ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Ο ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ του Johann Chapoutot Έκδοση ΠΟΛΙΣ

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Σάββατο 8 Ιουνίου 2019 0 comments


Ο συγγραφέας στην Εισαγωγή αναφέρει ότι η αξιόλογη αυτή μελέτη γεννήθηκε από μια απορία, που προέκυψε στην διάρκεια των ερευνών του για τα κινήματα της νεολαίας και την ιδέα της Ευρώπης, όταν παρακινήθηκε να διαβάσει τις ομιλίες του Alfred Rosenberg (επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής του Γ΄ Ράιχ, και υπεύθυνου για την πνευματική και φιλοσοφική παιδεία του Κόμματος και όλων των συναφών οργανισμών των ναζί, συγγραφέας πολλών βιβλίων), ο οποίος διακήρυσσε ότι οι Έλληνες ήταν λαός του Βορρά. Έτσι, ο συγγραφέας ανακαλύπτει ότι αυτό το «παράξενο κειμενικό τεκμήριο» ακολουθούσε, απλά, τον κανόνα του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος, τον οποίο αποτύπωνε ο Hitler στο Mein Kampf, όπου υποστηρίζει ότι υπάρχει «φυλετική ενότητα» ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Γερμανούς, κι ότι αυτούς τους τρεις λαούς ενώνει η ίδια μακραίωνη πάλη.
Ο Johann Chapoutot ισχυρίζεται ότι «για να δικαιολογήσει κανείς αυτούς τους δυσνόητους ισχυρισμούς, μπορεί να ανατρέξει στις μεγαλοστομίες των σύγχρονων του Hitler για τους αιώνες και για τον θρύλο των αιώνων, διαπιστώνοντας ότι, αν κάποιο φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη των ισχυρών, αυτό είναι πράγματι το φάντασμα της κλασσικής αρχαιότητας. Από την Αναγέννηση τουλάχιστον, ένα ρωμαϊκού ύφους οικοδόμημα με κολόνες κοσμημένες με κορινθιακά κιονόκρονα παραπέμπει στην επιβλητική μνήμη της ρωμαϊκής ισχύος, μιας κυριαρχίας βασισμένης στα όπλα και το δίκαιο και πρόθυμα οικουμενιστικής».
Ο Johann Chapoutot παρατηρεί ότι η προσφυγή στο ρωμαϊκό παρελθόν τετριμμένη στην Δύση, αδυνατεί να εκφράσει την υπέρτατη εξουσία παρά μόνο στο λατινικό λεξιλόγιο, αφού για παράδειγμα στην γαλλική γλώσσα ο «αυτοκράτορας», empereur, προέρχεται από το imperator, ενώ στα γερμανικά, ο Kaiser, όπως και ο τσάρος στα ρώσικα, προέρχεται από το ρωμαϊκό Caesar.
O συγγραφέας τονίζει ότι «από τον Καρλομάγνο και μετά όλοι οι διεκδικητές της οικουμενικής κυριαρχίας διαμοίραζαν τα ιμάτια του εκλιπόντος imperium romanum, και όλοι οι ηγέτες –Αυστριακοί, Γάλλοι, Βρετανοί, Ρώσοι, αλλά και νεότεροι Γερμανοί Αυτοκράτορες– ονειρεύονταν ανεξαιρέτως restauratio imperii. Ούτε όμως η Ελλάδα λησμονήθηκε ποτέ, όχι τόσο για τα όπλα όσο για τις λέξεις της. Υπάρχει το ψυχικό συμπλήρωμα, ένεκα της αριστοκρατικής ελληνικής κατατομής και του μεγαλείου της φιλοσοφίας. Είναι πάντα ευπρόσδεκτη μια γλυπτοθήκη, μέσω της οποίας συντελείται η σύνδεση με την δύναμη και την ομορφιά της αρχαίας γλυπτικής. Η φιλελληνική Γερμανία του Φρειδερίκου του Β΄ της Πρωσσίας, του «Κλασικισμού της Βαϊμάρης» και του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας το επιβεβαιώνει, εξυμνώντας επιπλέον, μαζί με την Ελλάδα του Μεσολογγίου την αρχή του έθνους».
Ο Johann Chapoutot υπενθυμίζει ότι η καταφυγή μιας πολιτικής εξουσίας στην ρητορεία ή στο ιστορικό παράδειγμα είναι συχνό φαινόμενo, ιδίως στα ολοκληρωτικά καθεστώτα: «ο Στάλιν παρήγγειλε στον Αϊζενστάιν έναν Αλέξανδρο Νιέφσκι για να προσδώσει ιστορικό βάθος στην ρωσική αντίσταση κατά του γερμανικού ιμπεριαλισμού, κι έπειτα έναν Ιβάν Τρομερό που δείχνει, στα μέσα του 15ου αιώνα, ένα Κρεμλίνο να μάχεται ενάντια στους βογιάρους.
Ο Johann Chapoutot διακρίνει την διεκδίκηση μιας πατρότητας εκ μέρους των Hitler και Rosenberg, όταν χαρακτηρίζουν τους Έλληνες ως «βόρειο λαό», από τις φανταστικές γενεαλογίες, που συναντούμε στα μεσαιωνικά έθνη, όταν οι Γάλλοι μονάρχες έχριζαν γενάρχες τους τον Δαβίδ τον Εβραίο και τον Φραγκίσκο τον Τρώα και Άγγλοι βασιλείς επικαλούνταν ευλαβικά την μνήμη του Βρούτου, συντρόφου του Αινεία: «Αυτός ο σφετερισμός του μύθου των Αρίων, ίδιον ορισμένων κύκλων γλωσσολόγων και ιστορικών στη Γερμανία του 19ου αιώνα, όπου οι Δωριείς της Σπάρτης θεωρούνταν εκ Βορρά ορμώμενοι, συστηματοποιήθηκε και φυλετικοποιήθηκε από τους ναζί, οι οποίοι διακήρυσσαν ότι η Γερμανία ήταν αναπόφευκτα μεγάλη, αφού είχε γεννήσει λαμπρούς πολιτισμούς. Στο εξής –αποφαίνεται ο Rosenberg–, η μίμηση της Αρχαιότητας δεν έχει τίποτα «το επονείδιστο ή το ασύμβατο με την εθνική αξιοπρέπεια», καθώς δεν αποτελεί παρά μια νόμιμη ανάκτηση της ινδογερμανικής κληρονομιάς».
Στην συνέχεια, ο συγγραφέας θυμίζει τα λόγια της Han­nah Arend, που υπογράμμιζε ότι η ολοκληρωτική προπαγάνδα και κατήχηση διακρίνεται από την ριζική περιφρόνησή της για τα γεγονότα ως τέτοια, αφού το ψεύδος του ολοκληρωτικού λόγου «προδίδει τον απώτατο στόχο του για παγκόσμια κατάκτηση, καθώς μόνο σε έναν κόσμο ο οποίος θα ήταν πλήρως ελεγχόμενος θα μπορούσε η ολοκληρωτική διακυβέρνηση να εκπληρώσει όλες τις ψευδείς προφητείες της».
Όμως, η γεωγραφία δεν αρκεί, αφού η ιστορία είναι εκείνη που πρώτα απ’ όλα πρέπει να προσαρτηθεί, να ενταχθεί στην ολοκληρωτική ιδεολογία: «Η κατασκευή ενός πλασματικού κόσμου δεν περιορίζεται στο παρόν, ανασκάπτει και προσβάλλει το παρελθόν, ξεθάβει τους νεκρούς, εκθέτει τα κρανία και τους σκελετούς τους στην σκηνή της επιστήμης, για να τους αποσπάσει τις αποδείξεις, που θα επικυρώσουν τον λόγο ο οποίος παράγει τον πλασματικό κόσμο. Όπως στο 1984 του George Orwell, το παλίμψηστο του παρελθόντος σκαλίζεται επιμελώς, προκειμένου να συμμορφωθεί στο ολοκληρωτικό παρόν. Το παρελθόν επικαιροποιείται».
Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι το ζήτημα της χρήσης της αναφοράς στην κλασσική αρχαιότητα μάς οδηγεί στην καρδιά της κατασκευής του ναζιστικού υποκειμένου από το καθεστώς, που προχωρά στην επανεγγραφή της ιστορίας της φυλής με την ενσωμάτωση σε αυτήν της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, οι οποίες όχι μόνο εμφανίζονται ως συνήγοροι και καθρέπτες των αρετών της, αλλά συμμετέχουν πλήρως στο σχέδιο της κατασκευής του «Νέου Ανθρώπου».
Και πως θα επιτευχθεί το σχέδιο αυτό;
«Η φυσική παραγωγή του αποτελεί αντικείμενο της ευγονικής, της κρατικής ζωοτεχνίας, που θεσπίστηκε από το νέο καθεστώς, το οποίο προάγει μια νέα ηθική και αισθητική του σώματος, βασισμένες όμως σε ένα ελληνικό πρότυπο το οποίο προβάλλεται ως ένδοξο προηγούμενο».
Ο «Νέος Άνθρωπος» αποτελεί το αντικείμενο, σύμφωνα με την προπαγάνδα του καθεστώτος, ενός ψυχολογικού πλασίματος. Και η προπαγάνδα αυτή είναι πολύπλευρη και πολυσχιδής, τόσο ως προς τις μορφές όσο και ως προς τους στόχους της: «καταφεύγει στην τέχνη, στην αφίσα, στην ραδιοφωνική μετάδοση, στις μεγάλες δημόσιες συγκεντρώσεις, στο σύντομο, κοφτό και πανταχού παρόν σλόγκαν, αλλά και στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στα διάφορα όργανα του Κόμματος και στην διδασκαλία που εκπορεύεται από τους θεσμούς».
Έτσι, ο «Νέος Άνθρωπος» δεν μπορεί παρά να κατέχει και μια «νέα ταυτότητα», η οποία θέτει πια το ερώτημα της καταγωγής. Οι θεωρητικοί του καθεστώτος αναλαμβάνουν όχι απλά να απαντήσουν, αλλά να αφηγηθούν την ιστορία της φυλής, την «μεγάλη πορεία» του Βόρειου Ανθρώπου, προικίζοντας τον «Νέο Άνθρωπο» με ένα «νέο παρελθόν».
Επομένως, όπως αποφαίνεται, ο Johann Chapoutot «ο ηρωικός μύθος της φυλής δεν είχε μόνο την λειτουργία συγκρότησης της ταυτότητας, αλλά και μια αποστολή κινητοποίησης: η υπενθύμιση του παρελθόντος είναι ένα κάλεσμα που δεσμεύει, η προέλευση είναι επίσης κατεύθυνση. Η καταγωγή υποχρεώνει και παρηγορεί ταυτόχροναΗ πορεία της φυλής καθιστά τον χρόνο ένα συνεχές: το χρονικό διάνυσμα δεν επιδέχεται ούτε διάκριση ούτε διαίρεση. Σε μια ολική λογική και οντολογική συνέχεια, το παρελθόν παράγει το παρόν, το παρόν γεννά το μέλλον, σύμφωνα με μια άθραυστη κι εύπλαστη αναγκαιότητα, αυτή του φυλετικού ντετερμινισμού, το καλό αίμα είναι αδύνατον να ψεύδεται».
Το καθεστώς γνωρίζει, πώς να διαχύσει αυτή τη νέα θεώρηση της ιστορίας και του παρελθόντος. Η κατασκευή παίρνει σάρκα και οστά στις μεγάλες εκδηλώσεις, όπου σφυρηλατείται η «νέα ταυτότητα». Ο ολοκληρωτικός χώρος, η συνοχή και η ταυτοφωνία συμβάλλουν από κοινού στην μετάδοση.
«Ο λόγος, με την ευρεία έννοια του όρου, είναι εδώ αδιαχώριστος από την πρακτική: η σχέση με την Αρχαιότητα δεν εκφράζεται μόνο με λέξεις αλλά και με πλήθος άλλων διαμεσολαβήσεων, με πρακτικές που αποτελούν όλες τους σκηνοθεσίες, ηχητικές και χωρικές, αυτής της αναφοράς στην Αρχαιότητα, πρακτικές οι οποίες δεν έχουν τίποτα το διακοσμητικό ή καλλωπιστικό, αλλά είναι εξόχως σημαίνουσες: η τοποθέτηση της Αθηνάς στην κεφαλή μιας παρέλασης της γερμανικής τέχνης, η ανέγερση δωρικών ναών στο Μόναχο, τα σχέδια για την οικοδόμηση ενός γιγάντιου Πάνθεου στο Βερολίνο, ο σχεδιασμός ρωμαϊκών λαβάρων για το Κόμμα και τα SS, είναι φαινόμενα διόλου ανώδυνα, τα οποία εκφράζουν τη ρατσιστική ανάκτηση της ελληνικής και ρωμαϊκής ταυτότητας που την έχει προσεταιριστεί η βόρεια φυλή».
Ο Johann Chapoutot, για να ανασυνθέσει τον πλούτο αυτού του συμβολικού συστήματος που η κατασκευή τους ενθαρρύνθηκε αρχικά από την βούληση ενός Κόμματος και στην συνέχεια ενός Κράτους, απευθύνθηκε σε πλήθος πηγών, το οποίο αντιστοιχεί στην ποικιλία των μορφών έκφρασης, αλλά και των θεμάτων που θίγονται σ’ αυτήν την αξιολογότατη μελέτη.
Κλείνοντας την Εισαγωγή, ο συγγραφέας τονίζει την πρόθεσή του να εκθέσει «την οικονομία αυτού του λόγου, αυτής της άλλης ιστορίας, της Αρχαιότητας, μελετώντας τις τρεις λειτουργίες που επιτελούσε για ένα Κόμμα –κι έπειτα για ένα Κράτος– το οποίο ήθελε να πλάσει έναν νέο Άνθρωπο, να συστήσει μια νέα Αυτοκρατορία, να οικοδομήσει μια νέα κοινωνία: τις λειτουργίες της εξύμνησης, του προτύπου και της προφητικής προειδοποίησης».
Ο συγγραφέας χωρίζει την μελέτη σε τρία μέρη, με το πρώτο να τιτλοφορείται Η Προσάρτηση της Αρχαιότητας, το δεύτερο η Μίμηση της Αρχαιότητας και το τρίτο ο Απόηχος της Αρχαιότητας. Κάθε μέρος χωρίζεται με την σειρά του σε αρκετά επιμέρους κεφάλαια και στην ανακεφαλαίωση, ενώ το έργο κλείνει μια Γενική Ανακεφαλαίωση.
Στην Γενική Ανακεφαλαίωση, ο Johann Chapoutot, μεταξύ άλλων, συμπεραίνει ότι «ο εθνικοσοσιαλισμός δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται τόσο να ζήσει, να κάνει να αναπτυχθεί μια πραγματικότητα σε έναν χρόνο όπου θα επιτρέπεται η εξέλιξη, όσο να πεθάνει, ώστε να κερδίσει την αθανασία δημιουργώντας έναν μύθο στη μνήμη […] Αφ’ ης στιγμής η νίκη κατέστη αδύνατη, το ζητούμενο ήταν πλέον η επιβίωση μέσω του μύθου, έστω και αρνητικού μύθου, μιας εκδίωξης από την μνήμη μιας damnation memoriae, που έπληξε ιδίως τα οικοδομήματα του καθεστώτος, κλέη αυτής της νέας Ρώμης που υποτίθεται ότι θα γινόταν η πρωτεύουσα του Ράιχ, η Germania […] Οι Σύμμαχοι αναβιώνουν τη ρωμαϊκή πρακτική της damnation memoriae. Στην Ρώμη, το συμβολικό αντιστάθμισμα της αποθέωσης ήταν μια εξίσου υπερβολική τιμωρία: η εκδίωξη από την μνήμη. Αν ο κυρίαρχος αποδεικνυόταν κακός αυτοκράτορας, καταδικαζόταν αυτομάτως σε εξάλειψη από την μνήμη, σε ολοκληρωτικό θάνατο. Η Σύγκλητος ψήφιζε επίσημα την απάλειψη του ονόματός του, διέταζε να σβηστούν οι νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις που το έφεραν και να διαγραφεί από τις βάσεις των αγαλμάτων και τις αφιερώσεις των μνημείων. Τούτη η εκδίωξη από την μνήμη ανταποκρίνεται ενδεχομένως στις τελευταίες επιθυμίες των εθνικοσοσιαλιστών. Με το να γίνεσαι βδέλυγμα, δεν παύεις να μεγαλύνεσαι. Η damnation memoriae δεν παύει να συνιστά εξύψωση στον μύθο –έστω και αν αυτός ο μύθος είναι αρνητικός– και, με την απουσία που εγκαθιδρύει, απελευθέρωση ενός φαντασιακού χώρου».
Κλείνοντας, θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα ομιλίας του Hitler στο Ράιχσταγκ τον Δεκέμβριο του 1941, πριν δηλαδή ακριβώς 75 χρόνια, το οποίο ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει στο Τρίτο μέρος και στο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται Festunc Europa: Από τα Καταλαυνικά Πεδία (451) στο Στάλινγκραντ, και το οποίο αναφέρεται στην μακραίωνη πάλη σύμφωνα με τους ναζί, (και όχι μόνο…), που διεξάγεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και στο τελευταίο καταφύγιο της ινδογερμανικής φυλής, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους αποτελεί η Ευρώπη.
Η ομιλία αυτή του Hitler πραγματοποιήθηκε μια στιγμή κατά την οποία μια πιθανή νίκη κατά της Σοβιετικής Ένωσης καθιστούσε ορατή τη συγκρότηση του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ, μιας Europa που θα έπαιρνε την σκυτάλη από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία:
«Στα Καταλαυνικά Πεδία οι Ρωμαίοι και οι Γερμανοί εμφανίστηκαν για πρώτη φορά δίπλα δίπλα σε μια αποφασιστική μάχη τεράστιας σημασίας, για να υπερασπιστούν έναν πολιτισμό ο οποίος γεννήθηκε από τους Έλληνες και ακολούθως κατέκτησε μέσω των Ρωμαίων και τους Γερμανούς.
Η Ευρώπη είχε γεννηθεί. Η Δύση αναδύθηκε στην Ελλάδα και στην Ρώμη, και η υπεράσπισή της, ήταν πλέον για πολλούς αιώνες, υπόθεση όχι μόνο των Ρωμαίων, αλλά προπάντων των Γερμανών. Η έννοια την οποία ονομάζουμε Ευρώπη εκδιπλωνόταν πλέον στον χώρο, με τον ίδιο τρόπο που η Δύση, φωτισμένη από τον ελληνικό πολιτισμό, πλήρης από την τεράστια κληρονομιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επεξέτεινε τον χώρο της με τον γερμανικό αποικισμό […] Όπως οι Έλληνες άλλοτε, ενάντια στους Πέρσες, δεν υπερασπίζονταν μόνο την Ελλάδα, όπως οι Ρωμαίοι ενάντια στους Καρχηδόνιους δεν υπερασπίζονταν μόνο την Ρώμη, όπως οι Ρωμαίοι και οι Γερμανοί, ενάντια στους Ούννους, δεν υπερασπίζονταν μόνο τη Δύση […], όπως όλοι στην εποχή τους, υπερασπίζονταν την Ευρώπη, έτσι και η σημερινή Γερμανία δεν μάχεται μόνο για τον εαυτό της, αλλά για όλη την ήπειρο […] Αν το αθάνατο μεγαλείο της Ρώμης συνίσταται στο ότι δημιούργησε και υπεράσπισε κάποτε αυτή την ήπειρο, επαφίεται πλέον στους Γερμανούς να [την] υπερασπιστούν και να την προστατέψουν».
Επρόκειτο, λοιπόν, για τους εκφραστές ή την προσωποποίηση του «υπέρτατου κακού» ή μήπως για τους χαρισματικούς οραματιστές και τους βασικούς συντελεστές των κυριαρχικών σχεδίων του προηγούμενου αιώνα; Άλλωστε, οι αξιοπρόσεκτες ομοιότητες στον λόγο, αλλά και σε τόσες και τόσες πρακτικές με εκείνον των συνεχιστών και πιστών υπηρετών των ίδιων ή παρόμοιων κυριαρχικών σχεδίων, μόνο συμπτωματικές δεν είναι…
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 166, Δεκέμβριος 2016
Ετικέτες: