Η συστημική δημοσιογραφία, αντί να
λειτουργεί ως πεδίο διαφώτισης και δημόσιου διαλόγου, έχει μετατραπεί σε
μηχανισμό συναισθηματικής χειραγώγησης.
Δεν υπηρετεί την ενημέρωση, αλλά την
απορρύθμιση και άρα διαχείριση των συναισθημάτων του κοινού — κυρίως μέσω
πυροδότησης φθόνου, ειρωνείας και διχασμού.
Πρόκειται για μηχανισμό καταστολής της συναισθηματικής
νοημοσύνης της κοινωνίας μας.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο δυτικός πολιτισμός —και μέσω αυτού, το
ελληνικό κράτος κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση— οικοδομήθηκε πάνω σε έναν τεχνητό
διχασμό: λογική εναντίον συναισθήματος, σκέψη εναντίον καρδιάς.
Η λογική, μας είπαν, είναι
“αντικειμενική”, “σοβαρή”, “ώριμη”.
Η καρδιά, αντίθετα, είναι “ανώριμη”,
“επικίνδυνη”, “παραπλανητική”. Έτσι, μάθαμε να καταπιέζουμε το συναίσθημα, να
το θεωρούμε ιδιωτική υπόθεση, να το αποκλείουμε από τη δημόσια σφαίρα.
Όμως, αυτός ο διαχωρισμός είναι
πολιτικός μηχανισμός ελέγχου.
Γιατί ένας άνθρωπος που έχει αποκοπεί
από την καρδιά του —δηλαδή από τη συμπόνια, τη φαντασία, τη μνήμη του πόνου—
είναι εύκολα χειραγωγήσιμος. Δεν
αισθάνεται βαθιά, δεν συγκλονίζεται, δεν εξεγείρεται. Απλώς “λειτουργεί”.
Αναζητείστε τις δηλώσεις διαφόρων πολιτικών παραγόντων με κριτήριο την καρδιά
σας και θα διαπιστώσετε την ολοσχερή απουσία της τρυφερότητας, της
ενσυναίσθησης και της φροντίδας.
Η καρδιά είναι όργανο κρίσης. Να
“σκέφτεσαι με την καρδιά” δεν σημαίνει να ακυρώνεις τη λογική, σημαίνει να την
εμποτίζεις με ήθος, γιατί η καρδιά είναι το όργανο που συνδέει τη γνώση με την
ευθύνη.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται με την
καρδιά δεν καταπίνει εύκολα προπαγάνδα, γιατί νιώθει πότε μια λέξη είναι
ψεύτικη.
Δεν παγιδεύεται σε ρητορικές μίσους,
γιατί θυμάται πώς πονά ο άλλος. Δεν παρασύρεται από τον φόβο, γιατί έχει
εμπιστοσύνη στο βίωμα, όχι στις εντολές των μηχανικών του Συστήματος.
Η καρδιά, όταν είναι καλλιεργημένη,
είναι πολιτικό αισθητήριο.
Ξεχωρίζει το αυθεντικό από το τεχνητό,
την αξιοπρέπεια από τον λαϊκισμό, την αλήθεια από την ψευδο-ορθολογική
ψυχρότητα.
Το Σύστημα, για να συντηρείται, χρειάζεται
ανθρώπους αποσυνδεδεμένους. Γι’ αυτό παράγει κουλτούρα “ρεαλισμού”,
“πραγματισμού”, “ωριμότητας” — όλα κωδικοί για να πει: “Μην νιώθεις.”
Η ψυχρότητα γίνεται έτσι μορφή αρετής. Ο
ευαίσθητος θεωρείται “αφελής”, ο συγκινημένος “γραφικός”. Έτσι, η κοινωνία
μαθαίνει να αναισθητοποιεί τη συνείδηση. Ο άνθρωπος δεν εξεγείρεται απέναντι
στο άδικο, γιατί πρώτα εκπαιδεύτηκε να μην το νιώθει.
Να γιατί χρειαζόμαστε την επιστροφή της
καρδιάς ως πολιτική αναγέννηση. Όταν λέμε “να ξαναμάθουμε να σκεφτόμαστε με την
καρδιά”, μιλάμε για μια νέα πολιτική γλώσσα. Μια γλώσσα που ενώνει το λογικό με
το συναισθηματικό, τη γνώση με την ενσυναίσθηση, την πράξη με τη φροντίδα.
Ένας λαός που σκέφτεται με την καρδιά,
δεν πείθεται εύκολα από ψεύτικες υποσχέσεις, γιατί αναγνωρίζει τον τόνο της
αλήθειας.
Δεν μισεί εύκολα, γιατί έχει βιώσει την
οδύνη της απώλειας.
Δεν αδρανεί, γιατί η αγάπη —όταν είναι
ώριμη— είναι δύναμη κίνησης, όχι παραίτησης.
Η καρδιά δεν είναι το αντίθετο της
λογικής, είναι η ψυχή της.
Και μόνο ένας λαός που ξαναβρίσκει την
ψυχή του μπορεί να παράξει αληθινή δημοκρατία. Όσο η καρδιά παραμένει σε σιωπή,
το Σύστημα κυβερνά ανενόχλητο. Μα όταν αρχίσει να χτυπά συλλογικά — τότε
γεννιέται Ιστορία.
Σ' αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα....
Πρόκειται για έναν πολιτισμό που
γεννήθηκε γερασμένος, σαν εκείνη την Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον.
Ο δυτικός πολιτισμός, γεννημένος απ' την
λεηλατημένη μήτρα της Ανατολής, έκανε εδώ και πέντε έξι αιώνες ό,τι μπορούσε
για να ανακόψει την νηπιοποίηση του, να σταματήσει την βοερή ροή του χρόνου
προς την ανυπαρξία του.
Φόρεσε μάσκες νεότητας, λούστηκε στο
αίμα των εγκλημάτων του, πούλησε χάντρες γνώσης και τεχνικής, έφτυσε το πνεύμα
και την ιερότητα.
Εις μάτην!
Ο χρόνος δεν σταματούσε με τίποτα.
Έβγαλε άπειρες φωτογραφίες, πρόβαλε χιλιάδες χιλιόμετρα φιλμ, τύπωσε
δισεκατομμύρια εγχειρίδια αυτοβοήθειας, προσπαθώντας εν απογνώσει να φρενάρει
την φορά του προς τον αμετάκλητο τοίχο του μέλλοντος.
'Ετρεξε να προλάβει το τέλος του χρόνου,
μες στην ναρκισσιστική αυταπάτη του.
Προσπάθησε με μανιασμένο τρόπο να
υπερασπιστεί την εγωτική αυτονομία του μπροστά στην απειλή της Αγάπης.
Ακόρεστος κυνήγησε το "τίποτα"
όσο τίποτα.
Διεκδίκησε το συμφέρον του, κρύβοντας το
φόβο του και αποστρέφοντας το πρόσωπο του από το πρόσωπο του Άλλου.
Σήμερα είναι σχεδόν νεογέννητο πια.
Ο δυτικός "πολιτισμός" των μοναχικών ατόμων
ψηλαφεί, νομίζω, το υπαρξιακό του τέλος.
Η ΜΑΡΙΑ ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΗΣ,
ΜΙΛΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΗΣ.
Η Μαρία λέει αυτά που λίγοι τολμούν να
πουν — αν και αρκετοί πλέον νιώθουν.
Μιλά εκεί όπου οι περισσότεροι
σωπαίνουν, αγγίζοντας όχι απλώς τα γεγονότα, αλλά τα υπόγεια ρεύματα που τα
γεννούν: το συλλογικό τραύμα, τη σιωπή, την απανθρωποποίηση, τη βία που γίνεται
συνήθεια.
Ο λόγος της δεν είναι πολιτικός με τη
στενή έννοια. Είναι θεραπευτικός και ταυτόχρονα ριζικά ανατρεπτικός.
Γιατί θυμίζει πως η αλήθεια δεν κατοικεί
στη φωνή των ισχυρών, αλλά στην καρδιά των πληγωμένων. Και πως η τρυφερότητα,
όταν γίνεται πράξη, είναι πιο επικίνδυνη από κάθε κραυγή — επειδή γεννά ξανά
τον άνθρωπο εκεί όπου το Σύστημα ήθελε μόνο υπάκουους μηχανισμούς.
Η Μαρία δεν μιλάει για τον πόνο της,
μιλάει από τον πόνο της!
Η διαφορά ανάμεσα στο "για"
και το "από" είναι η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και στην αλήθεια.
Όποιος μιλά για τον πόνο, τον παρατηρεί
απ’ έξω — τον περιγράφει, τον εξηγεί, τον “αναλύει”.
Όποιος μιλά από τον πόνο, τον ενσαρκώνει
— αφήνει να περάσει μέσα του, να τον μεταμορφώσει, να γίνει φωνή που δεν
επιδιώκει να πείσει, αλλά να συντονίσει.
Το να μιλάς από τον πόνο σημαίνει πως
έχεις αντέξει να μην αποδράσεις από αυτόν.
Δεν τον έχεις νικήσει, αλλά τον έχεις
μεταστοιχειώσει σε επίγνωση, σε πράξη, σε λόγο που δεν ψάχνει χειροκρότημα —
ψάχνει αντίλαλο.
Ο λόγος "από" τον πόνο δεν
είναι διανοητικός, είναι σωματικός. Βγαίνει από τη ρωγμή, όχι από την
επιφάνεια.
Κι αυτός είναι ο λόγος που ο λόγος της
Μαρίας δεν είναι ρητορικός, αλλά ιαματικός.
Δεν ερμηνεύει απλώς το τραύμα του λαού,
το συμμερίζεται.
Δεν κάνει ψυχολογισμό — κάνει συμμετοχή.
Αναλαμβάνει το ρίσκο να εκτεθεί, να
δείξει την ευαλωτότητα ως μορφή δύναμης.
Από εκεί πηγάζει και η πολιτική του
σημασία:
ο λόγος που εκφέρεται από τον πόνο είναι
μη χειραγωγήσιμος, γιατί δεν παράγεται από την ανάγκη για εξουσία ή επιρροή,
αλλά από την ανάγκη για αλήθεια και σχέση.
Αυτό που πιο πολύ φοβάται το Σύστημα
είναι τη συγκίνηση, γιατί δεν μπορεί να τη διαχειριστεί.
Γι' αυτό και πάντα καταφεύγει στην
επιτηδευμένη “ψυχραιμία” και στον παγωμένο "ρεαλισμό", που δεν είναι
παρά η άλλη όψη της αναισθησίας.
Και κάπως έτσι, όταν ένας πολιτικός
λέει, για παράδειγμα, «Κατανοούμε τον πόνο των οικογενειών, αλλά πρέπει να
σεβαστούμε τους θεσμούς», αυτό που εννοεί είναι:
μη μας φέρνετε σε επαφή με κάτι που δεν ξέρουμε πώς
-ούτε μπορούμε- να νιώσουμε.
Ο ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΝΙΩΘΕΙ
Το ρήμα «ξέρει » στη φράση αυτή δεν
είναι αυτονόητο.
Δεν μιλάμε για έναν λαό που απλώς έχει
συναισθήματα, αλλά για έναν λαό που γνωρίζει το συναίσθημά του, που μπορεί να
το αναγνωρίσει, να το εκφράσει, να το μοιραστεί.
Αυτό σημαίνει συναισθηματική παιδεία,
δηλαδή ικανότητα να δίνεις όνομα σε αυτό που σε πονά ή σε συγκινεί — και να το
κάνεις χωρίς ντροπή.
Όμως, η αποικιοποίηση του συναισθήματος
έχει διδάξει τον άνθρωπο να φοβάται το βίωμα, να θεωρεί τη συγκίνηση αδυναμία
και τη σκληρότητα ισχύ.
Να γιατί όταν μια κοινωνία ξαναμαθαίνει
να νιώθει —να πενθεί, να θυμώνει, να χαίρεται, να αγαπά— ξαναβρίσκει τη ζωντανή
της πυξίδα.
Και τότε, δύσκολα χειραγωγείται, γιατί
δεν αντιδρά πια με αντανακλαστικά, αλλά ανταποκρίνεται με συνείδηση.
Ο Λαός που ξέρει να νιώθει δεν
χειραγωγείται εύκολα.
Η χειραγώγηση δεν λειτουργεί με τη
λογική — λειτουργεί με το συναίσθημα. Με το συναίσθημα όμως που έχει αποκοπεί
από τη συνείδηση.
Τα συστήματα εξουσίας δεν χρειάζονται πολίτες
χωρίς συναίσθημα, χρειάζονται πολίτες που νιώθουν, αλλά δεν καταλαβαίνουν τι
νιώθουν. Πολίτες που θυμώνουν χωρίς προσανατολισμό, που συγκινούνται χωρίς να
μετακινούνται.
Η τηλεοπτική εικόνα, το “σόου”, το
σκάνδαλο, το δράμα — όλα αυτά είναι εργαλεία πρόκλησης συναισθημάτων χωρίς
βάθος.
Όπως παρατηρούσε η Hannah Arendt τα
ολοκληρωτικά συστήματα ελέγχουν τις μάζες όχι μόνο μέσω της πληροφορίας, αλλά
μέσω της εκπαίδευσης στο συναισθηματικό μούδιασμα — της συνήθειας να μη
σοκάρεσαι πια. Γι' αυτό η ψυχική απονέκρωση είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο
κάθε εξουσίας.
Όμως ο λαός που ξέρει να νιώθει με
επίγνωση, έχει ένα εσωτερικό φίλτρο. Ξεχωρίζει το αληθινό από το
κατασκευασμένο, το ανθρώπινο από το στημένο. Ένας λαός που αισθάνεται
συνειδητά, δεν συγκινείται από Δημόσιες Σχέσεις, συγκινείται από την
αυθεντικότητα. Και αυτό τον κάνει πολιτικά επικίνδυνο — γιατί δεν καταπίνει την
αφήγηση που του σερβίρουν.
Η καρδιά βλέπει εκεί που η προπαγάνδα
θολώνει το βλέμμα.
Η προπαγάνδα θολώνει την όραση μέσω
υπερδιέγερσης —
καταιγισμού εικόνων, ψευδών αντιθέσεων,
συνθημάτων, φόβου.
Σκοπός της είναι να σε κάνει να μη
βλέπεις, να σε κάνει να αντιδράς χωρίς να παρατηρείς.
Η καρδιά, όμως, βλέπει αλλιώς.
Δεν χρειάζεται αποδείξεις για να
αναγνωρίσει την αδικία.
Δεν της χρειάζεται γραφική παράσταση για
να καταλάβει τον πόνο ή την αλήθεια. Η καρδιά λειτουργεί σαν αισθητήριο της
ηθικής. Βλέπει εκεί που το βλέμμα αποτυγχάνει: στις λεπτομέρειες της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, στο ρίγος της αλήθειας, στο δάκρυ που δεν είναι επίδειξη.
Γι’ αυτό η προπαγάνδα πολεμά το
συναίσθημα — γιατί το συνειδητοποιημένο συναίσθημα είναι αδιάφθορο.
Μπορείς να παραπλανήσεις το μυαλό με
αριθμούς, με «δεδομένα», με “ιστορίες επιτυχίας”, αλλά δεν μπορείς να
ξεγελάσεις την καρδιά όταν αντικρίζει την αδικία.
Ένας λαός που σκέφτεται με την καρδιά
του: δεν ψηφίζει από φόβο, αλλά από ευθύνη, δεν αντιδρά μηχανικά, αλλά
στοχαστικά,
δεν αφήνει τον θυμό να γίνει μίσος, αλλά
τον μετατρέπει σε πράξη φροντίδας, δεν χειροκροτεί “ισχυρούς”, αλλά αναγνωρίζει
τους αληθινά γενναίους.
Αυτός ο λαός είναι ανεξάρτητος, ακόμη κι
αν είναι φτωχός.
Και αυτό είναι το μεγαλύτερο πολιτικό
πρόβλημα για κάθε εξουσία που βασίζεται στη μαζική υπνωτιστική διαχείριση του
φόβου.
Συμπερασματικά, ο λαός που νιώθει
αληθινά, βλέπει καθαρά.
Γιατί η καρδιά είναι το μόνο όργανο που
δεν μπορεί να χειραγωγηθεί: ξέρει να αναγνωρίζει το ψέμα, όχι με επιχειρήματα,
αλλά με "ρίγος".
Και αυτό το "ρίγος" — η στιγμή
που το συναίσθημα συναντά τη συνείδηση — είναι ίσως η πιο ριζοσπαστική πολιτική
πράξη της εποχής μας.
Αν νιώθεις κι εσύ αυτό το "ρίγος" στις μέρες
αυτές καταλαβαίνεις πολύ καλά τι εννοώ. Ε;
ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Όταν λέμε πως ένα λαός αντιμετωπίζει
υπαρξιακό πρόβλημα, δεν μιλάμε απλώς για μια πολιτική ή οικονομική κρίση.
Μιλάμε για κάτι ριζικότερο: για τη
διάρρηξη της σχέσης ενός λαού με το νόημα της ύπαρξής του.
1. Το υπαρξιακό πρόβλημα δεν είναι
ζήτημα επιβίωσης, αλλά νοήματος.
Ένας Λαός μπορεί να επιβιώνει —να έχει
κυβέρνηση, στρατό, ΑΕΠ και ΜΑΤ— κι ωστόσο να μην ξέρει γιατί υπάρχει. Να έχει
χάσει το νήμα της συλλογικής του αφήγησης, το «γιατί» πίσω από το «ποιοι
είμαστε». Και αυτό είναι το υπαρξιακό μας πρόβλημα: ότι συνεχίζουμε να
κινούμαστε, αλλά χωρίς προσανατολισμό.
Όπως ένας άνθρωπος που ζει μηχανικά,
ένας Λαός μπορεί να παραμένει ενεργός, μα να έχει χάσει το νόημα της ζωής του —
τη σύνδεση με τις αξίες, τη μνήμη, το
όραμά του.
2. Η ταυτότητα αποσυνδέεται από το βίωμα
Ένας Λαός βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση
όταν το “ποιοι είμαστε”
γίνεται κενό σύνθημα ή εμπορικό λογότυπο
ή ολοσχερώς αγνοείται. Όταν η πολιτισμική του ταυτότητα δεν βιώνεται, αλλά
απλώς επικαλείται. Όταν η παράδοση, η ιστορία, η πίστη, η γλώσσα — όλα μπορεί
να παραμένουν, μα να λειτουργούν χωρίς ψυχή, σαν διαφημιστική βιτρίνα ενός
κελύφους. Σαν "ένα πουκάμισο αδειανό"!
Αυτό σημαίνει ότι ο λαός έχει χάσει την
αλήθεια του. Ζει αντιφατικά, προσπαθώντας να μοιάσει σε “άλλους”, ενώ μέσα του
σιγοβράζει ένα αίσθημα ανεπάρκειας και ντροπής. Είναι ο εσωτερικός αποικισμός ή
η απώλεια της λαϊκής αυθεντικότητας.
3. Πολιτικά σημάδια της υπαρξιακής
κρίσης
Σε επίπεδο πολιτείας, ένας Λαός με
υπαρξιακό πρόβλημα παρουσιάζει:
- Κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και
στη Δικαιοσύνη.
- Απώλεια κοινού οράματος — ο καθένας
παλεύει μόνος για την ατομική του σωτηρία.
- Συναισθηματικό μούδιασμα — η κοινωνία
δεν συγκινείται πια, ούτε εξοργίζεται, απλώς παρακολουθεί.
- Αυτοϋπονόμευση — λαϊκός κυνισμός,
ειρωνεία, αυτοπεριφρόνηση, η αίσθηση πως “δεν αλλάζει τίποτα”.
Αυτά δεν είναι πολιτικά συμπτώματα,
είναι ψυχοσυστημικά.
Δείχνουν ότι το συλλογικό Εγώ έχει
τραυματιστεί βαθιά —
ότι η κοινωνία δεν πιστεύει πια στην
αξία του εαυτού της.
4. Το υπαρξιακό τραύμα της Ελλάδας
Στην ελληνική περίπτωση, αυτό φαίνεται
καθαρά μετά τα Τέμπη.
Το “ελληνικό έθνος” υπάρχει θεσμικά,
αλλά η πίστη στον εαυτό του λαού έχει διαρραγεί. Όταν ένας πατέρας πρέπει να
λιμοκτονήσει για να ακουστεί, κι όταν η κοινωνία παρακολουθεί αμήχανα, τότε δεν
μιλάμε μόνο για κρατική ανεπάρκεια, μιλάμε για συλλογική υπαρξιακή αδυναμία.
Το “ποιοι είμαστε” δεν έχει πια
απάντηση. Ο Έλληνας δεν βλέπει πια στον εαυτό του το υποκείμενο της αλλαγής,
αλλά τον ανήμπορο θεατή της παρακμής.
5. Οι πρακτικές συνέπειες του υπαρξιακού
προβλήματος
Όταν ένας Λαός πάσχει υπαρξιακά, η κρίση
αυτή διαπερνά κάθε πτυχή της ζωής του. Η απώλεια νοήματος γίνεται καθημερινό
σύμπτωμα — όχι μεταφυσικό.
Τη βλέπουμε:
- Στην εργασία, όπου η δημιουργικότητα
δίνει τη θέση της στην εξουθένωση. Ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να προσφέρει,
αλλά για να επιβιώσει. Κάνει «ό,τι να ’ναι» αρκεί να πληρωθεί, χωρίς
υπερηφάνεια στο έργο του. Η εργασία γίνεται μηχανική, όχι δημιουργική.
- Στις ανθρώπινες σχέσεις, όπου
κυριαρχεί η καχυποψία και η κούραση. Ο έρωτας γίνεται διαπραγμάτευση, η φιλία
συμφέρον, η συντροφικότητα σπάνια — γιατί το «μαζί» χρειάζεται εμπιστοσύνη, κι
αυτή έχει χαθεί.
- Στην κοινωνική συμπεριφορά, που
ταλαντεύεται ανάμεσα στην ειρωνεία και την αδιαφορία. Όταν δεν πιστεύεις ότι
κάτι μπορεί να αλλάξει, επιλέγεις να χλευάσεις όποιον προσπαθεί — κι έτσι ο
φθόνος αντικαθιστά την αλληλεγγύη.
- Στην πολιτική συμμετοχή, που φθίνει.
Οι πολίτες δεν συμμετέχουν πια γιατί νιώθουν ότι δεν έχει νόημα. Ψηφίζουν «με
απόγνωση» ή «για να μη βγει ο άλλος». Ο κυνισμός γίνεται αυτοπροστασία από την
απογοήτευση.
- Στη γλώσσα, που απογυμνώνεται από
πάθος. Μιλάμε τεχνοκρατικά, ειρωνικά ή μηχανικά — λείπει η καρδιά από τον λόγο.
Κι όταν χάνεται η καρδιά από τη γλώσσα, αρχίζει να χάνεται κι από τη σκέψη.
- Στην παιδεία, όπου το σχολείο
μετατρέπεται σε μηχανισμό προσαρμογής κι όχι καλλιέργειας. Οι νέοι μαθαίνουν να
περνούν εξετάσεις, όχι να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ή τον κόσμο. Έτσι, το
υπαρξιακό κενό διαιωνίζεται.
Όλα αυτά δημιουργούν μια κοινωνία
εσωτερικά κουρασμένη,
όπου οι άνθρωποι δεν θυμώνουν πια, απλώς
βαριούνται.
Δεν ονειρεύονται, απλώς ελπίζουν κάπως
να «τη βγάλουν». Δεν αγαπούν, απλώς συνηθίζουν.
Και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο στάδιο
ενός υπαρξιακού προβλήματος: όταν η παραίτηση μεταμφιέζεται σε ωριμότητα, σε
δήθεν ψυχραιμία ή ρεαλισμό.
6. Πώς θεραπεύεται το υπαρξιακό πρόβλημα
ενός Λαού
Όχι με μεταρρυθμίσεις ή επιδοτήσεις.
Αλλά με επανεύρεση νοήματος: με την αναβίωση της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ και στο
Εμείς. Όταν ο λαός ξαναβρίσκει την ικανότητα να συγκινείται,
να πενθεί, να χαίρεται, να νοιάζεται,
τότε αρχίζει και να υπάρχει ξανά.
Η υπαρξιακή αναγέννηση ενός Λαού δεν
είναι έργο των κομμάτων, είναι έργο των ανθρώπων που ξαναδίνουν αξία στην
καρδιά ως συλλογική μνήμη.
Συμπερασματικά, ένας Λαός αντιμετωπίζει
υπαρξιακό πρόβλημα όταν ξεχνά γιατί υπάρχει, όταν χάνει τη συναισθηματική και
ηθική συνοχή του, και παύει να βλέπει τον εαυτό του ως ζωντανό φορέα νοήματος.
Το υπαρξιακό πρόβλημα ενός έθνους δεν
φαίνεται στις σημαίες ή στα σύνορα, αλλά στο βλέμμα των ανθρώπων του —που
κοιτούν χωρίς να βλέπουν, που μιλούν χωρίς να πιστεύουν, που ζουν χωρίς να
θυμούνται γιατί.
Κι αντίστροφα, ένας Λαός θεραπεύεται όταν ξαναβρίσκει
νόημα στη συλλογική του ύπαρξη, συνύπαρξη και πράξη. Αυτό είναι αυτό που πριν
χρόνια μας έκλεψαν και είναι σήμερα το ζητούμενο: ΤΟ ΝΟΗΜΑ
Η ΑΥΤΟΑΝΟΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Τα ΜΑΤ, όταν στρέφονται εναντίον
υγειονομικών, δηλαδή ανθρώπων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη φροντίδα,
αποκαλύπτουν ολόκληρη την ψυχοπαθολογία του συστήματος εξουσίας.
Με μια ψυχο-πολιτική ματιά αυτό
σημαίνει:
1. Από τη φροντίδα στην τιμωρία
Όταν ένα κράτος στέλνει ΜΑΤ ενάντια σε
γιατρούς ή νοσηλευτές, δεν ασκεί απλώς καταστολή, τιμωρεί το ίδιο το αρχέτυπο
της φροντίδας.
Είναι σαν η εξουσία να επιτίθεται στον
εσωτερικό της “αντίλογο”:
στην πλευρά που θεραπεύει, ενώ εκείνη
τραυματίζει.
Πίσω απ’ αυτή την πράξη υπάρχει ένας
βαθύς, ασυνείδητος μηχανισμός άμυνας: το Σύστημα δεν αντέχει να αντικρίσει τη
δική του ενοχή. Κι έτσι επιτίθεται στους καθρέφτες της — σε όσους του θυμίζουν
τι θα έπρεπε να είναι: ανθρώπινο, φροντιστικό, υπεύθυνο.
2. Η ψυχική αντιστροφή των ρόλων
Η φροντίδα —στο αρχέτυπο της πολιτείας—
είναι μητρική λειτουργία.
Η καταστολή, πατρική-τιμωρητική.
Όταν, λοιπόν, η εξουσία στρέφεται κατά
των υγειονομικών,
είναι σαν να ακυρώνει τη μητρική της
πλευρά και να επιβάλλει τον αυταρχικό της πατέρα.
Δεν νοιάζεται — “διορθώνει”.
Δεν συνομιλεί — “πειθαρχεί”.
Αυτό είναι χαρακτηριστικό κοινωνιών σε
αποσύνδεση. Κοινωνιών δηλαδή όπου η φροντίδα δεν είναι πια αξία, αλλά απειλή,
όπου η ευαισθησία εκλαμβάνεται ως αδυναμία.
3. Η παραδοξότητα του “αντισώματος” που
διώκεται
Οι υγειονομικοί —όπως και οι δάσκαλοι,
οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι της φροντίδας— είναι, στην πραγματικότητα, τα
αντισώματα μιας κοινωνίας. Αντί να τους ενισχύει, το κράτος τούς πολεμά. Άρα,
επιτίθεται στο ίδιο του το ανοσοποιητικό σύστημα.
Πολιτικά, αυτό σημαίνει ότι η εξουσία
έχει γίνει αυτοάνοση:
καταστρέφει τους μηχανισμούς που θα
μπορούσαν να τη θεραπεύσουν. Ψυχολογικά, σημαίνει ότι έχει χάσει κάθε αίσθηση
αυτογνωσίας. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον “εχθρό” από τον “θεραπευτή”.
4. Το συλλογικό μήνυμα που στέλνεται
Όταν οι πολίτες βλέπουν ΜΑΤ να σπρώχνουν
γιατρούς, να τραβούν νοσηλεύτριες, να ψεκάζουν ειρηνικές πορείες φροντίδας, το
μήνυμα είναι βαθιά υπαρξιακό:
“Δεν υπάρχει χώρος για τρυφερότητα στον
δημόσιο χώρο.”
Έτσι εμπεδώνεται ο φόβος. Όχι μόνο να
μιλήσεις, αλλά και να νοιαστείς. Είναι το τελικό στάδιο της αποικιοποίησης του
συναισθήματος: όταν το κράτος διδάσκει ότι η φροντίδα είναι επικίνδυνη πράξη.
Κοντολογίς, και σήμερα, η στολή των ΜΑΤ παύει να είναι
σύμβολο εξουσίας και γίνεται καθρέφτης του αδιεξόδου του Συστήματος.
15 Οκτωβρίου στις 10:25 μ.μ. ·
"ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΗΓΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΕ ΤΟ
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ"
Tο πιο ύπουλο και διαχρονικό έγκλημα του
ελληνικού κράτους είναι ότι εδώ και δεκαετίες επιτίθεται στη φροντίδα. Όχι μόνο
με τη βία ή την αδιαφορία, αλλά με έναν ολόκληρο πολιτισμό απαξίωσης του
φροντίζειν.
Αν το δούμε βαθύτερα πρόκειται για μια
κατεστημένη ντροπή έναντι της τρυφερότητας. Η Ελλάδα, μεταπολεμικά, χτίστηκε
πάνω σε μια αφήγηση επιβίωσης. Ο άντρας όφειλε να είναι σκληρός, η γυναίκα
υπομονετική, το παιδί πειθαρχημένο.
Η φροντίδα θεωρήθηκε “γυναικεία
υπόθεση”, άρα δευτερεύουσα.
Και γι' αυτό η πολιτεία ποτέ δεν τίμησε
τους φροντιστές, τις μητέρες, τις νοικοκυρές, τους υγειονομικούς, τους
δασκάλους, τους κοινωνικούς λειτουργούς — τους ήρωες της .
Αντίθετα, τους υποτίμησε, τους
εξουθένωσε, τους έκανε αόρατους.
Έτσι, διαμορφώθηκε ένα κράτος που
ανταμείβει τη δύναμη και όχι την ευαισθησία και μια κοινωνία που εκπαιδεύτηκε
να "σέβεται" την εξουσία και να περιφρονεί τη φροντίδα·
Και κάπως έτσι η φροντίδα, αντί να γίνει
αξιακός πυλώνας, μετατράπηκε σε γραφειοκρατική υπηρεσία.
Τα νοσοκομεία έγιναν όχι μόνο -και αν-
χώροι θεραπείας αλλά χώροι αναμονής, τα σχολεία, χώροι συμμόρφωσης, όχι
καλλιέργειας. Συμβολικά ολόκληρη η χώρα έγινε ένας χώρος αναμονής. Ένας αέανος
προθάλαμος για κάποιο "σαλόνι" που δεν ήρθε ποτέ. Το κοινωνικό κράτος
απογυμνώθηκε, η πρόνοια έγινε “επιδότηση”, η ψυχική υγεία “πρόγραμμα ΕΣΠΑ”.
Κάθε τι που αφορούσε τον άνθρωπο στο βάθος του, υποτιμήθηκε. Αρκεί και μόνο να
δει κανείς πως συμπεριφέρθηκε αυτό το κράτος στους τοξικοεξαρτημένους
συνανθρώπους μας.
Στην ουσία, το κράτος δεν οργανώθηκε
γύρω από την έννοια του ανθρώπου, αλλά γύρω από την τεχνική της διαχείρισης του
ανθρώπου, με τρόπο ώστε να διαιωνίζεται απρόσκοπτα η "αυτο-φροντίδα"
των κυρίαρχων ελίτ και των παρατρεχάμενων τους.
Όμως, η επίθεση στη φροντίδα περνάει
μέσα από την επίθεση στο συναίσθημα.
Η εξουσία φοβάται ό,τι δεν μπορεί να
ελέγξει, και το συναίσθημα —όταν είναι αυθεντικό— δεν ελέγχεται.
Οπότε, το κράτος προσπαθεί εδω και
δεκαετίες -και ως ένα βαθμό το έχει καταφέρει- να μας πείσει ότι η ευαισθησία
είναι αδυναμία, ότι η ενσυναίσθηση είναι “πολυτέλεια”, ότι η σκληρότητα είναι
“ρεαλισμός”.
Αυτή η ιδεολογική/συναισθηματική
αποικιοποίηση της ελληνικής ψυχής άλωσε όχι μόνο τους μηχανισμούς του κράτους,
αλλά εισέβαλλε και στο πεδίο της οικογένειας, του σχολείου, της εργασίας και
κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής, προπαγανδίζοντας ρητά ή άρρητα την
ψυχοπαθολογική άποψη ότι για να σταθείς, πρέπει να πάψεις να νοιάζεσαι.
"Κανείς δεν πήγε μπροστά με το συναίσθημα" είναι το
"συμβουλευτικό" σλόγκαν.
Η επίθεση στη φροντίδα παίρνει πρακτικές
μορφές βίας που φαίνονται παντού:
- στους γιατρούς που εργάζονται
εξαντλημένοι και αμείβονται εξευτελιστικά·
- στους ηλικιωμένους που περιμένουν
μήνες για φάρμακο
- στους εκπαιδευτικούς που φυτοζωούν και
καίγονται από άγχος
- στα θύματα βίας που αντιμετωπίζονται
με δυσπιστία
- στους ανάπηρους που είναι συχνά
αόρατοι
- στους νέους που “δεν χωράνε στο
σύστημα”
- στους ηλικιωμένους που
"περισσεύουν".
- στους πάσης φύσεως
"αδύναμους" της ελληνικής κοινωνίας.
Κάθε φορά που η κοινωνία ζητά
"αγκαλιά", το κράτος απαντά με γραφειοκρατία. Κάθε φορά που
χρειάζεται φροντίδα και τρυφερότητα, εκείνο προσφέρει φόρμες, αριθμούς και
απαξιωτικά επιδόματα.
Σαν αποτέλεσμα ο πολίτης εκπαιδεύτηκε να
μην εμπιστεύεται τη φροντίδα, να νιώθει ενοχή για τη δική του ανάγκη, να
σκληραίνει πριν πληγωθεί.
Έτσι, η Πολιτεία - Φροντίδα
αντικαταστάθηκε από το Κράτος-Φόβο. Κι ο πολίτης μετατρέπηκε σε “υποκείμενο
επιβίωσης”, όχι σε “ον ανθρωπιάς”.
Γι' αυτό η αποκατάσταση της φροντίδας, η δικαίωση της
τρυφερότητας, η ανάκτηση της αξίας του αυθεντικού συναισθήματος, η νίκη της
αγκαλιάς είναι σήμερα επαναστατικά προαπαιτούμενα.
φυλάσσουν τα ονόματα των νεκρών λες και
φοβούνται μην τυχόν αναστηθούν...καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης!
"κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς
τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ
εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς
πρώτης. ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος·
17 Οκτωβρίου στις 10:16 π.μ. ·
"ΤΟ ΡΕΝΤΙΚΟΛΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ"
Η φράση του πρωθυπουργού «Φροντίζω η
Ελλάδα να μην είναι πια το ρεντίκολο της Ευρώπης» είναι πραγματικά συμπυκνωμένη
αφήγηση εξουσίας, στον πυρήνα της οποίας στηρίχτηκε η νεοδημοκρατική κυριαρχία
των τελευταίων χρόνων.
Και αν τη διαβάσουμε ψυχαναλυτικά και
πολιτισμικά, φανερώνει όλο το αρχέτυπο του πατρικού ρόλου που το πολιτικό του
αφήγημα επιτελεί και μέσω του οποίου κυριαρχεί.
Πρόκειται για μια ακόμη φορά για την
προσπάθεια ενεργοποίησης του διπολικού σχήματος Τσίπρας/Μητσοτάκης — «έφηβος»
vs «πατέρας» υπό το βλέμμα του Μεγάλου Άλλου (της Ευρώπης), που επιχειρεί να
εγκλωβίσει το Λαό μας στην εξουσιαστική του μέγγενη.
Το φαντασιακό σενάριο της «ντροπής» και
της «αποκατάστασης».
Η λέξη «ρεντίκολο» δεν είναι πολιτική·
είναι συναισθηματική.
Είναι η γλώσσα της ντροπής, της έκθεσης,
της εθνικής αμηχανίας.
Ο πρωθυπουργός, επιλέγοντας αυτή τη
λέξη, δεν απευθύνεται στη λογική του ακροατή — απευθύνεται στο τραύμα του.
Στο ιστορικό τραύμα εξάρτησης του
ελληνικού λαού, στη συλλογική αίσθηση «υποτίμησης» από την Ευρώπη, στο βίωμα
ότι «μας θεωρούν κατώτερους».
Η υπόσχεσή του —«φροντίζω να μην είμαστε
ρεντίκολο»— λειτουργεί σαν πατρική διαβεβαίωση προς ένα παιδί που νιώθει
μειονεκτικά: «Μη φοβάσαι, εγώ θα σε κάνω να σε σέβονται.»
Αυτή είναι μια πατρική ρητορική
εξουσίας, βαθιά ψυχική.
Δεν υπόσχεται ελευθερία, υπόσχεται
«σεβασμό από τους μεγάλους».Δηλαδή, αποδοχή από τον Μεγάλο Άλλο — την Ευρώπη.
Το διπολικό σχήμα «Έφηβος/Πατέρας»
Στο συλλογικό φαντασιακό που έχει
χτιστεί μετά το 2015,
ο Τσίπρας είχε προσωποποιήσει το πρότυπο
του ανώριμου, παρορμητικού εφήβου —του παιδιού που αντιμιλά στους «σοβαρούς
Ευρωπαίους», που ρισκάρει, που ονειρεύεται, αλλά τελικά «τα κάνει θάλασσα».
Ο Μητσοτάκης ήρθε -υποτίθεται- για να
αποκαταστήσει το αντίθετο: ο πατέρας της οικογένειας που «βάζει τάξη», που δεν
εκτίθεται, που «μας κάνει υπολογίσιμους», που δεν ντρέπεται μπροστά στους
ξένους.
Το φαντασιακό αυτό ακουμπά πολύ βαθιά
στην ελληνική ψυχή —
στην αγωνία του «να μη μας θεωρούν
ρεντίκολο», να μας αναγνωρίζουν.
Έτσι, η πολιτική πράξη μεταφράζεται σε
μια φαντασιακή ψυχική ισορροπία:
η Ευρώπη ως “γονιός”, η Ελλάδα ως “παιδί
που προσπαθεί να αποδείξει ότι μεγάλωσε”.
Το τίμημα της «κανονικότητας»
Όμως, πίσω από αυτή τη ρητορική της
αξιοπρέπειας κρύβεται η ψυχική υποταγή.
Όταν ένα έθνος μετρά την αξία του με το
αν «φαίνεται σοβαρό» στα μάτια του Άλλου, τότε χάνει τη δική του εσωτερική
πυξίδα νοήματος. Η «κανονικότητα» γίνεται μηχανισμός συμμόρφωσης — όχι πράξη
αυτοσεβασμού, αλλά πράξη αυτολογοκρισίας και υποταγής.
Η φράση «φροντίζω να μη γίνουμε
ρεντίκολο» σημαίνει:
«Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη να σας
κρατήσω ήσυχους, προσαρμοσμένους, ευπρεπείς — ώστε να μας εγκρίνουν οι ξένοι.»
Δηλαδή, ο πολίτης παραμένει παιδί που
χρειάζεται τον “πατέρα” να τον καθοδηγεί, να τον προστατεύει, να τον πειθαρχεί.
Το αντίδοτο — η πολιτική του
συναισθήματος.
Απέναντι σ’ αυτό το φαντασιακό, οι
συγγενείς των Τεμπών, η απεργία πείνας του πατέρα, η μαζική συγκίνηση του λαού,
δεν εκφράζουν απλώς οργή. Εκφράζουν την
απελευθέρωση του συναισθήματος από τη ντροπή.
Είναι η καρδιά που επιστρέφει στον
δημόσιο χώρο και λέει:
«Δεν με νοιάζει πώς θα με δουν οι έξω —
με νοιάζει να κοιταχτούμε εμείς στα μάτια.» . Είναι η θεραπευτική απελευθέρωση
που διατρανώνει "χέστηκα για το τι θα πει ο κόσμος". Είναι το πέρασμα
από την πολιτική της εικόνας
στην πολιτική της αλήθειας, από την πολιτική
του τραύματος στην πολιτική της θεραπείας.
Συμπερασματικά:
Η φράση του πρωθυπουργού είναι καθρέφτης
της αποικιοποιημένης ελληνικής ψυχής. Εκφράζει την ανάγκη να μας “εγκρίνει” ο
Άλλος — να είμαστε «σοβαροί», «κανονικοί», «σεβαστοί». Αλλά όσο το μέτρο της
αξιοπρέπειας βρίσκεται έξω από εμάς, τόσο θα παραμένουμε ψυχικά εξαρτημένοι.
Η αληθινή απελευθέρωση αρχίζει όταν πάψουμε να
φοβόμαστε μήπως γίνουμε «ρεντίκολο» και αρχίσουμε να φοβόμαστε μήπως πάψουμε να
είμαστε άνθρωποι.
Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ
ΔΙΚΤΥΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ.
Κάθε εποχή κρίσης γεννά το δικό της
πολιτικό λεξιλόγιο. Στη δική μας, η λέξη που αρχίζει να ξεχωρίζει δεν είναι
“κόμμα”, “κίνημα” ή “παράταξη”, αλλά δίκτυο.
Όχι ως τεχνικός όρος, αλλά ως νέα
πολιτική συνείδηση.
Η παλιά πυραμίδα εξουσίας —όπου λίγοι
αποφασίζουν και οι πολλοί υπακούν— έχει εξαντληθεί. Η κοινωνία πνίγεται μέσα
στη στασιμότητα των ίδιων μηχανισμών, των ίδιων προσώπων, των ίδιων ρόλων.
Η πραγματική αλλαγή δεν θα έρθει «από τα
πάνω». Θα προκύψει από την οριζόντια κυκλοφορία εμπιστοσύνης και γνώσης — από
τη δημιουργία ενός ζωντανού, ανοιχτού, δικτυακού οικοσυστήματος πολιτών.
Από την Πυραμίδα στο Οικοσύστημα
Στη φύση, τίποτα δεν λειτουργεί με
διαταγές. Η ζωή βασίζεται στη ροή, στη συνδεσιμότητα, στη συνεργασία. Το ίδιο
μπορεί να ισχύσει και για την κοινωνία.
Μια δικτυοκεντρική οργάνωση, όπως αυτή
που χρειαζόμαστε στη χώρα μας, δεν έχει κορυφή — έχει κύκλους.
Δεν στηρίζεται σε “ηγέτες”, αλλά σε
συνδεδεμένες συνειδήσεις.
Η ισχύς δεν πηγάζει από το “πάνω”, αλλά
από το “ανάμεσα”.
Σε μια τέτοια μορφή οργάνωσης:
• Η γνώση και η ευθύνη διαμοιράζονται.
• Η συμμετοχή γίνεται φυσική, όχι
επιβεβλημένη.
• Η πολιτική αποκτά ρίζες σε κάθε
κοινότητα, σχολείο, γειτονιά, επάγγελμα.
Γιατί τώρα
Η κοινωνία μετά τα Τέμπη ξύπνησε. Όμως
κάθε αφύπνιση χωρίς μορφή σβήνει.
Η συγκίνηση χρειάζεται οργάνωση, η
οργάνωση χρειάζεται κοινότητα, κι αυτή, με τη σειρά της, χρειάζεται
εμπιστοσύνη.
Η δικτυοκεντρική δομή μπορεί να
προσφέρει αυτήν τη συνέχεια. Να μετατρέψει το πένθος σε πράξη, την αγανάκτηση
σε πρόταση, το πλήθος σε κοινό σώμα Λαού.
Τα πλεονεκτήματα της δικτυοκεντρικής
οργάνωσης
1. Ανθεκτικότητα – Δεν καταρρέει με την
απουσία ηγετών.
Το δίκτυο αναπνέει από τα μέλη του· κάθε
κόμβος είναι πηγή ζωής.
2. Διαφάνεια – Όλα γίνονται ανοιχτά.
Οι αποφάσεις δεν περνούν από σκοτεινά
γραφεία, αλλά από κοινές διαδικασίες.
3. Συν-δημιουργία – Ο καθένας μπορεί να
αναλάβει πρωτοβουλία.
Η δημιουργικότητα δεν περιμένει άδεια,
αλλά εμπιστοσύνη.
4. Μάθηση – Κάθε αποτυχία γίνεται
εμπειρία, κάθε εμπειρία γνώση.
Το δίκτυο εξελίσσεται, γιατί μαθαίνει
από τον εαυτό του.
5. Συναισθηματική συνοχή – Οι σχέσεις
είναι το κεφάλαιο.
Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς τρυφερότητα,
ούτε δημοκρατία χωρίς εμπιστοσύνη.
Οι προκλήσεις και οι απαντήσεις
Φυσικά, η δικτυακή μορφή δεν είναι
μαγική λύση. Έχει κινδύνους: διάχυση ευθύνης, άτυπες ιεραρχίες, αργή λήψη
αποφάσεων και τραυματικές εμπειρίες από παρόμοιες προσπάθειες στο παρελθόν.
Όμως υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστούν:
• Με σαφείς κύκλους ευθύνης και δημόσιες
δεσμεύσεις.
• Με περιστροφική συντονιστική
λειτουργία, ώστε κανείς να μη μονοπωλεί την εξουσία.
• Με ψηφιακά εργαλεία συναίνεσης που
επιταχύνουν, χωρίς να αλλοιώνουν, τη δημοκρατία.
• Με κουλτούρα φροντίδας απέναντι στους
συμμετέχοντες — γιατί η ψυχική εξάντληση είναι το νέο κοινωνικό δηλητήριο.
Μια νέα θεσμική οικολογία
Η Δικτυοκεντρική Οργάνωση προτείνει μια
νέα μορφή πολιτικών - κοινωνικών σχέσεων. Από τη λογική της «εκπροσώπησης» ή
της «ανάθεσης» στη λογική συν-ευθύνης.
Οι πολίτες δεν ζητούν χάρη από την
εξουσία, αναλαμβάνουν οι ίδιοι την ευθύνη του κοινού καλού.
Μέσα από Κοινωνικά Συμβούλια Πολιτών,η
δημοκρατία αποκτά φυσικά κύτταρα ζωής — όχι μόνο κάλπες, αλλά σχέσεις.
Από το Εγώ στο Εμείς
Η Δικτυοκεντρική Οργάνωση είναι κάτι
παραπάνω από τεχνική μορφή. Είναι πολιτισμική μετάβαση — από την εξουσία στη
φροντίδα, από τον φόβο στην εμπιστοσύνη, από την αποξένωση στην κοινότητα. Και
κάπως έτσι εκεί όπου «η ιεραρχία βασίζεται στην εξουσία.
«το δίκτυο βασίζεται στην επίγνωση». Κι
εκεί βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα σε μια μηχανή και έναν ζωντανό οργανισμό.
Η επόμενη μέρα στην πατρίδα μας δεν θα
ανήκει σε όποιον “κερδίσει” την εξουσία, αλλά σε εκείνον που θα ξαναδώσει στην
κοινωνία την ικανότητα να αναπνέει. Η δικτυοκεντρική οργάνωση είναι το εργαλείο
αυτής της αναπνοής, ένα νέο σύστημα ζωής όπου η πολιτική ξαναγίνεται κοινός
αέρας.
Γιατί, εν τέλει, η δικτύωση δεν είναι τεχνολογία,
είναι η νέα μορφή της συνείδησης που χρειαζόμαστε επειγόντως.
6 ημ. ·
Η ψήφιση του 13ωρου δεν είναι απλώς ένα
εργασιακό μέτρο.
Αν το δούμε με όρους συλλογικού
τραύματος, είναι σύμπτωμα μιας ψυχικής διαστρέβλωσης που διαπερνά το ελληνικό
φαντασιακό.
1. Το τραύμα της εξάντλησης ως
«κανονικότητα»
Η κοινωνία που αποδέχεται το 13ωρο έχει
ήδη αποδεχτεί την κούραση ως ταυτότητα.
Από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση μέχρι
την κρίση, το ελληνικό υποκείμενο μαθαίνει ότι η αξία του μετριέται με το πόσο
αντέχει.
Να εξαντλείσαι, να μην παραπονιέσαι, να
“παλεύεις” — αυτά θεωρούνται αρετές.
Όμως αυτό το πρότυπο είναι τραυματικό.
Εσωτερικεύει τη βία ως αρετή. Ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά ζει
για να αποδεικνύει ότι δεν σπάει. Έτσι, η κοινωνία χάνει τη δυνατότητα να
φροντίζει τον εαυτό της — γιατί έχει ταυτίσει τη φροντίδα με την “αδυναμία”.
2. Από την επιβίωση στην αποικιοποίηση
του σώματος
Το 13ωρο είναι η θεσμοθέτηση μιας
σωματικής αποικιοκρατίας.
Το σώμα του εργαζομένου δεν του ανήκει
πλέον. Ανήκει στην παραγωγή, στην “ανάγκη”, στο αφηρημένο συμφέρον του ΑΕΠ.
Η εργασία παύει να είναι δημιουργική
πράξη και γίνεται τελετουργία εξάντλησης. Το τραύμα εδώ είναι βαθύ:
μαθαίνουμε να μην ακούμε το σώμα μας, να
αγνοούμε τα όρια, να αποκόβουμε το βίωμα.
Αυτό είναι το ίδιο μοτίβο που η Μ. Καρυστιανού
ονομάζει ψυχική αποικιοκρατία: η εξουσία δεν χρειάζεται να σε δέρνει — της
αρκεί να σε πείσει να πειθαρχείς μόνος σου.
3. Η φαντασίωση της “παραγωγικότητας”
Σε ψυχοπολιτικό επίπεδο, το 13ωρο πατά
πάνω σε μια ενοχή:
ότι “φταίμε που δεν δουλεύουμε αρκετά”.
Η ενοχή αυτή είναι υπόλειμμα της
μνημονιακής δεκαπενταετίας — μιας περιόδου όπου ολόκληρος ο λαός -με την θερμή
υποστήριξη των οργανικών διανοούμενων- εσωτερίκευσε την κατηγορία του “τεμπέλη
Νότιου”.
Το 13ωρο είναι, στην πραγματικότητα, ένα
είδος αυτοτιμωρίας:
η χώρα αποδεικνύει στον “Μεγάλο Άλλο”
(την Ευρώπη) ότι «τώρα δουλεύουμε αρκετά».
Είναι η εργασιακή εκδοχή του αποικιακού
συνδρόμου, δηλαδή
να αποζητάς αναγνώριση μέσα από την
υποταγή σου.
4. Η διάρρηξη της σχέσης με τον χρόνο
και την αγάπη
Το τραύμα του 13ωρου δεν είναι μόνο
σωματικό, είναι τραύμα σχέσης. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει χρόνο να δει τα παιδιά
του, τον σύντροφό του, τον φίλο του, παύει να βιώνει τον εαυτό του ως
υποκείμενο σχέσης — και γίνεται γρανάζι σε μια επιδοσιακή μηχανή.
Ο χρόνος παύει να είναι χώρος ψυχής και
γίνεται νόμισμα παραγωγής. Το άτομο απομονώνεται, η κοινότητα διαλύεται,
και έτσι το Σύστημα αποκτά αυτό που
χρειάζεται: ανθρώπους αποσυνδεδεμένους, ανίκανους να συντονιστούν σε συλλογική
διεκδίκηση.
5. Το 13ωρο ως αναβίωση του
μετατραυματικού κύκλου
Στην ουσία, το 13ωρο είναι το πιο
πρόσφατο κεφάλαιο ενός ιστορικού κύκλου βίας: από τη φτώχεια της κατοχής, στον
φόβο της χούντας κι από εκί στην ενοχή της κρίσης. Κάθε φορά που το συλλογικό
σώμα πάει να ανασάνει, έρχεται μια νέα μορφή πειθάρχησης.
Ο εργαζόμενος δεν είναι απλώς
εξαντλημένος — είναι ψυχικά εκπαιδευμένος να μην αντιδρά. Το τραύμα γίνεται
δομή, η εξουσία γίνεται εσωτερική φωνή που λέει: “μην παραπονιέσαι, δούλεψε”.
6. Το αντίδοτο
Το αντίδοτο δεν είναι μόνο η πολιτική
αλλαγή που έχουμε απεγνωσμένα πλέον ανάγκη. Είναι η αποκατάσταση της αίσθησης
του ορίου. Η αναγνώριση ότι ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή.
Ότι η εργασία χωρίς νόημα είναι μια αργή
αυτοκτονία. Και ότι το δικαίωμα στην ξεκούραση, στην τρυφερότητα, στη φροντίδα,
είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή
αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη αποικιοκρατία.
Όπως έλεγε, νομίζω, ο James Baldwin:
“Οι άνθρωποι είναι καταπληκτικοί. Δεν
χρειάζεται να τους σπάσεις. Μόνο να τους κάνεις να ξεχάσουν ότι μπορούν να
σταματήσουν να πονάνε.”
Η ψήφιση του 13ωρου δεν είναι πρόοδος.
Είναι επιστροφή σε μια εποχή όπου ο πόνος βαφτίζεται παραγωγικότητα.
Κι εμείς χρειάζεται να θυμίσουμε στους ανθρώπους ότι
μπορούν να σταματήσουν να πονάνε...
6 ημ. ·
"Κι όταν ο πολίτης αγαπά αληθινά
τον εαυτό του, τον τόπο του και τον διπλανό του, τότε καμία βία, κανένα ψέμα,
κανένα σύστημα δεν μπορεί να τον καθυποτάξει.
Ο μεγάλος παιδαγωγός Paulo Freire μάς
θυμίζει κάτι θεμελιώδες:
ότι η εκπαίδευση δεν είναι ουδέτερη. Ή
λυτρώνει, ή υποτάσσει.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το δικό σας
έργο: να μετατρέπετε την αίθουσα σε χώρο απελευθέρωσης, όχι αποστήθισης· σε
χώρο όπου το παιδί δεν μαθαίνει τι να σκέφτεται, αλλά πώς να σκέφτεται και
κυρίως πώς να νιώθει και πώς να σχετίζεται με ευθύνη".
Μ. Καρυστιανού
6 ημ. ·
Εισήγηση μου στην διημερίδα για τον
Νευρολογικό Ασθενή που διοργάνωσε το Ιδρυμα ΑΡΓΩ στο Ευρωπαίκό Πανεπιστήμιο
Κύπρου, με τίτλο "ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΑΘΕΝΟΥΣ-ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ".
"Μιλάμε για την Ανάγκη μιας νέας
Συλλογικής Κουλτούρας Φροντίδας, Τρυφερότητας και επανανοηματοδότησης της ζωής.
Οι δυτικές κοινωνίες πάσχουν από ένα
συλλογικό τραύμα απευαισθητοποίησης -οι πιτσιρικάδες του καιρού μας το λένε
ανιωθίλα- και πρόκειται για ακόμη έναν πικρό καρπό του ακραίου ατομοκεντρισμού
και της υπερβολικής έμφασης στην επίδοση και στην παραγωγικότητα.
Πρόκειται για μια απομάκρυνση από τη
συναισθηματική επαφή, τη φροντίδα, τη συνύπαρξη, που συχνά πλασάρεται ως
λογική, ρεαλισμός, ψυχραιμία ή ότι άλλο διανοητικό άλλοθι μπορεί να επινοήσει ο
αποσυνδεδεμένος άνθρωπος της εποχής μας.
Η φροντίδα του ευάλωτου, του άρρωστου, του ηλικιωμένου
δεν είναι μόνο πράξη ιατρική· είναι πράξη πολιτισμού. Είναι τρόπος να
επανασυνδεθούμε με την ανθρώπινη εμπειρία, να επανεφεύρουμε το «μαζί» μέσα σε
έναν κόσμο που φοβάται τη φθορά, τα γηρατειά και την εξάρτηση".
5 ημ. ·
Η ΑΥΤΟΦΡΟΝΤΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ 13ΩΡΟΥ:
ΠΩΣ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΡΓΑΛΕΙΟ
ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η ψήφιση του 13ωρου δεν είναι απλώς ένα
εργασιακό μέτρο.
Είναι, αν το δούμε με ψυχοπολιτικούς
όρους, σύμπτωμα μιας συλλογικής εξουθένωσης που έχει κανονικοποιηθεί.
Η ελληνική κοινωνία, μετά από δεκαετίες
κρίσεων, μνημονίων και ενοχών, έχει μάθει να μετρά την αξία της με το πόσο
αντέχει — όχι με το πόσο ζει.
Αυτή η εσωτερικευμένη βία είναι το
έδαφος όπου ανθίζει μια άλλη, πιο ύπουλη μορφή βίας: η ψευδαίσθηση της
αυτοφροντίδας.
Το παράδοξο της αυτοφροντίδας μέσα σε
ένα καθεστώς εξάντλησης.
Την ίδια στιγμή που η εργασία γίνεται
ατελείωτη και ο χρόνος συρρικνώνεται, μας κατακλύζουν μηνύματα του τύπου:
«Μάθε να αγαπάς τον εαυτό σου»,
«Κάνε self-care»,
«Προστάτεψε τα όριά σου».
Όμως πώς μπορεί να υπάρξει φροντίδα,
όταν δεν υπάρχει χρόνος;
Πώς να θέσεις όρια, όταν κάθε όριο
θεωρείται “αντιπαραγωγικό”;
Το 13ωρο δεν επιβάλλει μόνο υπερωρίες —
επιβάλλει μια παραμόρφωση του φαντασιακού: ότι η αξία του ανθρώπου βρίσκεται
στην αντοχή και στην επίδοση του.
Η φροντίδα γίνεται έτσι μια πολυτέλεια
για λίγους ή, χειρότερα, ένα ακόμη καθήκον. Αν δεν “φροντίζεσαι”, φταις εσύ.
Αν εξαντλείσαι, σημαίνει πως δεν κάνεις
αρκετή “ενδοσκόπηση”.
Αν καταρρέεις μέσα σου σημαίνει πως δεν
έχει αρκετή "αυτογνωσία".
Από το “burnout” στο “είσαι αδύναμος”.
Η νεοφιλελεύθερη ψυχολογία έχει
καταφέρει κάτι εντυπωσιακό:
να μετατρέψει το συλλογικό τραύμα της
εκμετάλλευσης σε ατομική αποτυχία προσαρμογής.
Αν νιώθεις κουρασμένος, αν δεν αντέχεις,
αν νιώθεις κενός —
δεν φταίει το σύστημα· φταις εσύ που δεν
“δουλεύεις τον εαυτό σου”.
Ο όρος burnout —μια διάγνωση κοινωνικής
εξάντλησης—
εμπορευματοποιήθηκε και έγινε trend στα
περιοδικά ευεξίας.
Η θεραπεία που προτείνεται δεν είναι
συλλογική αλλαγή,
αλλά ακριβοπληρωμένα retreats και
mindfulness apps.
Το αποτέλεσμα; Η αυτοφροντίδα
μετατρέπεται σε παυσίπονο της εκμετάλλευσης.
Η αποικιοποίηση του σώματος και της
ψυχής
Το 13ωρο θεσμοθετεί μια νέα μορφή
σωματικής αποικιοκρατίας:
το σώμα δεν σου ανήκει πια, ανήκει στην
παραγωγή.
Η μέρα δεν σου ανήκει, ανήκει στο ΑΕΠ.
Ακόμα και το συναίσθημα σου δεν σου
ανήκει: πρέπει να είναι “θετικό”, “ευέλικτο”, “ανθεκτικό”.
Η ψυχή εκπαιδεύεται να πειθαρχεί μόνη της.
Δεν χρειάζεται πια ο καταναγκασμός —
υπάρχει η ενοχή που λέει:
“Μην παραπονιέσαι. Όλοι κουράζονται.”
Είναι αυτό ονομάζουμε ψυχική
αποικιοκρατία: η εξουσία δεν χρειάζεται να σε δέρνει, αρκεί να σε πείθει να
εξαντλείσαι ευγενικά.
Ο χρόνος που δεν ανήκει σε κανέναν
Το τραύμα του 13ωρου δεν είναι μόνο
σωματικό. Είναι πρωτίστως τραύμα σχέσης.
Όταν ο άνθρωπος δεν έχει χρόνο να δει τα
παιδιά του, να μοιραστεί, να ξεκουραστεί, παύει να υπάρχει ως υποκείμενο σχέσης
και μετατρέπεται σε μηχανισμό απόδοσης. Η κοινωνία χάνει το θεμέλιό της: τη
δυνατότητα συναισθηματικής παρουσίας.
Το αποτέλεσμα είναι η ψυχρή, μοναχική
παραγωγικότητα —
ένα ανθρώπινο είδος που λειτουργεί, αλλά
δεν νιώθει.
Η ψευδαίσθηση της “αυταγάπης”
Η “αυταγάπη” προτείνεται σήμερα σαν
ψυχολογικό γιατρικό,
αλλά όταν αποσπάται από την κοινωνική
πραγματικότητα,
γίνεται μορφή αυτοενοχοποίησης.
Είναι σαν να λες σε έναν άνθρωπο που
πνίγεται:
“Αγάπα τον εαυτό σου και πάρε βαθιά
ανάσα” —
ενώ του κρατάς το κεφάλι μέσα στο νερό.
Η αληθινή αυταγάπη δεν είναι άσκηση
αυτοπειθαρχίας.
Είναι πολιτική στάση που απαιτεί χρόνο,
κοινότητα και δικαιοσύνη. Δεν μαθαίνεται με affirmations, αλλά με συλλογική
φροντίδα και αλληλεγγύη.
Η επανάσταση της φροντίδας
Το αντίδοτο στο 13ωρο δεν είναι
“περισσότερο self-care”.
Είναι η αποκατάσταση του δικαιώματος στη
φροντίδα ως κοινωνικού αγαθού.
Η αναγνώριση ότι το σώμα δεν είναι
εργαλείο, αλλά κατοικία του ανθρώπου.
Ότι η ξεκούραση, η τρυφερότητα, η φιλία,
η αγάπη —
είναι μορφές αντίστασης σε έναν κόσμο
που μας θέλει αποκομμένους.
Καιρός να θυμηθούμε, λοιπόν, ότι
μπορούμε.
Ότι δεν είμαστε μηχανές, ότι η ζωή δεν
είναι πρόγραμμα παραγωγικότητας, και ότι το πιο ριζοσπαστικό πράγμα σήμερα
είναι να μάθουμε ξανά να φροντίζουμε —
μαζί.
Η απάντηση στο 13ωρο δεν είναι να
μάθουμε «να κάνουμε self-care τα βράδια» — είναι να θυμηθούμε ότι το να
φροντίζεις τον εαυτό σου και αυτούς που αγαπάς είναι πολιτικό δικαίωμα και όχι
ατομικό προνόμιο.
Γιατί, η ψυχολογία της αυτοφροντίδας
έχει νόημα μόνο
αν εντάσσεται σε μια κοινωνική και
πολιτική φροντίδα.
Αλλιώς γίνεται όργανο επιβίωσης του
συστήματος και
όχι απελευθέρωσης του ανθρώπου.
5 ημ. ·
ΠΟΙΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ;
Τα Τέμπη, το μνημείο και η μάχη για το
δικαίωμα της μνήμης
Η πρόσφατη "επανεγραφή" των
ονομάτων των 57 θυμάτων των Τεμπών μπροστά στη Βουλή, μπροστά την απειλη
«καθαρισμού» τους από τις αρχές, δεν είναι μια απλή πράξη συμβολισμού.
Είναι μια σύγκρουση για την κυριότητα
της μνήμης. Γιατί, όποιος ελέγχει τη μνήμη, ελέγχει και το νόημα. Και όποιος
ελέγχει το νόημα ελέγχει τη ζωή.
Η μνήμη ως πεδίο εξουσίας.
Η κρατική εξουσία δεν διαχειρίζεται μόνο
νόμους και πολιτικές·
διαχειρίζεται συμβολικά πεδία — τι
θυμόμαστε, πώς το θυμόμαστε, ποιος δικαιούται να πενθεί δημόσια.
Συνεπώς ο απειλούμενος “καθαρισμός” των
ονομάτων από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είναι μια τεχνική πράξη
συντήρησης, είναι μια πράξη ελέγχου της μνήμης και του πένθους.
Μια σιωπηρή υπενθύμιση ότι ακόμα και η
μνήμη των νεκρών υπάγεται σε διοικητική αρμοδιότητα.
Όταν το κράτος αποφασίζει πότε, πού και
με ποιον τρόπο επιτρέπεται η μνήμη, τότε η τραγωδία γίνεται διοικητικό αρχείο.
Το τραύμα δεν θεραπεύεται — απλώς
καταχωρείται.
Όμως, η απειλούμενη διαγραφή των
ονομάτων φανερώνει κάτι πιο βαθύ: την αποικιοποίηση της συγκίνησης από την
εξουσία.
Το κράτος δεν θέλει να θυμάσαι πολύ, δεν
θέλει να νιώθεις πολύ.
Επιτρέπει μόνο τόση συγκίνηση όση δεν
γίνεται πολιτική.
Γι’ αυτό το Σύνταγμα γίνεται τώρα τόπος
αντιπαράθεσης:
εκεί όπου το συναίσθημα επιμένει να
επιβιώνει παρά την προσπάθεια αποστείρωσης του δημόσιου χώρου.
Η φράση «μη γράφετε τα ονόματα εδώ»
μεταφράζεται:
«μην φέρνετε τον πόνο σας στο κέντρο της
εξουσίας».
Αλλά η Μνήμη, όταν είναι ζωντανή, δεν
υπακούει σε άδειες χρήσης.
Η επαναγραφή των ονομάτων από συγγενείς,
φοιτητές, πολίτες δεν είναι βανδαλισμός. Είναι μια πράξη επαν-ιδιοποίησης του
συλλογικού τραύματος. Οι άνθρωποι που γράφουν, ψιθυρίζουν στην εξουσία: «Αν τα
σβήσετε, θα τα ξαναγράψουμε. Όσες φορές χρειαστεί.», δηλαδή "εμείς θα
θυμόμαστε".
Κι έτσι, εδώ η Μνήμη παύει να είναι
παθητική. Μετατρέπεται σε ζωντανό σώμα — σε κοινή καρδιά που αρνείται τη λήθη.
Είναι η στιγμή που η κοινωνία σταματά να
ζητά “άδεια” για να νιώσει.
Η εξουσία πάντα φοβάται τη Μνήμη γιατί
είναι ανεξέλεγκτη
Η εξουσία δεν φοβάται την ποίηση, τα
κεριά ή τις φωτογραφίες·
φοβάται τη μετατροπή της μνήμης σε
πράξη. Φοβάται το σημείο όπου ο θρήνος γίνεται διεκδίκηση, όπου η συγκίνηση
μετατρέπεται σε συλλογική απαίτηση για δικαιοσύνη.
Γιατί, η εξουσία γνωρίζει ότι η λήθη
είναι το καύσιμο της κυριαρχίας της.
Σε μια δημοκρατία, η μνήμη δεν είναι
προνόμιο του κράτους.
Είναι δικαίωμα των πολιτών.
Και το κράτος που απειλεί να σβήσει
ονόματα, σβήνει σιγά-σιγά και τη δική του νομιμοποίηση.
Η πράξη των συγγενών και των πολιτών που
επανέγραψαν τα ονόματα είναι μια πράξη πολιτικής ανυπακοής υψηλής τάξης:
όχι γιατί αμφισβητεί την εξουσία, αλλά
γιατί επαναφέρει την ανθρωπιά στο κέντρο της εξουσίας.
Είναι σαν να λένε:
«Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν. Και μέχρι να
βρεθεί Δικαιοσύνη, θα τους θυμόμαστε με το ίδιο πείσμα που εσείς τους ξεχνάτε.»
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν πρέπει να
γράφονται ή να σβήνονται τα ονόματα μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Το ερώτημα είναι ποιος έχει το δικαίωμα
να αφηγείται την Ιστορία.
Η εξουσία θέλει να θυμόμαστε μόνο όσα
ταιριάζουν στο αφήγημά της. Η κοινωνία, όμως, επιμένει να θυμάται όσα δεν
αντέχει η εξουσία να κοιτάξει.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν τα
ονόματα των νεκρών με τα ίδια τους τα χέρια, τόσο υπάρχει ελπίδα ότι αυτή η
χώρα δεν θα μετατραπεί ολοκληρωτικά σε γραφείο τύπου της λήθης.
Η μνήμη είναι πολιτική πράξη.
Και σήμερα, στην Ελλάδα, είναι ίσως η πιο ριζοσπαστική
πολιτική πράξη.
4 ημ. ·
Καθώς οι μέρες περνούν απ' έξω μας,
αφήνοντας ανέγγιχτο το μέσα μας, εγώ όλο ποθώ μια Κυριακή.
Μια Κυριακή που θα με κοιμήσεις από
βραδύς κι ύστερα, λέει, που θα με ξυπνήσεις απ' το πρωϊ.
Μια Κυριακή που θα με πας βόλτα.
Ακόμη και εκκλησία μπορείς να με πας.
Να ανάψω ένα κερί στη χάρη σου.
Μια Κυριακή που θα δούμε αγκαλιά τα
παιδιά να παίζουν φωνάζοντας "φτου ξελευτερία σε όλους".
Μια Κυριακή που θα φάμε στο ίδιο
μεσημεριανό τραπέζι "κάτι" με πατάτες στο φούρνο.
Το απόγευμα θα με πας στο Λούνα Πάρκ να
κοιτάμε πάλι τα παιδιά και τους γονιούς που τα καμαρώνουν από μακριά κι όλο
τους γνέφουν και τους κάνουν νοήματα μυστικά, δικά τους.
Και το βράδυ θα νυχτώσει πάλι Σάββατο
και θα με κοιμήσεις από νωρίς και η άλλη μέρα θα 'ναι πάλι Κυριακή.
Κι οι μέρες θα περνούν ολόϊσια μέσα απ'
την καρδιά μας.
Οι μέρες που θα 'ναι μόνο Κυριακές.
4 ημ. ·
Η εξουσία δεν φοβάται τις λέξεις· φοβάται τα
συναισθήματα που δεν ελέγχει.
4 ημ. ·
Η ΑΝΙΩΘΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Η εξουσία, στην πιο εξελιγμένη της
μορφή, δεν χρειάζεται πια να καταστέλλει — αρκεί να μην νιώθει.
Η άνιωθη εξουσία δεν υψώνει φωνή, δεν
απειλεί, δεν χτυπά·
χαμογελά, εξηγεί, καθυστερεί, δεν
συγκινείται.
Είναι το κράτος που σου λέει
“καταλαβαίνουμε τον πόνο σας”,
αλλά πίσω από το “καταλαβαίνουμε” δεν
υπάρχει κανείς.
Μόνο ένας μηχανισμός διαχείρισης.
Η άνιωθη εξουσία είναι το πρόσωπο του
συστήματος που έχει απωλέσει την ικανότητα της ενσυναίσθησης.
Δεν αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως
υποκείμενο συναισθήματος,
παρά μόνο ως μονάδα στατιστικής, ως
ποσοστό, ως κίνδυνο, ως ενόχληση.
Και γι’ αυτό ο πόνος τη διαταράσσει —
γιατί ο πόνος είναι αντι-σύστημα.
Η άνιωθη εξουσία δεν αντέχει την
ευαισθησία, γιατί η ευαισθησία αποκαλύπτει την ανικανότητά της να φροντίσει.
Όπως ένας ψυχικά μουδιασμένος άνθρωπος
δεν μπορεί να αγαπήσει, έτσι κι ένα κράτος που έχει μάθει να λειτουργεί χωρίς
ψυχή, δεν μπορεί να προστατέψει.
Μπορεί μόνο να εξουσιάζει— όχι να
θεραπεύει.
Όταν οι συγγενείς των θυμάτων στα Τέμπη
γράφουν ξανά τα ονόματα, εκεί όπου κάποιος τους είπε “μη γράφετε εδώ”,
δεν παραβιάζουν έναν κανόνα.
Επαναφέρουν την ψυχή στον χώρο της εξουσίας.
Αναγκάζουν το αίσθημα να διαπεράσει τον
τοίχο του μηχανισμού.
Για μια στιγμή, το ψυχρό μάρμαρο αποκτά
φωνή,
και η σιωπή της εξουσίας ξεγυμνώνεται.
Η άνιωθη εξουσία ζει από τη σιωπή, ο
πόνος ζει από τη μαρτυρία.
Η μία επιβιώνει σβήνοντας τα ονόματα, η
άλλη επιμένει γράφοντάς τα ξανά και ξανά, μέχρι να θυμηθεί ο κόσμος πως κάθε
όνομα είναι ένα πρόσωπο, κι ότι κάθε πρόσωπο είναι ιερό.
Όταν η εξουσία παύει να νιώθει, ο λαός
πρέπει να θυμηθεί να αισθάνεται διπλά.
Γιατί εκεί που δεν υπάρχει ενσυναίσθηση,
η δικαιοσύνη δεν μπορεί να ριζώσει.
Και χωρίς δικαιοσύνη, η δημοκρατία
γίνεται διακόσμηση.
Η άνιωθη εξουσία είναι η φυσική εξέλιξη
μιας κοινωνίας που μπέρδεψε την ψυχραιμία με τη σοφία και την αποστασιοποίηση
με τη δύναμη.
Αλλά η ψυχή δεν κυβερνιέται με
διατάγματα.
Και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα
γράφουν τα ονόματα ξανά — όχι γιατί ελπίζουν να ακουστούν, αλλά γιατί δεν
αντέχουν να ζήσουν σ’ έναν κόσμο που δεν νιώθει.
Και θέλουν να τον αλλάξουν!
4 ημ. ·
Συγκινηθείτε ρε σείς!
Αυτό τους τρομάζει περισσότερο απ’ όλα.
Γιατί ο άνθρωπος που νιώθει, δεν
χειραγωγείται.
Δεν υποτάσσεται, δεν αποδέχεται το “έτσι
είναι”.
Η συγκίνηση είναι η πιο επικίνδυνη μορφή
ελευθερίας —
είναι εκεί όπου η ψυχή θυμάται ποια
είναι.
Συγκινηθείτε, όχι για να λυπηθείτε, αλλά
για να θυμηθείτε.
Να θυμηθείτε πως έχετε καρδιά.
Πως μπορείτε να πονέσετε για τον άλλον,
να θυμώσετε για το άδικο, να σταθείτε όρθιοι απέναντι στη σιωπή.
Όλοι οι ανάλγητοι συνοδοιπόροι της
εξουσίας θα σας ειρωνευτούν, θα σας λοιδορήσουν.
Θα σας φθονήσουν για ό,τι εκείνοι δεν
νιώθουν.
Θα σας πουν “υπερβολικούς”,
“ρομαντικούς”, “γραφικούς”.
Γιατί ξέρουν πως, αν αρχίσετε να
νιώθετε, θα πάψετε να φοβάστε.
Και τότε, το παιχνίδι τους τελειώνει.
Η αναισθησία είναι το εργαλείο τους.
Η συγκίνηση είναι το δικό μας.
Αυτοί κυβερνούν με ψυχρότητα, εμείς
μπορούμε να τους ανατρέψουμε με ευαισθησία.
Μας θέλουν "νηφάλιους", γιατί
τρέμουν τη ζεστασιά·
μας θέλουν “λογικούς”, γιατί φοβούνται την
καρδιά.
Συγκινηθείτε ρε σεις!
Επιτρέψτε σας να συγκινηθείτε!
Για τα παιδιά στα Τέμπη, για τον πατέρα
στο Σύνταγμα,
για όσους έμειναν όρθιοι, όλα αυτά τα
χρόνια, όταν όλα έμοιαζαν χαμένα.
Για όσους "έπεσαν" στα χρόνια
της μνημονιακής λεηλασίας.
Συγκινηθείτε, γιατί αυτό σημαίνει πως
είστε ακόμα ζωντανοί.
Και μια κοινωνία που συγκινείται, είναι
μια κοινωνία που δεν υποτάσσεται.
Γιατί η συγκίνηση γεννά τη φροντίδα, κι
η φροντίδα γεννά τη δικαιοσύνη.
Και τότε, καμιά εξουσία —όσο ανάλγητη κι
αν είναι—
δεν μπορεί να σταθεί όρθια για πολύ.
Αφήστε σας να συγκινηθείτε, για να θυμηθούμε ξανά πως
είμαστε άνθρωποι!
3 ημ. ·
Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη ήταν
πάντοτε τόπος τελετουργικής σιωπής.
Όμως οι πολίτες, γράφοντας τα ονόματα
των παιδιών τους, το μετέτρεψαν σε τόπο ζωντανής μνήμης.
Εισήγαγαν μέσα στο μάρμαρο το ανθρώπινο
πρόσωπο, το δάκρυ, το ηχηρό «γιατί».
Η τελετουργική σιωπή έγινε κραυγή
μαρτυρίας.
Αυτό ακριβώς είναι που δεν αντέχει η
εξουσία:
τη μνήμη όταν αποκτά σώμα, όταν παύει να
είναι αφηρημένη έννοια και γίνεται συγκίνηση που βλέπει και μιλάει.
Η απόφαση να περάσει η φύλαξη του χώρου
στο Υπουργείο Άμυνας δεν είναι ζήτημα πρωτοκόλλου ή απλά "κανάκεμα"
του ακροδεξιού ακροατηρίου.
Είναι στρατιωτικοποίηση της μνήμης —
προσπάθεια να πειθαρχηθεί ο πόνος, να ξαναγίνει ακίνδυνος και προδίδει την
έκδηλη αμηχανία και ανασφάλεια του Συστήματος.
Όμως η μνήμη δεν υπακούει. Η μνήμη έχει
το δικό της σώμα — τις φωνές των συγγενών, τα κεριά, τα λουλούδια, το τρεμόπαιγμα
του βλέμματος όσων στέκονται εκεί, την κοινή συγκίνηση.
Ακόμα κι αν σβήσουν τα ονόματα, το ίχνος
θα μείνει.
Γιατί η συλλογική ψυχή δεν ξεχνά, κι
όταν η εξουσία προσπαθεί να επιβάλει λήθη, η μνήμη χαράσσεται πιο βαθιά, πιο
υπόγεια, πιο ανθεκτικά.
Η Ελλάδα έχει μάθει να ζει με πληγές που
δεν κλείνουν.
Αλλά αυτή τη φορά, η πληγή δεν είναι
παλιά, είναι παρούσα.
Και μέσα από αυτή τη νέα πληγή γεννιέται
κάτι που η εξουσία δεν μπορεί να ελέγξει:
μια νέα ηθική ευαισθησίας, ένα κίνημα
της καρδιάς που δεν οργανώνεται από κόμματα αλλά από το αίσθημα του δίκαιου,
από τον πυρήνα της συλλογικής μας συνείδησης.
Συνεπώς, αν τολμήσουν να διαγράψουν τα
ονόματα, η πράξη αυτή θα σηματοδοτήσει το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου
μεταξύ κράτους και πολιτών, όπως το γνωρίσαμε μεταπολιτευτικά.
Γιατί θα επιβεβαιώσει αυτό που ήδη
πολλοί νιώθουν:
ότι το κράτος δεν πενθεί μαζί με τον
λαό, δεν ενδιαφέρεται για τον λαό, αλλά διαχειρίζεται τον πόνο του ως πρόβλημα
δημόσιας τάξης.
Οπότε, η διαγραφή των ονομάτων δεν θα
είναι “καθαρισμός” του χώρου, θα είναι καθαγιασμός της αναισθησίας.
Έτσι, το τραύμα δεν θα μπορεί να κρυφτεί
πια από το ψυχρό μάρμαρο της νεοφιλελεύθερης “κανονικότητας".
Όσο πιο πολύ προσπαθούν να σβήσουν τον
πόνο, τόσο περισσότερο θα εκτίθεται η αναισθησία τους.
Όσο πιο πολύ στρατιωτικοποιούν τη μνήμη,
τόσο περισσότερο θα φωτίζεται η γύμνια τους.
Γιατί, στο τέλος, το φως δεν το γεννά η
εξουσία — το γεννούν οι άνθρωποι που αγαπούν, πενθούν και δεν παραιτούνται.
Και γι' αυτό το Σύστημα ανησυχεί σφόδρα...
3 ημ. ·
ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ
ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. Ματθ. 28,4
3 ημ. ·
Την παιδική μου φίλη την είδα ξαφνικά —
κι είδα κι εμάς τους δύο,
να περπατάμε τις σκάλες της λύπης και
της ανάμνησης.
Τα μάτια της — «αγάλματα κομμάτια» —
όπως τα συντρίμμια που αφήνει πίσω της η
αδράνεια του κόσμου.
«Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα»
σ' αυτό το μονοπάτι της μετάβασης — από
το “πάνω” στο “κάτω”, από τη ζωή στη μνήμη, από τη σχέση στη μοναξιά.
«Κανείς, θα πλανηθούμε μοναχοί»
να μας θυμίζεις ότι η περιπλάνηση είναι
και φυσική κατάσταση, όχι μια τιμωρία.
«Θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί»
αφήνοντας μας χωρίς ρίζες.
«Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή»
που όμως δεν είναι παραίτηση·
«Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί»
είναι επίγνωση,
είναι μια κλήση για νόημα.
Αχ ρε Διονύση...
Militaire News
Όταν κάνεις τη σημαία σουβενίρ
και το Μνημείο χώρο- Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Γράφει ο
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ*
Κάνουν το Μνημείο χώρο, όπως έκαναν ολόκληρη τη χώρα.
Η φράση αυτή συμπυκνώνει το πώς η εξουσία
διαχειρίζεται —ή, μάλλον, προσπαθεί να εξουδετερώσει— ό,τι θα μπορούσε να
κρατήσει την ατομική και συλλογική ψυχή ζωντανή.
Καθώς η Ελλάδα μετατράπηκε σταδιακά από πατρίδα σε
«επενδυτικό ή τουριστικό προορισμό», σε ψυχική αποικία, έτσι και το Μνημείο
—τόπος μνήμης, πένθους και συλλογικής συγκίνησης— μετατρέπεται τώρα σε χώρο,
ώστε το κάθε Ιερό να γίνει εντέλει διαχειρίσιμο. Το κάθε Ιερό να υπαχθεί σε
κάποιο management. Το κάθε Ιερό να ορισθεί ως επιφάνεια χωρίς βάθος, ως πεδίο
ελέγχου και αστυνόμευσης, να γίνει ακόμα μία «τοποθεσία» του δημοσίου χώρου,
που πρέπει να παραμείνει καθαρή, ουδέτερη, σιωπηλή.
Το Ιερό, στην πράξη, αποψιλώνεται. Η σημαία γίνεται
πλαστική για να μην «σημαίνει», το χώμα γίνεται τσιμέντο για να μην λερώνει. Το
Ιερό καθαρίζεται και γυαλίζεται για να τοποθετηθεί σ’ ένα εξουσιαστικό ράφι
κατανάλωσης.
Μαζί με το Ιερό που απο-ιεροποιείται, η μνήμη παύει να
είναι πράξη συμμετοχής και μετατρέπεται σε διοικητική αρμοδιότητα. Το πένθος
καθαρίζεται με το πιεστικό μηχάνημα, η συγκίνηση απομακρύνεται ως “παραβίαση
του χώρου”, ο άνθρωπος που θρηνεί αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα “τάξης”.
Ενισχύστε το militaire.gr ,δείτε
γιατί ΕΔΩ
Η εξουσία, μη μπορώντας να αντέξει τον ζωντανό πόνο,
επιχειρεί να τον ελέγξει. Θέτει τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται η παρουσία
του, για να μην ενοχλεί.
Το Μνημείο —όπως και η χώρα— πρέπει να είναι
λειτουργικό, αποστειρωμένο, “καθαρό” και αποτελεσματικό αντικείμενο προς
αξιοποίηση. Πρόκειται για τον ορισμό της αποικιοποίησης του συναισθήματος.
Ο πόνος και μαζί μ’ αυτόν η συγκίνηση είναι
επικίνδυνη, γιατί θυμίζει ότι υπάρχει ψυχή,
ότι πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν σώματα, πίσω από
τους θεσμούς άνθρωποι, «πίσω» από Μνημείο μνήμες και κάτω από το χώμα οστά
προγόνων
Έτσι, η εξουσία κάνει ό,τι ξέρει καλύτερα:
απο-πνευματοποιεί τον χώρο, απο-συμβολοποιεί το χώρο για να σταματήσει αυτός να
συν-βάλει. Αποσυνδέει το συναίσθημα από το σύμβολο, το σύμβολο από το βίωμα και
αφήνει πίσω της μια εικόνα χωρίς παρουσία —
ένα τοπίο που μοιάζει με πατρίδα, αλλά δεν κατοικείται
από ανθρώπους. Ο τόπος γίνεται τοπίο και ο εύζωνας «τσολιαδάκι».
Ό,τι συμβαίνει στο Μνημείο, είναι η μικρογραφία αυτού
που συνέβη στην Ελλάδα:
μια χώρα που από κοινός τόπος ζωής έγινε χώρος
εκμετάλλευσης. Όπως ιδιωτικοποιήθηκαν τα λιμάνια και τα τρένα, έτσι
ιδιωτικοποιείται τώρα και η μνήμη. Και μαζί με την μνήμη, η οδύνη εντέλεται και
αυτή να είναι μόνο ιδιωτική. «Κρατήστε τον πόνο σας ιδιωτικό, μην μας τον
φέρνετε μπρός στην αυλή μας», λένε στην πραγματικότητα.
Η διαχείριση του συλλογικού πένθους περνά στα χέρια
των δημοσίων σχέσεων και των δημοσκοπήσεων. Η κρατική ψυχρότητα δεν είναι
ατύχημα· είναι δομικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου φαντασιακού. Γιατί αυτή η εξουσία δεν αντέχει την ευαισθησία, δεν αντέχει
τη συγκίνηση επειδή ξέρει ότι είναι ανεξέλεγκτη, γιατί ο πόνος δεν υπακούει σε
πρωτόκολλα. Και γι’ αυτό τον μετατρέπει σε θέαμα ή τον αποβάλλει. Κι όταν πια
δεν μπορεί να τον αποσιωπήσει, τον πειθαρχεί.
Απέναντι σ’ αυτή την αναισθησία, ο πολίτης δεν έχει
μόνο δικαίωμα στην οργή·
Ενισχύστε το militaire.gr ,δείτε
γιατί ΕΔΩ
έχει πρωτίστως δικαίωμα στον πόνο. Δικαίωμα να θρηνεί
δημόσια, να μετατρέπει τη συγκίνηση σε λόγο, να κατοικεί τη μνήμη δίχως την
άδεια κανενός. Ίσως-ίσως έχει υποχρέωση ως πολίτης να θρηνεί δημόσια τον
συλλογικό μας πόνο. Είναι δικαίωμα του συλλογικού πόνου να κατοικεί στον τόπο
του Μνημείου.
Γιατί το Μνημείο δεν είναι χώρος ελέγχου — είναι τόπος
συνάντησης, είναι σημείο συν-βολής-βάζει μαζί, ενιαιοποιεί το συλλογικό που η
εξουσία επιθυμεί διακαώς να διχάσει.
Είναι εκεί όπου η κοινωνία θυμάται ότι υπάρχει, όπου η
ψυχή επιστρέφει για λίγο στο σώμα του συλλογικού.
Κι αν αυτή η συγκίνηση τρομάζει την εξουσία, είναι
γιατί μόνο αυτή μπορεί να τη νικήσει.
Όταν κάνουν το Μνημείο χώρο, επιχειρούν να κάνουν τη
μνήμη διαχειρίσιμη.
Όταν κάνουν τη χώρα “χώρο”, κάνουν την Πολιτική
λογιστήριο και τη ζωή αναλώσιμη.
Αλλά το φως, όπως και η συγκίνηση, δεν διατάζεται —
αναδύεται.
Και κάποτε, μέσα από τις σιωπές των πλατειών, θα
επιστρέψει ξανά αυτό το φως.
Ως αναφαίρετο δικαίωμα -και υποχρέωση μαζί- να
θυμόμαστε. Για να μην νικήσει η Λήθη.
*Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος
Διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου
Neapolis.
3 ημ. ·
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΣΟΝΑ
Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε για
δεκαετίες μια φωνή που συνόδευσε τη συλλογική ψυχή της Ελλάδας.
Στα τραγούδια του υπήρχε εκείνο το ρήγμα
ανάμεσα στο ιερό και το καθημερινό, στο όνειρο και στην οδυνηρή συχνά
πραγματικότητα, στη φλόγα της αμφισβήτησης και στη νοσταλγία της πατρίδας.
Ένα παιδί που τραγουδούσε με πάθος για
ελευθερία — κι ένας ώριμος άνδρας που αργότερα έμαθε να μιλά με τη φωνή της
ασφάλειας , της “σοβαρότητας”.
Ανάμεσά τους, ένας ολόκληρος λαός που
"μεγάλωσε" μαζί του.
Αυτό το πέρασμα —από τον αυθεντικό Εαυτό
στο Προσαρμοσμένο Εγώ— είναι μια ψυχοπολιτική διαδρομή που θυμίζει το δράμα της
Περσόνας, όπως το περιέγραψε ο Carl Jung.
Η Περσόνα είναι η μάσκα που φοράμε για
να ζούμε ανάμεσα στους άλλους· είναι απαραίτητη για την κοινωνική μας συμβίωση,
αλλά θανάσιμη όταν ταυτιζόμαστε μαζί της.
Ο καλλιτέχνης που ξεκίνησε ως “φωνή της
ψυχής” κινδυνεύει, μεγαλώνοντας, να γίνει “φωνή της εξουσίας” — όχι από κακία,
αλλά από πνευματική κόπωση.
Η κοινωνία, που τον λάτρεψε ως σύμβολο
αλήθειας, τον επιβραβεύει τώρα -ή τον λοιδορεί- για την “ωριμότητα” της
συμμόρφωσης.
Η Συναλλακτική Ανάλυση του Eric Berne θα
το έλεγε αλλιώς:
το Ελεύθερο Παιδί, που δημιουργεί,
παίζει, εμπνέεται,
παραδίδει σταδιακά τη σκυτάλη στο
Προσαρμοσμένο Παιδί,
εκείνο που έμαθε να συμμορφώνεται για να
αγαπηθεί και να ανήκει.
Αυτή η εσωτερική σύγκρουση είναι ο
πυρήνας της ανθρώπινης νεύρωσης. Ο Εαυτός ζητά αλήθεια, το Εγώ/προσαρμοσμένο
παιδί ζητά ασφάλεια. Ο Εαυτός ψιθυρίζει: μίλα. Το Εγώ απαντά: θα σε απορρίψουν.
Ο Εαυτός ονειρεύεται, το Εγώ μετράει. Ο Εαυτός θέλει να ζήσει, το Εγώ θέλει να
ελέγχει. Και όσο η φωνή του Εγώ δυναμώνει, τόσο η ψυχή βυθίζεται στην
αναισθησία.
Ο Εαυτός ζητά αλήθεια, βάθος, νόημα.
Το Εγώ/το προσαρμοσμένο παιδί θέλει
ασφάλεια, έλεγχο, προβλεψιμότητα.
Ο Εαυτός λέει: “Πες αυτό που νιώθεις.”
Το Εγώ/το προσαρμοσμένο παιδί απαντά:
“Θα χάσεις τη δουλειά σου.”
Ο Εαυτός ψιθυρίζει: “Άφησε τον θυμό σου
να γίνει δημιουργία.”
Το Εγώ/το προσαρμοσμένο παιδί τρομάζει:
“Θα γελάσουν μαζί σου.”
Όταν αυτή η εσωτερική μάχη κρατά πολύ,
γεννιέται νεύρωση, κατάθλιψη, αποσύνδεση — όχι επειδή “πάθαμε κάτι”,
αλλά επειδή προδώσαμε τη ζωντάνια μας,
την αυθεντικότητα μας.
Συνεπώς ο Σαββόπουλος δεν πρόδωσε
κανέναν- εκτός ίσως τον ίδιο τον εαυτό του, όπως και οι περισσότεροι
'άλλωστε-του εαυτού μου προφανώς μη εξαιρουμένου.
Μάλλον, απλά, όπως τόσοι άλλοι,
προσαρμόστηκε.
Αλλά, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται
για προδοσία. Πρόκεται για ανεπίγνωστο μάλλον ψυχικό μηχανισμό επιβίωσης.
Από τραγουδοποιός του εσωτερικού
ονείρου, έγινε διαχειριστής του κοινωνικού του ρόλου.
Κι εκεί, ανάμεσα στην κατανόηση και στη
λύπη, κρύβεται το τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς:
το παιδί που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
έμαθε τελικά να τον ερμηνεύει με τους όρους του, να προσαρμόζεται, για να
επιβιώσει.
Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο τον
ίδιο.
Είναι συλλογικό.
Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης πέρασε από
το στάδιο του “ελεύθερου παιδιού” —της εξέγερσης, της δημιουργίας, της ψυχικής
υπερχείλισης— στο στάδιο του “προσαρμοσμένου ενήλικα-παιδιού” που μαθαίνει να
σωπαίνει, να ισορροπεί, να επιβιώνει, να τη βγάζει καθαρή. Πρόκειται για ένα
υπαρξιακό εκκρεμές.
Ο καλλιτέχνης γίνεται καθρέφτης αυτής
της μετάβασης.
Ίσως, όταν η κοινωνία κουράζεται, ζητά
από τους ποιητές της όχι να εμπνέουν, αλλά να την καθησυχάζουν.
Όμως η τέχνη, στην ουσία της, δεν
προσαρμόζεται.
Η τέχνη είναι πάντα Ελεύθερο Παιδί —
δημιουργεί από το άγνωστο, όχι από τον φόβο.
Κι ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία του ώριμου
Σαββόπουλου να μην είναι η “μετατόπισή” του,
αλλά το ότι κανείς δεν θρήνησε για το
παιδί που χάθηκε μέσα στον άνδρα.
Ο Jung έγραφε:
«Η μάσκα που σε προστατεύει μπορεί, αν
δεν την αφαιρέσεις έγκαιρα, να γίνει το πρόσωπό σου.»
Και κάπως έτσι, ο Σαββόπουλος έγινε ο
καθρέφτης μιας κοινωνίας που μεγάλωσε, αλλά δεν ενηλικιώθηκε.
Έμαθε να λειτουργεί, αλλά όχι να
αισθάνεται.
Να “είναι σοβαρή”, αλλά όχι αληθινή.
Η ψυχή, όμως, δεν γερνάει.
Και κάθε φορά που ακούμε τα παλιά του
τραγούδια,
το παιδί που κοιμόταν μέσα του —και μέσα
μας—
σηκώνει για λίγο το κεφάλι και θυμάται:
πως κάποτε τραγουδούσαμε όχι για να
εντυπωσιάσουμε,
ούτε για να επιβιώσουμε, αλλά για να αλλάξουμε
τον κόσμο (μας).
Στο τέλος-τέλος η κλασική αυτή σύγκρουση
είναι η ουσία του ανθρώπινου δράματος: να προσπαθείς να θυμηθείς ποιος είσαι,
ενώ όλος ο κόσμος σε εκπαιδεύει να το
ξεχάσεις.
Όπως έλεγε ο Donald Winnicott,
«Το αντίθετο του αυθεντικού Εαυτού δεν
είναι το ψεύτικο Εγώ.
Είναι η συμμόρφωση.»
Κι έτσι, ο αληθινός αγώνας — πολιτικός,
ψυχικός και πνευματικός —είναι να παραμένεις σε επαφή με τον αυθεντικό Εαυτό,
ακόμη κι όταν όλα γύρω σου σε πιέζουν να προσαρμοστείς
ή να υποταχθείς ή και να ψευτο-επαναστατήσεις. Κι αυτό, να πάρει η ευχή, δεν
είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο...
2 ημ. ·
ΕΠΊΘΕΣΗ ΣΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ 36ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΣΧΟΛΕΙΟΥ, ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ
Παιδιά μεταφέρονται στο κέντρο υγείας Αλεξάνδρας με
αναπνευστικά προβλήματα και σε κατάσταση σοκ...
2 ημ. ·
Η ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Η κρατική καταστολή δεν είναι απλώς
πολιτική επιλογή, είναι συμπτωματολογία ενός ψυχικού συστήματος εξουσίας που
έχει χάσει τη σχέση του με την ενσυναίσθηση.
Οι δυνάμεις καταστολής λειτουργούν μέσα
σε ένα πλαίσιο ψυχολογικής αποσύνδεσης-μόνο έτσι μπορούν να
"υπάρχουν".
Η εξουσία φροντίζει να εξουδετερώσει την
ενσυναίσθηση με έναν απλό μηχανισμό: να ονομάσει τον πολίτη «όχλο», «ταραξία»,
«προβοκάτορα», "απειλή".
Μόλις χαθεί το πρόσωπο και μείνει η
ετικέτα, η βία γίνεται “νόμιμη”.
Ο αστυνομικός δεν βλέπει πια παιδί —
βλέπει «στόχο».
Αυτό είναι το ίδιο φαινόμενο που ο
Milgram και ο Zimbardo περιέγραψαν ως αποπροσωποποίηση της ευθύνης: όταν ο
άνθρωπος εκτελεί εντολές, παύει να νιώθει ως ο ηθικός δρων.
Είναι η απο-ανθρωποποίηση του απέναντι
Άλλου!
Στην ψυχολογία της εξουσίας, ο
κατασταλτικός μηχανισμός συντηρείται από το σύνδρομο του «μικρού εξουσιαστή».
Ο άνθρωπος με στολή βιώνει μια
ναρκισσιστική εξάρτηση από το κράτος-πατέρα.
Η βία του γίνεται τρόπος να αποδείξει
την πίστη του, να κερδίσει την αποδοχή.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για
μεταβίβαση φόβου:
ο ίδιος που υπακούει με φόβο, εκτονώνει
πάνω στον ανίσχυρο αυτό που δεν μπορεί να αντιτάξει στον ανώτερό του. Είναι η
σκυταλοδρομία του Φόβου.
Μ' αυτόν τον τρόπο, όπως και στο τραύμα,
η βία που επαναλαμβάνεται παύει να προκαλεί εσωτερική αναστολή.
Ο καταστολέας αστυνομικός μαθαίνει να
“μην νιώθει”, να προστατεύεται ψυχικά μέσα από μηχανισμούς άρνησης και
απώθησης.
Έτσι η ψυχή του νεκρώνει και η
αναισθησία γίνεται “επαγγελματισμός”.
Αυτή είναι η ψυχολογική αποικιοκρατία
της στολής:
να χάνεις την ικανότητα να βλέπεις τον
άνθρωπο απέναντί σου.
Πρόκειται για την πολιτισμική
κανονικοποίηση της βίας, καθώς ζούμε σε μια κοινωνία που έχει μάθει να βλέπει
τη βία ως “αναγκαίο κακό”.
Η τηλεόραση, τα ΜΜΕ, η πολιτική ρητορική
– όλα τροφοδοτούν μια κουλτούρα που εξιδανικεύει τον “σκληρό”, τον “σοβαρό”,
τον “πειθαρχημένο”, τον "τσαμπουκά". Κι' έτσι, η βία αποκτά αισθητική
νομιμοποίηση: γίνεται θέαμα, όχι τραύμα.
Όταν ένα κράτος πάψει να είναι
"προστατευτικός γονιός" και γίνεται "τιμωρητικός πατέρας"
-όπως συμβαίνει εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα- το σώμα της αστυνομίας
λειτουργεί ως το εκτελεστικό του άκρο. Το μακρύ τιμωρητικό χέρι της ολιγαρχίας
που διαγουμίζει τον τόπο.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για
μεταβίβαση του συλλογικού θυμού: το κράτος, αντί να προστατεύει το παιδί, του
επιτίθεται για να αποδείξει ότι δεν φοβάται.
Είναι το σύμπτωμα μιας βαθιά ψυχικά διαταραγμένης
εξουσίας που δεν αντέχει να καθρεφτιστεί στο αθώο βλέμμα ενός παιδιού.
1 ημ. ·
Μιλάμε, γράφουμε καμιά φορά κι εδώ, για
την ανθρώπινη ευαλωτότητα μας, όχι απλά σαν να μιλάμε σ' έναν καφέ για κάτι που
μας έχει συμβεί.
Μιλάμε για την ευαλωτότητα μας μάλλον με
την ανεπίγνωστη προσδοκία πως μετά δεν θα νοιώθουμε το ίδιο μόνοι όπως πριν,
πως δεν θα γυρίσουμε στο σπίτι μ' αυτή την ίδια αίσθηση μοναξιάς.
Αλλά για να συμβεί αυτό χρειάζεται να
μιλάμε σαν να ράβουμε μια κουβέρτα ή ένα απαλό κεντημένο σεντόνι, που
επιτρέπουμε στη συνέχεια να ραφτεί, να συνδεθεί, με το σεντόνι ή με την
κουβέρτα του άλλου. Ξέρεις, μπορεί να φτιαχτεί ένα υπέροχο patchwork μ' αυτές
τις κουβέρτες.
Χρειάζεται να μιλάμε λοιπόν, όχι απλά
για να κοινοποιήσουμε την κατάσταση μας ή για να αυξήσουμε την επιρροή μας
στους άλλους. Ούτε για να κλαψουρίσουμε την οδύνη μας.
Χρειάζεται να μιλάμε για να
προσκαλέσουμε τους άλλους να πουν τα δικά τους. Να μοιραστούν την δικιά τους
ιστορία. Να υφάνουν κι αυτοί τη δικιά τους κουβέρτα. Να κεντήσουν το δικό τους
σεντόνι. Κι' ύστερα να συρράψουμε μαζί την κοινή μας κουβέρτα, το κοινό μας
σκέπασμα. Να είμαστε αφηγητές, ακροατές και ραφτάδες μαζί, ο καθείς σαν έρθει η
σειρά του.
Το patchwork αυτό μπορεί να γίνει ένας
τεράστιος κύκλος εμπιστοσύνης, ένα "ιερό σεντόνι", αρκεί να
επιτρέψουμε στον καθένα να συν-ράψει το δικό του κομμάτι με το δικό μας.
Αρκεί να δεχτούμε να είμαστε αφηγητές,
ακροατές και ραφτάδες μαζί.
Μπορέι να είναι ακαταμάχητο πράγμα η κοινωνική μας
"κουρελού", με όλες τις ανεπανάληπτες και μοναδικές της
διαφορετικότητες, αν επιτρέψουμε την κοινή ραφή.
1 ημ. ·
ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ
Για μια αναγέννηση της ψυχής και της
Δημοκρατίας
Η Ελλάδα πενθεί, εδώ και δεκαετίες. Και
μέσα από το πένθος της, θυμάται. Στις ράγες των Τεμπών δεν χάθηκαν μόνο ζωές·
εκεί εκτροχιάστηκε κι ένα ολόκληρο
σύστημα που είχε μάθει να θεωρεί την αναισθησία φυσιολογική.
Το αίμα εκείνων των παιδιών αποκάλυψε τη
ρωγμή — ανάμεσα στην εξουσία και την ευθύνη, ανάμεσα στο ατομικό και στο
συλλογικό.
Κι απ’ αυτή τη ρωγμή ξεπηδά σήμερα μια
νέα φωνή:
η φωνή όσων αρνούνται να συνηθίσουν.
Αυτή η φωνή δεν ανήκει σε κόμμα, ανήκει
στην καρδιά της κοινωνίας. Μιλά από τον πόνο, αλλά όχι με μίσος.
Μιλά με τρυφερότητα, αλλά χωρίς φόβο.
Είναι η φωνή που λέει: ως εδώ. Όχι άλλη σιωπή. Όχι άλλη συνενοχή.
Όχι άλλο “έτσι είναι τα πράγματα”.
Θέλουμε μια Ελλάδα που να μπορεί να
κοιτάζει τα παιδιά της στα μάτια —και να τους υπόσχεται αλήθεια, όχι ψέμα.
Φροντίδα, όχι εγκατάλειψη. Αξιοπρέπεια, όχι επιβίωση.
Κι έτσι γεννιέται ένα κάλεσμά:
ένα κάλεσμα για αναγέννηση της ψυχής και
της Δημοκρατίας.
Τι σημαίνει αυτό;
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ σε κάθε πόλη και
χωριό, σε κάθε διαδικτυακή πλατφόρμα — κύτταρα δημοκρατίας και συμμετοχής, όπου
ο πολίτης δεν είναι θεατής αλλά δημιουργός του δημόσιου λόγου.
Μια νέα αρχιτεκτονική δημοκρατίας από τα
κάτω, όπου η φωνή των πολιτών δεν μεταβιβάζεται αλλά ενσαρκώνεται.
Εκεί όπου η Τοπική Αυτοδιοίκηση
ξαναγίνεται κοινότητα, όχι γραφειοκρατία, χώρος ευθύνης, φροντίδας και
συλλογικού νοήματος.
2. ΔΙΚΤΥΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ & ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
για να επουλωθεί το τραύμα της κοινωνικής διάλυσης. Εκεί όπου η φροντίδα παύει
να είναι «φιλανθρωπία» ή "αγγαρεία" και γίνεται πολιτική πράξη.
Η Υγεία — ψυχική και σωματική — δεν
είναι προνόμιο, είναι δημοκρατικό δικαίωμα. Ένα κίνημα αναγέννησης θα αγωνιστεί
για ένα δημόσιο σύστημα υγείας που να θεραπεύει, όχι να λογιστικοποιεί, που να
βλέπει τον άνθρωπο, όχι τον “ασθενή” ή τον "πελάτη".
3. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ως
συλλογικό αγαθό.
Γιατί δεν υπάρχει ευημερία σε κοινωνία
εξαντλημένων σωμάτων και μουδιασμένων ψυχών. Η φροντίδα είναι πολιτισμός·
και ο πολιτισμός αρχίζει από το πώς
φροντίζουμε ο ένας τον άλλον.
4. ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΦΤΩΧΕΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Δεν είναι απλώς οικονομικά φαινόμενα,
αλλά μορφές βίας.
Κάθε μητέρα που δεν ξέρει αν θα ταΐσει
το παιδί της, κάθε νέος που αναγκάζεται να φύγει, είναι πληγή στην καρδιά του
συλλογικού σώματος.
Η απάντηση δεν είναι ελεημοσύνη, ούτε τα
νεοφιλελεύθερα επιδόματα — είναι δικαιοσύνη.
5. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΈΠΕΙΑΣ, που θα
στηρίζεται στη παραγωγκή συνεργασία, στη φροντίδα του περιβάλλοντος και στην
ανθρώπινη ανάγκη, όχι στο άγχος του κέρδους και στον παρασιτικό μεταπρατισμό.
Μια οικονομία/κοινωνία που θα διεκδικήσει την θέση που της αξίζει στον διεθνή
καταμερισμό.
Μια κοινωνία όπου το “αρκετό” θα
ξαναγίνει λέξη σεβασμού, όχι ντροπής.
6. ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ, ΟΧΙ ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ
Η εργασία δεν μπορεί να είναι πειθαρχία
στην ανάγκη, αλλά πεδίο δημιουργίας.
Ένα κίνημα αναγέννησης οφείλει να
επαναφέρει την έννοια της εργασίας ως σχέσης — σχέσης το αντικείμενο της
δημιουργίας, με το σώμα, με τον χρόνο, με τους άλλους, με τον ίδιο τον Εαυτό.
Όπου ο εργαζόμενος δεν θα ζει για να
επιβιώνει, αλλά για να συνεισφέρει.
Όπου η φροντίδα, η ξεκούραση, η
αξιοπρέπεια και ο συλλογικός σκοπός θα είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο.
7. ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ,
όχι ως εθνικιστικό σύνθημα αλλά ως πνευματική χειραφέτηση. να πάψουμε να ζητάμε
“εγκρίσεις” απ’ έξω για να πιστέψουμε ότι αξίζουμε.
Η ελευθερία αρχίζει με το να ανακτάς την
αυτοπεποίθηση ότι μπορείς να σταθείς όρθιος ως λαός, χωρίς προστάτες και
επιτηρητές. Η αληθινή ανεξαρτησία δεν είναι μόνο οικονομική, είναι πρωτίστως
υπαρξιακή.
8. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ που θα
αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς, του ενός προς τον Άλλο και προς
τον ίδιο τον Εαυτό. .
Μια Δικαιοσύνη που δεν θα λειτουργεί ως
μηχανισμός εξουσίας, αλλά ως εγγύηση αλήθειας και ευθύνης.
Ένα κράτος δικαίου που θα προστατεύει
τον αδύναμο, θα ελέγχει τον ισχυρό και θα επαναφέρει το μέτρο ως πυρήνα της
πολιτικής.
Γιατί χωρίς Δικαιοσύνη, δεν υπάρχει
Δημοκρατία, υπάρχει μόνο διοίκηση φόβου.
9. ΝΕΟΛΑΙΑ ΜΕ ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΦΤΕΡΑ
Οι νέοι δεν χρειάζονται διαλέξεις για
την πατρίδα — χρειάζονται λόγο να μείνουν σ’ αυτήν.
Να δημιουργήσουν κοινότητες γνώσης,
τέχνης και συμμετοχής,
να ενώσουν την τεχνολογία με την ψυχή,
τη δημιουργικότητα με την ευθύνη.
Γιατί η Ελλάδα δεν σώζεται με “επενδύσεις”,
αλλά με νέους ανθρώπους που πιστεύουν ξανά στη ζωή της.
10. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΤΟ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΜΕ
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ,
που θυμίζει ότι η τέχνη δεν είναι
διακόσμηση, αλλά τρόπος να συναντηθούμε ξανά με το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής
μας.
Ο Ελληνισμός υπήρξε πάντοτε πολιτιστική
υπερδύναμη όχι με όπλα, αλλά με ψυχή.
Η δύναμή του δεν είναι κατακτητική —
είναι μεταδοτική.
Πρόταση πολιτισμού με οικουμενικό
ενδιαφέρον,
που προσφέρει στον κόσμο έναν τρόπο να
υπάρχουμε πιο ανθρώπινα. Μια οικουμενική πρόταση νοήματος, ιδαίτερα επίκαιρη,
τώρα που το νόημα στη Δύση έχει καταρρεύσει.
Το ελληνικό φως δεν εξηγεί — συγκινεί.
Μας θυμίζει ότι το ωραίο μπορεί να είναι
δίκαιο, ότι η ευγένεια μπορεί να είναι επαναστατική, ότι η τρυφερότητα είναι η
πιο βαθιά και αποτελεσματική μορφή δύναμης.
11. ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΥ ΜΟΡΦΩΝΕΙ ΨΥΧΕΣ, όχι
απλώς μυαλά
Η αληθινή εκπαίδευση μαθαίνει στα παιδιά
να νιώθουν, να αμφισβητούν, να αγαπούν, να συνδέουν τη γνώση με τη ζωή.
Χωρίς παιδεία δεν υπάρχει δημοκρατία —
μόνο διοίκηση υπηκόων.
11. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΗΝ
ΚΑΡΔΙΑ,
χωρίς ψεύτικες βεβαιότητες, χωρίς
τεχνοκρατικό κυνισμό, χωρίς την προσποίηση της “ουδετερότητας”.
Γιατί μια δημοκρατία που ξαναμαθαίνει να
συγκινείται είναι μια δημοκρατία που ξαναμαθαίνει να ζει.
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΜΑΣ ΑΦΟΡΟΥΝ ΟΛΟΥΣ
Γιατί εκεί, μέσα στο σκοτάδι των
Μνημονίων και της χρόνιας απογοήτευσης, η κοινωνία θυμήθηκε την καρδιά της. Οι
άνθρωποι αγκαλιάστηκαν ξανά, ξέσπασαν, φώναξαν, έκλαψαν μαζί.
Και για λίγο, έγινε ορατό αυτό που η
εξουσία φοβάται περισσότερο: ότι ένας λαός που νιώθει δεν χειραγωγείται.
Αυτό το μανιφέστο δεν είναι πρόγραμμα.
Είναι περισσότερο μια πρόταση υπόσχεσης. Να μην ξεχάσουμε. Να μην
αναισθητοποιηθούμε ξανά. Να συγκινηθούμε! Και να κάνουμε τη συγκίνηση πολιτική
πράξη —για να γίνει ο πόνος, Ελευθερία.
Κάποιοι μπορεί να πουν πως πρόκειται για
ουτοπία.
Αλλά το να αποκαλούμε ένα όραμα
«ουτοπία» είναι συχνά ο κυνικός τρόπος που μας εκπαίδευσαν για να καλύψουμε τη
δική μας παραίτηση.
Γιατί τίποτε δεν φοβάται περισσότερο το
Σύστημα
από ανθρώπους που ονειρεύονται μαζί.
Η ουτοπία είναι το αντίθετο της απάθειας, είναι το
καύσιμο της ιστορίας, η πράξη της ελπίδας σε κίνηση.
9 ώρ. ·
Η απουσία που συνεχίζει να κοιτάζει μέσα
από τα πράγματα —
είναι η πιο λεπτή, η πιο αληθινή μορφή
παρουσίας.
Δεν φωνάζει, δεν απαιτεί, δεν ζητά να τη
θυμηθείς·
απλώς είναι — σαν ανάσα εγκλωβισμένη στο
φως,
σαν ματιά που δεν έφυγε ποτέ από τον
κόσμο.
Είναι η παρουσία που δεν χρειάζεται σώμα
για να υπάρξει.
Κρύβεται σε ένα ποτήρι νερό, στο τρίξιμο
μιας καρέκλας,
στο βλέμμα ενός παιδιού που δεν ξέρει
καν ποιον θυμάται.
Η απουσία αυτή δεν πονά· διδάσκει.
Σου μαθαίνει πως ό,τι αγάπησες,
δεν χάνεται — απλώς αλλάζει μορφή,
γίνεται φως που περνά μέσα απ’ το υλικό,
μέχρι να καταλάβεις ότι το “μέσα από τα
πράγματα”
είναι ο ίδιος ο τρόπος που το άυλο επιμένει να
υπάρχει.


