1.
Η απεργία πείνας δεν είναι απλώς μια ατομική πράξη· είναι σωματική θυσία που φωνάζει εκεί που οι θεσμοί σιωπούν. Ο γονιός βάζει το σώμα του στη θέση του παιδιού: «Αν εσείς ξεχάσατε, εγώ θα χαράξω τη μνήμη στο ίδιο μου το κορμί».
Η απεργία πείνας γίνεται έτσι «τελετουργία διαμαρτυρίας», που απευθύνεται όχι μόνο στο κράτος ή στους θεσμούς που σιωπούν (κόμματα, συνδικάτα, κινήματα) αλλά σε όλη την κοινωνία.
Είναι μια κραυγή: «Αν δεν δώσετε δικαιοσύνη, θα αναγκαστείτε να δείτε το δικό μου σώμα να συντρίβεται».
Πρόκειται για μια πλήρη ηθική αντιστροφή, καθώς η απεργία πείνας αντιστρέφει τον ρόλο του αδύναμου:
Από «ανίσχυρο θύμα» που θρηνεί, ο γονιός γίνεται ενεργός μάρτυρας που θέτει σε δοκιμασία το ηθικό πρόσωπο της κοινωνίας μας. Η προσωπική θυσία αναλαμβάνει να μετατρέψει τη σιωπή σε πολιτικό γεγονός.
Η απεργία πείνας δείχνει την απελπισία απέναντι σε θεσμούς που κωφεύουν και ταυτόχρονα, δημιουργεί ένα ρήγμα εμπιστοσύνης: όσο η Πολιτεία αφήνει έναν γονιό να «λιώνει» για να ακουστεί, τόσο το τραύμα θα θεμελιώνεται βαθύτερα ως συλλογική αδικία.
Με όρους συλλογικού τραύματος, λοιπόν, η απεργία πείνας είναι ενσάρκωση του τραύματος. Μια μορφή «ζωντανού μνημείου» που δεν επιτρέπει στη λήθη να επικρατήσει. Ένας τρόπος να φέρνει ξανά στο κέντρο της δημόσιας σφαίρας την ερώτηση που μένει αναπάντητη: «Ποιος φταίει και ποιος θα λογοδοτήσει;».
Και "όποιος" δεν σταθεί εκεί, μαζί, θα σαρωθεί από το Ρήγμα...
2.
Στο όριο μεταξύ δικαίου και βιοπολιτικής, η πράξη της εκταφής δεν αποτελεί απλώς ανακριτικό εργαλείο, αλλά τελετουργία αναγνώρισης της ύπαρξης. Η άρνησή της δεν είναι διαδικαστική απόφαση, αλλά καθεστωτική καταστολή της σχέσης του προσώπου με τον νεκρό του. Το πένθος δεν είναι ιδιωτική συγκίνηση αλλά πράξη πολιτικής αναγνώρισης. Είναι επένδυση ταυτότητας, είναι ενσώματη επιβεβαίωση ότι το πρόσωπο δεν είναι αναλώσιμο. Όταν το Κράτος αφαιρεί τη δυνατότητα εκταφής, ακυρώνει την ίδια την έννοια του υποκειμένου ως φορέα σχέσης.
Ο Πάνος Ντινόπουλος κάνει απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί. Η απεργία του δεν εντάσσεται στο φάσμα των παρακλήσεων. Είναι μορφή οντολογικής ανάκτησης της αλήθειας. Η αποχή από την τροφή είναι τελετουργία μνήμης, στην οποία το σώμα του ζώντος καθίσταται διάφανο όριο της κρατικής λήθης. Το σώμα του πατέρα δεν επιτίθεται αλλά εκθέτει. Γίνεται το ίδιο τόπος σήψης για να αντιμετωπιστεί η σήψη του κρατικού μηχανισμού. Η πείνα δεν είναι ένδεια φίλες και φίλοι, είναι η καταγγελία της απονεκρωμένης Δημοκρατίας.
Η Μαρία Καρυστιανού δεν διατυπώνει απλώς υπόνοιες. Επαναφέρει την έννοια της μητρικής αναγνώρισης σε ένα σύστημα που αντιμετωπίζει το νεκρό σώμα ως διαχειρίσιμο φορτίο. Η απόδοση του οστού στο λάθος σώμα δεν είναι διοικητικό ατόπημα. Είναι μεταθανάτιος ακρωτηριασμός της υποκειμενικότητας του νεκρού. Ο θάνατος, όταν παύει να είναι βεβαιωμένος, παύει να είναι ανθρώπινος. Δεν έχουμε απλώς σφάλμα. Έχουμε ακύρωση του πένθους ως δομής αναγνώρισης.
Η Δικαιοσύνη, στη σιωπή της, δεν λειτουργεί ως ουδέτερος διαιτητής αφού καθίσταται θεματοφύλακας της αλήθειας-ως-αποσιώπησης. Η απόρριψη της εκταφής δεν επιτελεί έλεγχο, επιτελεί απώθηση. Απώθηση της πιθανότητας να καταδειχθεί ο τρόπος του θανάτου, απώθηση της πιθανότητας να αναδειχθεί η χημική φύση της καύσης, απώθηση της σύνδεσης με την υλική ευθύνη που βαραίνει το κράτος και τους διαχειριστές του.
Αυτή η απώθηση της μνήμης μέσω της απαγόρευσης του πένθους συγκροτεί τον πυρήνα της μετανεωτερικής κρατικής βίας: ο νεκρός δεν πρέπει να αναγνωριστεί και πρέπει να ταφεί χωρίς ερώτηση. Ο θάνατος δεν πρέπει να ερμηνευθεί και πρέπει να ενταφιαστεί μαζί με τα τεκμήριά του. Το Κράτος, όταν αρνείται την εκταφή, δεν αποφεύγει το τραύμα κύριοι και κυρίες βουλευτές. Το οργανώνει.
Η απεργία πείνας, σε αυτή τη συνθήκη, δεν είναι μέσο πίεσης, αλλά τελευταίος φορέας λόγου. Όταν ο θεσμικός λόγος σωπαίνει, το σώμα αναλαμβάνει την ευθύνη της μνήμης. Η πείνα του πατέρα δεν είναι τιμωρία. Είναι μνημειακή πράξη. Είναι η ύστατη μορφή της σχέσης, εκεί που η Δικαιοσύνη αρνείται, το αίμα διεκδικεί.
Δεν πρόκειται για ηθικό εκτροχιασμό. Πρόκειται για συστηματοποιημένη κατάργηση του δεσμού. Το παιδί καθίσταται αβέβαιο, ο γονιός καθίσταται ύποπτος, ο θάνατος καθίσταται διοικητικό αίνιγμα. Και έτσι το Έθνος δεν θρηνεί αλλά καταναλώνει το τραύμα σε μικρές δόσεις ενημερωτικής σιωπής.
Η Αντιγόνη, στην αντιστροφή της, δεν ζητά πια ταφή.
Ζητά εκταφή.
Και δεν απευθύνεται στον Κρέοντα αλλά απευθύνεται σε μια πολυκέφαλη διοίκηση που δεν έχει πρόσωπο.
Η Δημοκρατία δεν απειλείται από πραξικοπήματα, απειλείται από τη διαρκή αναβολή της αναγνώρισης.
Δεν καταλύεται από στρατιωτικούς, εκπίπτει από διοικητικούς.
Δεν καταρρέει από βία, στερεύει από αλήθεια.
Και τότε, ο απεργός πείνας δεν λιμοκτονεί μόνος του.
Πεινά η Δικαιοσύνη, η Μνήμη, ο Λόγος.
Πεινά το έθνος που αδυνατεί να αναγνωρίσει τους νεκρούς του.
Πεινά η κοινωνία που ανέχεται να υποκαθίσταται η ταυτότητα του θανάτου από το βάρος της πολιτικής σκοπιμότητας.
Το σώμα, σε τελική ανάλυση, είναι ο τελευταίος φορέας αλήθειας.
Όταν το Κράτος δεν επιτρέπει να ανοιχτεί,
τότε ανοίγεται ο πατέρας.
Το πένθος δεν ζητά λύση.
Ζητά να του επιτραπεί η ερώτηση.
Όταν ακόμη και αυτή απαγορεύεται,
δεν μένει τίποτε άλλο από την απεργία του λόγου.


