Η φανατική ρωσοφοβία των Μαρξ και Έγκελς. (*)
(…) Για ένα πλήθος ιστορικών, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Μαρξ και Ένγκελς «στην αρχή της πολιτικής τους σταδιοδρομίας σαν εξτρεμιστές δημοκράτες και αργότερα σαν επαναστάτες κομμουνιστές πολέμησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους με τέτοιο πάθος τον ρωσικό απολυταρχισμό που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ρωσοφοβία». Στο πλαίσιο της αναδυόμενης υλιστικής θεώρησης της Ιστορίας και των «ηθικών ωθήσεων» που αντικατοπτρίζονται σε αυτήν, το δίδυμο Μαρξ - Ένγκελς διακρίθηκε ως «ο πλέον σταθερός και πιο φανατικός» από τους υπέρμαχους της «κατανίκησης της ορθόδοξης, τσαρικής Ρωσίας» και της εξαφάνισης του «ημιασιατικού δεσποτισμού», που εκπροσωπούσε ο τσαρισμός.
Με την ίδια αίσθηση της Ιστορίας που ο Χέγκελ θεωρούσε την «κατώτερη» (Γίββων) Βυζαντινή Αυτοκρατορία «άθλια και ανισόρροπη για τα πάθη της […], που επιτέλους το σαθρό της οικοδόμημα σκορπίστηκε σε κομμάτια μπροστά στην παντοδυναμία της Τουρκίας», έτσι και για τους συγγραφείς του Κουμμουνιστικού Μανιφέστου, η Ρωσία ήταν «ο μεγαλύτερος εχθρός της επικείμενης προλεταριακής επανάστασης και μια διαρκής απειλή για την Ευρώπη».
Η απάντησή τους στην υποτιθέμενη ρωσική απειλή: «Μόνο ένας πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι ένας επαναστατικός πόλεμος με τον οποίο θα ξεπλυθούν οι αμαρτίες του παρελθόντος...».
Συνεπαρμένος από τον αντιρωσικό του οίστρο και τον φόβο του Πανσλαβισμού εκείνης της εποχής, ο Μαρξ δεν δίστασε να φτάσει και στα όρια της συνομοσιολογίας, ισχυριζόμενος ότι «από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου έως και τον Κριμαϊκό Πόλεμο υπάρχει μια σύμπραξη μεταξύ του λονδρέζικου Κοινοβουλίου και της Αγίας Πετρούπολης» και ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Πάλμερστον, ένας από τους φανατικότερους θιασώτες της ιδέας της αγγλικής ηγεμονίας (Pax Bretannica) του κόσμου και ακραιφνής υποστηρικτής της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε «ενεργούμενο της τσαρικής πολιτικής».
Παρά τα εκατομμύρια των νεκρών και τη διασάλευση της ευρωπαϊκής ισορροπίας της Πενταρχίας, λόγω του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), οι Μαρξ και Ένγκελς τον χαρακτήριζαν «εικονικό πόλεμο» και «κολοσσιαία κωμωδία των αυταπατών». Το σίγουρο είναι ότι μετά τον Πόλεμο της Κριμαίας άνοιξε πλέον διάπλατα ο δρόμος για τη δημιουργία μεγάλων εθνικών κρατών στην Ευρώπη (Γερμανία και Ιταλία), ακόμη και με τον κίνδυνο πολέμων.
Το 1886, σε επιστολή του προς τον ηγέτη της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Άουγκουστ Μπέμπελ, ο Ένγκελς έγραφε: «Το ευνοϊκότερο για μας θα ήταν η αναχαίτιση της Ρωσίας, είτε με ειρηνικά είτε με πολεμικά μέσα. Η επανάσταση στην Ευρώπη θα ήταν μόνο τότε ώριμη, αν θα έπεφτε αυτό το τελευταίο οχυρό της αντίδρασης… Και εμείς στη Γερμανία θα ήμασταν οι πρώτοι που θα το αντιλαμβανόμασταν».
Στην αντιπαράθεσή του, μάλιστα, με τον αναρχικό Μπακούνιν για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Σλάβων της Αυστροουγγαρίας, ο Ένγκελς, που –ειρήσθω εν παρόδω– έβλεπε το «διαλυμένο έθνος» των Πολωνών χρήσιμο «μέχρις ότου η επανάσταση συνεπάρει και την ίδια τη Ρωσία», υπήρξε άκρως διαφωτιστικός: «Δεν σκεφτόμαστε την αυτοδιάθεση. Στις συναισθηματικές φράσεις περί αδελφοσύνης, που μας παρουσιάζονται στο όνομα των πλέον αντεπαναστατικών εθνών της Ευρώπης, απαντούμε ότι το μίσος κατά της Ρωσίας ήταν και είναι το πρώτο επαναστατικό πάθος των Γερμανών… Τώρα γνωρίζουμε πού είναι συγκεντρωμένοι οι εχθροί της επανάστασης: στη Ρωσία και τις σλαβικές χώρες της Αυστρίας». (…)

