*
~.~
Ξεκίνησα πρόσφατα να γράφω ένα άρθρο για τον Άγγελο Σικελιανό στο πλαίσιο της στήλης που κρατώ στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον και φέρει τον τίτλο: «Από πού να ξεκινήσω». Στη στήλη αυτή επιχειρώ να δώσω ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές στον νέο αναγνώστη ώστε να προσπελάσει από το μηδέν μεγάλα ονόματα του ελληνικού ποιητικού κανόνα και να αποφύγει μια ενδεχόμενη μη αντιπροσωπευτική πρώτη εντύπωση που ίσως και να δημιουργούσε ψευδή εικόνα για το έργο τους. Είχα, λοιπόν, αρχίσει να γράφω ένα αντίστοιχο κείμενο για το ποιητικό (και μη) έργο του Σικελιανού, όταν με κατέκλυσαν ιδιαίτερα ορισμένες σκέψεις και με ανάγκασαν να το σταματήσω στη μέση και να το αφήσω ανολοκλήρωτο, δημιουργώντας, αντ’ αυτού, το συγκεκριμένο εντός / εκτός σειράς άρθρο. Αναλογίστηκα πως, ακόμα κι αν έδινα, όπως σκόπευα, συμβουλές προς τον αναγνώστη ώστε αυτός να ξεκινήσει π.χ. από το Πάσχα των Ελλήνων ως την πιο κοντινή στην θρησκευτική μας παράδοση και την αναμενόμενη αφηγηματικότητα συλλογή, να αποφύγει αρχικά τις Συνειδήσεις που προϋποθέτουν βαθμούς και επίπεδα μύησης κτλ., και πάλι η ιδιαιτερότητα του έργου του Σικελιανού δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει κατανοητή από τον αναγνωστικό ορίζοντα του 21ου αιώνα. Ποιοι παράγοντες, όμως, ευθύνονται γι’ αυτό; Γιατί το έργο του Άγγελου Σικελιανού, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια της σύγχρονης έμμετρης ποιητικής παραγωγής και παρά την οργανωμένη επαναπροσέγγιση του αντίστοιχου παλαμικού σύμπαντος και κοσμοειδώλου που έχει συντελεστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει λάβει ακόμα μια αξιοσημείωτη νεότερη αναγνώριση; Εντέλει, γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό; Σταχυολογώ πέντε βασικούς κατά την κρίση μου λόγους:
-> Η μορφή των περισσότερων έργων του Σικελιανού είναι εξαιρετικά πολύστιχη και εκτεταμένη, σε έναν άξονα που εκκινεί από τις ποιητικές του συνθέσεις, διαπερνά τα κείμενα δοκιμιακής υποστήριξης και συμπληρώνεται με τα θεατρικά του έργα. H πριμοδότηση στη μικρή φόρμα που επικρατεί εδώ και δεκαετίες και έχει πλέον και την διαδικτυακή της ορολογία και απόληξη στην κουλτούρα του «too long, didn’t read» δυσχεραίνει εμφανώς την προσπέλαση σε ένα έργο που φαίνεται πως απέχει καθοριστικά και κομβικά από τις συγκαιρινές μας νόρμες. Ταυτόχρονα, η διαρκής χρήση από πλευράς ποιητή πολυσύλλαβων σύνθετων λέξεων, πολλές φορές μάλιστα επινοημένων και δημιουργημένων από τον ίδιο, όπως και η αξιοποίηση εκτεταμένων και πολύστιχων παρομοιώσεων που ενισχύουν την ποιητική αίσθηση και εικονοποιία, καθιστά το (ήδη πολύστιχο ή ακόμα και πολυσέλιδο) ποίημα ακόμα πιο απροσπέλαστο για τον σημερινό αναγνώστη που έχει εθιστεί σε έναν διαφορετικό ορισμό για το τι είναι ποίηση. Εκ των πραγμάτων η εντύπωση αυτή παρασέρνει εξίσου στη λήθη και τις ολιγόστιχες και αποφθεγματικές του διατυπώσεις.
-> Το ποιητικό «εγώ» κάνει ισχυρή παντού την εμφάνισή του, γεμάτο προγραμματική «υγεία», αυτοπεποίθηση και συγκεκριμένη στόχευση. Η τεράστια ιδέα που ο Σικελιανός έχει για την αποστολή και τη δύναμη της γραφής του, όπως αντανακλάται στο σύνολο σχεδόν του έργου του αλλά και της ίδιας του της ζωής, δημιουργεί ενδεχομένως ανασφάλεια και έντονη απόσταση από τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες στον σύγχρονο αναγνώστη που έχει εθιστεί στην κατασκευή του «καταραμένου ποιητή», ο οποίος και «οφείλει» να αναμετράται διαρκώς με την υπαρξιακή μοναξιά του, την κυριαρχία των αναμνήσεων και τις παρελθοντικές πληγές που τον καθορίζουν στο διηνεκές. Το σικελιανικό έργο, στοχεύοντας στο μέλλον και προσπαθώντας να οδηγήσει προγραμματικά το ρου της Ιστορίας προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, ωθεί ανοιχτά σε δράση στους υψηλότερους δυνατούς τόνους, ερχόμενο, έτσι, σε πλήρη αντίθεση με τα βολικά κι έτοιμα σχήματα που έχουν κυριαρχήσει για τον ποιητή ως περσόνα και ρόλο αποσυνάγωγο και περιθωριακό, με μοιραίο αποτέλεσμα την πλήρη απόστασή του από τις σημερινές προσδοκίες.
-> Η γραφή του Σικελιανού έχει άμεση και ζωντανή σχέση με την πατρίδα και την εντοπιότητα. Ζώντας σε μια μετανεωτερική θραυσματική πραγματικότητα, όπου κυριαρχεί η εσωτερική ενδοσκόπηση κι ένα ολόιδιο ποίημα μπορεί κάλλιστα να έχει γραφτεί δίχως την παραμικρή αλλαγή από μια φοιτήτρια στο Τόκιο, έναν βραβευμένο μεσήλικα στο Μόναχο ή μια αυτοπροσδιοριζόμενη ως θηλυκότητα στη Νέα Υόρκη, η αίσθηση του εθνικού και του τοπικού ηχεί παράξενα και χρησιμοποιείται κατά βάση μονάχα για να αποδομηθεί η συνεκτική τους αφήγηση ή να προβληθούν η «πίσω όψη» και οι ασυνέχειες του αφηγήματός τους. Το έργο του Άγγελου Σικελιανού, παράλληλα με τις προφανείς αξιώσεις παγκοσμιότητας που φέρει μέσα του, είναι βαθύτατα διαποτισμένο από τον αρχαιοελληνικό κόσμο και τη βυζαντινή παράδοση, σε τέτοιο βαθμό που φαντάζει σχεδόν αδύνατο να το κατανοήσουμε στην ολότητά του άνευ της αξιοποίησης αυτών των προσλαμβανουσών. Είναι, επομένως, σχεδόν νομοτελειακό να μην μπορεί να εγγραφεί επάνω στην κυρίαρχη κουλτούρα του μεταπαγκοσμιοποιημένου παραδειγματικού άξονα που επικρατεί.
-> Ένα μεγάλο τμήμα του σικελιανικού έργου προϋποθέτει βαθιά τριβή με έναν κόσμο μύθων και δοξασιών, καθώς και με το φιλοσοφικό και ιδεολογικό τους υπόβαθρο, πράγματα που είναι εν πολλοίς στην ύστερή μας νεωτερικότητα εξαιρετικά απωθημένα αν όχι και εντελώς άγνωστα. Από τους Αποστόλους στους μάντεις και τους μύστες κι από τους ιεροφάντες στις προφήτισσες, η γραφή του Σικελιανού έχει ως προαπαιτούμενο την επαφή και την τριβή με χιλιετίες δοξασιών, τόμους σκέψεων και αναλύσεων φιλοσόφων, αλλά και απτές και βιωμένες πρακτικές τις οποίες θα αξιοποιήσει εν συνεχεία ο δημιουργός σε νέα δεδομένα –αρκετές, μάλιστα, φορές χρησιμοποιώντας τις αποσπασματικά και επιλεκτικά και εντάσσοντάς τις στο ήδη διαμορφωμένο προσωπικό του καλλιτεχνικό όραμα και κοσμοείδωλο. Ο σημερινός μέσος αναγνώστης, «πιστός» στην επίπεδη, μονοδιάστατη και άθεη φύση του κι έχοντας αναγάγει τον δυτικού τύπου καταναλωτισμό και τη συναφή του επιφανειακή και ασύνδετη αυτοπραγμάτωση σε μοναδική του και αγόγγυστα εγκολπωμένη φιλοσοφία, αγνοεί κατά πάσα πιθανότητα εξαρχής το υλικό που ο ποιητής μετέρχεται, πολλώ δε μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να είναι σε θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τον τρόπο που ο Άγγελος Σικελιανός το αξιοποιεί.
-> Και, τέλος, μια αιτία (ενδεχομένως για κάποιους έκπληξη) που αποτελεί τη βάση όλων των παραπάνω: Ο Άγγελος Σικελιανός δεν είναι ούτε στενά παραδοσιακός, ούτε προνεωτερικός, ούτε υποστηρικτής κάποιας παλαιάς τάξης πραγμάτων. Αντιθέτως, είναι ο πλέον νεωτερικός ποιητής της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, θιασώτης, ωστόσο, μιας εναλλακτικής και αδικαίωτης στη μακροχρονία εκδοχής της νεωτερικότητας. Η απομάκρυνση της τελευταίας από τις δικές του στοχεύσεις είναι εντέλει εκείνη που δημιουργεί την κρισιμότερη απόσταση του έργου του από το ευρύτερο «σήμερα». Όσο παράξενο κι αν φαντάζει κάτι τέτοιο σε κάποιον που δεν έχει μπει στη διαδικασία εμβάθυνσης του έργου του, ο Σικελιανός είναι στην ουσία της στόχευσής του βαθύτατα και απόλυτα νεωτερικός: επενδύει στο γήινο κι ενσαρκωμένο μέλλον και επιχειρεί ιδεολογικά και πρακτικά να το διαμορφώσει, πιστεύει στην βαθμιαία πρόοδο προς αυτό τον σκοπό, έχει στοχεύσεις «επίγειας» παγκοσμιότητας με συγκρητιστικό φιλοσοφικό υπόβαθρο και τελεολογικές αξιώσεις και παλεύει προγραμματικά με τη γραφή και τις πράξεις του τόσο στο ιδεολογικό / φιλοσοφικό όσο και στο εμπράγματο και κοινωνικό πεδίο για μια εμπράγματη ουτοπία. Η εκδοχή, ωστόσο, της νεωτερικότητας και της παγκόσμιας κουλτούρας που προτείνει, διαποτισμένη από το δελφικό πρόταγμα, εμποτισμένη με προϋποθέσεις βαθμιαίας μύησης και εξέλιξης, καθώς και με τον ίδιο, ανοιχτά ή υπόρρητα, στον πυρήνα της ως βασικό ενσαρκωτή και ιεροφάντη της, μοιραία είναι καταδικασμένη να αποκλίνει ολοένα και περισσότερο από την εξέλιξη της νεωτερικής συνθήκης προς την κοινωνία της παγκοσμιοποιημένης κατανάλωσης και της επιφανειακής εναλλαγής προσώπων και εμπειριών που πλέον επικρατεί, ιδιαίτερα, μάλιστα, όσο απομακρυνόμαστε περαιτέρω από το χρονικό σταυροδρόμι από το οποίο ο ποιητής ζει και συνθέτει. Ο Άγγελος Σικελιανός εντέλει απομένει μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη μετέωρος, ως ένας «αγνοημένος προφήτης» όπως έχει χαρακτηριστεί από την κριτική ή ως ο καλλιτέχνης εκείνος που πόνταρε όλη την αιωνιότητα και την υστεροφημία εντέλει του έργου του σε μια μη πραγματοποιήσιμη ουτοπία και η εξέλιξη της ιστορίας απλώς τον ξεπέρασε, ακολουθώντας ένα διαφορετικό μονοπάτι. Άραγε, οριστικά;