ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Σπουδές φύλου ή μήπως μια νέα ανθρωπολογία; Του Γιώργου Ρακκά / Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019 0 comments

Σπουδές φύλου ή μήπως μια νέα ανθρωπολογία; - Media
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ιδίως μέσα στη δεκαετία του 2010, το κλίμα στον ακαδημαϊκό χώρο διεθνώς έχει αλλάξει θεματικά. Απομακρύνθηκε κατά πολύ από το μοντέλο που ξέραμε – ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, προαγωγή της κριτικής σκέψης και διαλόγου – και στρατεύτηκε σε νέους δογματισμούς, οι οποίοι καθοδηγήθηκαν από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας.
Οι «Σπουδές φύλου» βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της στράτευσης. Αν και ακαδημαϊκό ρεύμα, σχεδόν απαγορεύεται να το αξιολογήσει κανείς κριτικά, να το αναλύσει και να αναδείξει τις αντινομίες του. Κινδυνεύει να κατηγορηθεί ως «φαλοκράτης σωβινιστής, οπαδός της πατριαρχίας», στον ίδιο τόνο που το γερμανικό NSDAP ή το ΚΚΣΕ στοχοποιούσε τους διαφωνούντες ως «εχθρούς» του Φύρερ ή της σοσιαλιστικής πατρίδας.
Η Μπερενίς Λεβέ, στο βιβλίο της «H Θεωρία του Φύλου», πάει κόντρα σε αυτόν τον νέο μονολιθισμό ψύχραιμα μα αποφασιστικά. Κατ’ αρχάς προβαίνει σε μια απαραίτητη διάκριση που τόσο πολύ λείπει από τη δημόσια συζήτηση όταν συζητάμε τα ζητήματα του φύλου: η κριτική στην κυρίαρχη τάση των σπουδών φύλων δεν συνεπάγεται αυτόματα υπεράσπιση της ανισότητας μεταξύ των ίδιων των φύλων, που πηγάζει από φυσιοκρατικές ή παραδοσιακές αντιλήψεις. Κάθε άλλο• μπορεί να ξεκινάει από την υπεράσπιση της διαφορετικότητάς τους. 
Αυτό που φαίνεται από πρώτης όψεως αντιφατικό, εξηγεί στο βιβλίο της η Λεβέ. Γιατί προβαίνει σε μια υποδειγματική κριτική προσέγγιση της άποψης που επικρατεί στις σπουδές φύλου. Η οποία κηρύττει, όχι την απελευθέρωση των φύλων, αλλά αντίθετα την απελευθέρωση από το φύλο, και συνακόλουθα την αποδόμησή του. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του μεταφεμινιστικού λόγου από τον φεμινιστικό λόγο που αρθρώθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το να αποκαταστήσουμε τη γυναικεία οπτική στην ιστορία, στην οικονομία, την κοινωνιολογία, ήταν ένα αίτημα που παρήγαγε πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις. Για παράδειγμα περί της φύσης της σύγχρονης οικονομίας, που εστιάζει μόνο στην «ανδροκρατική» αντίληψη της αέναης επέκτασης και της κερδοφορίας και υποτιμάει όλες τις λειτουργίες της αναπαραγωγής που πρέπει να επιτελεί ένα οικονομικό σύστημα (την εκπαίδευση, την πρόνοια, τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, ακόμα και τη δημογραφία, καθώς από αυτήν εξαρτάται η αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού). 
Το να χειραφετηθούμε από κάθε έμφυλη οπτική, αντίθετα, είναι ένα αίτημα που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια νέα ανθρωπολογία. Αυτήν ακριβώς περιγράφει η Λεβέ στην κριτική προσέγγιση των «σπουδών φύλου». Πώς συντελείται; Εισάγοντας την άποψη πως το φύλο αποτελεί εξ ολοκλήρου κοινωνική κατασκευή, αποχωρισμένο από τη βιολογική του πραγματικότητα• ότι ορίζεται, ή καλύτερα επιβάλλεται, μέσω των καθιερωμένων κοινωνικών ρόλων με τους οποίους κάθε μια ή κάθε ένας από εμάς εντάσσεται, είτε το θέλει είτε όχι, σε μια κανονικότητα. Η παιδιατρική, η οικογένεια, μετέπειτα το σχολείο, οι έμφυλοι ρόλοι που προβάλλονται σαν πρότυπα μέσα από την κουλτούρα, αποτελούν πράξεις μιας βίαιης ταξινόμησης στη διελκυστίνδα του «ανδρικού» και του «γυναικείου». Ποια είναι η έξοδος; Ο βολονταρισμός της επιθυμίας που θα μας οδηγήσει στην άρνηση αυτών των ρόλων και των επιταγών, εν τέλει στην ανατροπή της κυρίαρχης ταξινόμησης: «Ο άνθρωπος είναι ό,τι θέλει να γίνει» μας λένε, σύμφωνα με τη Λεβέ, οι σπουδές φύλου. 
Αυτή η θεωρητική προσέγγιση, λέει η Λεβέ, έχει τα δικά της «μαύρα κουτιά». Κατ’ αρχάς αναγκάζεται να αποπέμψει την ετεροφυλοφιλία ως «παρέκκλιση», και μαζί με αυτήν να καταγγείλει την αμφιφυλόφιλη επιθυμία. Αν όμως η ανάγκη της γνωριμίας με τον «έμφυλο άλλο» είναι επίπλαστη, μιαν ανάγκη που δεν είναι μόνο σωματική, και στην ένταση που παράγει έχει τροφοδοτήσει και το ανθρώπινο πνεύμα, τις τέχνες και τα γράμματα, τότε από την πίσω πόρτα εισάγεται μιαν επιταγή ομοιομορφίας: Όλοι οι άνθρωποι είναι «ίδιοι». 
Δεύτερον, ο βολονταρισμός της επιθυμίας έρχεται να συναντήσει μια τεχνολογία και μια αγορά που υπόσχεται ακριβώς την υπέρβαση της βιολογικής παραγματικότητας των ανθρώπων, ένα πρόταγμα μάλλον τεχνοφασιστικό. 
Τρίτον, στην ανάγκη της να καταγγείλει κάθε έκφραση της σωματικότητας ως «φυλακή» η άποψη αυτή έρχεται να συναντήσει έναν πολύ παλαιό πουριτανισμό, κι ακόμη, την αυστηρή νοησιαρχία της καθολικής εκκλησίας, που δίδασκε πως το υλικό σώμα του ανθρώπου είναι προϊόν της πτώσης του ανθρώπου.
Το επιχείρημα της Λεβέ δεν εξαντλείται σε αυτά τα σημεία αλλά είναι πολύ πιο πλούσιο, τόσο σε φιλοσοφική πραγμάτευση όσο και σε βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Κυρίως όμως συνηγορεί σε μιαν χειραφέτηση του κριτικού πνεύματος από τους καταναγκασμούς της πολιτικής ορθότητας, την επαναφορά του στους ανοιχτούς ορίζοντες, όπου ναι, ακόμα και η αποδόμηση των ίδιων των αποδομιστών είναι εφικτή και ευκταία. 
Σημασία, βέβαια, έχει και το γιατί γίνεται από τη συγγραφέα. Για να υπερασπιστεί αυτό που ο Εντγκάρ Μορέν αποκαλούσε η «ανθρωπινότητα του ανθρώπου». Το γεγονός ότι ως ον συνιστά μια βιοψυχοκοινωνική ολότητα με τα όρια της βιολογικής, της ψυχολογικής και της κοινωνικής της πτυχής να είναι πάντοτε ακαθόριστα και συγκεχυμένα, τις σχέσεις μεταξύ τους να βρίσκονται σε ταραγμό για να δώσουν αυτή την υπέροχη ατέλεια που ορίζει τον άνθρωπο και που τον καθιστά εν τέλει φιγούρα τραγική, «ταυτοχρόνα άγγελο και διάβολο» καταπώς έλεγε και ένας αγράμματος μα πολύ φιλοσοφημένος… αγωνιστής του 1821. 
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2076 στις 6-6-2019

Ετικέτες: