ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Οι νέες μορφές ελέγχου. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Herbert Marcuse: Ο ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (1964) και οι σκέψεις του για την φύση της εξουσίας

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022 0 comments

 

Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Herbert Marcuse Ο ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (1964) και οι σκέψεις του για την φύση της εξουσίας

  | 06/12/2018

Μια άνετη, βολική, ικανοποιητική, δημοκρατική ανελευθερία κυριαρχεί στον προηγμένο βιομηχανικό πολιτισμό, ένα σύμβολο τεχνικής προόδου. Πράγματι, τι θα μπορούσε να είναι πιο λογικό από την καταστολή της ατομικότητας στη μηχανοποίηση των κοινωνικά απαραίτητων αλλά επώδυνων συμπεριφορών, η συγκέντρωση των ατομικών επιχειρήσεων σε πιο αποδοτικές, πιο παραγωγικές εταιρείες, η ρύθμιση του ελεύθερου ανταγωνισμού ανάμεσα σε άνισα οικονομικά εξοπλισμένα υποκείμενα, η περικοπή προνομίων και εθνικών κυριαρχιών που στέκονται εμπόδιο στη διεθνή οργάνωση των πόρων. Ότι αυτή η τεχνολογική τάξη επίσης περιλαμβάνει πολιτικό και πνευματικό συντονισμό μπορεί να είναι μια δυσάρεστη αλλά και υποσχόμενη εξέλιξη.

Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που ήταν ιδιαίτερα ουσιαστικοί παράγοντες στη γέννηση  και τα πρώτα στάδια της βιομηχανικής κοινωνίας χάνουν τη σημασία τους σε υψηλότερα στάδια αυτής της κοινωνίας: χάνουν τη παραδοσιακή τους βάση και περιεχόμενο. Η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της συνείδησης ήταν – όπως η ελεύθερη επιχείρηση, την οποία εξυπηρετούσαν να προωθούν και να προστατεύουν – ουσιαστικά κριτικές ιδέες, σχεδιασμένες να αντικαταστήσουν μια ξεπερασμένη υλική και πνευματική κουλτούρα με κάποια πιο παραγωγική και ορθολογική. Κάποτε θεσμοθετημένα, αυτά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες μοιράζονται τη μοίρα της κοινωνίας της οποίας είχαν γίνει ζωτικής σημασίας. Το επίτευγμα ακυρώνει τη προϋπόθεση.

Στο βαθμό τον οποίο η ελευθερία από την ανέχεια, η θεμελιώδης ουσία κάθε ελευθερίας, γίνεται πραγματική πιθανότητα, οι ελευθερίες που αφορούν μια κατάσταση χαμηλότερης παραγωγικότητας χάνουν το προηγούμενο περιεχόμενο τους. Η ανεξαρτησία της σκέψης, η αυτονομία, και το δικαίωμα στη πολιτική αντίθεση χάνουν τη βασική τους κριτική λειτουργία σε μια κοινωνία που μοιάζει όλο και ικανότερη να ικανοποιήσει τις ανάγκες των Ατόμων μέσω του τρόπου που είναι οργανωμένη. Μια τέτοια κοινωνία μπορεί δικαιωματικά να απαιτεί την αποδοχή των αρχών και των θεσμών της, και να ελαχιστοποιεί την αντίθεση στη συζήτηση και προώθηση εναλλακτικών πολιτικών εντός του στάτους κβο. Από αυτή την άποψη, μοιάζει να έχει ελάχιστη σημασία αν η όλο και μεγαλύτερη εκπλήρωση των αναγκών επιτυγχάνεται από ένα αυταρχικό ή μη αυταρχικό σύστημα. Υπό τις συνθήκες ενός επιπέδου διαβίωσης που βελτιώνεται, μη συμμόρφωση με το ίδιο το σύστημα μοιάζει να είναι κοινωνικά άχρηστη, και ακόμη περισσότερο όταν εμπεριέχει πραγματικά οικονομικά και πολιτικά μειονεκτήματα και απειλεί την ομαλή λειτουργία του όλου. Πράγματι, τουλάχιστον ως τώρα καθώς οι ανάγκες της ζωής εξελίσσονται, μοιάζει να μην υπάρχει λόγος γιατί η παραγωγή και η διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών να χρειάζεται να περάσει μέσα από την ανταγωνιστική συνύπαρξη των ατομικών ελευθεριών.

Η ελευθερία του επιχειρείν δεν ήταν εξαρχής απόλυτα ευλογία. Όπως και η ελευθερία του να εργαστείς ή να λιμοκτονήσεις, σήμαινε μόχθο, ανασφάλεια και φόβο για την μεγάλη πλειοψηφία  του πληθυσμού. Αν το άτομο δεν χρειάζονταν πια να αποδείξει την αξία του στην αγορά, ως ελεύθερο οικονομικό υποκείμενο, η εξαφάνιση αυτού του είδους ελευθερίας θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα το πολιτισμού. Οι τεχνολογικές διεργασίες της μηχανοποίησης και της τυποποίησης μπορεί να ελευθερώνουν  την ατομική ενέργεια σε ένα ακόμη αχαρτογράφητο πεδίο ελευθερίας πέρα από την ανάγκη. Η ίδια η δομή της ανθρώπινης ύπαρξης θα έπρεπε να αλλάξει, το άτομο θα ελευθερώνονταν από την εργασία που επιβάλλει πάνω του ο κόσμος με αλλότριες ανάγκες και αλλότριες δυνατότητες. Το άτομο θα ήταν ελεύθερο να ζήσει αυτόνομα μια ζωή που θα ήταν δική του. Αν ο παραγωγικός μηχανισμός μπορούσε να οργανωθεί και να κατευθυνθεί προς την ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών, ο έλεγχος του θα μπορούσε να είναι και στο επίκεντρο, ένας τέτοιος έλεγχος δεν θα εμπόδιζε την ατομική αυτονομία, αλλά θα την έκανε πιθανή.

Αυτός είναι ένας στόχος μέσα στις δυνατότητες του προηγμένου τεχνολογικού πολιτισμού, το «τέλος» της τεχνολογικής ορθολογικότητας. Στη πράξη, λειτουργεί η αντίθετη τάση: ο μηχανισμός επιβάλει τις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την άμυνα και την επέκταση του μέσα στο χρόνο εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο, στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό. Με το τρόπο που έχει οργανώσει την τεχνολογική της βάση, η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία έχει τη τάση να πηγαίνει προς τον απολυταρχισμό. Ο «απολυταρχισμός» δεν είναι απλά ένας τρομοκρατικός πολιτικός συντονισμός της κοινωνίας, αλλά και ένας μη-τρομοκρατικός οικονομοτεχνικός συνδυασμός που λειτουργεί με τη χειραγώγηση προσωπικών συμφερόντων. Έτσι αποκλείουν την εμφάνιση μιας αποτελεσματικής αντίθεσης ενάντια στο όλο. Ο απολυταρχισμός δεν είναι μόνο μια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης ή κομματικής εξουσίας, αλλά επίσης ένα ιδιαίτερο σύστημα παραγωγής και διανομής που μπορεί να είναι συμβατός με ένα «πλουραλισμό» κομμάτων, εφημερίδων, «αντισταθμιστικών δυνάμεων» κ.λπ.

Σήμερα η πολιτική εξουσία επιβεβαιώνει τον εαυτό της, μέσω της κυριαρχίας της πάνω στη μηχανική διαδικασία και την τεχνική οργάνωση του μηχανισμού. Η κυβέρνηση των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων βιομηχανικών κοινωνιών μπορούν να διατηρηθούν και να εξασφαλιστούν μόνο όταν καταφέρει να κινητοποιήσει, να οργανώσει και να εκμεταλλευτεί τη τεχνική, επιστημονική και μηχανική παραγωγικότητα που είναι διαθέσιμες στο βιομηχανικό πολιτισμό. Και αυτή η παραγωγικότητα κινητοποιεί την κοινωνία ως σύνολο, πάνω και πέρα από οποιοδήποτε ιδιαίτερο ατομικό ή ομαδικό συμφέρον. Η ωμή πραγματικότητα πως η φυσική (φυσική μόνο;) ισχύς της μηχανής ξεπερνά εκείνη του ατόμου, και κάθε συγκεκριμένης ομάδας ατόμων, κάνει τη μηχανή το πιο αποτελεσματικό πολιτικό εργαλείο για κάθε κοινωνία της οποίας η βασική οργάνωση είναι εκείνη της μηχανικής διαδικασίας. Η πολιτική τάση όμως μπορεί να ανατραπεί, ουσιαστικά η ισχύς της μηχανής δεν είναι παρά μόνο η αποθηκευμένη και προβαλλόμενη ισχύς του ανθρώπου. Στο βαθμό που ο κόσμος της εργασίας γίνεται αντιληπτός ως μηχανή και αντίστοιχα μηχανοποιημένος, γίνεται η πιθανή βάση για μια νέα ελευθερία του ανθρώπου.

Ο σύγχρονος βιομηχανικός πολιτισμός δείχνει πως έχει φτάσει στο στάδιο εκείνο που «η ελεύθερη κοινωνία» δεν μπορεί πια να οριστεί με τους παραδοσιακούς όρους οικονομικών, πολιτικών, και πνευματικών ελευθεριών, όχι επειδή αυτές οι ελευθερίες έχουν γίνει ασήμαντες, αλλά επειδή είναι πολύ σημαντικές για να περιοριστούν μέσα στις παραδοσιακές μορφές. Νέοι τρόποι πραγμάτωσης είναι απαραίτητοι, ανταποκρινόμενοι στις νέες δυνατότητες της κοινωνίας.

Τέτοιοι νέοι τρόποι μπορούν να δειχτούν μόνο με αρνητικούς όρους επειδή θα αποτελέσουν την άρνηση των κυρίαρχων τρόπων. Έτσι η οικονομική ελευθερία θα μπορεί να σημαίνει ελευθερία από την οικονομία – από το να ελέγχεται από τις οικονομικές δυνάμεις και σχέσεις, ελευθερία από το καθημερινό αγώνα για την επιβίωση, από την εξασφάλιση των μέσων βιοπορισμού. Πολιτική ελευθερία θα μπορεί να σημαίνει απελευθέρωση των ατόμων από τη πολιτική πάνω στην οποία δεν έχουν αποτελεσματικό έλεγχο. Ομοίως, πνευματική ελευθερία θα μπορεί να σημαίνει την αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, τώρα απορροφημένη από τη μαζική επικοινωνία και κατήχηση, κατάργηση της «κοινής γνώμης» μαζί με τους δημιουργούς της. Η μη ρεαλιστική φύση αυτών των προτάσεων είναι ενδεικτική, όχι του ουτοπικού τους χαρακτήρα, αλλά της ισχύος των δυνάμεων που αποτρέπουν την πραγματοποίηση τους. Η πιο αποτελεσματική και ανθεκτική μορφή του πολέμου εναντίον της απελευθέρωσης είναι η εμφύτευση υλικών και πνευματικών αναγκών που διαιωνίζουν απαρχαιωμένες μορφές του αγώνα για επιβίωση.

Η ένταση, η ικανοποίηση και ακόμη και ο χαρακτήρας των ανθρώπινων αναγκών, πέρα από το βιολογικό επίπεδο, ήταν πάντοτε προκαθορισμένες. Είτε κάνεις είτε δεν κάνεις κάτι, είτε αποκτάς είτε καταστρέφεις κάτι, είτε αποδέχεσαι είτε απορρίπτεις κάτι το να γίνει αντιληπτό ως ανάγκη εξαρτάται από το αν μπορεί να ιδωθεί ως επιθυμητό και αναγκαίο από τους κυρίαρχους κοινωνικούς θεσμούς και συμφέροντα. Υπό την έννοια αυτή, οι ανθρώπινες ανάγκες είναι ιστορικές ανάγκες, και στην έκταση στην οποία η κοινωνία απαιτεί την περιοριστική ανάπτυξη του ατόμου, οι ίδιες του οι ανάγκες και η αξίωση τους για ικανοποίηση υπόκεινται σε κυρίαρχα κριτικά πρότυπα.

Ίσως πρέπει να διακρίνουμε τις πραγματικές από τις αληθινές ανάγκες. «Ψεύτικες» είναι εκείνες που επιβάλλονται στο άτομο από συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα που υπάρχουν στη καταπίεση του: οι ανάγκες που διαιωνίζουν το μόχθο, την επιθετικότητα, τη μιζέρια και την αδικία. Η ικανοποίηση τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική για το άτομο, αλλά αυτή η ευχαρίστηση δεν είναι μια κατάσταση που πρέπει να διατηρηθεί και να προστατευθεί, αν εξυπηρετεί την αναστολή της ανάπτυξης της ικανότητας (της δικής του και των άλλων) για να αναγνωρίσουν την αρρώστια του συνόλου και να αντιληφθούν τις ευκαιρίες για τη θεραπεία της. Το αποτέλεσμα είναι ευφορία μέσα στη δυστυχία. Οι περισσότερες από τις κύριες ανάγκες για χαλάρωση, για διασκέδαση, για συμπεριφορές και κατανάλωση σύμφωνα με τις διαφημίσεις, το να αγαπάς και να μισείς ότι αγαπούν και μισούν οι άλλοι, ανήκουν σε αυτή τη κατηγορία ψεύτικων αναγκών.

Τέτοιες ανάγκες έχουν κοινωνικό περιεχόμενο και λειτουργία που καθορίζεται από εξωτερικές δυνάμεις πάνω στις οποίες το άτομο δεν έχει κανένα έλεγχο, η ανάπτυξη και η ικανοποίηση αυτών των αναγκών είναι ετερόνομη. Ανεξάρτητα από το πόσο αυτές οι ανάγκες έχουν γίνει κτήμα του ατόμου, αναπαραγόμενες και ενισχυόμενες από τις συνθήκες της ύπαρξης του, ανεξάρτητα πόσο ταυτίζει τον εαυτό του με αυτές και βρίσκει τον εαυτό του στην ικανοποίηση τους, συνεχίζουν  να είναι αυτό που ήταν από την αρχή – προϊόντα μιας κοινωνίας της οποίας το κυρίαρχο συμφέρον απαιτεί καταστολή.

Ο επιπολασμός των καταπιεστικών αναγκών είναι ένα τετελεσμένο γεγονός, αποδεκτό μέσα στην άγνοια και την ήττα, αλλά ένα γεγονός που πρέπει να ανατραπεί για το συμφέρον του ευτυχισμένου ατόμου, όπως και εκείνων των οποίων η μιζέρια είναι το τίμημα για την ικανοποίηση του. Οι μόνες ανάγκες που έχουν αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα για ικανοποίηση είναι οι ζωτικές για την επιβίωση – τροφή, ένδυση, κατοικία στο μέγιστο επίπεδο του πολιτισμού. Η ικανοποίηση των αναγκών αυτών είναι το προαπαιτούμενο για την εκπλήρωση όλων των αναγκών, από τις κοινότοπες ως τις εξιδανικευμένες.

Για κάθε συνειδητότητα και συνείδηση, για κάθε εμπειρία που δεν αποδέχεται το κυρίαρχο κοινωνικό συμφέρον ως τον υπέρτατο νόμο της σκέψης και της συμπεριφοράς, το καθιερωμένο σύμπαν αναγκών και ικανοποιήσεων είναι ένα γεγονός προς αμφισβήτηση – αμφισβήτηση με όρους αλήθειας και ψεύδους. Οι όροι αυτοί είναι πλήρως ιστορικοί, και η αντικειμενικότητα τους ιστορική. Η εκτίμηση των αναγκών και της ικανοποίησης τους, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, περιλαμβάνει πρότυπα προτεραιότητας – πρότυπα που αφορούν στην βέλτιστη ανάπτυξη του ατόμου, όλων των ατόμων, υπό τη βέλτιστη αξιοποίηση των υλικών και πνευματικών πόρων που είναι διαθέσιμες στον άνθρωπο. Οι πόροι μπορούν να υπολογιστούν. Η «αλήθεια» και το «ψεύδος» των αναγκών ορίζουν αντικειμενικές συνθήκες στο εύρος το οποίο η οικουμενική ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών και, πέρα από αυτή, η προοδευτική ανακούφιση του μόχθου και της ανέχειας, είναι οικουμενικά αποδεκτά πρότυπα. Ως ιστορικά πρότυπα όμως, δεν διαφέρουν μόνο ανάλογα με τη περιοχή και το στάδιο ανάπτυξης, μπορούν επίσης να οριστούν μόνο σε (λίγο ή πολύ) αντίθεση με τα κυρίαρχα. Ποιο δικαστήριο μπορεί άραγε να αξιωθεί την αυθεντία της απόφασης;

Στη τελευταία ανάλυση, το ερώτημα του τι είναι αληθινό και ψευδές χρειάζεται να απαντηθεί από τα ίδια τα άτομα, αλλά μόνο στη τελική ανάλυση, δηλαδή, όταν και αν είναι ελεύθεροι να δώσουν τη δική τους απάντηση. Για όσο αποτρέπονται από το να είναι αυτόνομοι, για όσο κατηχούνται και χειραγωγούνται (μέχρι και στα ένστικτά τους), η απάντηση τους σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί δική τους. Με το ίδιο στοιχείο, όμως, κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να οικειοποιηθεί το δικαίωμα να αποφασίσει ποιες ανάγκες πρέπει να αναπτυχθούν και να ικανοποιηθούν. Οποιοδήποτε τέτοιο δικαστήριο είναι αξιοκατάκριτο, αν και η απέχθεια μας δεν εξαφανίζει το ερώτημα: πως μπορούν οι άνθρωποι που ήταν το αντικείμενο πρακτικής και παραγωγικής υποδούλωσης να δημιουργήσουν από μόνοι τους τις συνθήκες της ελευθερίας;

Όσο πιο ορθολογική, παραγωγική, τεχνική και απόλυτη γίνεται η καταπιεστική διοίκηση της κοινωνίας, τόσο πιο απίθανα μοιάζουν τα μέσα και οι τρόποι με τους οποίους τα διοικούμενα άτομα θα σπάσουν τη δουλεία τους και θα διεκδικήσουν την απελευθέρωση τους. Είναι αλήθεια, η επιβολή του Λόγου πάνω σε μια ολόκληρη κοινωνία είναι μια παράδοξη και σκανδαλώδης ιδέα – αν και κάποιος αμφισβητήσει την ηθική μιας κοινωνίας η οποία κοροϊδεύει αυτή την ιδέα ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει το δικό της πληθυσμό σε αντικείμενα απόλυτης διεύθυνσης. Κάθε ελευθερία βασίζεται στη συνειδητότητα της δουλείας, και η ανάδειξη αυτής της συνειδητότητας παρεμποδίζεται πάντοτε από την κυριαρχία των αναγκών και των ικανοποιήσεων που, σε μεγάλο βαθμό, έχουν γίνει κομμάτι του ίδιου του ατόμου. Η διαδικασία ανταλλάσσει πάντοτε το ένα σύστημα αγωγής με ένα άλλο, ο βέλτιστος στόχος είναι η αντικατάσταση των ψεύτικων αναγκών με πραγματικές, η εγκατάλειψη της καταπιεστικής ικανοποίησης.

Το διακριτικό στοιχείο της προηγμένης βιομηχανικής κοινωνίας είναι ο τρόπος της να πνίγει αποτελεσματικά εκείνες τις ανάγκες που απαιτούν απελευθέρωση – απελευθέρωση επίσης από ότι είναι ανεκτό και ικανοποιητικό και βολικό – ενώ συντηρεί και δίνει άφεση αμαρτιών στη καταστροφική δύναμη και κατασταλτική λειτουργία της πλούσιας κοινωνίας. Εδώ, οι κοινωνικοί έλεγχοι απαιτούν την συντριπτική ανάγκη για τη παραγωγή και κατανάλωση σκουπιδιών, την ανάγκη για την αποχαυνωτική εργασία εκεί που δεν πια πραγματική ανάγκη, η ανάγκη για τρόπους χαλάρωσης που καταπραΰνουν και επιμηκύνουν αυτή την αποχαύνωση, η ανάγκη για τη διατήρηση τέτοιων παραπλανητικών ελευθεριών, όπως ο ελεύθερος ανταγωνισμός με ρυθμισμένες τιμές, ένας ελεύθερος τύπος που λογοκρίνει τον εαυτό της, ελεύθερη επιλογή μεταξύ μαρκών και συσκευών.

Υπό την διακυβέρνηση ενός καταπιεστικού όλου, η ελευθερία μπορεί να μετατραπεί σε πανίσχυρο όργανο κυριαρχίας. Το φάσμα των επιλογών, διαθέσιμο στο άτομο δεν είναι αποφασιστικός παράγοντας στο καθορισμό του βαθμού της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά τι μπορεί να επιλεγεί και τι επιλέγεται από το άτομο. Το κριτήριο για την ελεύθερη επιλογή δεν μπορεί να είναι ποτέ απόλυτο, αλλά ούτε να είναι εντελώς σχετικό. Η ελεύθερη επιλογή των αφεντών δεν καταργεί τους αφέντες ή τους σκλάβους. Η ελεύθερη επιλογή ανάμεσα σε μια ποικιλία αγαθών και υπηρεσιών δεν σημαίνει ελευθερία αν αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες διατηρούν κοινωνικούς ελέγχους πάνω σε μια ζωή μόχθου και φόβου – δηλαδή αν διατηρούν την αποξένωση. Και η αυθόρμητη αναπαραγωγή των από τα πάνω επιβεβλημένων αναγκών από το άτομο δεν εγκαθιδρύει αυτονομία, επιβεβαιώνει μόνο την αποτελεσματικότητα των ελέγχων.

Η επιμονή μας πάνω στο βάθος και τη αποτελεσματικότητα αυτών των ελέγχων είναι ανοιχτή στην ένστασή μας πως υπερεκτιμάμε σοβαρά την δυνατότητα κατήχησης των «μέσων» και πως από μόνοι τους οι άνθρωποι θα ένοιωθαν και θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες που τώρα έχουν επιβληθεί πάνω τους. η ένσταση είναι εκτός θέματος. Η αγωγή δεν ξεκινά με τη μαζική παραγωγή ραδιοφώνων και τηλεοράσεων και με την κεντρικοποίηση του ελέγχου τους. Οι άνθρωποι μπαίνουν σε αυτό το στάδιο ως προετοιμασμένοι δέκτες από πολύ νωρίτερα, η αποφασιστική διαφορά είναι στην εξαφάνιση της αντίθεσης (ή σύγκρουσης) μεταξύ του δεδομένου και του δυνατού, μεταξύ των ικανοποιημένων και των ανικανοποίητων αναγκών. Εδώ, η δήθεν εξίσωση των ταξικών διαφορών αποκαλύπτει την ιδεολογική της λειτουργία. Αν ο εργάτης και το αφεντικό του απολαμβάνουν το ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα και επισκέπτονται τα ίδια τουριστικά θέρετρα, αν η δακτυλογράφος ντύνεται εξίσου όμορφα με τη κόρη του εργοδότη της, αν ο Μαύρος  έχει μια Cadillac, αν διαβάζουν όλοι την ίδια εφημερίδα, τότε αυτή η ομοιομορφία δείχνει όχι την εξαφάνιση των τάξεων, αλλά το βαθμό στον οποίο οι ανάγκες και οι ικανοποιήσεις που εξυπηρετούν την διατήρηση του Κατεστημένου μοιράζονται από τον υποκείμενο πληθυσμό.

Πράγματι, στις πιο αναπτυγμένες περιοχές της σύγχρονης κοινωνίας, η μεταμόρφωση των κοινωνικών σε ατομικών αναγκών είναι τόσο αποτελεσματική που η διαφορά μεταξύ τους μοιάζει να είναι καθαρά θεωρητική. Μπορεί κάποιος να κάνει τη διάκριση των μαζικών μέσων ως αντικείμενων πληροφόρησης και ψυχαγωγίας, αλλά και ως παραγόντων χειραγώγησης και κατήχησης; Μεταξύ του αυτοκινήτου ως ενόχλησης και ως ευκολίας; Μεταξύ των τρόμων και των ανέσεων της εφαρμοσμένης αρχιτεκτονικής; Μεταξύ της εργασίας για την εθνική άμυνα και της εργασίας για το εταιρικό κέρδος; Μεταξύ της ιδιωτικής ευχαρίστησης και της εμπορικής και πολιτικής ωφέλειας που υπάρχει στην αύξηση του ρυθμού γεννήσεων;

Είμαστε ξανά λοιπόν αντιμέτωποι με μια από τις πιο ενοχλητικές πτυχές του προηγμένου βιομηχανικού πολιτισμού: τον ορθολογικό χαρακτήρα της ανορθολογικότητας του. Η παραγωγικότητα και η αποτελεσματικότητα του, η ικανότητα του να αυξάνει και να εξαπλώνει ανέσεις, να μετατρέπει σκουπίδια σε ανάγκη, και τη καταστροφή σε δημιουργία, ο βαθμός στον οποίο αυτός ο πολιτισμός μετατρέπει τον αντικειμενικό κόσμο σε μια προέκταση του νου και του σώματος κάνει την ίδια την έννοια της αποξένωσης αμφισβητήσιμη. Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα αγαθά τους, βρίσκουν τη ψυχή τους στο αυτοκίνητο τους, στο στερεοφωνικό συγκρότημα τους, στο διώροφο σπίτι τους, στον εξοπλισμό της κουζίνας. Ο ίδιος ο μηχανισμός που δένει το άτομο στη κοινωνία που ανήκει έχει αλλάξει, και ο κοινωνικός έλεγχος βασίζεται στις νέες ανάγκες που έχει παράξει.

Οι κυρίαρχες μορφές κοινωνικού ελέγχου είναι τεχνολογικές υπό μια νέα έννοια. Σίγουρα, η τεχνική δομή και αποτελεσματικότητα του παραγωγικού και καταστροφικού μηχανισμού ήταν μέσο για την υποταγή του πληθυσμού στην υπάρχουσα κοινωνική διαίρεση της εργασίας σε όλη τη σύγχρονη περίοδο. Επιπλέον, τέτοια ενσωμάτωση συνοδεύονταν πάντοτε από πιο φανερές μορφές εξαναγκασμού: απώλεια βιοπορισμού, η απονομή δικαιοσύνης, η αστυνομία, οι ένοπλες δυνάμεις. Ακόμη συνοδεύεται. Στην σύγχρονη εποχή όμως, οι τεχνολογικοί έλεγχοι φαίνονται να είναι η ίδια η ενσάρκωση του Λόγου για το καλό όλων των κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων – σε τέτοιο βαθμό που κάθε αντίφαση μοιάζει παράλογη και κάθε αντίδραση αδύνατη.

Δεν είναι έκπληξη πως, στις πιο προηγμένες περιοχές αυτού του πολιτισμού, οι κοινωνικοί έλεγχοι έχουν ενδοβοληθεί σε σημείο που ακόμη και η ατομική διαμαρτυρία έχει επηρεαστεί στη ρίζα της. Η πνευματική και η συναισθηματική άρνηση «να ενταχθείς» μοιάζει νευρωτική και ανίκανη. Αυτή είναι η κοινωνικοψυχολογική πτυχή του πολιτικού γεγονότος που σημάδεψε την σύγχρονη εποχή: το τέλος των ιστορικών δυνάμεων που, στο προηγούμενο στάδιο της βιομηχανικής κοινωνίας, έμοιαζε να αντιπροσωπεύει τη πιθανότητα νέων μορφών ύπαρξης.

Ο όρος όμως «ενδοβολή» δεν περιγράφει πια το τρόπο με τον οποίο το άτομο από μόνο του αναπαράγει και διαιωνίζει τους εξωτερικούς ελέγχους που ασκούνται από τη κοινωνία του. Η ενδοβολή υποθέτει μια σειρά από σχετικά αυθόρμητες διαδικασίες με τις οποίες ένας Εαυτός (Εγώ) αντιμεταθέτει το «εξωτερικό» σε «εσωτερικό». Έτσι η ενδοβολή συνεπάγεται την ύπαρξη μιας εσωτερικής διάστασης διακριτής από, και ακόμη και ανταγωνιστικής προς, τις εξωτερικές έκτακτες ανάγκες – μια ατομική συνειδητότητα και ένα ατομικό ασυνείδητο μακριά από την δημόσια γνώμη και συμπεριφορά. Η ιδέα της «εσωτερικής ελευθερίας» έχει εδώ τη πραγματικότητα της: καθορίζει τον ιδιωτικό χώρο στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να γίνει και να παραμείνει «ο εαυτός του».

Σήμερα αυτός ο ιδιωτικός χώρος έχει δεχθεί εισβολή και περιοριστεί από τη τεχνολογική πραγματικότητα. Η μαζική παραγωγή και η μαζική διανομή διεκδικεί ολόκληρο το άτομο, και η βιομηχανική ψυχολογία έχει πάψει από καιρό να περιορίζεται στο εργοστάσιο. Οι πολλαπλές διεργασίες ενδοβολής μοιάζουν να έχουν αποστεωθεί σε σχεδόν μηχανικές αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα είναι, όχι ρύθμιση αλλά μίμηση: μια άμεση ταυτοποίηση του ατόμου με την κοινωνία του και, διαμέσου της, με τη κοινωνία συνολικά.  

Αυτή η άμεση, αυτοματοποιημένη ταυτοποίηση (που μπορεί να ήταν χαρακτηριστικό πρωτόγονων μορφών σχέσης) επανεμφανίζεται σε πολιτισμούς υψηλής εκβιομηχάνισης, είναι η νέα «αμεσότητα», όμως είναι το προϊόν μιας εκλεπτυσμένης, επιστημονικής διαχείρισης και οργάνωσης. Στη διαδικασία αυτή, η «εσωτερική» διάσταση του νου στην οποία η αντίθεση στο στάτους κβο μπορεί να ριζώσει εξαλείφεται. Η απώλεια αυτής της διάστασης, στην οποία η δύναμη της αρνητικής σκέψης – η κριτική δύναμη του Λόγου – εδράζεται, είναι το ιδεολογικό αντίστοιχο της ιδιαίτερα υλικής διαδικασίας στην οποία η προηγμένη βιομηχανική κοινωνία φιμώνει και κάνει ανακωχή με την αντίσταση. Η επίδραση της προόδου σπρώχνει το Λόγο στην υποταγή μπροστά στα γεγονότα της ζωής, και στη πολύ δυναμική ικανότητα της παραγωγής περισσότερων και μεγαλύτερων γεγονότων του ίδιου τύπου ζωής. Η αποτελεσματικότητα αυτού του συστήματος αμβλύνει επίσης την ατομική ικανότητα αναγνώρισης που δεν περιέχει γεγονότα που να επικοινωνούν την καταπιεστική ισχύ του συνόλου. Αν τα άτομα βρεθούν στα γεγονότα που διαμορφώνουν τη ζωή τους, το κάνουν, όχι με το να ορίζουν, αλλά με το να αποδεχτούν τη τάξη των πραγμάτων – όχι το νόμο της φύσης αλλά το νόμο της κοινωνίας.

Έχω πει μόλις πως η αντίληψη της αποξένωσης μοιάζει να γίνεται αμφισβητήσιμη όταν τα άτομα ταυτίζουν τους εαυτούς τους  με την ύπαρξη που τους επιβάλλεται και μέσα της έχουν τη δική τους ανάπτυξη και ικανοποίηση. Η ταυτοποίηση αυτή δεν είναι ψευδαίσθηση αλλά πραγματικότητα. Η πραγματικότητα όμως, αποτελεί ένα πιο προοδευτικό στάδιο αποξένωσης. Το τελευταίο έχει γίνει εντελώς αντικειμενικό, το υποκείμενο που αποξενώνεται καταπίνεται από την αποξενωμένη του ύπαρξη. Υπάρχει μόνο μια διάσταση, και είναι παντού σε όλες τις μορφές. Τα επιτεύγματα της προόδου αψηφούν το ιδεολογικό κατηγορητήριο όπως και την αιτιολόγηση, μπροστά στο δικαστήριο τους, η «ψευδής συνειδητότητα της ορθολογικότητας τους γίνεται η πραγματική συνείδηση».

Η απορρόφηση αυτή της ιδεολογία στη πραγματικότητα, όμως, δεν σημαίνει το «τέλος της ιδεολογίας». Το αντίθετο, υπό μια ιδιαίτερη έννοια ο προηγμένος βιομηχανικός πολιτισμός είναι περισσότερο ιδεολογικός από το προκάτοχο του, επειδή σήμερα η ιδεολογία είναι μέσα στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής. Ο παραγωγικός μηχανισμός αποκαλύπτει τις πολιτικές πτυχές της κυρίαρχης τεχνολογικής ορθολογικότητας. Ο παραγωγικός μηχανισμός και τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγει «πουλάνε» ή επιβάλλουν το κοινωνικό σύστημα συνολικά. Τα μέσα της παραγωγής και επικοινωνίας, τα αγαθά της στέγης, της τροφής και της ένδυσης, η ακαταμάχητη παραγωγή της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας και της πληροφορίας κουβαλάνε μαζί τους καθορισμένες συμπεριφορές και συνήθειες, συγκεκριμένες πνευματικές και συναισθηματικές σχέσεις που δένουν τους καταναλωτές λίγο πολύ ευχάριστα με τους παραγωγούς, αι μέσω αυτών, στο όλο. Τα προϊόντα κατηχούν και χειραγωγούν, προωθούν μια πλαστή συνειδητότητα που αγνοεί την ίδια της τη πλαστότητα. Και καθώς αυτά τα ευεργετικά προϊόντα γίνονται προσιτά σε περισσότερα άτομα σε περισσότερες κοινωνικές τάξεις, η κατήχηση που κουβαλάνε παύει να είναι δημοσιότητα, γίνεται τρόπος ζωής. Είναι ένας καλός τρόπος ζωής – καλύτερος από πριν – και ως καλός τρόπος ζωής, αντιστρατεύεται κάθε ποιοτική αλλαγή. Έτσι αναδύεται ένα μοτίβο μονοδιάστατης σκέψης και συμπεριφοράς στο οποίο ιδέες, φιλοδοξίες και στόχοι που, από το περιεχόμενο τους, υπερβαίνουν το κατεστημένο σύμπαν διαλόγου και δράσης είτε απωθούνται ή εκμηδενίζονται σε όρους αυτού του σύμπαντος. Επανακαθορίζονται από την ορθολογικότητα του υπάρχοντος συστήματος και της ποσοτικής του προέκτασης.

Η τάση αυτή μπορεί να σχετίζεται με μια εξέλιξη στην επιστημονική μέθοδο: οπερασιοναλισμός στις φυσικές, συμπεριφορισμός στις κοινωνικές επιστήμες. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι ο απόλυτος εμπειρισμός στην αντιμετώπιση των θεμάτων, το νόημα τους περιορίζεται στην αντιπροσώπευση ιδιαίτερων πράξεων και συμπεριφορών. Η οπερασιονιλιστική οπτική περιγράφεται πολύ καλά από την ανάλυση του μεγέθους από τον P.W. Bridgman:

«Εμφανώς γνωρίζουμε τι εννοούμε με το μέγεθος αν μπορούμε να πούμε πιο είναι το μέγεθος οποιουδήποτε αντικειμένου, και για τον φυσικό δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Για να βρούμε το μέγεθος ενός αντικειμένου, πρέπει να κάνουμε μερικές φυσικές διαδικασίες. Η αντίληψη του μεγέθους είναι έτσι σταθερό, όταν οι πράξεις με τις οποίες μετράτε το μέγεθος είναι σταθερές: δηλαδή, η αντίληψη του μήκους περιλαμβάνει όσες, και μόνο αυτές, πράξεις με τις οποίες καθορίζεται το μέγεθος. Γενικά, για κάθε ιδέα δεν εννοούμε τίποτα περισσότερο από ένα σύνολο πράξεων, Η ΙΔΕΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΩΝΥΜΗ ΜΕ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΑΞΕΩΝ».

Ο Birdgman είδε τις ευρύτερες συνέπειες αυτού του τρόπου σκέψης για την κοινωνία γενικότερα:

«Το να υιοθετήσουμε την οπερασιονιλιστική οπτική περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από τον απλό περιορισμό της αντίληψης με την οποία κατανοούμε την «ιδέα», αλλά σημαίνει μια εκτεταμένη αλλαγή σε όλες μας τις συνήθειες σκέψης, δηλαδή πως δεν θα επιτρέπουμε πια στους εαυτούς μας να χρησιμοποιούμε ως εργαλεία στη σκέψη μας ιδέες για τις οποίες δεν μπορούμε να κάνουμε ένα ικανοποιητικό απολογισμό με όρους πράξεων

Η πρόβλεψη του Birdgman έγινε πραγματικότητα. Ο νέος τρόπος σκέψης είναι σήμερα η κυρίαρχη τάση στη φιλοσοφία, τη ψυχολογία, τη κοινωνιολογία, και σε άλλα πεδία. Πολλές από τις πλέον σοβαρά ανησυχητικές ιδέες «εξολοθρεύονται» με το να δείχνεται πως δεν μπορεί να γίνει ικανοποιητικός απολογισμός για αυτές με όρους πράξεων και συμπεριφορών. Η ριζική εμπειρική σφαγή έτσι προσφέρει τη μεθοδολογική αιτιολόγηση για την απομυθοποίηση του μυαλού από τους διανοούμενους – ένας θετικισμός, μέσα από την άρνηση του των υπερβατικών στοιχείων του Λόγου, σχηματίζει το ακαδημαϊκό αντίστοιχο της κοινωνικά απαιτητής συμπεριφοράς.

Εκτός ακαδημαϊκού κατεστημένου, η «εκτεταμένη αλλαγή σε όλες τις συνήθειες σκέψης μας» είναι πιο σοβαρή. Εξυπηρετεί στο συντονισμό ιδεών και στόχων με εκείνους που απαιτούνται από το κυρίαρχο σύστημα, και στο να απωθήσει εκείνες που είναι ασύμβατες με το σύστημα. Η ηγεμονία μιας τέτοιας μονοδιάστατης πραγματικότητας δεν σημαίνει πως ο υλισμός κυριαρχεί, και πως οι πνευματικές, μεταφυσικές και καλλιτεχνικές ασχολίες εξαφανίζονται. Το αντίθετο, υπάρχει αρκτό «Ας προσευχηθούμε μαζί αυτή την εβδομάδα», «Γιατί να μη δοκιμάσουμε τη θρησκεία», ζεν, υπαρξισμός και ανέμελοι τρόποι ζωής κ.λπ. Τέτοιοι όμως τρόποι διαμαρτυρίας και υπέρβασης δεν είναι πια αντιθετικές στο στάτους κβο και πλέον ούτε αρνητικές. Είναι μάλλον το τελετουργικό κομμάτι του πρακτικού συμπεριφορισμού, η ακίνδυνη άρνηση του, και γρήγορα χωνεύονται από το στάτους κβο ως κομμάτι της υγιεινής διατροφής του.

Η μονοδιάστατη σκέψη προωθείται συστηματικά από τους κατασκευαστές της πολιτικής και τους προμηθευτές μαζικής πληροφόρησης. Το σύμπαν του διαλόγου τους είναι γεμάτο από αυτοεπιβεβαιωτικές υποθέσεις που, ακατάπαυστα και μονότονα επαναλαμβάνονται, που λειτουργούν (και αξιοποιούνται) στις χώρες του Ελεύθερου Κόσμου, άλλες υπερβατικές μορφές ελευθερίας είναι εξ ορισμού είτε ο αναρχισμός, είτε ο κομμουνισμός, ή η προπαγάνδα. «Σοσιαλιστικές» είναι όλες οι καταπατήσεις της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που δεν έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την ιδιωτική επιχειρηματικότητα (ή μέσω κρατικών συμβολαίων), όπως η καθολική και πλήρης ασφάλιση υγείας, ή η προστασία της φύσης από την σαρωτική εμπορευματοποίηση, ή την δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών που μπορεί να επηρεάσουν το ιδιωτικό κέρδος. Αυτή η ολοκληρωτική λογική των τετελεσμένων γεγονότων έχει το αντίστοιχό της και στις Ανατολικές χώρες. Εκεί, η ελευθερία είναι ο τρόπος ζωής που έχει δημιουργήσει ένα κομμουνιστικό καθεστώς, και όλες οι  άλλες υπερβατικές μορφές ελευθερίας είναι είτε καπιταλιστικές, είτε ρεφορμιστικές, ή αριστερός σεχταρισμός. Και στα δυο στρατόπεδα, μη-οπερασιονιλιστικές ιδέες είναι μη-συμπεριφορικές και ανατρεπτικές. Η κινητικότητα της σκέψης σταματά σε φραγμούς που εμφανίζονται ως τα όρια του ίδιου του Λόγου.

Τέτοιος περιορισμός της σκέψης βέβαια δεν είναι καινούριος. Ο ανερχόμενος σύγχρονος ορθολογισμός, τόσο στην υποθετική όσο και στην εμπειρική του μορφή, δείχνει μια έντονη αντίθεση μεταξύ του ακραίου ριζοσπαστισμού στην επιστημονική και φιλοσοφική μέθοδο από την μια, και έναν άκριτο ησυχασμό στη στάση προς τους κοινωνικούς θεσμούς που υπάρχουν και λειτουργούν. Έτσι το ego cogitans του Decartes έπρεπε να αφήσει τα «μεγάλα δημόσια σώματα» ανέγγιχτα, και ο Hobbes πίστευε πως «το παρόν έπρεπε πάντοτε να προτιμάται, να διατηρείται και να υπολογίζεται υψηλότερα». Ο Kant συμφώνησε με τον Locke στην δικαιολόγηση της επανάστασης αν και όταν έχει καταφέρει να οργανώσει το όλο και στην αποτροπή της υπονόμευσης.

Οι εξυπηρετικές όμως αυτές αντιλήψεις του Λόγου αντικρούονταν πάντοτε από την εμφανή μιζέρια και αδικία των «μεγάλων δημόσιων σωμάτων» και την αποτελεσματική, λιγότερο ή περισσότερο, συνειδητή επανάσταση εναντίον τους. Κοινωνικές συνθήκες, που προκαλούσαν και επέτρεπαν πραγματική αποσύνδεση από την υπάρχουσα κατάσταση, υπήρχαν, μια ιδιωτική αλλά και πολιτική διάσταση ήταν παρούσα στην οποία η αποσύνδεση μπορούσε να αναπτυχθεί σε ουσιαστική αντίθεση, δοκιμάζοντας την δύναμη και την εγκυρότητα των στόχων της.

Με το σταδιακό κλείσιμο αυτής της διάστασης  από τη κοινωνία, ο αυτοπεριορισμός της σκέψης αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Η αλληλοσχέτιση μεταξύ επιστημονικών-φιλοσοφικών και κοινωνικών διεργασιών, μεταξύ θεωρητικού και πρακτικού Λόγου, επιβάλλει τον εαυτό της «πίσω από τη πλάτη» των επιστημόνων και των φιλοσόφων. Η κοινωνία απαγορεύει ένα ολόκληρο τύπο αντιθετικών πράξεων και συμπεριφορών, κατά συνέπεια, οι ιδέες που τις αφορούν γίνονται ουσιαστικά απατηλές ή δίχως νόημα. Η ιστορική υπέρβαση εμφανίζεται ως μεταφυσική υπέρβαση, μη αποδεκτή από την επιστήμη και την επιστημονική σκέψη. Η οπερασιονιλιστική και συμπεριφορική οπτική, εφαρμοσμένη ως μια «συνήθεια της σκέψης» γενικά, γίνεται η οπτική του κατεστημένου σύμπαντος διαλόγου και δράσης, αναγκών και φιλοδοξιών. Η «πανουργία του Λόγου» λειτουργεί, όπως συχνά το κάνει, προς όφελος των εξουσιών που υπάρχουν. Η επιμονή σε οπερασιονιλιστικές και συμπεριφορικές αντιλήψεις στρέφεται εναντίον των προσπαθειών της ελεύθερης σκέψης και συμπεριφοράς από την συγκεκριμένη πραγματικότητα και για τις καταπιεσμένες εναλλακτικές. Ο θεωρητικός και ο πρακτικός Λόγος, ο ακαδημαϊκός και ο κοινωνικός συμπεριφορισμός συναντιούνται σε κοινό πεδίο: εκείνο μιας προηγμένης κοινωνίας που μετατρέπει την επιστημονική και τεχνική πρόοδο σε όργανο κυριαρχίας.

Η «πρόοδος» δεν είναι ουδέτερος όρος, πηγαίνει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, και οι κατευθύνσεις αυτές ορίζονται από τις δυνατότητες της βελτίωσης της ανθρώπινης συνθήκης. Η προηγμένη βιομηχανική συνθήκη πλησιάζει στο στάδιο που η συνεχόμενη πρόοδος θα απαιτήσει τη ριζική ανατροπή της κυρίαρχης κατεύθυνσης και οργάνωσης της κοινωνίας. Το στάδιο αυτό θα έρθει όταν η υλική παραγωγή (συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων υπηρεσιών) θα αυτοματοποιηθεί σε τέτοια έκταση που όλες οι ζωτικές ανάγκες θα μπορούν να ικανοποιηθούν ενώ ο απαραίτητος χρόνος εκμηδενίζεται σε οριακό χρόνο. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η τεχνική πρόοδος μπορεί να υπερβεί το πεδίο της αναγκαιότητας, όπου λειτούργησε ως εργαλείο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που κατ’ αυτό το τρόπο περιόριζε την ορθολογικότητα του, η τεχνολογία θα γίνει αντικείμενο στο ελεύθερο παιχνίδι των νοητικών ικανοτήτων στον αγώνα για τον κατευνασμό της φύσης και της κοινωνίας.

Τέτοια είναι η κοινωνία που φαντάζεται ο Marx όταν μιλά για την «κατάργηση της εργασίας». Ο όρος «κατευνασμός της ύπαρξης» μοιάζει να ταιριάζει καλύτερα για να περιγράψει την ιστορική εναλλακτική ενός κόσμου που – μέσω μιας παγκόσμιας σύγκρουσης που μεταμορφώνει και αναστέλλει τις αντιθέσεις μέσα στις καθιερωμένες κοινωνίες – προχωρά προς το χείλος ενός παγκόσμιου πολέμου. Ο «κατευνασμός της ύπαρξης» σημαίνει την ανάπτυξη του αγώνα του ανθρώπου με άνθρωπο και φύση, υπό συνθήκες που οι ανταγωνιστικές ανάγκες, επιθυμίες, και φιλοδοξίες δεν οργανώνονται πλέον από προσωπικά οφέλη στη κυριαρχία και ανεπάρκεια – μια οργάνωση που διαιωνίζει τις καταστροφικές μορφές αυτού του Αγώνα.

Η σημερινή μάχη εναντίον σε αυτή την ιστορική εναλλακτική βρίσκει μια συμπαγή βάση στον υποκείμενο πληθυσμό, και βρίσκει την ιδεολογία της στον άκαμπτο προσανατολισμό της σκέψης και της συμπεριφοράς προς το δεδομένο σύμπαν γεγονότων. Επικυρωμένο από τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, δικαιολογημένο από την αυξανόμενη παραγωγικότητα του, το στάτους κβο αψηφά όλες τις υπερβάσεις. Αντιμέτωπο με τη πιθανότητα του κατευνασμού στη βάση των τεχνικών και των πνευματικών επιτευγμάτων του, η ώριμη βιομηχανική κοινωνία οχυρώνει τον εαυτό της απέναντι σε αυτή την εναλλακτική. Ο οπερασιοναλισμός, στη θεωρία και στη πράξη, γίνεται η θεωρία και η πρακτική του περιορισμού. Κάτω από τις επιφανειακές δυναμικές της, η κοινωνία αυτή είναι ένα ιδιαίτερα στατικό σύστημα ζωής: αυτοπροωθούμενη στην καταπιεστική παραγωγικότητα της και στον ευεργετικό συντονισμό της. Ο περιορισμός της τεχνικής προόδου πάει χέρι-χέρι με την ανάπτυξη της προς την καθιερωμένη κατεύθυνση. Παρά τους πολιτικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από το στάτους κβο, όσο περισσότερο η τεχνολογία εμφανίζεται ικανή να δημιουργήσει τις συνθήκες για τον κατευνασμό, τόσο πιο πολύ το μυαλό και το σώμα του ανθρώπου οργανώνονται εναντίον αυτής της εναλλακτικής.

Τα πιο ανεπτυγμένα πεδία της βιομηχανικής κοινωνίας εμφανίζουν παντού τα δύο αυτά χαρακτηριστικά: μια τάση προς την ολοκλήρωση της τεχνολογικής ορθολογικότητας, και εντατικών προσπαθειών να περιοριστεί αυτή η τάση εντός των καθιερωμένων θεσμών. Εδώ είναι η εσωτερική αντίφαση αυτού του πολιτισμού: το παράλογο στοιχείο μέσα στην ορθολογικότητα του. Είναι το σύμβολο των επιτευγμάτων του. Η βιομηχανική κοινωνία που κάνει την τεχνολογία και την επιστήμη δικό της κομμάτι είναι οργανωμένη για ακόμη μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και τη φύση, για ακόμη πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων της. Γίνεται ανορθολογική όταν η επιτυχία αυτών των προσπαθειών ανοίγει νέες διαστάσεις  ανθρώπινης πραγμάτωσης. Η οργάνωση για την ειρήνη είναι διαφορετική από την οργάνωση για πόλεμο, οι θεσμοί που εξυπηρέτησαν την πάλη για ύπαρξη δεν μπορούν να χρησιμεύσουν στον κατευνασμό της ύπαρξης. Η ζωή ως σκοπός είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό από τη ζωή ως μέσο.

Μια τέτοια ποιοτικά νέα μορφή ύπαρξης δεν μπορεί να ιδωθεί ως το απλό παραπροϊόν των οικονομικών και πολιτικών αλλαγών, ως το περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητο αποτέλεσμα των νέων θεσμών που αποτελούν το απαραίτητο προαπαιτούμενο. Η ποιοτική αλλαγή περιλαμβάνει επίσης την αλλαγή στη τεχνική  βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η κοινωνία – αυτή που συντηρεί τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς μέσω των οποίων η «δεύτερη φύση» του ανθρώπου ως ένα επιθετικό υποκείμενο διαχείρισης σταθεροποιείται. Οι τεχνικές της εκβιομηχάνισης είναι πολιτικές τεχνικές, ως τέτοιες, κρίνουν εκ των προτέρων τις δυνατότητες του Λόγου και της Ελευθερίας.

Πραγματικά, η εργασία πρέπει να προηγείται της μείωσης της εργασίας, και η εκβιομηχάνιση πρέπει να προηγείται της ανάπτυξης των ανθρώπινων αναγκών και ικανοποιήσεων. Όμως καθώς όλες οι ελευθερίες εξαρτώνται από την κατάκτηση της αλλότριας ανάγκης. Η πραγμάτωση βασίζεται πάνω στις τεχνικές αυτής της κατάκτησης. Η μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διαιώνιση της εργασίας, και η πιο αποτελεσματική εκβιομηχάνιση μπορεί να εξυπηρετήσει τον περιορισμό και τη χειραγώγηση των αναγκών.

Όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, η ηγεμονία – με τη περιβολή της ευημερίας και της ελευθερίας – εκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της ιδιωτικής και δημόσιας ύπαρξης, ενσωματώνει κάθε αυθεντική αντίσταση, απορροφά κάθε εναλλακτική. Ο τεχνολογικός ορθολογισμός δείχνει το πολιτικό του χαρακτήρα καθώς γίνεται το μεγάλο όχημα για αποτελεσματικότερη κυριαρχία, δημιουργώντας ένα πραγματικά απολυταρχικό περιβάλλον στο οποίο στο οποίο κοινωνία και φύση, νους και σώμα διατηρούνται σε κατάσταση μόνιμης κινητοποίησης για την υπεράσπιση αυτού του σύμπαντος.

αναδημοσίευση από marcuze.org  σε μετάφραση του Δημήτρη Πλαστήρα

Ετικέτες: