ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Δεν είμαι Μηχανή, Είμαι ένα ανθρώπινο Ον - πάνω στην απώλεια της άμεσης εμπειρίας και της αισθητηριακής σύνδεσης με τον φυσικό κόσμο – ένα βίωμα αποξένωσης που προκύπτει μέσα από τη μεσολάβηση της τεχνολογίας και του σύγχρονου τρόπου ζωής.

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025 0 comments



…μου έκανε εντύπωση ότι υπήρχε μια μεμβράνη ανάμεσα σε μένα και σε όλα αυτά. Μπορούσα να “βλέπω” τα θεαματικά τοπία. Ήξερα ότι ήταν θεαματικά. Όμως η εμπειρία σταματούσε στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να την αφήσω να μπει μέσα μου. Δεν ένιωθα τίποτα. Κάτι είχε πάει στραβά μέσα μου. Θυμάμαι στιγμές από την παιδική μου ηλικία όπου και μόνο η θέα του ουρανού ή του γρασιδιού ή των δέντρων μπορούσε να με πλημμυρίσει με κύματα σωματικής απόλαυσης. Και τώρα… ένιωθα νεκρός. Είχα την παρόρμηση να επαναλάβω μια φράση που ήταν δημοφιλής ανάμεσα σε φίλους μου: “Η φύση είναι βαρετή.” Αυτό που με τρόμαζε ακόμη και τότε, ήταν ότι ήξερα πως το πρόβλημα δεν ήταν η φύση — ήμουν εγώ. Η φύση είχε γίνει άσχετη για μένα, απούσα από τη ζωή μου. Από την απλή έλλειψη έκθεσης και εξάσκησης, είχα χάσει την ικανότητα να τη νιώθω, να συντονίζομαι μαζί της ή να νοιάζομαι γι’ αυτήν. Η ζωή πλέον κινιόταν πολύ γρήγορα για κάτι τέτοιο…


Το παραπάνω απόσπασμα (που είναι δανεισμένο από τον Τζέρι Μάντερ) λειτουργεί ως αφετηρία για ολόκληρο το δοκίμιο. Αποτελεί στοχασμό πάνω στην απώλεια της άμεσης εμπειρίας και της αισθητηριακής σύνδεσης με τον φυσικό κόσμο – ένα βίωμα αποξένωσης που προκύπτει μέσα από τη μεσολάβηση της τεχνολογίας και του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Δεν είμαι απολύτως βέβαιος πού τελειώνω εγώ (με την καθαρά εγωιστική έννοια) και πού αρχίζει οτιδήποτε άλλο. Είναι κάτι κάπως ασαφές, άμορφο και, ε, υποκειμενικό. Δεν θέλω να ακουστώ σαν κανένας «παλιοχίπης», αλλά καθώς αναζητώ μια αυθεντική και αδιαμεσολάβητη ζωή, ελεύθερη (ή τουλάχιστον αποδεσμευμένη όσο γίνεται) από αλλοτριωμένες συνθήκες –από εμένα, τους άλλους, και τον κόσμο γύρω μας– είναι αναγκαίο να εξετάσω τα όρια και την ουσία τού ποιος είμαι (και ποιος δεν είμαι).

Ένα πράγμα μπορώ να πω με αρκετή βεβαιότητα: δεν είμαι μηχανή.

Δεν θα περιορίσω το τι είμαι και με τι είμαι βαθιά συνδεδεμένος μόνο σε εκείνους με τους οποίους έχω τυπικές σχέσεις, ούτε αποκλειστικά σε ανθρώπους, ούτε καν σε ζώα με σπονδυλική στήλη, ούτε μόνο σε ό,τι θεωρούμε «ζωντανό». Όπως έχει ειπωθεί, «οι πέτρες μπορούν να μιλήσουν», κι επομένως ίσως να μπορούν και να ακούσουν, να ενεργούν και να αισθάνονται. Είμαι ενθουσιασμένος να εξερευνήσω αυτές τις δυνατότητες και τις ιδιορρυθμίες.

Όμως, όταν πρόκειται για την «τεχνολογία», ή την νεκρή άβυσσο του χώρου που αυτή ελέγχει –φυσικού, ψυχολογικού και θεσμικού – δεν τρέφω κάποια ψευδαίσθηση (ούτε φουτουριστικές οργασμικές αποκαλύψεις) περί κάποιας σύνδεσης μαζί της, ούτε πιστεύω στην υποτιθέμενη ουδετερότητα (ή φυσικότητα) της. Θα χρησιμοποιήσω την τεχνολογική υποδομή και μερικά από τα τμήματά της όταν και όπου θεωρώ ότι εγώ ή μια συλλογική προσπάθεια μπορούμε να αποκομίσουμε προσωρινό όφελος για μια άμεση ή μακροπρόθεσμη διαδικασία, μέσα ή παρά την αναπόφευκτη κυριαρχία και παρακμή της τεχνολογίας –όπως, για παράδειγμα, τη χρήση ενός υπολογιστή για να δημοσιεύσω ένα κείμενο που κριτικάρει και βάλλει εναντίον του πολιτισμού.

Τελικά, είναι αδύνατο να αρνηθώ την ιδέα ότι η τεχνολογία αποτελεί ένα ανθυγιεινό σύμπλεγμα –ένα σύστημα εργαλείων που δεν σχεδιάστηκε για τη στήριξη ή την ευημερία μου, ελεγχόμενο και εμψυχωμένο από ένα ανόργανο και ανθρωποκεντρικό πνεύμα ελέγχου, αποδοτικότητας και τάξης. Είναι ένα απίστευτα ισχυρό δίκτυο κυριαρχίας που προβάλλεται μέσα από την έννοια της προόδου και του διαχωρισμού.

Η τεχνολογία έχει καθορίσει τις συνθήκες του κόσμου μας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μεμονωμένο παράγοντα (καπιταλισμό, ρατσισμό, κυβέρνηση, θεολογία κ.λπ.). Κυριολεκτικά δημιουργεί το φυσικό, κοινωνικό και ψυχολογικό πεδίο μέσα στο οποίο λειτουργούν όλες οι μορφές κυριαρχίας. Θέτει τους κανόνες –και τους επανεγγράφει διαρκώς, βασισμένη στη δική της αυτοαναφορική λογική.

Η τεχνολογία είναι η θρησκεία της εποχής μας· και καθώς ασκεί μια συγκλονιστικά καθολική εξουσία πάνω στο μυαλό, το σώμα και το πνεύμα μας, πρέπει να καταστραφεί αν είναι να ζήσουμε αδιαμεσολάβητες και ανεμπόδιστες ζωές.

Η καταστροφική επιρροή της τεχνολογίας είναι τεράστια· όμως, για λόγους συντομίας και εστίασης, επιλέγω να μην επεκταθώ στην οικολογική καταστροφή που προκαλεί η παραγωγή, η ανάπτυξη, η λειτουργία και η διαιώνιση της τεχνολογικής κοινωνίας –ούτε στις τοξικότητες που δημιουργεί (εκείνες που μας σκοτώνουν σε κυτταρικό και γενετικό επίπεδο). Ο αντίκτυπος σε αυτό το πεδίο είναι καλά τεκμηριωμένος και κατανοητός, κι όμως η ευρεία επίγνωση αυτών των παραγόντων, όσο σημαντική και αν είναι (και είναι, νηφάλια, τρομακτικά σημαντική), δεν έχει μεταβάλει ούτε στο ελάχιστο την πορεία του τεχνολογικού εφιάλτη.

Στην πραγματικότητα, εκείνοι που περιορίζονται αποκλειστικά στη σφαίρα του «περιβαλλοντικού αντίκτυπου» φαίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, να επιχειρηματολογούν μόνο υπέρ μιας πιο «βιώσιμης», πιο «πράσινης» και πιο «ανθρώπινης» τεχνολογίας –ενός ηλιακά τροφοδοτούμενου αστυνομικού κράτους που δεν αμφισβητεί ποτέ τις βασικές παραδοχές των πολιτισμένων κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η στάση, αντί να αποδυναμώνει, ενισχύει την τεχνολογική κοινωνία, προσαρμόζοντας την υποδομή της (ή έστω τη βιτρίνα της) στις δημοφιλείς τάσεις, επεκτείνοντας έτσι τη διάρκεια της ύπαρξής της.

Και, αν και οι πτυχές της παραγωγής σε μια τεχνολογικά καθοδηγούμενη κοινωνία –καθώς και οι εργάτες που εξαναγκάζονται και χειραγωγούνται ώστε να συντηρούν τη λειτουργία της– αποτελούν άλλο ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα προς διερεύνηση, το πεδίο αυτό είναι τεράστιο. Επιπλέον, έχει ήδη αναλυθεί από άλλους με πολύ μεγαλύτερη δύναμη και αμεσότητα από ό,τι θα μπορούσα να προσφέρω εγώ.

Τα ερωτήματα που προτιμώ να θέτω σχετίζονται περισσότερο με τον αντίκτυπο της τεχνολογίας στο προσωπικό και στο κοινωνικό επίπεδο – σε σχέση με την αποξένωση, την εξάρτηση και τον εθισμό, την πνευματική και συναισθηματική ανισορροπία, τις μετατοπίσεις στην αντίληψή μας για τον χρόνο και τον χώρο, την αυξανόμενη κυριαρχία της τεχνολογίας, καθώς και την πορεία προς τις κυβερνητικές «νεοζωές». Η αναγνώριση των αντιφάσεων που αντιμετωπίζουμε και των πιθανών κατευθύνσεων που ανοίγονται μπροστά μας είναι ζωτικής σημασίας για τη δική μας κατάσταση ως πολιτισμένων ανθρώπων στις αρχές του 21ου αιώνα –ανθρώπων που επιθυμούν έναν εντελώς διαφορετικό, μη τεχνοκρατικό κόσμο.

Καθώς οι άνθρωποι μετακινούνται σε εντελώς τεχνητά περιβάλλοντα, η άμεση επαφή και γνώση του πλανήτη έχει κοπεί. Αποσυνδεδεμένοι, όπως οι αστροναύτες που αιωρούνται στο διάστημα, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πάνω από το κάτω ή την αλήθεια από τη φαντασία. Οι συνθήκες είναι ιδανικές για την εμφύτευση αυθαίρετων πραγματικοτήτων.

Η αποξένωση είναι η κατάσταση του να έχεις αποσπαστεί από κάτι (ή από όλα) με το/α οποίο/α κάποτε ήσουν –ή είσαι εκ φύσεως– συνδεδεμένος. Η προσωπική και κοινωνική αποξένωση είναι εγγενής στη διαδικασία της τεχνολογίας. Αυτή η αποσύνδεση από τη ζωή αποτελεί την κύρια πηγή της κατάστασης της εξημέρωσής μας – χωρίς αυτήν, ο έλεγχος και η χειραγώγηση θα ήταν πολύ πιο δύσκολα, αν όχι αδύνατα. Πάντα αυτός ήταν ο βασικός μηχανισμός κυριαρχίας: να αποκόψεις τους ανθρώπους από τη γη, να τους επανατοποθετήσεις μέσα σε διαδικασίες και τεχνικές που τους είναι άγνωστες· να τους απομονώσεις από το ποιοι είναι.

Είναι ακριβώς επειδή πλέουμε μέσα στον κόσμο χωρίς συνδέσεις με την ουσία της ζωής, που μπορούμε να δεθούμε και να καθοδηγηθούμε από εξωτερικές ατζέντες και τεχνητά ερεθίσματα. Η τεχνολογία είναι η πρωταρχική πηγή αυτής της αποξένωσης, σε κάθε τομέα της ζωής μας. Σε μια συνεχώς επεκτεινόμενη διαδικασία, ο κόσμος έχει κατασκευαστεί έτσι ώστε να περιορίζει τις συνδέσεις μας έξω από το τεχνολογικό παράδειγμα. Τι πτυχές της ζωής μας δεν σχετίζονται άμεσα με την τεχνολογική διαδικασία; Υπάρχουν άραγε μορφές «σύνδεσης» μεταξύ ανθρώπων που να μην μεσολαβούνται από τεχνολογικά μέσα;

Σε προσωπικό επίπεδο, η ζωή μας αποξενώνεται μέσω των ρολογιών, των φαρμάκων, των φούρνων μικροκυμάτων, του επεξεργασμένου φαγητού, της τηλεόρασης, του λευκού θορύβου, του τσιμέντου, των μηχανών, των υπολογιστών, του ηλεκτρικού φωτισμού, του κλιματισμού
Σε κοινωνικό επίπεδο, αποξενωνόμαστε ο ένας από τον άλλο μέσω των τηλεφώνων, του email, της ποπ κουλτούρας, των iPod, των αυτοκινητοδρόμων, των οικιστικών συγκροτημάτων, των εκλογικών θαλάμων, των θεαμάτων

Στο σημερινό στάδιο της πορείας του πολιτισμού, είναι δύσκολο για τους περισσότερους να συλλάβουν καν την ιδέα μιας αδιαμεσολάβητης (και μη τεχνολογικής) ύπαρξης· όσοι ακόμη μπορούν να φανταστούν μια τέτοια πραγματικότητα χαρακτηρίζονται ως γραφικοί ή εξτρεμιστές.
Μα μέσα στη λογική αυτού του τεχνολογικού εφιάλτη, όσοι από εμάς μπορούμε ακόμη να αντιληφθούμε ένα διαφορετικό σύνολο σχέσεων θεωρούμαστε «τρελοί» – και η μόνη απάντηση, σύμφωνα με το κυρίαρχο παράδειγμά του, πρέπει να είναι ακραία. Όμως, μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο –αυτό μιας αποπολιτισμένης, άγριας πραγματικότητας– είμαστε απολύτως λογικοί και φυσιολογικοί. Είμαστε ανθρώπινα όντα που «υπάρχουν» που «αναπνέουν», όπως ολόκληρο το Σύμπαν, όχι μηχανές που «λειτουργούν».

Αυτό που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε, γευόμαστε, μυρίζουμε, αισθανόμαστε και κατανοούμε για τον κόσμο έχει ήδη επεξεργαστεί για εμάς. Οι εμπειρίες μας πλέον δεν μπορούν να ονομαστούν άμεσες ή πρωτογενείς. Είναι δευτερεύουσες, διαμεσολαβημένες εμπειρίες.
Ζούμε μέσα σε έναν ανακατασκευασμένο κόσμο, τόσο διαφορετικό από εκείνον μόλις πριν από εκατό χρόνια, που δύσκολα μπορούμε να συλλάβουμε πόσο ριζικά έχει μεταβληθεί· έναν κόσμο που δεν μοιάζει σχεδόν καθόλου με εκείνον μέσα στον οποίο έζησαν οι άνθρωποι επί τέσσερα εκατομμύρια χρόνια πριν από αυτό.

Τη στιγμή που το φυσικό περιβάλλον αλλοιώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί πλέον να παρατηρηθεί προσωπικά, οι ίδιες οι έννοιες της γνώσης άρχισαν να αλλάζουν.
Η γνώση, που παλαιότερα βασιζόταν στην άμεση εμπειρία, εξαρτήθηκε πλέον από την επιστημονική, τεχνολογική και βιομηχανική
 «απόδειξη».
Τώρα,
 «εκείνοι» μας λένε τι είναι η φύση, τι είμαστε εμείς, πώς σχετιζόμαστε με το σύμπαν, τι χρειαζόμαστε για την επιβίωση και την ευτυχία, και ποιοι είναι οι «σωστοί» τρόποι οργάνωσης της ύπαρξής μας.
Καθώς συνεχίζουμε να απομακρυνόμαστε από την άμεση εμπειρία του πλανήτη, η ιεραρχία του τεχνοεπιστημονισμού επεκτείνεται.
Το ζήτημα της φυσικής ισορροπίας υποβαθμίζεται. Η εξέλιξη πλέον δεν ορίζεται με βάση τις διαδικασίες του πλανήτη, αλλά με βάση τις τεχνολογικές διαδικασίες.

Η επιβολή τεχνολογικής εξάρτησης και εθισμού αποτελεί τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας που κατοικούμε.
Η εξάρτηση είναι η κατάσταση κατά την οποία επηρεάζεσαι ή καθορίζεσαι από κάτι έξω από τον εαυτό σου· είσαι εξαρτημένος, υπό όρους. Ο εθισμός είναι η παράδοση του ελέγχου σε μια εξωτερική πηγή.
Μέσα στην τεχνολογική κοινωνία, παραδίνουμε τον εαυτό μας. Ανταλλάσσουμε τη ζωή μας για μια αποκομμένη πραγματικότητα, για αυτό που μας υπόσχονται ως «καλύτερες μέρες». Ασφάλεια και άνεση. Νέο και βελτιωμένο. Το πρώτο είναι δωρεάν. Με κάθε νέο «νεοτεριστικό» βήμα προχωρούμε πιο μακριά. Πιο ψηλά, πιο μακριά – ώσπου δεν μπορούμε πια να ζήσουμε χωρίς τα προηγούμενα βήματα. Δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς αυτά. Είμαστε αγκιστρωμένοι. Εθισμένοι στην «πρόοδο», γινόμαστε συνεξαρτώμενοι με την τεχνολογία.

Δεν εμπιστευόμαστε πλέον τη διαίσθησή μας ή τα ένστικτά μας. Οι προσωπικές μας παρατηρήσεις θεωρούνται ύποπτες –όχι μόνο από τη λογική του συστήματος, αλλά ακόμη και από εμάς τους ίδιους– εκτός αν επιβεβαιωθούν από «επιστημονικά» ή «τεχνολογικά» ιδρύματα. Αλλά τι είναι αυτό που μας ωθεί να επιθυμούμε μια πιο τεχνοποιημένη ζωή; Ποιο εσωτερικό κενό το προκαλεί;
Ποιες κοινωνικές πιέσεις το τροφοδοτούν; Υπάρχει άραγε και μια σωματική εξάρτηση; Και, ίσως το σημαντικότερο: είναι δυνατή η ανάρρωση;

Η αυξανόμενη συχνότητα των ψυχικών ασθενειών σήμερα μπορεί να εξηγηθεί, εν μέρει, από το γεγονός ότι ο κόσμος που αποκαλούμε «πραγματικό» –και μέσα στον οποίο ζητάμε από τους ανθρώπους να ζήσουν και να κατανοήσουν– είναι ο ίδιος αντικείμενο αμφισβήτησης. Το περιβάλλον όπου ζούμε δεν συνδέεται πλέον με τη διαδικασία του πλανήτη που μας έφερε όλους στην ύπαρξη.
Είναι αποκλειστικά προϊόν της ανθρώπινης νοητικής διεργασίας.
Έχουμε μείνει χωρίς πλαίσιο αναφοράς που να μην έχει αγγιχτεί από ανθρώπινη ερμηνεία.

Η κυρίαρχη πνευματική και συναισθηματική ανισορροπία είναι ξεκάθαρη ένδειξη ότι το τρέχον σύστημα αποτυγχάνει στους ανθρώπους.
Πνευματικά και συναισθηματικά δυνατοί άνθρωποι –ικανοί να συνάψουν βαθιές, αυτόνομες και συλλογικές συνδέσεις με τον κόσμο– αποθαρρύνονται από έναν μηχανιστικό, χρησιμοθηρικό και υλιστικό κόσμο.
Το φαγητό μας προέρχεται από αποστειρωμένα σούπερ-μάρκετ, το νερό μας από μπουκάλια ή από σωληνώσεις που περνούν από χλωριωμένα κέντρα επεξεργασίας, η συναισθηματική μας στήριξη από «ιδικούς» με πτυχία στους τοίχους τους και από διαδικτυακά chatrooms, και η σεξουαλική μας ικανοποίηση από ιστοσελίδες πορνό ή εφαρμογές γνωριμιών (ή και καθόλου).

Τα συναισθήματά μας είτε τινάζονται σπασμωδικά προς όλες τις κατευθύνσεις, είτε αναισθητοποιούνται μέχρι να μην απομένει τίποτα. Η πνευματικότητα διοχετεύεται διεστραμμένα σε ιδεολογικούς και δογματικούς θεσμούς, αντί να βιώνεται άμεσα. Η ζωντάνια και ο πλούτος της ζωής έχουν χαθεί μέσα στη μονοτονία της ψυχρής ρουτίνας και τελετουργίας.


Μέσα σε αυτή τη σχιζοφρενική κατάσταση, πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε έναν κόσμο στον οποίο δεν έχουμε αυθεντική σύνδεση –έναν κόσμο που μας φαίνεται αυθαίρετα κατασκευασμένος– ή σε έναν κόσμο εκτός αυτών των διαδικασιών, απομονωμένο από την τεχνολογική κοινωνία. Όμως, με τη εξημερωμένη μας λογική, η οποία δεν έχει επιτραπεί να αναπτυχθεί οργανικά και συνδεδεμένα, αυτό είναι οδυνηρά δύσκολο, προκαλώντας συναισθηματικές διακυμάνσεις που κινούνται μεταξύ αδικαιολόγητης ευφορίας και βαθιάς κατάθλιψης.

Σύγχυση, αυταπάτη, απάθεια, απομόνωση και μαζοχισμός εμφανίζονται και στις δύο πλευρές αυτού του διλήμματος. Μένουμε να ρωτάμε βασανιστικά τον εαυτό μας (αν καταφέρουμε να ξεφύγουμε από τη φρενίτιδα ή να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο): «Τι λείπει; Ποιοι κοινωνικοί παράγοντες το προκαλούν; Ποιες είναι οι συνέπειες; Υπάρχει ελπίδα έξω από τις φιλοσοφίες αυτοβοήθειας και τις ψευδο-θεραπείες της Νέας Εποχής;»

Οι αντιλήψεις μας για τον χρόνο και τον χώρο έχουν, επίσης, μεταβληθεί ριζικά μέσω της ανάπτυξης της τεχνολογίας.

Από την πρώτη στιγμή που το ανθρώπινο ον εφεύρε την τεχνητή μέτρηση του χρόνου, οι φυσικοί ρυθμοί της ζωής διαταράχθηκαν. Ο χρόνος άρχισε να υπάρχει όχι ως οργανική εμπειρία, αλλά ως σύστημα ελέγχου· ένα μέσο ταξινόμησης, προγραμματισμού και επιβολής ρυθμού.
Με τον ίδιο τρόπο, ο χώρος –που κάποτε ήταν μια εμπειρία ενότητας με το περιβάλλον, ένα άνοιγμα στη γη και στον ουρανό– έγινε μετρήσιμος, διαχωρισμένος, τεμαχισμένος. Μέσα από την τεχνολογική διαδικασία, οι αισθήσεις μας επαναπρογραμματίστηκαν. Ο χρόνος δεν είναι πια κυκλικός, εποχικός ή ολιστικός, αλλά γραμμικός και ποσοτικός. Η εμπειρία της ζωής έχει μετατραπεί σε παραγωγική λειτουργία. Κάθε στιγμή είναι υπολογισμένη, κάθε λεπτό μετρημένο· το ρολόι είναι το πιο επιτυχημένο όργανο υποδούλωσης που επινοήθηκε ποτέ.

Καθώς οι άνθρωποι έγιναν δούλοι της χρονικής «αποδοτικότητας», η έννοια της στιγμής έχασε τη σημασία της. Δεν υπάρχει πια χώρος για το απροσδόκητο, για την αδράνεια, για τη σιωπή. Κάθε δευτερόλεπτο πρέπει να αξιοποιείται. Η τεχνολογία, καθοδηγούμενη από αυτόν τον μηχανιστικό ρυθμό, ενίσχυσε τη ροή των γεγονότων σε σημείο που η ανθρώπινη εμπειρία δεν μπορεί πια να συγχρονιστεί με το ίδιο της το περιβάλλον. Οι μηχανές είναι τώρα πιο «γρήγορες» από εμάς, πιο «αποδοτικές», πιο «ακριβείς»· κι εμείς, αντί να τις επιβραδύνουμε, προσπαθούμε να τις φτάσουμε.

Η έννοια του χώρου έχει υποστεί μια αντίστοιχη αλλοίωση. Η τεχνολογική κοινωνία δεν γνωρίζει γεωγραφικά όρια: κάθε τοποθεσία είναι μια θέση μέσα σε ένα δίκτυο. Η απόσταση καταργήθηκε, όχι όμως και η απομόνωση. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον στην άλλη πλευρά του κόσμου, αλλά δεν γνωρίζουμε πια τον γείτονά μας. Η άμεση παρουσία, η ενσωματωμένη εμπειρία του τόπου, αντικαταστάθηκε από μια «εικονική» μορφή ύπαρξης. Ζούμε πλέον σε πληροφοριακά περιβάλλοντα, όχι σε πραγματικά τοπία. Η τεχνολογία δεν επεκτείνει απλώς τις δυνατότητές μας – επαναπροσδιορίζει τα όρια του δυνατού. Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι πια οι φυσικοί όροι μέσα στους οποίους ζούμε, αλλά κατασκευές που εξυπηρετούν τον έλεγχο και τη διαχείριση.
Ολόκληρη η πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε σχέση δεδομένων.

Η αυτοματοποίηση –που παρουσιάζεται ως «απελευθέρωση» από τη βαρετή εργασία– είναι στην ουσία μια τεράστια συγκέντρωση δύναμης. Κάθε νέα μηχανή δεν εξαλείφει την ανάγκη για εργασία· απλώς μεταφέρει τον έλεγχο της διαδικασίας από τα χέρια των ανθρώπων σε εκείνα των μηχανών και των θεσμών που τις κατέχουν. Η υπόσχεση για ελεύθερο χρόνο είναι απλώς η υπόσχεση για περισσότερη παθητικότητα. Η «άνεση» δεν είναι ελευθερία· είναι απλώς η απουσία ευθύνης μέσα σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο πλαίσιο.

Ο κυβερνητικός έλεγχος δεν είναι πια ζήτημα πολιτικής. Είναι τεχνολογική λειτουργία.
Οι νόμοι και οι αστυνομίες, τα δίκτυα πληροφοριών, οι κάμερες, οι δορυφόροι, οι υπολογιστικές βάσεις δεδομένων και οι τεχνητές νοημοσύνες αποτελούν μέρη ενός ενιαίου μηχανισμού επιτήρησης και πρόβλεψης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η εξουσία δεν χρειάζεται πλέον να καταπιέζει: προβλέπει και κατευθύνει.

Όσο περισσότερο αυτοματοποιούνται οι κοινωνικές διαδικασίες, τόσο λιγότερο ανθρώπινες γίνονται. Ο κάθε υπολογισμός, η κάθε απόφαση, η κάθε συναλλαγή μετατρέπεται σε ενέργεια μέσα στο σύστημα, όχι σε ανθρώπινη επιλογή. Η τεχνολογία έχει απορροφήσει τη λογική της κυριαρχίας και την έχει αναπαραγάγει μέσα σε κάθε κύκλωμα, σε κάθε γραμμή κώδικα, σε κάθε σήμα. Αυτός είναι ο τελικός σκοπός της: όχι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την εργασία ή τον πόνο, αλλά η πλήρης ενοποίηση του ανθρώπου μέσα στο μηχανικό σύνολο, η αφομοίωσή του από το δίκτυο, η τελική ενοποίηση του υποκειμένου και του αντικειμένου μέσα στη μηχανική λογική. Και κάθε νέο βήμα που ονομάζεται «πρόοδος» δεν είναι παρά μια ακόμη στιγμή στην περαιτέρω εδραίωση της τεχνολογικής εξουσίας και ελέγχου.

Ο έλεγχος της τεχνολογίας πάνω μας έχει πλέον φτάσει στο επίπεδο ενός υπέρ-θεού. Δεν αρκεί πια να αναρωτιόμαστε αν «πρέπει να έχουμε τεχνολογία» ή να εξετάζουμε τα θετικά και αρνητικά της.
Η τεχνολογία είναι ενσωματωμένη μέσα μας, από τη γέννηση ως τον θάνατο. Και υπάρχουν ακόμα εκείνοι που επιθυμούν να υποταχθούν σ’ αυτήν ακόμη και μετά θάνατον –να συνεχίσουν μέσα από τη μνήμη, το δίκτυο, την τεχνητή αναπαραγωγή. Προσκυνούμε, συχνά ασυναίσθητα αλλά πάντοτε με μια παραμορφωμένη λαχτάρα, το τεχνολογικό βωμό. Κάθε δημιουργία, κάθε λύση, κάθε συναίσθημα, κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης διέρχεται πλέον μέσα από την τεχνολογική αρχή, η οποία ανατροφοδοτεί τον εαυτό της. Δεν χρειάζεται πια να μας πείσουν να «κρατήσουμε την πίστη» – γιατί η πίστη αυτή είναι όλα όσα έχουμε στη διάθεσή μας. Ο έλεγχος είναι πανταχού παρών· έτσι η βία σπάνια χρειάζεται. Στους περισσότερους, η αντίσταση μοιάζει μάταιη.

Αλλά μπορούμε άραγε να αναγνωρίσουμε πόσο βαθιά φτάνει το χάσμα; Κι αν το αναγνωρίσουμε, αρκεί η συνείδηση αυτή για να μας ελευθερώσει; Μπορεί να υπάρξει μη τεχνολογική ζωή μέσα σε έναν τεχνολογικό κόσμο;

Καθώς η «πραγματικότητα» γίνεται αντικείμενο παιχνιδιού, επινόησης και αυθαιρεσίας, οι αρχιτέκτονες της τεχνολογίας μαθαίνουν να παίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.
Εκμεταλλεύονται τη σύγχυση, καλλιεργούν τις ριζικά αποξενωμένες συνειδήσεις και προετοιμάζουν το έδαφος για τη γέννηση τεράτων – συστημάτων και μορφών ζωής που ξεπερνούν και καταπίνουν τον δημιουργό τους.

Η πορεία προς τις κυβερνητικές νεοζωές (cybernetic neo-lives) δεν είναι απλώς η επιθυμία των κυρίαρχων της τεχνολογικής κοινωνίας να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την εξουσία τους.
Είναι και η εθελούσια συμμετοχή των υπηκόων της, εκείνων που πιστεύουν πως μπορούν να γίνουν μέρος του υπερ-θεού της τεχνολογίας. Η κυβερνητική κινείται προς έναν πανταχού παρόντα έλεγχο της πραγματικότητας –τόσο πληροφορικής όσο και υλικής– υπερβαίνοντας (και ταυτόχρονα μιμούμενη) τις φυσικές νευρολογικές διεργασίες.

Η τεχνολογία επιδιώκει να γίνει η νέα εξέλιξη: ένα υβρίδιο βιολογικού, μηχανικού και εικονικού. Καθώς το οικολογικό αδιέξοδο βαθαίνει και οι πόροι εξαντλούνται, η προοπτική μετατόπισης σε ένα λιγότερο υλικό, περισσότερο «ψηφιακό» κόσμο μοιάζει, για τους περισσότερους, είτε αναπόφευκτη είτε λυτρωτική. Ελάχιστοι αναρωτιούνται ποιο είναι το τίμημα.
Κι όμως, ήδη ζούμε τα πρώτα στάδια αυτής της μετάλλαξης.

Μήπως πρόκειται για την τελική φάση του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε; Κι αν ναι, γιατί οι άνθρωποι το αποδέχονται με τέτοια προθυμία;

Μέσα σε μία μόνο γενιά, ύστερα από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης, ο αμερικανικός (και κατ’ επέκταση, ο σύγχρονος παγκόσμιος) πολιτισμός αντικατέστησε την άμεση εμπειρία του κόσμου με μεσολαβημένες, δευτερογενείς εκδοχές της.
Οι αναπαραστάσεις έγιναν αντιληπτές ως η ίδια η πραγματικότητα, και η διαφορά ανάμεσά τους σχεδόν εξαφανίστηκε για τους περισσότερους από εμάς..

Όσοι αναζητούμε έναν απο-τεχνολογικοποιημένο τρόπο ζωής, βρισκόμαστε μέσα σε μια βαθιά αντίφαση: να ζούμε και μέσα και έξω από την τεχνολογική κοινωνία. Ακόμα κι αν θελήσουμε να «δραπετεύσουμε», κουβαλούμε μαζί μας τον εξημερωμένο νου της. Η απόδραση είναι δύσκολη, ίσως και αδύνατη. Όμως, για να πολεμήσουμε την τεχνολογική κυριαρχία, πρέπει πρώτα να τη γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε τον μηχανισμό της. Όπως ένας ληστής πρέπει να κατανοήσει την τράπεζα που θέλει να διαρρήξει, έτσι κι εμείς πρέπει να γνωρίσουμε το σύστημα – όχι για να το υπηρετήσουμε, αλλά για να το αποδομήσουμε. Η συμμετοχή σε ορισμένες τεχνολογικές διαδικασίες μπορεί να είναι αναγκαστικά προσωρινή· αλλά κάθε χρήση της τεχνολογίας πρέπει να γίνεται με επίγνωση, επιφύλαξη και ειρωνεία, ποτέ εις βάρος της άμεσης, αδιαμεσολάβητης ζωής. Το δίλημμα είναι οδυνηρό, αλλά απαραίτητο για την ελευθερία μας.

Κι έτσι ερχόμαστε στην τελική ερώτηση: Τι σημαίνει να ζούμε ως άνθρωποι και όχι ως μηχανές;
Μπορούμε να ανακτήσουμε την άμεση σχέση μας με τον κόσμο; Και αν ναι, πώς; Μέσα από την απομόνωση; Μέσα από τη φυγή; Ή μήπως μέσα από μια συνειδητή, συλλογική απεξάρτηση;

Ίσως να μην μπορούμε «να επιστρέψουμε πίσω». Ο ιός έχει εξαπλωθεί, η λογική της τεχνολογίας είναι παντού. Όμως για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, ζήσαμε χωρίς αυτήν, σε άμεση επαφή με τον κόσμο, χωρίς διαμεσολάβηση, χωρίς τεχνητή λογική, χωρίς υποκατάστατα.
Ίσως εκεί βρίσκονται τα πιο ουσιαστικά μαθήματα: στο παρελθόν της άμεσης ζωής.

Όσο υπάρχει μέσα μου ακόμη λίγη δύναμη και ελεύθερη βούληση, όσο είμαι σάρκα και αίμα και μπορώ να αισθανθώ, να ονειρευτώ και να συνδεθώ, θα θυμάμαι αυτό: Δεν είμαι μηχανή. Είμαι ανθρώπινο ον.

Σημείωση:

Όλα τα αποσπάσματα σε πλάγια γραφή προέρχονται από το «Argument One: The Mediation of Experience», του Jerry Mander, από το βιβλίο του Four Arguments for the Elimination of Television (William Morrow and Company, Inc., 1977).
Αν και το έργο του είναι παλιό και περιέχει ορισμένες φιλελεύθερες αντιλήψεις περί δημοκρατίας, ο Mander ανέλυσε τη μεγαλύτερη και πιο επιδραστική μορφή τεχνολογίας της εποχής του – την τηλεόραση–, η οποία μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ο πρόδρομος της σημερινής, ακόμη πιο καταστροφικής και αποξενωτικής τεχνολογικής δύναμης, του Διαδικτύου.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου του, «Argument One», είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς εξετάζει όχι την τηλεόραση καθαυτή, αλλά το ευρύτερο ζήτημα της διαμεσολάβησης της εμπειρίας μέσω της τεχνολογίας.

Πηγήhttps://theanarchistlibrary.org/library/various-authors-green-anarchy-22#

Απόδοση Α. – Π.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.265, Δεκέμβριος 2025

Ετικέτες: