ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΣ του ΛΟΡΕΝ ΓΚΟΛΝΤΕΡ μτφ Σωτήρης Γιαννέλης / σελ. 173 Εκδόσεις Έξοδος Αθήνα Ιούλιος 2019

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020 0 comments

 

ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΣ


Ελάχιστα γνωστή είναι η σύναψη συμφώνων φιλίας και εμπορικών συνθηκών κατά την διάρκεια της περιόδου Φεβρουαρίου-Μαρτίου του 1921 μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των νεοσυσταθέντων αυταρχικών καθεστώτων στην Τουρκία, την Περσία και το Αφγανιστάν, δια των οποίων η καταστολή και η φυλάκιση ή η σφαγή των κατά τόπους κομμουνιστών ή αριστερών αντιπολιτευόμενων, που διέπραξαν αυτά τα καθεστώτα παραβλέφθηκαν χάριν των σοβιετικών κρατικών συμφερόντων εντός της νέας διεθνούς κατάστασης, που εγκαινίασε η δημιουργία εθνικών κρατών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο βιβλίο αυτό που κυκλοφορεί για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, ο συγγραφέας καταπιάνεται με μια ιστορία, που είναι ελάχιστα γνωστή στην Δύση όσον αφορά την Τουρκία, ιστορία την οποία η αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία κάλυψε, όταν το καθεστώς εκεί κατέπνιξε το αντικαπιταλιστικό εργατικό και αγροτικό κίνημα, καθώς και την αριστερή πτέρυγα του νεοσυσταθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο μένοντας πιστό στον προλεταριακό διεθνισμό κατά την διάρκεια του πολέμου απέρριψε το αίτημα της Τρίτης Διεθνούς για παροχή στρατιωτικής βοήθειας στον Ατατούρκ. (Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)

Οι εκδόσεις Έξοδος με αυτό το αξιόλογο βιβλίο του Λόρεν Γκόλντερν (συγγραφέα εκτός των άλλων και μιας εκτενούς ανάλυσης της εμπειρίας της ισπανικής επανάστασης του 1936 με τον τίτλο «Παρελθόν και μέλλον της Ισπανικής Επανάστασης, το μεγαλείο και η ανεπάρκεια του αναρχισμού. Πως η εργατική τάξη αναλαμβάνει ή δεν αναλαμβάνει την διοίκηση της κοινωνίας χθες και σήμερα») μάς δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε, ορισμένες άγνωστες ή τουλάχιστον υποτιμημένες πλευρές της ανόδου του κινήματος των Νεότουρκων την δεκαετία του 1920, που αναδύθηκε μετά την παρακμή και την οριστική διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και την λαφυραγωγήση της από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις με το αγγλορωσικό «Μεγάλο Παιχνίδι» να παίζεται κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας έως την Καμτσάτκα (χερσόνησος στο ανατολικότερο σημείο της Ρωσίας μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού και της Οχοτσκικής θάλασσας).

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «έως τον Αύγουστο του 1914 η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία είχαν αναμιχθεί ευθέως στις υποθέσεις του Οθωμανικού κράτους, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους και της Οθωμανικής Τράπεζας, την οποία ήλεγχαν η Βρετανία και η Γαλλία».

Παρακολουθούμε, λοιπόν, την ανάδυση των εθνικισμών ως απόρροια της αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την συγκρότηση εθνικής συνείδησης, –με τον τουρκικό εθνικισμό να συγκροτείται έχοντας την προέλευσή του από την Ρωσία μέσω των εκεί τουρκικών πληθυσμών, ενώ ταυτόχρονα δεχόταν επιδράσεις από τον γερμανικό ρομαντισμό–, αλλά και τις προσπάθειες μεταρρύθμισης του θνήσκοντος οθωμανικού κράτους, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον Ενβέρ Πασά, μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες από την πλευρά των Νεότουρκων (1908-1918).

Παρακολουθούμε, επίσης, τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Κεμάλ Πασά (Ατατούρκ) λόγω και των πολλών στρατιωτικών επιτυχιών του (πάνω απ’ όλα στην Καλλίπολη) κατά την διάρκεια της Πρώτης Μεγάλης Ανθρωποσφαγής: «Αφού η Βρετανία και η Γαλλία διαμοίρασαν τα εκτεταμένα οθωμανική εδάφη στην Μέση Ανατολή, άρχισαν να επεξεργάζονται σχέδια για την μετατροπή της Τουρκίας σε ένα μικρό κουτσουρεμένο κράτος της Ανατολίας και σχέδια διαμοιρασμού της υπόλοιπης οθωμανικής αυτοκρατο­ρίας σε σφαίρες επιρροής μεταξύ Ελλάδος, Ιταλίας, Γαλλίας και Βρετανίας. Ο Κεμάλ Πασάς απέρριψε έναν τέτοιο διαμελισμό, ανασύνταξε τις εθνικιστικές δυνάμεις στην Ανατολία και επεδόθη στην διεξαγωγή ενός τριετούς πολέμου που κατέληξε στην εκδίωξη των Ελλήνων και στην μετατροπή του σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη της νέας χώρας, η οποία υπολειπόταν αρκετά σε έκταση σε σχέση με την πάλαι ποτέ οθωμανική αυτοκρατορία».

Το 1920 ιδρύεται στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν ένα κομμουνιστικό κόμμα Τουρκίας, του οποίου οι ιδρυτές, οι περισσότεροι τουλάχιστον, ήταν περιβόητοι Νεότουρκοι· μέσω λοιπόν αυτής της οργάνωσης συνήφθησαν ο πρώτες σχέσεις με τους κεμαλιστές, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους προχώρησαν σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις με τους μπολσεβίκους λαμβάνοντας όπλα και χρυσό για την κεμαλική αντίσταση.

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ο πρόεδρος της Κομιντέρν (ονομασία της Κομμουνιστικής ΔιεθνούςΤρίτη Διεθνής), Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ, παρά την έκκληση του στο Συνέδριο του Μπακού για την εξαπόλυση ενός «τζιχάντ» κατά της Δύσης, προειδοποιούσε το Συνέδριο να είναι επιφυλακτικό προς «τους ηγέτες αυτού του κινήματος που πριν από λίγο καιρό σκότωσαν εργάτες και αγρότες προς το συμφέρον μιας ομάδας ιμπεριαλιστικών δυνάμεων… Το Συνέδριο ζητεί να αποδείξουν με τις πράξεις τους ότι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν τον λαό και να διορθώσουν τα προηγούμενα λάθη τους». Παρ’ όλα αυτά, ο Ενβέρ Πασάς επιμένει και με την σύμφωνη γνώμη και βέβαια την οικονομική υποστήριξη των Σοβιετικών συγκροτεί την οργάνωσή του «Ένωση των Ισλαμικών Επαναστατικών Οργανώσεων» και τον τουρκικό της βραχίονα «Το Κόμμα των Λαϊκών Σοβιέτ».

Τα πράγματα, όμως, παίρνουν διαφορετική τροπή με την επικράτηση του Κεμάλ Πασά στον Σαγγάριο ποταμό και την εκδίωξη των ελληνικών στρατευμάτων.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, τόσο το φυλλάδιο του ICC όσο και ο Πωλ Ντυμόν, ιστορικός και καθηγητής της τουρκικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε η ελληνική κομμουνιστική προπαγάνδα στις νίκες του Κεμάλ. Ο Ντυμόν γράφει συγκεκριμένα βασισμένος σε σοβιετική πηγή:

«Οι Έλληνες κομμουνιστές ξεσηκώθηκαν κατά του πολέμου στην Μικρά Ασία, που ξεκίνησε στα μέσα του 1920. Φαίνεται ότι η δραστήρια αντιμιλιταριστική τους προπαγάνδα συνέβαλε σημαντικά στην ήττα των στρατευμάτων που στάλθηκαν στην Ανατολία. Από τα τέλη του 1920 οι λιποταξίες στην ελληνική πλευρά πολλαπλασιάσθηκαν και όπως όλα δείχνουν, ξέσπασε και ένας αριθμός στάσεων στα στρατόπεδα, που βρίσκονταν γύρω από την Σμύρνη. Σύμφωνα με τον Ν. Δημητράτο, αντιπρόσωπο του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος στο Τρίτο Συνέδριο της Κομιντέρν, πάνω από 100.000 «εργάτες και αγρότες» είχαν λιποτακτήσει κατά την διάρκεια των πρώτων δύο ετών του πολέμου. Ο αριθμός αυτός είναι μάλλον υπερβολικός, αλλά παρ’ όλα αυτά δίδει μια κάποια ιδέα για την έκταση του φαινομένου».

Ο συγγραφέας περιγράφει, μεταξύ άλλων, τις κύριες φράξιες του τουρκικού κομμουνισμού της πρώιμης περιόδου, τους Τούρκους «Σπαρτακιστές» και την αριστερή πτέρυγα του τουρκικού κομμουνισμού, αλλά και τις μεταστροφές της σοβιετικής επαναπροσέγγισης με την κεμαλική Τουρκία και την τύχη των Τούρκων Κομμουνιστών: «Θα άξιζε τον κόπο να λέγαμε την ιστορία της (τουρκικής κομμουνιστικής αριστεράς) ως ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα ενός ρεύματος, που όσο το δυνατόν νωρίτερα, είδε τι σημαίνει πραγματικά «αντιιμπεριαλισμός» με την επαναπροσέγγιση της σοβιετικής κυβέρνησης με αστικά καθεστώτα (πάνω απ’ όλα στην Τουρκία και στην Περσία), ενώ οι κομμουνιστές αγωνιστές σε αυτές τις χώρες φυλακίζονταν και εκτελούνταν, και μάλιστα στην περίπτωση της Τουρκίας με σοβιετικά όπλα και χρήματα».

Συσπείρωση Αναρχικώ

Ετικέτες: