Η πράξη του Καρδιναλίου Matteo Zuppi συνιστά μια εκκλησιαστική ρήξη με το καθεστώς της ανωνυμίας. Η ανάγνωση των ονομάτων των παιδιών που χάθηκαν στη Γάζα και στο Ισραήλ δεν είναι μια συγκινησιακή χειρονομία, αλλά η ανασύσταση του ίδιου του οντολογικού χώρου της Εκκλησίας, το σημείο όπου το πρόσωπο υπερβαίνει τον αριθμό και το όνομα καθίσταται σφραγίδα αθανασίας. Η προσευχή, παρατεινόμενη επί επτά ώρες, μετατράπηκε σε λειτουργία της μνήμης: μια πράξη όπου η γλώσσα, αντί να υποτάσσεται στη στατιστική, αρνείται τη βιοπολιτική κυριαρχία και αποκαθιστά την θεολογική μοναδικότητα κάθε παιδιού. Το όνομα δεν υπήρξε φθόγγος, υπήρξε μαρτυρία ότι η ιστορία δεν κλείνει χωρίς ανάμνηση.
Στην ελληνική περίπτωση των Τεμπών, η σιωπή της Εκκλησίας —με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του π. Ευάγγελου Παπανικολάου— μαρτυρεί την παραίτηση από την ίδια την πατερική παράδοση. Τα Δίπτυχα, που από τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας συγκρατούν τα ονόματα των ζώντων και κεκοιμημένων ως σώμα ενότητας, έμειναν κενά. Εκεί όπου θα έπρεπε να αναγνωσθούν τα πρόσωπα, ώστε να διασωθεί η προσωπική διάσταση του θανάτου, επικράτησε μια αφωνία ενοχής. Η Εκκλησία, αντί να αναμετρηθεί με την τραγωδία, επέλεξε την αφηρημένη ευχή, αντί να αρθρώσει ονοματολογική μνήμη, προσέφερε θεσμική ουδετερότητα. Έτσι, η ίδια η θεολογία της προσωπικής σωτηρίας —όπως μαρτυρεί ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ότι «ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος γίνεται μέθεξις ζωῆς»— εκχωρήθηκε στην πολιτική λογιστική της συγκάλυψης.
Από τη σκοπιά της πολιτικής θεολογίας, το ζήτημα δεν είναι απλώς ποιμαντικό, είναι αποκαλυπτικό. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποδέχθηκε σιωπηρά το καθεστώς της βιοπολιτικής: εκεί όπου το κράτος υποβαθμίζει τους νεκρούς σε αριθμούς, εκεί και η Εκκλησία σιωπά, επικυρώνοντας την κυριαρχία του ανώνυμου. Αντιθέτως, ο Ζούππι εγκαινίασε μια αντίσταση όχι ρητορική, αλλά λειτουργική. Η ονοματολογία υπήρξε κατηγορία εναντίον του λήθαργου της Ιστορίας, το ίδιο το μνημόσυνο έγινε πολιτική πράξη, γιατί επανέφερε την τραγωδία στον χώρο της γλώσσας, δηλαδή στον χώρο όπου μπορεί να υπάρξει ευθύνη.
Η αντιπαράθεση είναι, λοιπόν, θεολογική και πολιτική ταυτόχρονα. Ο Ζούππι αναδεικνύει την Εκκλησία ως τόπο μνήμης και κατηγορίας, ως κιβωτό που διασώζει το όνομα. Η δική μας Εκκλησία, εγκλωβισμένη σε κρατικοπατερναλιστικούς συμβιβασμούς, λειτουργεί ως τόπος σιωπής και συνενοχής. Εδώ αποκαλύπτεται η χαρμολυπική αλήθεια: ότι η μνήμη, όταν είναι αληθινά εκκλησιαστική, γίνεται χαρμόσυνη γιατί αρνείται την απώλεια, και λυπηρή γιατί εκθέτει τον κόσμο στη γύμνια της αδικίας του. Χωρίς το όνομα, η προσευχή εκπίπτει σε τυπικό. Χωρίς την ανάγνωση των νεκρών, η Εκκλησία υποτάσσεται στο κράτος. Και χωρίς τη θεολογική ανάδειξη του προσώπου, η κοινωνία παραδίδεται στο αδυσώπητο καθεστώς της λήθης.(ΑΠΟ Manos Lambrakis )


