ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Όμιλος Φίλων Δάσους: ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗ ΦΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΚΑΚΟ» ΤΗΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ (το άγνωστο έργο της δασικής υπηρεσίας στον ορεινό χώρο)

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025 0 comments


 Όμιλος Φίλων Δάσους


Δεν είναι στραβός ο γιαλός, στραβά αρμενίζουμε🌧️☔⛈️💧☔⛈️💧

«Η λάσπη στο ρέμα φέρνει πάντοτε μαζί της την εικόνα ενός δάσους που δεν έχει αναπτυχθεί σωστά».
Ο Ιταλός δασολόγος-μηχανικός Glauco Vallentini, γνωστός στην εποχή του χειμαρρολόγος, σημείωνε στο «Περί χειμάρρων» σύγγραμμά του στις αρχές του 20ου αιώνα την εξής επιστημονική άποψη:
«Είναι σπατάλη εργασίας το να διευθετήσει τις έναν ποταμόν, εφ’ όσον οι χείμαρροι δύνανται να φέρωσι προς αυτόν υλικά, άτινα συσσωρεύονται εκεί και άτινα ούτος δεν δύναται να παρασύρει. Ούτως, εάν θέλωμεν να αφαιρέσωμεν από τους χειμάρρους την καταστρεπτικήν δράσιν των, είναι ανάγκη να αγωνισθώμεν επί των ορέων».
Οι αρχαίοι Έλληνες, πολύ πριν από τους ειδήμονες των νεότερων χρόνων, είχαν κατανοήσει το χειμαρρικό πρόβλημα της χώρας μας και, λίγο έως πολύ, είχαν εντοπίσει τη θεραπεία του: να στραφούν στα «υψώματα», όπως συνιστούσε ο Πλάτωνας, γιατί απ’ εκεί χάνονταν το χώμα. Διαβάζουμε συγκεκριμένα στον «Τιμαίο & Κριτία» του Πλάτωνα:
«Αυτός ο τόπος ξεπερνούσε κάθε άλλον στη γονιμότητα, γι’ αυτό και μπορούσε τότε να τρέφει πολύ στρατό που προερχόταν από γειτονικά μέρη. (...) Επειδή όμως έγιναν πολλοί μεγάλοι κατακλυσμοί στη διάρκεια των εννέα χιλιάδων χρόνων −τόσα πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα− το χώμα σ’ αυτά τα χρόνια και εξαιτίας αυτών των γεγονότων απομακρυνόταν από τα υψώματα και δε συγκεντρωνόταν πάνω στο έδαφος, όπως συμβαίνει σε άλλους τόπους, αλλά πάντοτε γλιστρούσε σε μεγάλες ποσότητες και εξαφανιζόταν στα βάθη της θάλασσας».
Το ενδιαφέρον λοιπόν των «θεραπευτών της τρωγμένης χώρας», ως επιστημόνων της γεωτεχνίας μοιραία εστιάστηκε στα ψηλά. Η δασική υπηρεσία από εκεί ξεκίνησε το τιτάνιο έργο της χειμαρρικής διευθέτησης της χώρας. Ξεκίνησε από τα ορεινά για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα (που υπήρξε...) και στα χαμηλά. Γιατί από τα ψηλά «ξεκινά το κακό», από τη λεκάνη απορροής όπου συγκεντρώνονται τα ύδατα που δε διηθούνται στο έδαφος, και κινούνται επιφανειακά προς τις χαμηλότερες περιοχές. Η κίνηση αυτή πραγματοποιείται δι’ ενός δικτύου ρευμάτων, που συνιστούν το υδρογραφικό δίκτυο της λεκάνης απορροής. Το αποτελούν η κεντρική κοίτη (το κύριο ρεύμα), με τους συμβάλλοντες σε αυτήν αγωγούς και τους συμβάλλοντες των συμβαλλόντων αγωγούς. Η κίνηση των υδάτων εκεί χαρακτηρίζεται από μεγάλη ταχύτητα, με ανώμαλη και μη ορθολογική κυκλοφορία (από αιφνίδιες πλημμυρικές παροχές, κυρίως το χειμώνα, και πλήρη σχεδόν έλλειψη ροής το θέρος), κατά την εκδήλωση κι εξέλιξη της οποίας υπάρχει απόσπαση στερεών υλικών από τα ορεινά (λόγω διαβρώσεων, αποσαθρώσεων, γεωκατακριμνήσεων και γεωλισθήσεων), που μεταφέρονται κι αποτίθενται στα πεδινά.
Βέβαια, η όλη προσπάθεια δε θα ευοδωνόταν εάν η τοπική κοινωνία δε συνέβαλλε στο δασικό έργο, που ήταν περιβαλλοντικό και μαζί κοινωνικό, λόγω των θετικών επιπτώσεων που επέφερε στην κοινωνία ως έργο υποδομής στον ορεινό χώρο. Έτσι βλέπουμε τα συνεργεία του έργου να συγκροτούνται από ανθρώπους της υπαίθρου, που ωφελούνταν διττά από αυτό, τόσο για τις περιβαλλοντικές προσφορές του όσο και για τις οικονομικές, αφού στις φτωχές κι αποξεχασμένες κοινότητες των ορεινών περιοχών της χώρας ήταν επιζητητή η οικονομική οφειλή (το μεροκάματο) που τους προσφέρονταν ως εργάτες στην εκτέλεση των δασοτεχνικών έργων ̇ μα και μακροπρόθεσμα αν το δούμε το ζήτημα, η ανάταξη του τόπου συνέβαλλε στην οικονομική του απόδοση. Συνέδραμε λοιπόν η τοπική κοινωνία στην προσπάθεια ανάταξης του φυσικού χώρου, και τούτο πρέπει να της το αναγνωρίσουμε. Ιδιαίτερα δε οι γυναίκες της υπαίθρου, είχαν καθοριστική συμβολή στις εργασίες που πραγματοποιούνταν κατά την ορεινή διευθέτηση, αφού ως εργάτριες παρείχαν την τακτικότητα, την υπομονετικότητα και τη δύναμη ψυχής π’ απαιτούνταν, αποτελώντας τις σιωπηλές και μη αναγνωρισμένες παρουσίες (προσωπικότητες) στη συντέλεση του σημαντικού έργου της αποκατάστασης της γης. Βλέποντάς τες να κουβαλούν τις πέτρες για το στήσιμο των φραγμάτων στις απότομες πλαγιές, στα γκρεμνά και στις κακοτράχαλες κοίτες, τις παρομοίαζες με «ατλάντισσες»! Οι άνδρες ήταν είχαν ρόλο «λατόμου» και μάστορα.
Ας επανέλθουμε όμως στο τεχνικό αντικείμενο της πραγμάτευσής μας. Γενικώς, στα γραμμικά υδάτινα συστήματα (ρέματα/χειμάρρους, ποτάμια) συμβαίνει διάβρωση, που είναι τριών τύπων: επιφανειακή, αυλακωτή και πρανική. Αυτή αποτελεί φυσικό φαινόμενο, μια διαδικασία δηλαδή φυσική, που χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική όταν το υδάτινο σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής ισορροπίας. Η κατάσταση αυτή προσδιορίζεται από τη δυνατότητα του υδάτινου συστήματος να μεταφέρει φερτές ύλες που προκύπτουν από την παραγόμενη φυσικώς διάβρωση της εδαφικής επιφάνειας της υδρολογικής λεκάνης, διατηρουμένης όμως της φυσικής λειτουργίας του.
Η επέμβαση στον ορεινό χώρο από τους δασολόγους-χειμαρρολόγους, κι ειδικότερα στη λεκάνη απορροής των χειμάρρων, συνίστατο στην αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και στην εξάλειψη των συνεπειών της διάβρωσης, με ταυτόχρονη αναβάθμιση του φυσικού συστήματος. Τούτα επιτυγχάνονταν με έργα φυτοτεχνικά και γεωσυγκρατητικά που πραγματοποιούνταν στη λεκάνη απορροής, και με τη δημιουργία έτσι υδρονομικού (ή υδρογεωνομικού) δάσους, καθώς και με έργα τεχνικά [με τοίχους στήριξης των ασταθών εδαφών και των γεωμαζών που ολισθαίνουν (τοίχοι αντιστήριξης), με μικρά φράγματα συγκράτησης στους κλάδους του κυρίου ρεύματος, με κύρια φράγματα, με προβόλους, με μικρής κλίμακας λιθεπενδύσεις όπου απαιτούνταν, με αντιδιαβρωτικούς τοίχους κοίτης κι άλλα τεχνικά έργα στην κυρίως κοίτη], όπως τέλος και με αγροτεχνικά έργα (κλαδοπλέγματα, δραίνες, βαθμίδες, πασσάλους συγκράτησης κ.ά.)
Σκοπός των φυτεύσεων που πραγματοποιούνταν στη λεκάνη απορροής ήταν να συγκρατείται το έδαφος και να μην αποπλένεται, ταυτόχρονα δε να δημιουργείται φυσικό σύστημα (δάσος), που δρα εξισορροπιστικά στη φυσική λειτουργία της περιοχής και συμβάλλει στη δημιουργία φυσικής ισορροπίας.
Με τα φράγματα (εκ των κύριων τεχνικών έργων) αποσκοπούνταν να στερεωθεί η κοίτη και να συγκρατηθεί το έδαφος, να μην παρασυρθούν στερεά υλικά (αποσαθρώματα) στα κατάντη, να περιοριστεί η ταχύτητα των χειμαρρικών νερών και η συρτική τους δύναμη, ν’ αποτραπεί η στερεομεταφορά στον κώνο πρόσχωσης και να μην πλημμυρίζει ο υποκείμενος πεδινός χώρος. Τα χαμηλά αυτά λίθινα (λιθόδμητα) φράγματα είναι εκχυλιστές, επειδή το νερό διέρχεται από τη στέψη ή από τους υδατοχετούς και συνεχίζει στα κατάντη.
Ταυτόχρονα πραγματοποιούνταν και παραγωγική διαχείριση των νερών, με τη δημιουργία μικρής κατά το πλείστον λεκάνης κατάκλυσης (λιμνοδεξαμενής) μέσω της φραγματικής απόφραξης του ρεύματος, το νερό της οποίας αξιοποποιούνταν για ύδρευση οικισμών, γι’ άρδευση εκτάσεων, για πότισμα ζώων κ.λπ. (πραγματοποιούνταν δηλαδή αξιοποίηση των χειμαρρικών νερών).
Στην περίπτωση αυτή το φράγμα λειτουργεί ως ταμιευτήρας κατά βάσιν κι όχι ως υπερχειλιστής. Το συγκεντρωμένο στον ταμιευτήρα νερό είναι καθαρό, αφού η βλάστηση στη λεκάνη απορροής και τα τεχνικά έργα που έχουν προηγηθεί, έχουν κατακρατήσει τα στερεά υλικά που μεταφέρει.
Έργα τέτοιας μορφής −από τα μικρά κι ανείδωτα της ελληνικής υπαίθρου!− συνέβαλαν στην ανάπτυξη τοπικών οικονομιών κι εξυπηρέτησαν τις ορεινές κοινότητες σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που κρίθηκαν πολύτιμα από αυτές!
Θα υποστηρίζαμε πως η δασική υπηρεσία εμφανίστηκε πρωτοπόρα στον τομέα της παραγωγικής κι ορθολογικής διαχείρισης των ρεόντων υδάτων της χώρας, και ότι ήταν πλέον του δέοντως αποτελεσματική στον τομέα αυτόν, αφού προχώρησε στη δημιουργία μικρής κλίμακας υδατοδεξαμενών σε περιοχές της ελληνικής επικράτειας που αντιμετώπιζαν υδατικό πρόβλημα κι ανακουφίζοντάς τες, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες ν’ αναπτύξουν τομείς της οικονομίας τους που λόγω της έλλειψης νερού ήταν υποβαθισμένοι, αν και ασκούμενοι εντατικά (όπως την κτηνοτροφία ή τη γεωργία).
Το έργο της αποκατάστασης στα ψηλά ξεκινούσε με τη μελέτη της λεκάνης απορροής και την αποτύπωση του υδρογραφικού της δικτύου, και συνεχίζονταν μέχρι τα χαμηλά κατά μήκος του χειμάρρου και των κλάδων του. Γίνονταν αναγνώριση της περιοχής, προσδιορίζονταν οι αιτίες του χειμαρρικού φαινομένου και καθορίζονταν το πεδίο της επέμβασης και το είδος των έργων που θα πραγματοποιηθούν.
Ακολουθούσε σειρά μελετών για τη συνολική διευθέτηση του προβλήματος (τοπογραφική, υδρολογική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνική μελέτη, μελέτες τεχνικών, φυτοτεχνικών και αγροτεχνικών έργων). Η μελέτη ήταν συνολική (ένα, περίπου, master plan έργων κι εργασιών στη λεκάνη απορροής) που περιελάμβανε επιμέρους μελέτες του κάθε έργου.
Ποτέ το έργο δεν αντιμετωπίζονταν αποσπασματικά, αλλά πάντα ως σύνολο σ’ επίπεδο λεκάνης και χειμάρρων. Ήταν πολυεπίπεδο και πολυσχιδές, καθώς διαφορετικά δε θα υπήρχε ορθό αποτέλεσμα ̇ ίσως μάλιστα η φύση να ήταν σκληρότερη στο «μόνο» έργο, διότι το όλον δε θεραπεύτηκε! Γι’ αυτό κι έπαιρνε χρόνο η ολοκλήρωσή του, με κύκλους ζωής κι επεμβάσεων. Αναφέρεται σχετικά ότι η διευθέτηση του επικίνδυνου θεσσαλικού Πάμισσου, διήρκεσε από το 1932 έως το 1940, ενώ μεταπολεμικώς απαιτήθηκε να πραγματοποιηθούν πρόσθετα έργα!
Τα έργα πραγματοποιούνταν με αυτεπιστασία της δασικής υπηρεσίας, για να υπάρχει πλήρης έλεγχος της πορείας τους κι επιτυχία ως προς το αποτέλεσμα σαν σύνολο. Από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα όμως, κυρίως από τη δεκαετία του 1970, επικράτησε η διά εργολαβίας κατασκευή τους, με την ποιότητά τους, θα υποστηρίζαμε, να υστερεί σε σχέση με αυτή των έργων που προηγήθηκαν.
Το παραπάνω εξηγείται από το γεγονός ότι, κατά τα πρωτινά χρόνια υπήρχε η σπουδή για τη στερεότητα και την απόδοση του έργου, χωρίς να παρεμβάλλεται το οικονομικό κέρδος, που εξυπηρετείται κατά βάσιν με τη μειωμένη ποιότητα κατασκευής, που έχει αρνητική επίπτωση στο ίδιο το έργο. Το έργο πραγματοποιούνται διά αυτεπιστασίας από τη δασική υπηρεσία, κι όχι διά εργολαβίας. Έτσι δεν παρεμβάλλονταν το οικονομικό όφελος του εργολάβου. Επίσης, τότε χρησιμοποιούνταν οι ντόπιοι τεχνίτες και μαστόροι, καθώς κι εργατικό δυναμικό της τοπικής κοινωνίας, κάτι που αφενός απέδιδε υψηλή ποιότητα της μηχανικής τέχνης στο έργο, λόγω της εμπειρικής τεχνικής και μαστορικής που υπήρχε και ήταν αξεπέραστη, αφετέρου το τοπικό εργατικό δυναμικό λόγιζε το έργο ως μέρος του περιβάλλοντός του (και του προβλήματός του…) και της δικής του ωφέλειας, και το υποστήριζε δυναμικά με την εργασία του.
Μάλιστα, ζώντας οι εν λόγω κοινωνίες στην ανέχεια χρόνων στη φτωχή κι εγκαταλελειμμένη από το κράτος περιοχή τους, έβλεπαν τώρα την «ελπίδα» ως προς τη συνέχειά τους, καθώς μια δημόσια υπηρεσία (η δασική) δημιουργούσε υποδομές στον τόπο τους, και γι’ αυτό έδειχναν την εμπιστοσύνη τους για τη μοναδική προσφορά της, υποστηρίζοντάς την στο έργο της. Οι τοπικές κοινωνίες ένοιωθαν ευγνωμοσύνη στη δασική υπηρεσία για τις υποδομές που δημιουργούσε και για την εργασία που πρόσφερε με τα έργα που υλοποιούσε στον ορεινό και ημιορεινό ελληνικό χώρο, παρά τα όποια παράπονά τους για τους περιορισμούς που έβαζε στην ελεύθερη διαχείριση του φυσικού χώρου και στην αστυνόμευση που ασκούσε με την πιεστική επόπτευσή του. Από ένα σημείο και πέρα όμως κατανοούσαν την κατά τον κανόνα ενέργειά τους, κι αναλόγως ενεργούσαν.
Το έργο των δασολόγων-χειμαρρολόγων ήταν η θεραπεία των ορέων, των βουνών και των ημιορεινών περιοχών της χώρας, πώδινε άλλην πνοή σε αυτά και τα μεταμόρφωνε περιβαλλοντικά, οικολογικά, λειτουργικά. Ταυτόχρονα επηρεάζονταν θετικά και η πεδινή ζώνη, που ήταν άμεσα εξαρτημένη από το τι γίνονταν στα ψηλά, αφού υπόκειντο στις δυσμενείς συνέπειες της χειμαρρικότητας, πώχε την ρίζα της στα ορεινά.
Δημιουργούνταν έτσι μια νέα κατάσταση, σαφώς αναβαθμισμένη σε σχέση με την προηγούμενη και με άλλη διάσταση, πώχε συνολική αντιμετώπιση όλου του φυσικού συστήματος της πληττόμενης περιοχής. Ήταν γι’ αυτό, ο επιστήμων των χειμάρρων, πλάστης, που δημιουργούσε φύση με τους κανόνες της φύσης, κι «έπλαθε» τον τόπο με τρόπο φυσικό. Κι αυτή του η προσφορά ήταν ανεκτίμητη διότι, εκτός του πρακτικού της αποτελέσματος, ήταν έργο δημιουργίας, καθώς ο άνθρωπος έφτιαχνε τα γύρα με φυσικούς όρους, ωσά πλαστουργός της φύσης!
(από το βιβλίο μου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2018, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=49135).
(Φωτογραφία: αρχείο © Αντώνιος Β. Καπετάνιος.
Διευθέτηση κλάδου ορεινού χειμάρρου από τη δασική υπηρεσία κατά τη δεκαετία του 1930 στην περιοχή των Τρικάλων, με την κατασκευή μικρών διαδοχικών λίθινων φραγμάτων ανάσχεσης της χειμαρρικής ροής και συγκράτησης φερτών υλών, καθώς και με σύνολη φυτοτεχνική διευθέτηση της λεκάνης απορροής του χειμάρρου).
(Φωτογραφία: αρχείο © Αντώνιος Β. Καπετάνιος).


Ετικέτες: