ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Η δημοκρατία που κινδυνεύει & πλάγιοι (φιλελεύθεροι) σκοποί.

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Παρασκευή 21 Απριλίου 2017 0 comments

(David M. Bowers – Ship of Fools, 24 x 34, oil on linen)

   (Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης, Αθανάσιος Γεωργιλάς, Μιχάλης Θεοδοσιάδης)   
- Τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες μέσω των οποίων η ημιμάθεια και η αμάθεια απειλούν τη δημοκρατία στην Ελλάδα και διεθνώς, περιέγραψε στην διάλεξή του, ο καθηγητής Γιώργος Δερτιλής στο πλαίσιο του 2ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών. Μια γεύση από τον πυρήνα της σκέψης του κ. Δερτιλή μπορεί κανείς να πάρει από το κείμενό του με τίτλο «Η Τυραννία της Αμάθειας», καθώς και από μια πρόσφατη συνέντευξή του.
Το να υποστηρίζει κανείς ότι η δημοκρατία μας απειλείται προϋποθέτει πρώτα -και αυτό είναι το ελάχιστο- την διευκρίνηση, πως το πολίτευμα στο οποίο αναφέρεται ο κ. Δερτιλής δεν είναι άλλο από ένα ταξικό, γραφειοκρατικό, κομματοκρατούμενο μόρφωμα∙ κυριαρχίας μιας απομονωμένης από τον πληθυσμό πολιτικής τάξης, και μόνον ακροθιγώς αντιπροσωπευτικό στην βάση του. Είναι ευρέως διαδεδομένη η σύγχυση που αναπαράγεται διαρκώς, για λόγους ευνόητους -εφησυχασμού του πλήθους- μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών πραγμάτων, δηλαδή ανάμεσα στη δημοκρατία και στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα (κοινοβουλευτισμός). Τέτοιες απόψεις εκφράζονται συστηματικά από καθηγητές, όπως ο κ. Δερτιλής, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τη φιλελεύθερη ιδεολογία. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν τέτοιες προσεγγίσεις, γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί σε εύλογα ερωτηματικά. Στόχος του παρόντος κειμένου, είναι η κριτική αυτών των απόψεων, αλλά και η αναζήτηση των πραγματικών προθέσεων του εν λόγω καθηγητή.
Για τον κ. Δερτιλή το πλήθος των αμαθών και των ανόητων καλύπτει το μισό έως τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος! Δεν μας εξηγείται, βέβαια, τι γίνεται με το υπόλοιπο του εκλογικού σώματος, αλλά και με όσους δεν ψηφίζουν στις εκλογές. Αυτοί οι τελευταίοι ασφαλώς δεν είναι αμελητέα «ποσότητα», δεδομένου ότι η αποχή στις βουλευτικές εκλογές του 2015 διαμορφώθηκε στο 43,91% και το κόμμα που κυβερνάει σήμερα απέκτησε το κυριαρχικό του δικαίωμα από 1.920.000 ψήφους, δηλαδή το 18% του συνόλου του πληθυσμού. Άλλωστε είναι γνωστά τα πολύ υψηλά ποσοστά αποχής από τις εκλογές και σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία.
Ο κ. Δερτιλής εκφέρει την άποψη πως η «δημοκρατία» απειλείται από την διάχυτη αμορφωσιά και την ακρισία, αλλά προφανώς ξεχνάει το γεγονός πως το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού, στις ονομαζόμενες «δημοκρατικές κοινωνίες» του δυτικού κόσμου, βρίσκεται στο ανώτερο επίπεδο, όσο ποτέ πριν. Επομένως ο συναγερμός που εξαπολύει ο κ. Δερτιλής οδηγεί στο εξής παράδοξο: Εάν σήμερα το εκλογικό σώμα μαστίζεται από «αμορφωσιά και ακρισία» τι θα έπρεπε να είχε γίνει με την κατάσταση που επικρατούσε τις δεκαετίες του 1950 ή του 1850 αντίστοιχα; Αν το επίπεδο της μόρφωσης, έτσι όπως το έχει εκτιμήσει ο κ. Δερτιλής, είναι σήμερα τόσο άσχημο, τι να πούμε για εκείνες τις εποχές; Είτε η αντιβασιλεία του Όθωνα δεν έπρεπε εξ αρχής το 1833 (με τον νόμο περί διαιρέσεως των Δήμων), να δώσει το καθολικό δικαίωμα της ψήφου στον ανδρικό πληθυσμό ανεξαρτήτως περιουσίας και μόρφωσης [1], είτε οι νομοθέτες του αντιπροσωπευτικού συστήματος, δεν ένιωσαν τότε να απειλούνται από την «αμορφωσιά και την ακρισία» των Ελλήνων. Πώς συμπεραίνει λοιπόν ο κ. Δερτιλής, καθώς αντικειμενικά σήμερα είμαστε σε καλύτερη κατάσταση, ότι αυτή η αμορφωσιά τώρα αποτελεί πρόβλημα που απειλεί τη δημοκρατία;
H κριτική του Δερτιλή, βέβαια, δεν είναι καταρχάς ένα καινοφανές κατηγορητήριο. Ανέκαθεν το δημοκρατικό φαινόμενο διακρίνεται, ανάλογα με την εποχή και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που του αντιστοιχούν, από μια παράλληλη και αλληλοτροφοδοτούμενη διένεξη αυτών που προκρίνουν την οριζοντιοποίηση της εξουσίας, και όσων διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους πως κάτι τέτοιο θα επιφέρει την συντέλεια του κόσμου και αναρίθμητες συμφορές. Πραγματικά ο ίδιος ο κος Δερτιλής φαίνεται, αρχικά να εναρμονίζεται με την παράδοση της κριτικής της δημοκρατίας, και αναφέρεται σε ονόματα της κλασσικής πόλης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Ξενοφώντας, του ανώνυμου Ψευδο-Ξενοφών και του Αριστοφάνη.
Αξίζει ίσως εδώ να επισημάνουμε πως επί της ουσίας ο κ. Δερτιλής αναμασάει, κάπως κακοχωνεμένα, την παραβολή της Πολιτείας του Πλάτωνα για τον κουφό κυβερνήτη. Αυτόν δηλαδή «που μαζί δεν βλέπει και πολύ καλά και δεν καταλαβαίνει και πολλά πράγματα από ναυτική τέχνη» και τους βλάκες και αμαθείς ναύτες του «που μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και έχει ο καθένας την αξίωση να την πάρει αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχει μάθει την τέχνη και ούτε να μπορεί να πει, μήτε με ποιόν δάσκαλο, μήτε ποιον καιρό την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζει πως αυτό δεν είναι πράγμα που διδάσκεται». [2] Αυτή η παρομοίωση της δημοκρατίας ως «καράβι των ανόητων» έχει αφήσει τέτοια δυνατή εντύπωση σε όσους ασχολούνται με την πολιτική φιλοσοφία που σε όλη την διάρκεια της νεωτερικότητας συναντάμε το μοτίβο αυτό να επαναλαμβάνεται με την πρώτη αφορμή.
Ακόμη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά του στο ζήτημα της παιδείας. Εδώ ο καθηγητής εγκλωβίζεται ξανά στις αντιφάσεις του και στη θολερότητα της σκέψης του. Αποτελεί μυστήριο το ότι δείχνει να μην κατανοεί πως δεν μπορούμε να επιδιώκουμε από την μια ένα σχολείο όλο και πιο φιλελεύθερο και ωφελιμιστικό, ένα σχολείο καριέρας, απαλλαγμένο από τις «άχρηστες γνώσεις» (αυτές που δεν μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν εμπορευματικά), το οποίο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς ως δεξαμενή δημιουργίας εργασιακής δύναμης. Και ταυτόχρονα να καταγγέλλουμε και να χλευάζουμε τα «προϊόντα» αυτού του σχολείου. Δηλαδή τον μέσο «αμαθή και αποβλακωμένο» καταναλωτή και ανίκανο πολίτη, τον εγωιστή ιδιώτη με απολυτήριο λυκείου. Στο σημείο αυτό μας αποκαλύπτεται ο φιλοσοφικός και γνωσιο-θεωρητικός πυρήνας του συλλογισμού του Δερτιλή: τι απαιτεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα; Μορφωμένους, καλλιεργημένους, ενημερωμένους, ενεργούς πολίτες με αίσθημα δικαιοσύνης, κριτικής σκέψης πάνω στα πράγματα, άμεσης άσκησης και θεσμικού ελέγχου των πολιτικών αποφάσεων και των δημοσίων καθηκόντων. Και πώς επιτυγχάνουμε κατά τον Δερτιλή πρακτικά ένα τέτοιο εγχείρημα; Μα με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων Διαμαντοπούλου προκειμένου να πιάσουμε εκείνα τα ποσοστά του ΟΟΣΑ ώστε να πλησιάσουμε τα ποσοστά της Γαλλίας, της Αγγλίας ή της Γερμανίας, χώρες άλλωστε με αξιοζήλευτο πολιτικό σύστημα και ακόμη πιο αξιολάτρευτο εκλογικό σώμα. Τα παραπάνω είναι, σε μεγάλο βαθμό, όπως και ο ίδιος ο κος Δερτιλής σύμπτωμα μιας κατάστασης που κατά τ’άλλα στηλιτεύει. Αποπνέουμε μεν ευρωπαϊκό αέρα, αλλά δεν μπορούμε και να αποτάξουμε πλήρως την «κακομοιριά» του μέσου νοικοκυραίου για το ότι «δεν υπάρχει κράτος» να επιβάλλει μια τάξη σ’ αυτή τη ενοχλητική δικτατορία των αμόρφωτων.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι μια από τις βασικές αντιφάσεις της φιλελεύθερης σκέψης, είναι ότι μιλά συνεχώς για μια αόριστη ελευθερία πολιτικής δράσης, ενώ στην πραγματικότητα ο πυρήνας της βασίζεται στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του δόγματος της μη εναλλακτικής (T.I.N.A.). Δόγμα που για να επικρατήσει ήταν απαραίτητος ο αποκλεισμός των πολιτών από την πολιτική συμμετοχή και η συνεπακόλουθη πολιτική τους ανεπάρκεια.
Για τον Rolf Buchi [3] η θεωρία των κατεστημένων-αποκλεισμένων ομάδων περιγράφει την σχέση μεταξύ ανεπάρκειας και πολιτικού αποκλεισμού με αντίθετο τρόπο, η αποτροπή της πρόσβασης στην πολιτική συμμετοχή δημιουργεί την πολιτική ανεπάρκεια. Ο αποκλεισμός των πολιτών από την πολιτική συμμετοχή, αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αμιγώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως κοινωνικού σχηματισμού. H εικόνα της ανεπάρκειας επιτρέπει την δικαιολόγηση του πολιτικού  αποκλεισμού των «κοινών πολιτών» ακριβώς λόγω της πολιτικής τους ανεπάρκειας. Παρά την όποια εκπαίδευση σχετικά με την δημοκρατία, η κατασκευή της πολιτικής ανεπάρκειας θα συνεχίζει να υφίσταται όσο επικρατεί η θεσμοθετημένη κατηγορική ανισότητα μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Επίσης σε μία αμιγώς κοινοβουλευτική δημοκρατία, η πρόσβαση των ατόμων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων αποκλείεται, όχι λόγω της έλλειψης πολιτικών ικανοτήτων ή επάρκειας των ξεχωριστών ατόμων, αλλά επειδή ανήκουν στην ομάδα αυτή των ανθρώπων οι οποίοι έχουν κατηγοριοποιηθεί ως «κοινοί πολίτες». Το ερώτημα αν πράγματι οι πολίτες είναι πολιτικά ανεπαρκείς ή όχι, δεν έχει κανένα νόημα εντός του συγκεκριμένου πλαισίου. Το σημαντικό ερώτημα εδώ είναι το εξής: «κάτω από ποιες συνθήκες, νιώθουν οι πολιτικοί την ανάγκη και είναι επίσης ικανοί να παρουσιάσουν και να συμπεριφερθούν στους πολίτες ως ανεπαρκείς αποκλεισμένους»[4]
Σε μεγάλο βαθμό οι θέσεις του κ. Δερτιλή αναβιώνουν τη βασική επιχειρηματολογία του 20ου αιώνα που συνοψίζεται στην εξής φράση: «η καλύτερη κατάσταση του λαού είναι να τον εξουσιάζουν». Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Schumpeter στο Capitalism, Socialism and Democracy (1942), όπου εκεί διαπιστώνοντας την θελκτική δύναμη της διαφήμισης [5] και των τεχνικών μέσων χειραγώγησης έθετε το ερώτημα εάν μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι πολίτες ήταν πλέον ικανοί να διαγνώσουν ορθές κρίσεις για την άσκηση της πολιτικής. Επομένως, κατέληγε ο ίδιος, το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να εκλέγουν μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια αυτούς που θα τους εξουσιάζουν. Βέβαια ο κ. Δερτιλής με το άρθρο του ασκεί έμμεση κριτική στον Schumpeter, «αν οι εκλογείς θεωρούνται ανίκανοι να εκφέρουν λογικές κρίσεις γύρω από τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, γιατί τότε θα έπρεπε να θεωρούνται ικανοί να διαμορφώνουν γνώμη γύρω από τις εναλλακτικές ομάδες ηγετών;» (David Held). Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως ο καθηγητής πάει τη θέση του Schumpeter ένα βήμα παραπέρα: «Οι πολίτες όχι μόνο είναι ανίκανοι να ασκούνε πολιτική, αλλά και να επιλέγουν τους ηγέτες τους». Δεδομένου ότι κατά τον καθηγητή ζούμε την «Τυραννία των Αμαθών και τη «Δικτατορία των Ημιμαθών», ίσως ήρθε πράγματι καιρός να γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου πίσω στο 1788 μ.Χ.
Στην αμάθεια και την απουσία κριτικής αγωγής αποδίδει ο κ. Δερτιλής την εξήγηση για την ανικανότητα του κράτους να προβεί στην απαραίτητη «αναδιοργάνωση και μεταρρύθμιση» της πολιτείας, που θα έβγαζε την ελληνική κοινωνία από τον ζόφο του πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού τέλματος. Επιπλέον για τον κ. Δερτιλή οι αμαθείς και οι ανόητοι δεν ευθύνονται μόνο για την περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και για τις παγκόσμιες φυγόκεντρες τάσεις προς τον λαϊκισμό και τους επικίνδυνους δημαγωγούς ηγέτες. Έτσι η «δημοκρατία» κινδυνεύει σήμερα γιατί το δικαίωμα ψήφου νέμονται αδαείς και άκριτοι πολίτες, οι οποίοι εκλέξανε στις ΗΠΑ τον αναξιόπιστο Ντόναλντ Τραμπ και αύριο ενδέχεται να κάνουν το ίδιο στην Γαλλία εκλέγοντας την Μαρί Λεπέν. Έτσι όμως αποκρύπτεται το σημαντικό γεγονός, ότι στην εποχή μας τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα βρίσκονται σε κρίση όχι μόνο γιατί χαρακτηρίζονται από απουσία δημοκρατίας, αλλά γιατί παρουσιάζουν ένα τεράστιο έλλειμμα αντιπροσώπευσης, σε σημείο να ονομάζονται μετακοινοβουλευτικά (ή με τον αδόκιμο, κατά τη γνώμη μας, όρο «μεταδημοκρατικά» του Βρετανού κοινωνιολόγου Colin Crouch).
Αν πάρουμε τα όσα υποστηρίζει ο κ. Δερτιλής στην ονομαστική τους αξία, αναγκαστικά θα καταλήξουμε στον τερατώδη παραλογισμό πως για να προστατευτεί η «δημοκρατία» από τους «αμαθείς και ανόητους» οφείλουμε να επιστρέψουμε στις προτάσεις του 1818, που διατυπώθηκαν από τον θεμελιωτή του αγγλικού φιλελευθερισμού Jeremy Bentham, για ένα αντιπροσωπευτικό σώμα αποκλειστικά από οικογενειάρχες και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή κατόχους ακαδημαϊκών τίτλων∙ εξορίζοντας από το εκλογικό δικαίωμα, εκτός των γυναικών, όσους είναι κάτω των 30 ετών και δεν έχουν συγκεκριμένο φορολογικό εισόδημα να επιδείξουν, τους αναλφάβητους και όσους αποδεδειγμένα δεν είναι «υγιείς στο πνεύμα τους» [6], δηλαδή με τους όρους της εποχής μας τουλάχιστον τα 3/4 της κοινωνίας. [7]
Ο κ. Δερτιλής όμως κατηγορηματικά αποκλείει από την μεριά του κάθε διάθεση αμφισβήτησης του θεμελίου της δημοκρατίας∙ μάλιστα στη συνέντευξη που αναφέραμε [8] παραδέχεται ότι «η Δημοκρατία είναι το καλύτερο από τα πολιτεύματα που ο άνθρωπος έχει επινοήσει και εφαρμόσει μέχρι στιγμής», δυστυχώς η δήλωσή του αυτή έρχεται σε αντίφαση με την αναπαραγωγή της αρχέτυπης κριτικής που υιοθετεί κατά του δήμου, θεωρώντας τον αδαή, αμόρφωτο και ανίκανο να κυβερνήσει τον εαυτό του. Ξοδεύοντας σαφώς λιγότερες λέξεις και αντιφάσεις, θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει τις θέσεις του κ. Δερτιλή στην ακόλουθη παράγραφο:
«Δυο είναι οι μάστιγες από τις οποίες κινδυνεύει η δημοκρατία. Η πρώτη ονομάζεται τυραννία της πλειοψηφίας, και η δεύτερη τυραννία της αμάθειας. Από αυτές τις κοινωνικές πληγές, αναβλύζει ένα δύσοσμο κοσμοβριθές πύον. Οι επιμολυντικοί παράγοντες του οποίου εξαπλώνουν το γαγγραινώδες νόσημα. Το πολίτευμα σε σήψη και ύστατη ελπίδα εκείνο το πανάρχαιας επινόησης μείγμα αντιβιοτικών που εξολοθρεύει όχι μόνον τα συμπτώματα, αλλά και τα αίτια. Δηλαδή τους ανθρώπους, και τους  πολλούς, και τους αμαθείς».
Με την καταφυγή του στον εντυπωσιακό και προβοκατόρικο λόγο, μπορεί ο καθηγητής να προκάλεσε και να μαγνήτισε επάνω του τις κεραίες της δημοσιογραφίας, πράγμα που δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως κολάκευσε τον ακαδημαϊκό του ναρκισσισμό, ταυτόχρονα όμως υπονόμευσε την ουσία της ανάλυσής του και τον εποικοδομητικό χαρακτήρα που ενδεχομένως θα μπορούσε να είχε για το δημόσιο διάλογο. Περισσότερο έναν παλαιοκομματικό λόγο μας θύμισε, με διάχυτα στοιχεία ελιτισμού, παρά μια ανοιχτή και αντικειμενική ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας. Θα προσθέταμε μάλιστα ότι τέτοιες οπτικές δικαιώνουν όσους υποστηρίζουμε ότι οι χειρότεροι αντίπαλοι της δημοκρατίας, είναι εκείνοι που την «ατενίζουν» συνεχώς μέσα από τη φιλελεύθερη λούπα τους. Καθώς είναι πιο έντιμο να δηλώνει κανείς ανοιχτά ότι είναι ολιγαρχικών πεποιθήσεων, παρά να κρύβεται, ο ίδιος και οι επιδιώξεις του, πίσω από τον όρο δημοκρατία.
Σε αντιπαράθεση με τα παραπάνω αξίζει να θυμηθούμε: α) την τραγικότητα της δημοκρατίας του Κορνήλιου Καστοριάδη (η οποία μας θυμίζει πως η τρέλα και η παραφροσύνη δεν δαμάζονται από κανένα καθεστώς, όσο κατασταλτικό και αν είναι αυτό, όσο φιλελεύθερο, ορθολογικό και προοδευτικό και αν υπαινίσσεται ότι είναι), β) τις εξηγήσεις του Μακιαβέλι, που μας ενημερώνει ότι τα λάθη των βασιλιάδων και των μοναρχών είναι περισσότερα από αυτά των λαών (πράγμα που αναιρεί τον αντιδημοκρατικό φιλελεύθερο δημοφοβικό λόγο), καθώς και γ) την ευθύνη του υποταγμένου για τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ας κρατήσουμε από τον Φλωρεντίνο φιλόσοφο αυτό το μήνυμα ως μια αχτίδα ελπίδας για μια διαφορετική προσέγγιση πάνω στην πολιτική, πέρα από ιδεολογίες και σχήματα. Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, να χτίσουμε έναν πολιτικό λόγο απαλλαγμένο από την υποκρισία και την ωραιοποίηση της δυστυχίας. Είναι ένα μήνυμα για κάθε άνθρωπο που επιθυμεί τη δημοκρατία, το πολίτευμα που παρότι δεν αποτελεί επίγειο παράδεισο, μπορεί να καταστεί πολύ πιο ανθρώπινο από ότι ο φιλελεύθερος τεχνοοικονομισμός. [9]
Καταλήγοντας, για εμάς η διαιώνιση της κατηγορίας περί αμάθειας, ανικανότητας, μετριότητας και ανευθυνότητας δεν οδηγεί πουθενά, δηλαδή δεν δημιουργεί καν τις συνθήκες προτροπής που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάποια βελτίωση και μια δημοκρατική προοπτική. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι οι άνθρωποι είναι όντα προσαρμοστικά και ο βαθμός αυτής τους της προσαρμογής είναι απρόβλεπτος, αλλά και συχνά εντυπωσιακός. Είναι αλήθεια ότι έχει προβληθεί με άπειρους τρόπους ένας μέσος άνθρωπος και μια μέση οικογένεια που θυμίζει εκείνη την ανόητη και μικροαστική της σειράς «Married with Children», που ταυτόχρονα χλευάζει αλλά και διαμορφώνει συνειδήσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι καθρέπτης κάθε κοινωνίας ανά τον δυτικό κόσμο. Οι άνθρωποι προσαρμοζόμαστε και όταν τα ζητήματα «έρχονται» κοντά μας, τα καταλαβαίνουμε και μπορούμε να αποφασίσουμε. Το ζητούμενο επομένως δεν είναι κυρίως πώς ως πολίτες θα μπορούσαμε να γίνουμε καλύτεροι και συνετοί δίχως κεντρική καθοδήγηση από πεφωτισμένους ινστρούκτορες και κομματικές πρωτοπορίες, αλλά ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουμε συνετοί και υπεύθυνοι, όταν και εάν αρχίσουμε να συμμετέχουμε στη λήψη των αποφάσεων. Όταν δηλαδή κάνουμε άρση του πολιτικού μας αποκλεισμού. Για εμάς το μεγάλο στοίχημα σήμερα βασίζεται κυρίως στο πώς θα μπορούσε να δομηθεί μια ελκυστική πρόταση και ένας άλλος πολιτικός λόγος, που θα πείσει ότι τα πολιτικά ζητήματα πρέπει να τα φέρουμε κοντά μας, αναπολώντας, κατά κάποιο τρόπο, τον κόσμο της πόλεως, μ ‘έναν σύγχρονο, εκλεπτυσμένο και ρεαλιστικό τρόπο.
———————– / ———————–
[1] Ο Π. Αργυρόπουλος αναφέρει μάλιστα πως ο νόμος Περί διαιρέσεως σε δήμους έδινε το δικαίωμα στους αγράμματους όχι μόνο να ψηφίζουν αλλά και να εκλέγονται μέλη του δημοτικού συμβουλίου, πάρεδροι και δήμαρχοι. Αργυρόπουλος Π., Δημοτική διοίκηση Εν Ελλάδι, 1843. Το ίδιο επισημαίνει και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Γεραγάς στο βιβλίο του Ερμηνεία του νόμου περί δήμων και κοινοτήτων, 1929 «η αγραμματοσύνη δεν αποτελεί λόγον μη εκλογιμότητας εις τα αξιόματα ταύτα», σελ.87.
[2] Πλάτωνας, Πολιτεία στ. 488, μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη.
[5] «Ο Schumpeter βάλει άμεσα κατά της ίδιας της φύσης της «λαϊκής βούλησης». Στηριγμένος στις θεωρίες της ψυχολογίας του πλήθους, καθώς και σε παρατηρήσεις πάνω στην επιτυχία της διαφήμισης να διαμορφώνει τις προτιμήσεις των καταναλωτών, ο Schumpeter υπογράμμισε ότι η «λαϊκή βούληση» είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα με ελάχιστα ή και καθόλου αυτοτελή ή ορθολογική βάση. Η περίπτωση της διαφήμισης είναι αποκαλυπτική. Η αναντίρρητη ικανότητα των διαφημιστών να δημιουργούν «ανάγκες» για νέα προϊόντα και να αναβιώνουν το ενδιαφέρον για τα παλιά φανερώνει ότι οι «ατομικές» επιθυμίες και επιλογές επηρεάζονται και χειραγωγούνται.» David Held, Μοντέλα δημοκρατίας, σελ.209, εκδόσεις Πολύτροπον.
[6] Αναφερόμαστε στις είκοσι έξι προτάσεις Resolutions on Parliamentary Reform του 1818, αναφέρεται από τον Μάκφερσον στο Ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, 1977, σελ 43, εκδ. Γνώση.
[7] Ο Γιώργος Αγγελόπουλος ανέφερε πως το 1830 στο Λονδίνο ο «Lord Mayor» εκλέγονταν μόλις από 30.000 εκλογείς στο σύνολο του πληθυσμού , Περί τοπικής διοικήσεως εν Ελλάδι εν συγκρίσει προς την Γαλλία και την Αγγλία, 1879, Αθηνησι εκ του τυπογραφείου της Παλιγγενεσίας.
[9] Βλ. «Σκέψεις πάνω στον Machiavelli», του Μιχάλη Θεοδοσιάδη.
Αναρτήθηκε στις: 17 Απριλίου 2017