφιών δημιουργώντας την αίσθηση μιας κινούμενης και συμμετέχουσας στο τελετουργικό παρουσίας τους. Παραδείγματα όπως αυτό αναδεικνύουν όχι μόνο το αδύνατο της απομόνωσης του οπτικού από το απτικό, το οσφρητικό και το ακουστικό, αλλά και τις μεταξύ τους οσμώσεις: Το οπτικό γίνεται μαζί και απτικό όταν εικόνες αγγίζονται ή δέχονται ασπασμούς, το οσφρητικό μπορεί να δημιουργήσει και πρόσθετες γέφυρες αισθητηριακής επικοινωνίας με το θείο.

Η γνωριμία με τα πολλαπλά αισθητηριακά βιώματα εκ των πραγμάτων οδηγεί στην διεύρυνση του αισθητηριακού καθεστώτος των 5 αισθήσεων για να συμπεριλάβει άπειρες αισθητηριακές τροπικότητες που πηγάζουν από διυποκειμενικές συναντήσεις με άπειρα υλικά. Ως παράδειγμα, ο Χαμηλάκης αναφέρει χαρακτηριστικά πως η αφή όπως διαμεσολαβείται από τα πόδια διαφέρει από αυτή των χεριών, ενώ η διαμεσολάβηση διαφορετικών υλικών (το δέρμα, το ύφασμα ή το πλαστικό του παπουτσιού) καθιστά την αίσθηση της αφής διαφορετικό κάθε φορά βίωμα. Με αυτή τη διεύρυνση ο Χαμηλάκης εύστοχα μεταθέτει την προσοχή του από ‘το πράγμα' στα υλικά και από το οριοθετημένο, ατομικό σώμα, στις διασωματικές συναντήσεις οι οποίες συνιστώνται και ορίζονται από διαφορετικά υλικά και μορφές κοινωνικότητας αλλά και από διαφορετικούς χωροχρόνους. Εδώ μάλιστα, αντλώντας από τον Ηenri Bergson, αναδεικνύει τη διαμεσολάβηση της μνήμης σε κάθε αισθητηριακή εμπειρία η οποία με την ικανότητά της να ενεργοποιεί τους πολλαπλούς χρόνους που ενσαρκώνει η ύλη, καθιστά τη ζωή και το βίωμα πολυχρονικό φαινόμενο.

Ο συγγραφέας ωστόσο δεν περιορίζεται σε μια θεωρητική συζήτηση της αισθητηριακής αρχαιολογίας, αλλά αποπειράται να την εφαρμόσει στη μελέτη και την ερμηνεία των επικήδειων τελετών, καθώς και στο θέμα των Μινωικών Ανακτόρων της Κρήτης της εποχής του Χαλκού. Προτείνει έτσι μια εκ νέου ανάγνωση παλαιότερου και νεότερου αρχαιολογικού υλικού, αισθητηριακά ευαισθητοποιημένη, αμφισβητώντας την εμμονή της κυρίαρχης νεωτερικής αρχαιολογίας σε πρότυπα, όπως η πειθαρχημένη και πολιτισμένη κρατική κοινωνία, ο γραμμικός χρόνος, το αυτόνομο άτομο, τα οποία προβάλλονται συνήθως αναχρονιστικά πάνω στην αρχαιότητα. Η εκ νέου αυτή ανάγνωση υποδεικνύει νέες θεωρητικές και μεθοδολογικές δυνατότητες για την αρχαιολογία, αποκαλύπτοντας άγνωστα πεδία εμπειριών ή συστημάτων γνώσης.

Στη σφαίρα των επικήδειων τελετών χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο διαφορετικά βιώματα μπορεί να διαμορφώνουν διαφορετικές αισθήσεις χρονικότητας και ιστορικότητας, και να πλάθουν διαφορετικές μορφές κοινωνικότητας μέσα από τη συνάντηση ανθρώπων με λείψανα, κτερίσματα, τροφές και άλλα υλικά τα οποία εμπλέκονται στις πολιτικές της μνήμης και της λήθης, συχνά ρυθμίζοντας και παγιώνοντας την αισθητηριακή εμπειρία και προσδιορίζοντας όχι μόνο την καθημερινή ζωή, αλλά και τις μεγάλης κλίμακας κοινωνικές αλλαγές.

Αξίζει εδώ να υπογραμμίσω τη μετατόπιση που πραγματοποιεί ο Χαμηλάκης από μια θεωρητική συζήτηση περί υλικότητας σε μια συζήτηση που εστιάζεται στην αισθητηριακότητα και η οποία ως εκ τούτου φέρνει στο προσκήνιο το σώμα (θέμα συχνά παραμελημένο στη συζήτηση αυτή), ενώ παράλληλα διευρύνει την έννοιά του καθώς το εντάσσει σε μια σφαίρα διασωματικότητας στην οποία συνυφαίνονται σώματα, μνήμες, αισθήσεις, τόποι και υλικά. Ουσιαστική θεωρώ επίσης την πρόθεσή του να εισαγάγει στη συζήτηση το σώμα του αρχαιολόγου προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους οι αισθητηριακοί κόσμοι των αρχαιολόγων ορίζουν και τις ίδιες τις αρχαιολογικές παρεμβάσεις τους. Η πρόθεση αυτή, αν και περιορίζεται τελικά σε ορισμένα σύντομα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα, είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς μεταθέτει την προσοχή από την αρχαιολογία ως σώμα γνώσης και αντικείμενο παρατήρησης του αρχαιολόγου, στο σώμα του ίδιου του αρχαιολόγου, καθιστώντας το αυτό αντικείμενο μιας κριτικής ματιάς. Υπό αυτή την έννοια την θεωρώ απαραίτητη αν θέλουμε να αποφύγουμε μια ‘ηρωική' αναδιατύπωση του σώματος του αρχαιολόγου, καθώς και μια νύξη ρομαντισμού ή νοσταλγίας για μια υποτιθέμενα άμεση και αυθεντική επαφή του με τα αρχαία υλικά που θα τον οδηγήσουν στην ‘κατοίκηση' της ‘ξένης χώρας του παρελθόντος'. Θεωρώ επίσης πως μια τέτοια κριτική ματιά μας παρακινεί να θέσουμε το ερώτημα του ρόλου του/της αρχαιολόγου ως διαμεσολαβητή/τριας της ετερότητας του παρελθόντος και να ξανασκεφτούμε τη βασική θέση του Χαμηλάκη ότι ‘μια αισθητηριακή αρχαιολογία δεν αποτελεί αναπαράσταση του παρελθόντος, αλλά επίκληση της παρουσίας του, της χειροπιαστής ζωντανής υλικότητάς του'. Ως εκ τούτου το βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για να διατυπώσουμε εκ νέου ερωτήματα, όπως: Μπορούμε άραγε να απαλλαγούμε συλλήβδην από την ‘αναπαράσταση' αναζητώντας αντ'αυτής την ‘παρουσία', και αν ναι, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, πώς η επιθυμία ανάκλησης της παρουσίας του παρελθόντος διαφέρει από την επιθυμία οικειοποίησής του διά της αναπαράστασής του; Πώς μπορούμε να απαλλάξουμε την αρχαιολογία από την κυριαρχία της όρασης χωρίς να την επιβαρύνουμε με την κυριαρχία των υλικών; Μήπως εν έτει 2053, εκτός από το πρόθεμα αρχαιο- , αναθεωρήσουμε και το ρόλο των υλικών ως κεντρικό άξονα της ενιαίας επιστήμης που oραματίζεται ο Ingold; Είναι δυνατόν ο/η αρχαιολόγος να αποφύγει αναχρονιστικές προβολές στο αρχαίο υλικό; Ακόμη και αν αποφύγουμε τις έννοιες του οριοθετημένου αυτόνομου ατόμου, της γραμμικής ιστορικής συνέχειας και των υπόλοιπων εννοιών που στοίχειωσαν τη νεωτερική αρχαιολογία και στις οποίες ασκεί κριτική ο Χαμηλάκης, οι νέες προσεγγίσεις και έννοιες, όπως η ‘βιοπολιτική' ή ‘η αισθητηριακή νεκροπολιτική' που υιοθετούμε στο παρόν δεν αποτελούν εξίσου παροντικές προβολές στο αρχαίο παρελθόν;

Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο του Χαμηλάκη συνιστά εγχείρημα σημαντικό: Αφενός για μια διεπιστημονική ενασχόληση με θέματα που μόλις τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να συζητώνται συστηματικότερα στην Ελλάδα· αφετέρου, ειδικότερα για την ελληνική αρχαιολογία, όπου τα προσωπικά, συναισθηματικά και αισθητηριακά βιώματα των αρχαιολόγων, που προέκυπταν τόσο μέσα από τη σχέση τους με τις αρχαιολογικές πρακτικές, όσο και μέσα από τις εξωαρχαιολογικές συναντήσεις τους, για καιρό δεν είχαν βρει θέση στο αυστηρά επιστημονικό τους έργο, το οποίο ‘όφειλε' να παραμείνει ανέγγιχτο από ‘μη αντικειμενικές' παρεμβολές. Τα συναισθήματα και τα αισθητηριακά βιώματα των αρχαιολόγων αποτέλεσαν παραλειπόμενα, που στην καλύτερη περίπτωση, δημοσιεύονταν, συχνά μετά θάνατον, σε μια διαφορετική ‘μη αρχαιολογική', έκδοση, συνήθως υπό τη μορφή απομνημονευμάτων ή ακόμη και ποιημάτων. Το έργο του Χαμηλάκη επιτρέπει στα βιώματα αυτά να αποκτήσουν τη θέση που τους αρμόζει στο κυρίως ερευνητικό έργο του/της αρχαιολόγου, αναγνωρίζοντάς τα ως αναπόσπαστο μέρος τόσο της αρχαιολογικής διαδικασίας όσο και της τελικής ερμηνείας και της παραγωγής γνώσης συνολικά.

Καθώς διάβαζα το βιβλίο αυτό θυμήθηκα μια ιστορία για τον Αμερικανό αρχαιολόγο Homer Thompson ο οποίος, όταν εντόπιζε ελλείψεις στην ημερολογιακή καταγραφή των ανασκαφικών δεδομένων σχολίαζε επιγραμματικά: ‘αναζήτηση σκιάς κάτω από τον ήλιο', αναφερόμενος στην απουσία του αρχαιολόγου από το σκάμμα όπου όφειλε να βρίσκεται, καθώς το σώμα του αναζητούσε δροσιά εν τω μέσω της καυτής καλοκαιρινής περιόδου κατά την οποία συνήθως λαμβάνουν χώρα οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Παραθέτω την ιστορία αυτή για να ισχυριστώ πως μια αισθητηριακή (ή, καλύτερα, ‘πολυ-/δι-αισθητηριακή) αρχαιολογία ανοίγει το δρόμο αφενός για μια διαφορετική πρακτική ή γραφή της αρχαιολογίας του μέλλοντος, αλλά και για μια εκ νέου προσέγγιση και ανάγνωση της αρχαιολογίας του παρελθόντος μέσα από ένα πρίσμα που θα μας επιτρέψει όχι μόνο να εντοπίσουμε κενά, όπως αυτά που προκύπτουν από την ‘αναζήτηση σκιάς κάτω από τον ήλιο', αλλά και νέα πεδία συγκρότησης της αρχαιολογικής γνώσης και εμπειρίας που για καιρό έμειναν στο περιθώριο. Υπό αυτή την έννοια το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη χαλαρώνει το αρχαιο- πρόθεμα της αρχαιολογίας επιτρέποντάς μας να ‘συν-κινηθούμε' από τις απρόβλεπτες, απρόοπτες και απείθαρχες συνυφάνσεις ενός κόσμου στον οποίο μετέχουμε στο παρόν.

μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 265

*Ελεάνα Γιαλούρη, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Παν/μιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

Αυγή Newsroom