"Η συγκρότηση ενός τέτοιου κόμματος- κινήματος περνάει μέσα όχι από ανακύκλωση, ούτε από συγκολλήσεις γραφειοκρατών αλλά από μια σύνθεση δράσης στο επίπεδο πρωτοποριών στελεχών και οργανωμένων μαζικών χώρων. Τα σημερινά κόμματα δεν μπορούν και δεν αρκούν αλλά περιλαμβάνουν πρόσωπα και δυνάμεις με εν δυνάμει καταλυτικό ρόλο. Δεν μας αξίζει και κυρίως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε ως κοινωνία υπό τις παρούσες συνθήκες για πολύ ακόμα. Δεν είναι ακαδημαϊκό θέμα: είναι το ένστικτο επιβίωσης εκείνο το οποίο πρέπει να μας καθοδηγήσει".
"Η συγκρότηση ενός τέτοιου κόμματος- κινήματος περνάει μέσα όχι από ανακύκλωση, ούτε από συγκολλήσεις γραφειοκρατών αλλά από μια σύνθεση δράσης στο επίπεδο πρωτοποριών στελεχών και οργανωμένων μαζικών χώρων. Τα σημερινά κόμματα δεν μπορούν και δεν αρκούν αλλά περιλαμβάνουν πρόσωπα και δυνάμεις με εν δυνάμει καταλυτικό ρόλο. Δεν μας αξίζει και κυρίως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε ως κοινωνία υπό τις παρούσες συνθήκες για πολύ ακόμα. Δεν είναι ακαδημαϊκό θέμα: είναι το ένστικτο επιβίωσης εκείνο το οποίο πρέπει να μας καθοδηγήσει".
ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΣΤΟ ΒΙΛΝΙΟΥΣ Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης και το αίτημα των ευρωπαϊκών εθνών-και της Ελλάδας. Οι εικόνες από το Βίλνιους, με χιλιάδες Λιθουανούς να αποκλείουν τα κτίρια του κοινοβουλίου καταγγέλλοντας ότι η χώρα τους μετατρέπεται σε φυλάκιο των Βρυξελλών και όχι σε κυρίαρχο κράτος, δεν είναι ένα τοπικό επεισόδιο. Είναι σύμπτωμα. Και μάλιστα ενός βαθέως ευρωπαϊκού ρήγματος που πλέον γίνεται ορατό παντού.Από τις αγροτικές εξεγέρσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο, μέχρι την κοινωνική αποσύνδεση στη Νότια Ευρώπη και τη διάχυτη δυσπιστία στους θεσμούς, οι λαοί της Ευρώπης δεν εξεγείρονται επειδή «απέρριψαν την Ευρώπη», αλλά επειδή έπαψαν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν. Δεν αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μια πολιτική κοινότητα, αλλά ότι υπόκεινται σε έναν μηχανισμό διαχείρισης που αποφασίζει ερήμην τους.Αυτό που υποχωρεί δεν είναι η ιδέα της ευρωπαϊκής συνεργασίας, αλλά αυτό που ονομάσαμε ευρωπαϊκή περσόνα: μια τεχνοκρατική, αποπολιτικοποιημένη ταυτότητα που μιλά εντελώς υποκριτικά στο όνομα «αξιών», αλλά λειτουργεί μέσω μη εκλεγμένων κέντρων, παρουσιάζοντας κρίσιμες αποφάσεις ως αναπόφευκτες. Μια ανήθικη περσόνα που ζητά συμμόρφωση αντί για συμμετοχή και πειθαρχία αντί για συναίνεση.Η ευρωπαϊκή περσόνα δεν καταρρέει επειδή οι λαοί έγιναν ακροδεξιοί ή γενικώς ακραίοι. Καταρρέει επειδή αποσυνδέθηκε από την εμπειρία της ζωής τους.Για την Ελλάδα, αυτή η κρίση δεν είναι αφηρημένη. Είναι βιωμένη. Ξεκίνησε με τα Μνημόνια, όταν η χώρα μετατράπηκε σε εργαστήριο επιτροπείας, με αποφάσεις που λαμβάνονταν εκτός δημοκρατικού ελέγχου και παρουσιάζονταν ως «μονόδρομος». Εκεί εμπεδώθηκε η ιδέα ότι η εθνική κυριαρχία είναι παρωχημένη και η δημοκρατία διακοσμητική.Ακολούθησε μια δεκαετία κοινωνικής αποδόμησης, απαξίωσης των θεσμών και εκπαίδευσης της κοινωνίας στην αίσθηση της ανημπόριας. Και αυτή η πορεία κορυφώθηκε στα Τέμπη, όταν η κατάρρευση ενός βασικού δημόσιου αγαθού -της ασφάλειας- αποκάλυψε με τον πιο τραγικό τρόπο το πραγματικό κόστος της διαρκούς διαχείρισης χωρίς ευθύνη.Όμως, αυτή η λογική δεν γεννήθηκε στα Τέμπη. Δοκιμάστηκε και κανονικοποιήθηκε κατά την Πανδημία. Τότε, αντί η εξουσία να λογοδοτήσει για τις διαχρονικές ανεπάρκειες του συστήματος υγείας, επένδυσε πρωτίστως στην επιτήρηση: πρόστιμα, απαγορεύσεις, αστυνομική παρουσία, πιστοποιητικά, πειθαρχικά μέτρα.Το μοτίβο είναι το ίδιο: όταν το κράτος αποτυγχάνει δομικά, μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στην κοινωνία. Έτσι συγκροτείται σταδιακά ένα κράτος επιτήρησης, όχι ως εξαίρεση αλλά ως κανονικότητα. Ένα κράτος που απουσιάζει προληπτικά εκεί όπου πρέπει να προστατεύσει ζωές και εμφανίζεται κατασταλτικά εκεί όπου πρέπει να περιορίσει τη φωνή της κοινωνίας.Πίσω από όλα αυτά όμως διαφαίνεται κάτι βαθύτερο: μια υπαρξιακή κρίση της ίδιας της Ευρώπης. Η Ευρώπη μοιάζει να έχει χάσει το νόημα της ύπαρξής της ως πολιτικής και ηθικής κοινότητας και να έχει εγκλωβιστεί σε έναν τεχνοκρατικό αυτοματισμό χωρίς όραμα, χωρίς αφήγημα, χωρίς δημοκρατικό κέντρο βάρους και με άλλοθι διάφορα δικαιωματιστικά παυσίπονα. Συμβολικά μπορούμε να φανταστούμε μια Ευρώπη χωρίς το "Ευ". Μια Ευρώπη απονοηματοδημένη. Οι λαοί της Ευρώπης, από τη Λιθουανία μέχρι την Ελλάδα, δεν ζητούν κατ’ ανάγκη επιστροφή στο έθνος-κράτος του παρελθόντος. Ζητούν κάτι πιο στοιχειώδες: να μην παρασυρθούν μαζί της σε μια ολοσχερή παρακμή νοήματος, δημοκρατίας και ζωής. Να παραμείνουν ζωντανά πολιτικά υποκείμενα, ικανά να ελέγχουν την εξουσία που αποφασίζει στο όνομά τους.Ιστορικά, κάθε φορά που ένα υπερεθνικό μόρφωμα μπαίνει σε υπαρξιακή κρίση χάνει συνοχή, χάνει ηθική νομιμοποίηση, χάνει ικανότητα επιβολής ενιαίας γραμμής. Και με την έννοια αυτή η σημερινή Ευρώπη δεν έχει κοινό πολιτικό δήμο, δεν έχει κοινή κοινωνική αφήγηση, δεν έχει κοινή στρατηγική ούτε όραμα για το μέλλον-παρεκτός κι αν θεωρεί κανείς όραμα τον παρανοειδή ιδεασμό ενός πολέμου ενάντια στη Ρωσία. Ως εκ τούτου αυτό μειώνει αντικειμενικά τη δυνατότητά της Ευρώπης να επιβάλλει πειθαρχία με την ίδια αυτοπεποίθηση όπως την περίοδο 2010–2015. Για χώρες όπως η Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι το περιβάλλον γίνεται λιγότερο ασφυκτικό, όχι όμως και ελεύθερο. Δεδομένου ότι η μνημονιακή επιτροπεία δεν στηρίχθηκε μόνο σε οικονομικούς μηχανισμούς και σε θεσμική βία, αλλά και στη συναίνεση των ελίτ, στην εσωτερίκευση της ήττας από την κοινωνία και στην αφήγηση «δεν υπάρχει εναλλακτική», σήμερα αυτή η αφήγηση ραγίζει πανευρωπαϊκά, αμφισβητείται από κοινωνίες και χάνει το ηθικό της κύρος.Κάτι τέτοιο ανοίγει πολιτικό χώρο, ένα παράθυρο ευκαιρίας, όχι όμως για όποιον απλώς περιμένει. Αλλά για όποιον έχει σχέδιο και υποκείμενο.Η Ελλάδα έχει δύο πιθανά μονοπάτια μέσα σε αυτή την κρίσηα). Την γνώριμη παθητική προσαρμογή, η Ελλάδα που παραμένει «καλός μαθητής», απλώς αλλάζει επιτηρητές και μετατρέπει την επιτροπεία σε «συνεργασία» κατ’ όνομα.β). Ενεργή αναδιαπραγμάτευση κυριαρχίαςΜόνο αν η κοινωνία μπει στην πολιτική, υπάρξει λαϊκή νομιμοποίηση, τεθεί ζήτημα Δικαιοσύνης, ασφάλειας, λογοδοσίας, εθνικής κυριαρχίας και Δημοκρατίας ως ενιαίο πακέτο.Τότε η Ελλάδα μπορεί να αυξήσει βαθμούς εθνικής ανεξαρτησίας,να επαναδιεκδικήσει θεσμικό χώρο, να πάψει να λειτουργεί ως «πειραματόζωο». Όχι με μια "εφηβική" σύγκρουση τύπου 2015, αλλά με ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα». Είναι μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού ρήγματος. Εκφράζει την απαίτηση η κοινωνία να επιστρέψει στην πολιτική, η Δικαιοσύνη να πάψει να είναι υπόσχεση και η Δημοκρατία να πάψει να είναι διαδικαστικό περίβλημα.Το Κίνημα των Τεμπών δεν ξεκίνησε ως αντιευρωπαϊκό, δεν ξεκίνησε ως εθνικιστικό, δεν ξεκίνησε ως κομματικό.Ξεκίνησε ως αίτημα ζωής και δικαιοσύνης. Και ακριβώς γι’ αυτόαγγίζει τον πυρήνα της μνημονιακής επιτροπείας, αποκαλύπτει την αποσύνδεση θεσμών–κοινωνίας και επαναφέρει το ερώτημα: ποιος κυβερνά και για ποιον.Και βέβαια, αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο για ένα σύστημα επιτήρησης από έναν καθαρά ιδεολογικό λόγο.Συνεπώς η κρίση αυτή της Ευρώπης είναι ευκαιρία και κίνδυνος. Όπως κάθε υπαρξιακή κρίση ανοίγει χώρο χειραφέτησης, αλλά και χώρο αυταρχισμού. Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει δικό της λαϊκό σχέδιο, δεν ανασυγκροτήσει την έννοια της κυριαρχίας δημοκρατικά, δεν συνδέσει εθνική ανεξαρτησία με δικαιοσύνη και κοινωνική συνοχή, τότε η επιτροπεία δεν θα φύγει, απλώς θα αλλάξει μορφή.Από το Βίλνιους στα Τέμπη, αυτό που αναδύεται δεν είναι χάος. Είναι ένα αίτημα. Η Ευρώπη να ξαναγίνει κοινότητα λαών και όχι μηχανισμός επιτήρησης. Αν αυτό το αίτημα συνεχίσει να αγνοείται, τότε η κρίση δεν θα είναι απλώς θεσμική.Θα είναι υπαρξιακή. Και αυτή τη φορά, δεν θα αφορά μόνο την Ελλάδα.Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης ανοίγει ιστορικό παράθυρο για χώρες όπως η Ελλάδα. Αλλά δεν το ανοίγει από μόνη της, δεν το χαρίζει, δεν το εγγυάται.Το παράθυρο θα το ανοίξει μόνο μια κοινωνία που επιστρέφει στην πολιτική, που μετατρέπει το τραύμα (Μνημόνια–Τέμπη) σε συλλογική αξίωση κυριαρχίας, και που δεν ζητά απλά μια ηρωϊκή «έξοδο», αλλά αξιοπρέπεια μέσα στην Ιστορία.Αλλιώς, η κρίση της Ευρώπης θα μας παρασύρει στη δύσης της Δύσης, αντί να μας απελευθερώσει.
--------
ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΣΤΟ ΒΙΛΝΙΟΥΣ
Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης και το αίτημα των ευρωπαϊκών εθνών-και της Ελλάδας.
Οι εικόνες από το Βίλνιους, με χιλιάδες Λιθουανούς να αποκλείουν τα κτίρια του κοινοβουλίου καταγγέλλοντας ότι η χώρα τους μετατρέπεται σε φυλάκιο των Βρυξελλών και όχι σε κυρίαρχο κράτος, δεν είναι ένα τοπικό επεισόδιο. Είναι σύμπτωμα. Και μάλιστα ενός βαθέως ευρωπαϊκού ρήγματος που πλέον γίνεται ορατό παντού.
Από τις αγροτικές εξεγέρσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο, μέχρι την κοινωνική αποσύνδεση στη Νότια Ευρώπη και τη διάχυτη δυσπιστία στους θεσμούς, οι λαοί της Ευρώπης δεν εξεγείρονται επειδή «απέρριψαν την Ευρώπη», αλλά επειδή έπαψαν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν. Δεν αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μια πολιτική κοινότητα, αλλά ότι υπόκεινται σε έναν μηχανισμό διαχείρισης που αποφασίζει ερήμην τους.
Αυτό που υποχωρεί δεν είναι η ιδέα της ευρωπαϊκής συνεργασίας, αλλά αυτό που ονομάσαμε ευρωπαϊκή περσόνα: μια τεχνοκρατική, αποπολιτικοποιημένη ταυτότητα που μιλά εντελώς υποκριτικά στο όνομα «αξιών», αλλά λειτουργεί μέσω μη εκλεγμένων κέντρων, παρουσιάζοντας κρίσιμες αποφάσεις ως αναπόφευκτες. Μια ανήθικη περσόνα που ζητά συμμόρφωση αντί για συμμετοχή και πειθαρχία αντί για συναίνεση.
Η ευρωπαϊκή περσόνα δεν καταρρέει επειδή οι λαοί έγιναν ακροδεξιοί ή γενικώς ακραίοι. Καταρρέει επειδή αποσυνδέθηκε από την εμπειρία της ζωής τους.
Για την Ελλάδα, αυτή η κρίση δεν είναι αφηρημένη. Είναι βιωμένη. Ξεκίνησε με τα Μνημόνια, όταν η χώρα μετατράπηκε σε εργαστήριο επιτροπείας, με αποφάσεις που λαμβάνονταν εκτός δημοκρατικού ελέγχου και παρουσιάζονταν ως «μονόδρομος». Εκεί εμπεδώθηκε η ιδέα ότι η εθνική κυριαρχία είναι παρωχημένη και η δημοκρατία διακοσμητική.
Ακολούθησε μια δεκαετία κοινωνικής αποδόμησης, απαξίωσης των θεσμών και εκπαίδευσης της κοινωνίας στην αίσθηση της ανημπόριας. Και αυτή η πορεία κορυφώθηκε στα Τέμπη, όταν η κατάρρευση ενός βασικού δημόσιου αγαθού -της ασφάλειας- αποκάλυψε με τον πιο τραγικό τρόπο το πραγματικό κόστος της διαρκούς διαχείρισης χωρίς ευθύνη.
Όμως, αυτή η λογική δεν γεννήθηκε στα Τέμπη. Δοκιμάστηκε και κανονικοποιήθηκε κατά την Πανδημία. Τότε, αντί η εξουσία να λογοδοτήσει για τις διαχρονικές ανεπάρκειες του συστήματος υγείας, επένδυσε πρωτίστως στην επιτήρηση: πρόστιμα, απαγορεύσεις, αστυνομική παρουσία, πιστοποιητικά, πειθαρχικά μέτρα.
Το μοτίβο είναι το ίδιο: όταν το κράτος αποτυγχάνει δομικά, μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στην κοινωνία. Έτσι συγκροτείται σταδιακά ένα κράτος επιτήρησης, όχι ως εξαίρεση αλλά ως κανονικότητα. Ένα κράτος που απουσιάζει προληπτικά εκεί όπου πρέπει να προστατεύσει ζωές και εμφανίζεται κατασταλτικά εκεί όπου πρέπει να περιορίσει τη φωνή της κοινωνίας.
Πίσω από όλα αυτά όμως διαφαίνεται κάτι βαθύτερο: μια υπαρξιακή κρίση της ίδιας της Ευρώπης. Η Ευρώπη μοιάζει να έχει χάσει το νόημα της ύπαρξής της ως πολιτικής και ηθικής κοινότητας και να έχει εγκλωβιστεί σε έναν τεχνοκρατικό αυτοματισμό χωρίς όραμα, χωρίς αφήγημα, χωρίς δημοκρατικό κέντρο βάρους και με άλλοθι διάφορα δικαιωματιστικά παυσίπονα. Συμβολικά μπορούμε να φανταστούμε μια Ευρώπη χωρίς το "Ευ". Μια Ευρώπη απονοηματοδημένη.
Οι λαοί της Ευρώπης, από τη Λιθουανία μέχρι την Ελλάδα, δεν ζητούν κατ’ ανάγκη επιστροφή στο έθνος-κράτος του παρελθόντος. Ζητούν κάτι πιο στοιχειώδες: να μην παρασυρθούν μαζί της σε μια ολοσχερή παρακμή νοήματος, δημοκρατίας και ζωής. Να παραμείνουν ζωντανά πολιτικά υποκείμενα, ικανά να ελέγχουν την εξουσία που αποφασίζει στο όνομά τους.
Ιστορικά, κάθε φορά που ένα υπερεθνικό μόρφωμα μπαίνει σε υπαρξιακή κρίση χάνει συνοχή, χάνει ηθική νομιμοποίηση, χάνει ικανότητα επιβολής ενιαίας γραμμής. Και με την έννοια αυτή η σημερινή Ευρώπη δεν έχει κοινό πολιτικό δήμο, δεν έχει κοινή κοινωνική αφήγηση, δεν έχει κοινή στρατηγική ούτε όραμα για το μέλλον-παρεκτός κι αν θεωρεί κανείς όραμα τον παρανοειδή ιδεασμό ενός πολέμου ενάντια στη Ρωσία.
Ως εκ τούτου αυτό μειώνει αντικειμενικά τη δυνατότητά της Ευρώπης να επιβάλλει πειθαρχία με την ίδια αυτοπεποίθηση όπως την περίοδο 2010–2015. Για χώρες όπως η Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι το περιβάλλον γίνεται λιγότερο ασφυκτικό, όχι όμως και ελεύθερο.
Δεδομένου ότι η μνημονιακή επιτροπεία δεν στηρίχθηκε μόνο σε οικονομικούς μηχανισμούς και σε θεσμική βία, αλλά και
στη συναίνεση των ελίτ, στην εσωτερίκευση της ήττας από την κοινωνία και στην αφήγηση «δεν υπάρχει εναλλακτική», σήμερα αυτή η αφήγηση ραγίζει πανευρωπαϊκά, αμφισβητείται από κοινωνίες και χάνει το ηθικό της κύρος.
Κάτι τέτοιο ανοίγει πολιτικό χώρο, ένα παράθυρο ευκαιρίας, όχι όμως για όποιον απλώς περιμένει. Αλλά για όποιον έχει σχέδιο και υποκείμενο.
Η Ελλάδα έχει δύο πιθανά μονοπάτια μέσα σε αυτή την κρίση
α). Την γνώριμη παθητική προσαρμογή, η Ελλάδα που παραμένει «καλός μαθητής», απλώς αλλάζει επιτηρητές και μετατρέπει την επιτροπεία σε «συνεργασία» κατ’ όνομα.
β). Ενεργή αναδιαπραγμάτευση κυριαρχίας
Μόνο αν η κοινωνία μπει στην πολιτική, υπάρξει λαϊκή νομιμοποίηση, τεθεί ζήτημα Δικαιοσύνης, ασφάλειας, λογοδοσίας, εθνικής κυριαρχίας και Δημοκρατίας ως ενιαίο πακέτο.
Τότε η Ελλάδα μπορεί να αυξήσει βαθμούς εθνικής ανεξαρτησίας,
να επαναδιεκδικήσει θεσμικό χώρο, να πάψει να λειτουργεί ως «πειραματόζωο». Όχι με μια "εφηβική" σύγκρουση τύπου 2015, αλλά με ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα». Είναι μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού ρήγματος. Εκφράζει την απαίτηση η κοινωνία να επιστρέψει στην πολιτική, η Δικαιοσύνη να πάψει να είναι υπόσχεση και η Δημοκρατία να πάψει να είναι διαδικαστικό περίβλημα.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν ξεκίνησε ως αντιευρωπαϊκό, δεν ξεκίνησε ως εθνικιστικό, δεν ξεκίνησε ως κομματικό.
Ξεκίνησε ως αίτημα ζωής και δικαιοσύνης. Και ακριβώς γι’ αυτό
αγγίζει τον πυρήνα της μνημονιακής επιτροπείας, αποκαλύπτει την αποσύνδεση θεσμών–κοινωνίας και επαναφέρει το ερώτημα: ποιος κυβερνά και για ποιον.
Και βέβαια, αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο για ένα σύστημα επιτήρησης από έναν καθαρά ιδεολογικό λόγο.
Συνεπώς η κρίση αυτή της Ευρώπης είναι ευκαιρία και κίνδυνος. Όπως κάθε υπαρξιακή κρίση ανοίγει χώρο χειραφέτησης, αλλά και χώρο αυταρχισμού.
Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει δικό της λαϊκό σχέδιο, δεν ανασυγκροτήσει την έννοια της κυριαρχίας δημοκρατικά,
δεν συνδέσει εθνική ανεξαρτησία με δικαιοσύνη και κοινωνική συνοχή, τότε η επιτροπεία δεν θα φύγει, απλώς θα αλλάξει μορφή.
Από το Βίλνιους στα Τέμπη, αυτό που αναδύεται δεν είναι χάος. Είναι ένα αίτημα. Η Ευρώπη να ξαναγίνει κοινότητα λαών και όχι μηχανισμός επιτήρησης. Αν αυτό το αίτημα συνεχίσει να αγνοείται, τότε η κρίση δεν θα είναι απλώς θεσμική.
Θα είναι υπαρξιακή. Και αυτή τη φορά, δεν θα αφορά μόνο την Ελλάδα.
Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης ανοίγει ιστορικό παράθυρο για χώρες όπως η Ελλάδα. Αλλά δεν το ανοίγει από μόνη της, δεν το χαρίζει, δεν το εγγυάται.
Το παράθυρο θα το ανοίξει μόνο μια κοινωνία που επιστρέφει στην πολιτική, που μετατρέπει το τραύμα (Μνημόνια–Τέμπη) σε συλλογική αξίωση κυριαρχίας, και που δεν ζητά απλά μια ηρωϊκή «έξοδο», αλλά αξιοπρέπεια μέσα στην Ιστορία.
Αλλιώς, η κρίση της Ευρώπης θα μας παρασύρει στη δύσης της Δύσης, αντί να μας απελευθερώσει.
--------
Τα Χριστούγεννα είναι το νικητήριο παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των Άλλων, η ζεϊμπεκιά των άτακτων ψυχών. Τα Χριστούγεννα είναι ένας καημός. Ένας νταλκάς, που δεν καταλαγιάζει μ’ όλα τα μελομακάρονα. Μια πίκρα για ό,τι όνειρο ματαιώθηκε οριστικά, μα εσύ χρωστάς -ένας θεός ξέρει σε ποιον- πεισματικά και γεννάς κάθε πρωΐ κι ένα καινούργιο.Τα Χριστούγεννα ζητούν απλά περίσσευμα μαγκιάς! Πολύ περισσότερο, η «μαγεία» των Χριστουγέννων δεν είναι στο να δώσεις, όπως προτείνουν οι μελό συναισθηματικούρες, δηλαδή στο να αγοράσεις και να δώσεις, αλλά στο να δοθείς!Εδώ έγκειται και η συστημική επικινδυνότητα τους.Τα Χριστούγεννα είναι ένα παιδί που χορεύει κάπου εντός σου ένα μακρύ ζεϊμπέκικο και που και που, εκεί, καθώς οι τραγουδιστές παίρνουν μια ανάσα, σου φωνάζει:
Τα Χριστούγεννα είναι το νικητήριο παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των Άλλων, η ζεϊμπεκιά των άτακτων ψυχών.
Τα Χριστούγεννα είναι ένας καημός. Ένας νταλκάς, που δεν καταλαγιάζει μ’ όλα τα μελομακάρονα. Μια πίκρα για ό,τι όνειρο ματαιώθηκε οριστικά, μα εσύ χρωστάς -ένας θεός ξέρει σε ποιον- πεισματικά και γεννάς κάθε πρωΐ κι ένα καινούργιο.
Τα Χριστούγεννα ζητούν απλά περίσσευμα μαγκιάς!
Πολύ περισσότερο, η «μαγεία» των Χριστουγέννων δεν είναι στο να δώσεις, όπως προτείνουν οι μελό συναισθηματικούρες, δηλαδή στο να αγοράσεις και να δώσεις, αλλά στο να δοθείς!
Εδώ έγκειται και η συστημική επικινδυνότητα τους.
Τα Χριστούγεννα είναι ένα παιδί που χορεύει κάπου εντός σου ένα μακρύ ζεϊμπέκικο και που και που, εκεί, καθώς οι τραγουδιστές παίρνουν μια ανάσα, σου φωνάζει:
Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥΘρησκευτικότητα, Πατρίδα, Οικογένεια και το Ρήγμα των ΤεμπώνΦαίνεται πως υπάρχουν κάποιες ιστορικές στιγμές όπου μια κοινωνία δεν συγκρούεται απλώς για πολιτικές επιλογές, αλλά για κάτι βαθύτερο, για το τι θεωρεί Ιερό.Δεν πρόκειται απλώς για διαφωνία ή ταξική σύγκρουση. Πρόκειται για σύγκρουση κοσμοαντιλήψεων.Όταν μιλάμε για το Ιερό εδώ, δεν μιλάμε για θεοκρατία, ούτε για εθνικισμό, ούτε για πατριαρχικά σχήματα εξουσίας.Μιλάμε για τρεις θεμελιώδεις άξονες νοήματος που κάθε κοινωνία χρειάζεται για να σταθεί όρθια. Δηλαδή:α) Υπαρξιακή θρησκευτικότητα / πνευματικότητα, όχι ως δόγμα εξουσίας, αλλά ως τρόπος να νοηματοδοτείς τον πόνο, τον θάνατο, τη θυσία, τη δικαιοσύνη.β)Έθνος / Πατρίδα: όχι ως αποκλεισμός του Άλλου, αλλά ως ιστορική συνέχεια, συλλογική μνήμη, κοινή ευθύνη.γ) Οικογένεια: όχι ως καταναγκαστική κανονικότητα, αλλά ως πρωτογενής δεσμός φροντίδας, απώλειας και ευθύνης.Αυτά τα τρία δεν είναι «συντηρητικά κατάλοιπα».Είναι προ-πολιτικά θεμέλια κάθε κοινωνικής συνοχής.Ένα ισχυρό ρεύμα της σύγχρονης, μεταφιλελεύθερης, "Αριστεράς" και Δεξιάς αντιμετωπίζει και τα τρία με καχυποψία ή και εχθρότητα. Θεωρεί τη θρησκευτικότητα/πνευματικότητα ως ανορθολογισμό, το έθνος ως ακροδεξιά ολίσθηση, την οικογένεια ως φορέα καταπίεσης. Το αποτέλεσμα είναι μια ριζική αποϊεροποίηση της δημόσιας ζωής της οποίας τα συμπτώματα βιώνονται στο πετσί όλων μας.Η πολιτική μετατρέπεται σε τεχνική διαχείριση(management), η δικαιοσύνη σε διαδικασία, η κοινωνία σε πληθυσμό προς διοίκηση και η ανθρώπινη ύπαρξη σε αριθμό. Με τον τρόπο αυτό εκείνο που απομένει είναι ένα κενό νοήματος, καλυμμένο με όρους όπως «πρόοδος», «εκσυγχρονισμός», «ορθολογικότητα» κλπ. Κάτι σαν κουραμπιές χωρίς "γέμιση", πασπαλισμένος με μπόλικη ζάχαρη-για να κρατήσουμε και το "πνεύμα" των ημερών. Το Κίνημα των Τεμπών γεννήθηκε ακριβώς από το έγκλημα των Τεμπών όπου συμπυκνώθηκε η ολοσχερής απο-ιεροποίηση της ζωής και του θανάτου. Και γι' αυτό το Κίνημα των Τεμπών αποκάλυψε το κουκουλωμένο αυτό κενό νοήματος. Όχι γιατί πρότεινε κάποιο πρόγραμμα, αλλά γιατί επανέφερε την αναγκαιότητα του Ιερού στον δημόσιο χώρο.Μίλησε για νεκρά παιδιά, όχι για «αστοχίες συστημάτων». Μίλησε για ευθύνη, όχι γενικώς για «διαχρονικές παθογένειες». Μίλησε για αλήθεια, όχι για ισορροπίες λέγοντας όλα αυτά που δεν έλεγε κανείς "θεσμικός". Και το έκανε χωρίς κομματική διαμεσολάβηση.Αυτό λοιπόν είναι το ρήγμα. Η πολιτική ξαναγίνεται ηθική πράξη και όχι διαχείριση.Γι' αυτό και η Καρυστιανού ενοχλεί τόσο πολύ. Γιατί ενσαρκώνει, τόσο με τον λόγο της αλλά και με τη ζώσα μαρτυρία της οδύνης της, και τους τρεις άξονες του Ιερού που η κυρίαρχη νεοφιλελέ αφήγηση έχει απορρίψει. Μιλά με θρησκευτική γλώσσα πένθους και μνήμης, όχι με αποστειρωμένο ορθολογισμό.Μιλά ως μέλος μιας πατρίδας που απαιτεί κυριαρχία και δικαιοσύνη, όχι ως διαχειριστικό παράρτημα.Μιλά πρωτίστως ως μάνα, δηλαδή ως μέλος οικογένειας.Και εδώ αγγίζουμε το πιο ευαίσθητο σημείο.Ακολουθώντας τη σκέψη της Hannah Arendt -που διέκρινε καθαρά ανάμεσα στη vita privata (οικογένεια, φροντίδα, ζωή) και τη vita activa (δημόσια πράξη, πολιτική)- μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος των σύγχρονων κοινωνιών, είναι όταν η πολιτική αποκόπτεται από τη ζωή και γίνεται απλή διοίκηση.Και αυτό ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα.Η Καρυστιανού κάνει το «απαράδεκτο». Φέρνει τη vita privata -τη μάνα που έχασε παιδί της- μέσα στη vita activa, χωρίς φίλτρα, χωρίς ρόλους, χωρίς άδεια. Δηλαδή, η ιδιωτική ζωή εισβάλει με ορμή στη δημόσια ζωή και αναμοχλεύει τη θεσμική ψευτο-ησυχία της. Και αυτό διαλύει τα ιδεολογικά σχήματα.Γιατί η απώλεια ενός παιδιού δεν αποδομείται, δεν σχετικοποιείται, δεν ενσωματώνεται.Γι’ αυτό και κατά κάποιο τρόπο η οικογένεια ενοχλεί περισσότερο από το έθνος. Γιατί το έθνος μπορεί εν τέλει να γίνει θεωρία, η μάνα όχι.Στο πρόσωπο της μάνας Καρυστιανού η ζωή εισβάλλει και πάλι στην πολιτική. Η αλήθεια είναι πως περάσαμε πολλά χρόνια σαν μια κοινωνία χωρίς Ιερό. Είναι ίσως αυτό που ψιθυρίζει ο Λαός μας "δεν έχουν ιερό και όσιο". Και μια κοινωνία χωρίς Ιερό δεν πενθεί πραγματικά, δεν θυμάται ουσιαστικά, δεν διεκδικεί βαθιά.Συνεπώς η αποκατάσταση του Ιερού δεν είναι οπισθοδρόμηση.Είναι προϋπόθεση δημοκρατίας.Αποκατάσταση του Ιερού σημαίνει πολιτική που ξανασυνδέεται με τη ζωή, δικαιοσύνη που δεν εξαντλείται σε διαδικασίες, κοινωνία που δεν ντρέπεται για τις ρίζες της.Επομένως, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι «επικίνδυνο» επειδή είναι λαϊκό.Είναι επικίνδυνο γιατί θυμίζει ότι η πολιτική ξεκινά από τον άνθρωπο, η δικαιοσύνη από τη μνήμη και η ελευθερία από το νόημα.Το Κίνημα των Τεμπών είναι επικίνδυνο για το Σύστημα γιατί απαιτεί την επανα-σύνδεση της vita privata με τη vita activa, μια σύνδεση που τόσο ευφυώς ο Καπιταλισμός απέκοψε. Το Κίνημα των Τεμπών είναι επικίνδυνο για το Σύστημα γιατί επιχειρεί την αποκατάσταση του Ιερού, όχι ως μια επιστροφή της κοινωνίας στο παρελθόν αλλά ως όρος για να υπάρξει μέλλον.Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα καθώς θέλαμε να καθαριστούμε από τα εθνικιστικά κατάλοιπα της χούντας "πετάξαμε το μωρό μαζί με το νερό του μπάνιου". Πετάξαμε την βαθιά υπαρξιακή πνευματικότητα, πετάξαμε τη φροντίδα της οικογένειας, πετάξαμε τη συλλογική μας μνήμη και την ταυτότητα, τη συνέχεια του Τόπου, πετάξαμε την Ιερότητα της ζωής και του θανάτου. Και η αποκατάσταση αυτή, η εκ νέου Ιεροποίηση της Ζωής, είναι το κύριο πρόταγμα της νέας Μεταπολίτευσης όπως αυτή αιτείται από το κίνημα των Τεμπών.Στη φωτο πίνακας του αείμνηστου Θέμη Τσιρώνη "Ο Άη Λαός".
Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ
Θρησκευτικότητα, Πατρίδα, Οικογένεια και το Ρήγμα των Τεμπών
Φαίνεται πως υπάρχουν κάποιες ιστορικές στιγμές όπου μια κοινωνία δεν συγκρούεται απλώς για πολιτικές επιλογές, αλλά για κάτι βαθύτερο, για το τι θεωρεί Ιερό.
Δεν πρόκειται απλώς για διαφωνία ή ταξική σύγκρουση. Πρόκειται για σύγκρουση κοσμοαντιλήψεων.
Όταν μιλάμε για το Ιερό εδώ, δεν μιλάμε για θεοκρατία, ούτε για εθνικισμό, ούτε για πατριαρχικά σχήματα εξουσίας.
Μιλάμε για τρεις θεμελιώδεις άξονες νοήματος που κάθε κοινωνία χρειάζεται για να σταθεί όρθια.
Δηλαδή:
α) Υπαρξιακή θρησκευτικότητα / πνευματικότητα, όχι ως δόγμα εξουσίας, αλλά ως τρόπος να νοηματοδοτείς τον πόνο, τον θάνατο, τη θυσία, τη δικαιοσύνη.
β)Έθνος / Πατρίδα: όχι ως αποκλεισμός του Άλλου, αλλά ως ιστορική συνέχεια, συλλογική μνήμη, κοινή ευθύνη.
γ) Οικογένεια: όχι ως καταναγκαστική κανονικότητα, αλλά ως πρωτογενής δεσμός φροντίδας, απώλειας και ευθύνης.
Αυτά τα τρία δεν είναι «συντηρητικά κατάλοιπα».
Είναι προ-πολιτικά θεμέλια κάθε κοινωνικής συνοχής.
Ένα ισχυρό ρεύμα της σύγχρονης, μεταφιλελεύθερης, "Αριστεράς" και Δεξιάς αντιμετωπίζει και τα τρία με καχυποψία ή και εχθρότητα. Θεωρεί τη θρησκευτικότητα/πνευματικότητα ως ανορθολογισμό, το έθνος ως ακροδεξιά ολίσθηση, την οικογένεια ως φορέα καταπίεσης.
Το αποτέλεσμα είναι μια ριζική αποϊεροποίηση της δημόσιας ζωής της οποίας τα συμπτώματα βιώνονται στο πετσί όλων μας.
Η πολιτική μετατρέπεται σε τεχνική διαχείριση(management), η δικαιοσύνη σε διαδικασία, η κοινωνία σε πληθυσμό προς διοίκηση και η ανθρώπινη ύπαρξη σε αριθμό.
Με τον τρόπο αυτό εκείνο που απομένει είναι ένα κενό νοήματος, καλυμμένο με όρους όπως «πρόοδος», «εκσυγχρονισμός», «ορθολογικότητα» κλπ. Κάτι σαν κουραμπιές χωρίς "γέμιση", πασπαλισμένος με μπόλικη ζάχαρη-για να κρατήσουμε και το "πνεύμα" των ημερών.
Το Κίνημα των Τεμπών γεννήθηκε ακριβώς από το έγκλημα των Τεμπών όπου συμπυκνώθηκε η ολοσχερής απο-ιεροποίηση της ζωής και του θανάτου.
Και γι' αυτό το Κίνημα των Τεμπών αποκάλυψε το κουκουλωμένο αυτό κενό νοήματος.
Όχι γιατί πρότεινε κάποιο πρόγραμμα, αλλά γιατί επανέφερε την αναγκαιότητα του Ιερού στον δημόσιο χώρο.
Μίλησε για νεκρά παιδιά, όχι για «αστοχίες συστημάτων». Μίλησε για ευθύνη, όχι γενικώς για «διαχρονικές παθογένειες». Μίλησε για αλήθεια, όχι για ισορροπίες λέγοντας όλα αυτά που δεν έλεγε κανείς "θεσμικός". Και το έκανε χωρίς κομματική διαμεσολάβηση.
Αυτό λοιπόν είναι το ρήγμα. Η πολιτική ξαναγίνεται ηθική πράξη και όχι διαχείριση.
Γι' αυτό και η Καρυστιανού ενοχλεί τόσο πολύ. Γιατί ενσαρκώνει, τόσο με τον λόγο της αλλά και με τη ζώσα μαρτυρία της οδύνης της, και τους τρεις άξονες του Ιερού που η κυρίαρχη νεοφιλελέ αφήγηση έχει απορρίψει.
Μιλά με θρησκευτική γλώσσα πένθους και μνήμης, όχι με αποστειρωμένο ορθολογισμό.
Μιλά ως μέλος μιας πατρίδας που απαιτεί κυριαρχία και δικαιοσύνη, όχι ως διαχειριστικό παράρτημα.
Μιλά πρωτίστως ως μάνα, δηλαδή ως μέλος οικογένειας.
Και εδώ αγγίζουμε το πιο ευαίσθητο σημείο.
Ακολουθώντας τη σκέψη της Hannah Arendt -που διέκρινε καθαρά ανάμεσα στη vita privata (οικογένεια, φροντίδα, ζωή) και τη vita activa (δημόσια πράξη, πολιτική)- μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος των σύγχρονων κοινωνιών, είναι όταν η πολιτική αποκόπτεται από τη ζωή και γίνεται απλή διοίκηση.
Και αυτό ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Η Καρυστιανού κάνει το «απαράδεκτο». Φέρνει τη vita privata -τη μάνα που έχασε παιδί της- μέσα στη vita activa, χωρίς φίλτρα, χωρίς ρόλους, χωρίς άδεια. Δηλαδή, η ιδιωτική ζωή εισβάλει με ορμή στη δημόσια ζωή και αναμοχλεύει τη θεσμική ψευτο-ησυχία της.
Και αυτό διαλύει τα ιδεολογικά σχήματα.
Γιατί η απώλεια ενός παιδιού δεν αποδομείται, δεν σχετικοποιείται, δεν ενσωματώνεται.
Γι’ αυτό και κατά κάποιο τρόπο η οικογένεια ενοχλεί περισσότερο από το έθνος. Γιατί το έθνος μπορεί εν τέλει να γίνει θεωρία, η μάνα όχι.
Στο πρόσωπο της μάνας Καρυστιανού η ζωή εισβάλλει και πάλι στην πολιτική.
Η αλήθεια είναι πως περάσαμε πολλά χρόνια σαν μια κοινωνία χωρίς Ιερό. Είναι ίσως αυτό που ψιθυρίζει ο Λαός μας "δεν έχουν ιερό και όσιο".
Και μια κοινωνία χωρίς Ιερό δεν πενθεί πραγματικά, δεν θυμάται ουσιαστικά, δεν διεκδικεί βαθιά.
Συνεπώς η αποκατάσταση του Ιερού δεν είναι οπισθοδρόμηση.
Είναι προϋπόθεση δημοκρατίας.
Αποκατάσταση του Ιερού σημαίνει πολιτική που ξανασυνδέεται με τη ζωή, δικαιοσύνη που δεν εξαντλείται σε διαδικασίες, κοινωνία που δεν ντρέπεται για τις ρίζες της.
Επομένως, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι «επικίνδυνο» επειδή είναι λαϊκό.
Είναι επικίνδυνο γιατί θυμίζει ότι η πολιτική ξεκινά από τον άνθρωπο, η δικαιοσύνη από τη μνήμη και η ελευθερία από το νόημα.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι επικίνδυνο για το Σύστημα γιατί απαιτεί την επανα-σύνδεση της vita privata με τη vita activa, μια σύνδεση που τόσο ευφυώς ο Καπιταλισμός απέκοψε.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι επικίνδυνο για το Σύστημα γιατί επιχειρεί την αποκατάσταση του Ιερού, όχι ως μια επιστροφή της κοινωνίας στο παρελθόν αλλά ως όρος για να υπάρξει μέλλον.
Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα καθώς θέλαμε να καθαριστούμε από τα εθνικιστικά κατάλοιπα της χούντας "πετάξαμε το μωρό μαζί με το νερό του μπάνιου". Πετάξαμε την βαθιά υπαρξιακή πνευματικότητα, πετάξαμε τη φροντίδα της οικογένειας, πετάξαμε τη συλλογική μας μνήμη και την ταυτότητα, τη συνέχεια του Τόπου, πετάξαμε την Ιερότητα της ζωής και του θανάτου.
Και η αποκατάσταση αυτή, η εκ νέου Ιεροποίηση της Ζωής, είναι το κύριο πρόταγμα της νέας Μεταπολίτευσης όπως αυτή αιτείται από το κίνημα των Τεμπών.
Στη φωτο πίνακας του αείμνηστου Θέμη Τσιρώνη "Ο Άη Λαός".
Κάθε χρονιά, όλο και πιο πολύ, τα Χριστούγεννα μου μοιάζουν μ' ένα άδειο κέλυφος, ένα κέλυφος δίχως ψαχνό. Σαν Χριστούγεννα δίχως Χριστό και δίχως καμιά γέννα. Και γι' αυτό ίσως φτιασιδώνεται, κάθε χρονιά, η θεαματική τους συσκευασία. Κάτι σαν ένα αδειανό πακέττο, τυλιγμένο σε γυαλιστερή συσκευασία, που η αρχική χαρά του ανοίγματος του συνοδεύεται πάντα από την ματαίωση της διαπίστωσης του κενού.Όμως εγώ επιμένω να βλέπω πως οι πόλεις φωτίζονται για να κρύψουν τα σκοτάδια μας. Τα στολίδια μας θαμπώνουν ίσα για να κρύψουν την οδύνη μας. Οι κάθε λογής βουλιμίες μας απλά ανακουφίζουν προσωρινά την συναισθηματική μας απομόνωση. Κι οι γιορταστικές παρέες γίνονται ευκαιρίες συνάντησης μονάχα των οθονών μας. Αν το καλοσκεφτείς μονάχα οι οθόνες μας είναι συνδεδεμένες. Οι άνθρωποι παραμένουμε ασύνδετοι, άσχετοι, σαν χελώνες κλεισμένοι μέσα στα καβούκια μας. Κάποια μελλοντική γενιά θα παρατηρεί έκπληκτη τα Χριστούγεννα σε κάποιο φουτουριστικό μουσείο. Τι κάναν στον εαυτό τους αυτοί οι μαλάκες, θα σκέφτονται οι πιτσιρικάδες του μέλλοντος. Κι ίσως δεν είναι τόσο το πρόβλημα στην αποθέωση της κατανάλωσης των ημερών. Είναι κυρίως σ' αυτό που κρύβεται κάτω από την κατανάλωση, σ' αυτό που η κατανάλωση ανακουφίζει.Δηλαδή στην υπαρξιακή οδύνη που τα "άδεια" Χριστούγεννα από την μια ανακουφίζουν προσωρινά κι από την άλλη -ακριβώς επειδή είναι "άδεια"- πιστοποιούν και επιβεβαιώνουν. Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει πια το πνεύμα τους και ξέπεσαν σε μια γιορταστική διεκπεραίωση. Είναι που τα Χριστούγεννα έγιναν κάτι σαν φιλάνθρωπος τουρισμός στην ανάγκη του Άλλου. Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει την όποια ψυχικά αναστάσιμη δυναμική τους κι έγιναν το πληκτικό birthday party ενός σκοτωμένου Θεού. Είναι που τα Χριστούγεννα συντελούνται πλέον ως ανθρωποθυσία στον ιερό τόπο, στη γεννέθλια γη, της Παλαιστίνης. Ίσως γι' αυτό τα Χριστούγεννα να πρέπει να οριστούν πλέον ως η γιορτή της απομόνωσης! Να έχουμε μια Παγκόσμια Ημέρα της Μοναξιάς του δυτικού κόσμου στις 25 του Δεκέμβρη.Μέσα σ' όλο αυτό το μουντό κλίμα της ανέραστης γιορτής κρατώ μονάχα μια "τραγική αισιοδοξία": ότι, παρ΄όλα αυτά, αργά ή γρήγορα, μπορεί και τώρα, αυτή τη στιγμή, κάποια παιδιά να βρούν το χαμένο νήμα της Γιορτής. Θα πετάξουν στην άκρη τις φανταχτερές γιρλάντες και τα πλαστικά συναισθήματα, θα αγκαλιαστούν και θα πουν ο ένας στον άλλο "σ΄ αγαπώ" με τον ίδιο τρόπο που ειπώθηκε κάποτε πριν δυο χιλιάδες τόσα χρόνια.
Κάθε χρονιά, όλο και πιο πολύ, τα Χριστούγεννα μου μοιάζουν μ' ένα άδειο κέλυφος, ένα κέλυφος δίχως ψαχνό.
Σαν Χριστούγεννα δίχως Χριστό και δίχως καμιά γέννα.
Και γι' αυτό ίσως φτιασιδώνεται, κάθε χρονιά, η θεαματική τους συσκευασία.
Κάτι σαν ένα αδειανό πακέττο, τυλιγμένο σε γυαλιστερή συσκευασία, που η αρχική χαρά του ανοίγματος του συνοδεύεται πάντα από την ματαίωση της διαπίστωσης του κενού.
Όμως εγώ επιμένω να βλέπω πως οι πόλεις φωτίζονται για να κρύψουν τα σκοτάδια μας.
Τα στολίδια μας θαμπώνουν ίσα για να κρύψουν την οδύνη μας.
Οι κάθε λογής βουλιμίες μας απλά ανακουφίζουν προσωρινά την συναισθηματική μας απομόνωση.
Κι οι γιορταστικές παρέες γίνονται ευκαιρίες συνάντησης μονάχα των οθονών μας.
Αν το καλοσκεφτείς μονάχα οι οθόνες μας είναι συνδεδεμένες.
Οι άνθρωποι παραμένουμε ασύνδετοι, άσχετοι, σαν χελώνες κλεισμένοι μέσα στα καβούκια μας.
Κάποια μελλοντική γενιά θα παρατηρεί έκπληκτη τα Χριστούγεννα σε κάποιο φουτουριστικό μουσείο.
Τι κάναν στον εαυτό τους αυτοί οι μαλάκες, θα σκέφτονται οι πιτσιρικάδες του μέλλοντος.
Κι ίσως δεν είναι τόσο το πρόβλημα στην αποθέωση της κατανάλωσης των ημερών. Είναι κυρίως σ' αυτό που κρύβεται κάτω από την κατανάλωση, σ' αυτό που η κατανάλωση ανακουφίζει.
Δηλαδή στην υπαρξιακή οδύνη που τα "άδεια" Χριστούγεννα από την μια ανακουφίζουν προσωρινά κι από την άλλη -ακριβώς επειδή είναι "άδεια"- πιστοποιούν και επιβεβαιώνουν.
Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει πια το πνεύμα τους και ξέπεσαν σε μια γιορταστική διεκπεραίωση.
Είναι που τα Χριστούγεννα έγιναν κάτι σαν φιλάνθρωπος τουρισμός στην ανάγκη του Άλλου.
Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει την όποια ψυχικά αναστάσιμη δυναμική τους κι έγιναν το πληκτικό birthday party ενός σκοτωμένου Θεού.
Είναι που τα Χριστούγεννα συντελούνται πλέον ως ανθρωποθυσία στον ιερό τόπο, στη γεννέθλια γη, της Παλαιστίνης.
Ίσως γι' αυτό τα Χριστούγεννα να πρέπει να οριστούν πλέον ως η γιορτή της απομόνωσης!
Να έχουμε μια Παγκόσμια Ημέρα της Μοναξιάς του δυτικού κόσμου στις 25 του Δεκέμβρη.
Μέσα σ' όλο αυτό το μουντό κλίμα της ανέραστης γιορτής κρατώ μονάχα μια "τραγική αισιοδοξία": ότι, παρ΄όλα αυτά, αργά ή γρήγορα, μπορεί και τώρα, αυτή τη στιγμή, κάποια παιδιά να βρούν το χαμένο νήμα της Γιορτής.
Θα πετάξουν στην άκρη τις φανταχτερές γιρλάντες και τα πλαστικά συναισθήματα, θα αγκαλιαστούν και θα πουν ο ένας στον άλλο "σ΄ αγαπώ" με τον ίδιο τρόπο που ειπώθηκε κάποτε πριν δυο χιλιάδες τόσα χρόνια.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
"Η ερωτική σχέση είναι ένας τόπος στον οποίο είναι κανείς παρών ακόμη και στην απουσία του.
Ένας τόπος στον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται.
Θυμούνται την ομορφιά του Άλλου όταν νιώθει άσχημα.
Τα επιτεύγματα του όταν νιώθει ανεπαρκής.
Την αθωότητα του όταν ενοχοποιείται.
Τη γενναιότητα του όταν φοβάται.
Το δρόμο του όταν χάνεται.
Το φως του όταν σκοτεινιάζει.
Γιατί, αγαπώ σημαίνει θυμάμαι".
Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ "ΕΓΩ" ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ
Πώς το Πολιτικό Σύστημα Αναπαράγεται μέσα από τη Συλλογική Διάσχιση.
Η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται σε μια συλλογική κατάσταση που προσομοιάζει σε ότι ορίζουμε στο ατομικό πεδίο ως διάσχιση. (dissociation). Μια ψυχική άμυνα, δηλαδή, που ταιριάζει περισσότερο σε τραυματισμένα άτομα παρά σε δημοκρατίες.
και από τις πολιτικές αναλύσεις- το γιατί η χώρα μας μοιάζει ανήμπορη να αλλάξει, γιατί ο λαός φαίνεται εξαντλημένος,
και γιατί το πολιτικό σύστημα μπορεί, ατιμώρητα, να εναλλάσσει τον κάθε "Φραπέ" και τον κάθε "Πιερρακάκη" ως δύο πρόσωπα της ίδιας εξουσίας.
Πρόκειται άραγε για δύο Ελλάδες που δεν συναντιούνται ή για δυο Ελλάδες που συνεργάζονται;
Από τη μια, η Ελλάδα της χυδαιότητας, της πελατειακής παρακμής, της στρεβλής παραγωγής, των “φραπέδων”, του ΟΠΕΚΕΠΕ, εκεί όπου ο νόμος είναι υπόθεση γνωριμιών και η δημόσια διοίκηση μια πιάτσα. Εκεί όπου κυριαρχεί η "μαγκιά", η εξυπναδίστικη καπατσοσύνη, η τραχύτητα και η κυνική λαμογιά του "πετυχημένου" αγράμματου.
Από την άλλη, η Ελλάδα της τεχνοκρατικής βιτρίνας, των ψηφιακών έργων, των ευρωπαϊκών λόγων, των “εκσυγχρονιστών” που παρουσιάζονται ως σωτήρες μιας χώρας
της οποίας την πραγματικότητα δεν αλλάζουν και απλά την καλύπτουν. Εκεί όπου κυριαρχεί η λογιστική "φλωριά", η τακτοποιημένη και εκσυγχρονισμένη εικόνα του ευγενούς και ήπιου"σπουδαγμένου".
Θα ήταν φυσικό αυτές οι δύο όψεις να συγκρούονται.
Κι όμως, δεν συγκρούονται ποτέ. Συνυπάρχουν αρμονικά μέσα στο ίδιο κόμμα, στο ίδιο κράτος, στην ίδια κυβέρνηση, ως δύο απαραίτητες λειτουργίες του ίδιου μηχανισμού.
Αυτό είναι διάσχιση. Όταν μια ψυχική ενότητα, αδυνατώντας να αντέξει την αλήθεια της, "διπλασιάζεται".
Αυτό είναι Συλλογική Διάσχιση. Όταν μια Χώρα Χωρίζεται στα Δύο για να Επιβιώσει.
Η διάσχιση είναι μια βαθιά έννοια της Ψυχολογίας του Τραύματος. Εμφανίζεται όταν η πραγματικότητα είναι υπερβολικά οδυνηρή, το άτομο δεν μπορεί να την επεξεργαστεί και έτσι χωρίζει τον εαυτό του σε δύο παράλληλες πραγματικότητες.
Η Ελλάδα κάνει ακριβώς αυτό.
Η “εκσυγχρονισμένη” Ελλάδα λειτουργεί ως ψευδής εαυτός και η “πελατειακή” Ελλάδα λειτουργεί ως η απωθημένη πραγματικότητα.
Από την μια ο Σημίτης και τα "μακέτο" του κι από την άλλη ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος και το "κωλόσπιτο". Εύκολα μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στα αντίστοιχα ανα καιρούς προσωπεία του εν Ελλάδι πολιτικού συστήματος.
Οι πολίτες ζουν μέσα σ’ αυτό το ψυχικό σύστημα όπου το ψηφιακό/εκσυγχρονιστικό/μεταρυθμιστικό αφήγημα λειτουργεί ως αναισθητικό και η πελατειακή πραγματικότητα λειτουργεί ως παλιά εξάρτηση.
Κανένα από τα δύο δεν είναι αλήθεια από μόνο του. Αλλά το σύστημα χρειάζεται και τα δύο, όπως ένας άνθρωπος χρειάζεται και το "προσωπείο" του και τη "σκιά" του για να μην καταρρεύσει από την αντίφαση.
Με Γιουνγιανούς όρους όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και κάθε συλλογικότητα, διαθέτει δύο θεμελιώδεις ψυχικές δομές: την Περσόνα, δηλαδή το κοινωνικό προσωπείο, και τη Σκιά, το απωθημένο, σκοτεινό, ακατέργαστο κομμάτι της ύπαρξης.
Η σύγχρονη ελληνική πολιτεία ενσαρκώνει αυτή τη διχοτόμηση με τρόπο σχεδόν ερευνητικά υποδειγματικό.
Η Περσόνα, ο κάθε “Πιερρακάκης”, αντιπροσωπεύει την ωραιοποιημένη δημόσια εικόνα που παρουσιάζει η χώρα προς τα έξω. Εκσυγχρονισμός, ψηφιακή μετάβαση, τεχνοκρατία, “ευρωπαϊκή κανονικότητα”.
Η Περσόνα είναι πάντα ευπρεπής, "καθαρή", ορθολογική.
Κρύβει πίσω της την επιθυμία του λαού να δείχνει “ώριμος” και “δυτικός”, ακόμη κι όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η Σκιά, ο κάθε “Φραπές”, αντιπροσωπεύει το απωθημένο κομμάτι που όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν θέλει να το δει.
Διαφθορά, πελατειακές σχέσεις, αγραμματοσύνη, διοικητική χυδαιότητα, ο πρωτογονισμός ενός κράτους που λειτουργεί με κανόνες παζαριού αντί για θεσμικότητα.
Η Σκιά είναι ακατέργαστη και ανεξέλεγκτη, κι όμως είναι αυτή που κινεί μεγάλο μέρος του συστήματος.
Το πιο επικίνδυνο σημείο είναι ότι εδώ η Περσόνα και η Σκιά συνεργάζονται. Δεν είναι αντίπαλες πλευρές. Είναι αλληλοσυμπληρούμενα εργαλεία της εξουσίας.
Η Περσόνα (ο “Πιερρακάκης”) επιτρέπει στο σύστημα να εμφανίζεται αξιοσέβαστο, να προσκαλεί επενδύσεις, να φωτογραφίζεται στις Βρυξέλλες, να καθησυχάζει τους πολίτες ότι “κάτι αλλάζει”, να μοιράζει κανένα ευρωπαϊκό ψίχουλο στην μπλέμπα και να "στήνει" ένα app για τo...δικαίωμα στο brunch πασπαλισμένο με αγγλική sugar free.
Η Σκιά (ο “Φραπές”) επιτρέπει στο σύστημα να λειτουργεί όπως πραγματικά είναι. Ανεξέλεγκτο, ιδιοτελές, κλεπτοκρατικό, αδιαφανές. Να μοιράζει επιδοτήσεις σε ημετέρους. Να εκβιάζει, να διαφθείρει, να βολεύει και να αναπαράγεται.
Σε μια υγιή κοινωνία, η Περσόνα και η Σκιά βρίσκουν μια δημιουργική ισορροπία. Στην Ελλάδα, όμως, αυτές οι δύο δυνάμεις λειτουργούν μηχανικά, σαν αμυντικά συμπλέγματα που αναπαράγουν το Τραύμα και όχι την αλήθεια.
Γι’ αυτό κάθε πραγματικό κίνημα που λέει "να δούμε τα πράγματα όπως είναι" εξορίζεται, λοιδορείται, πολεμιέται.
Διότι απειλεί όχι απλώς την εξουσία, αλλά την ψυχική δομή που στηρίζει την εξουσία.
Ο Γιουνγκ θα έλεγε: «Η χώρα σας δεν μπορεί να αναγεννηθεί,
αν πρώτα δεν ενοποιήσει την Περσόνα με τη Σκιά. Αν δεν δει αυτό που αρνείται να δει».
Πρόκειται εν τέλει για μια Διπλή Ταυτότητα της Εξουσίας ως Μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου. Η ελληνική "διάσχιση", δηλαδή, δεν είναι τυχαίο σύμπτωμα. Είναι εργαλείο.
Η “Ελλάδα του Φραπέ” κρατά την κοινωνία καθηλωμένη στο χαμηλό προσδόκιμο της παρακμής, της εξάρτησης, της υποταγής.
Η “Ελλάδα του Πιερρακάκη” κρατά την κοινωνία υπνωτισμένη
με το αφήγημα του “εκσυγχρονισμού”, της “προόδου” και ευρωπαϊκής "αναγνώρισης" και “αναβάθμισης”.
Αυτά τα δύο μαζί "παράγουν" έναν λαό που δεν ξέρει τι να διεκδικήσει, έναν λαό που δεν ξέρει πού να στραφεί, έναν λαό που δεν ξέρει ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ.
Και αυτή είναι η τέλεια συνθήκη για μια εικονική δημοκρατία,
όπου όλα φαίνονται λειτουργικά κι όμως τίποτα δεν είναι πραγματικά ζωντανό.
Σ' αυτές τις συνθήκες το Κίνημα των Τεμπών εμφανίστηκε ως μια "ενοποιητική ρωγμή" γι' αυτή τη διάσχιση. Γι’ αυτό και το Κίνημα των Τεμπών τρομάζει τόσο. Διότι για πρώτη φορά επιχειρεί να ενώσει αυτά που το σύστημα προσπαθεί να κρατήσει χωρισμένα: τον τεχνοκρατικό μύθο της ασφάλειας και ανάπτυξης με την ωμή πραγματικότητα της κρατικής διάλυσης και σήψης
Τα Τέμπη είναι η στιγμή όπου η Ελλάδα βλέπει καθαρά στον καθρέφτη της. Κι αυτό εξηγεί την απόλυτη βιαιότητα με την οποία το σύστημα και αντιδρά αλλά και αναμένεται να αντιδράσει. Οι εξουσίες δεν φοβούνται μόνο την πολιτική ανατροπή, φοβούνται την ψυχική ενοποίηση του λαού.
Γιατί ένας λαός που ξέρει ποιος είναι, είναι αδύνατο να κυβερνηθεί από την απάτη.
Πώς θεραπεύεται όμως μια τέτοια συλλογική "διάσχιση";
Μόνο με έναν τρόπο. Συνδέοντας τα κομμάτια της αλήθειας.
Συνδέοντας το δήθεν “ψηφιακό κράτος” με τον “κρατικό θάνατο” των Τεμπών. Συνδέοντας την τεχνοκρατική ελίτ με την πελατειακή παρακμή. Συνδέοντας την ευρωπαϊκή μάσκα με το ελληνικό τραύμα. Συνδέοντας το "Μαύρο Δέρμα με την Άσπρη Μάσκα" που θα έλεγε και ο Frantz Fanon. Συνδέοντας την πολιτική επιφάνεια με την κοινωνική οδύνη.
Η θεραπεία, επομένως, δεν είναι να διαλέξουμε πλευρά.
Είναι να αρνηθούμε την ψεύτικη διάκριση.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναγεννηθεί αν δεν γίνει ΕΝΙΑΙΑ.
Και η ενιαιότητα δεν είναι σύνθημα.
Είναι ψυχική τομή. Είναι η στιγμή που ο λαός παύει να κουβαλά δύο πραγματικότητες και ενώνει την πληγή με την ευθύνη.
Συνεπώς, η διπλή ταυτότητα του συστήματος -ο "Φραπές" και ο "Πιερρακάκης"- δεν είναι πολιτική αντίφαση.
Είναι ψυχική παθολογία ενός πολιτικού συστήματος που έμαθε να επιβιώνει διασπώντας την αλήθεια του.
Όπως το εκσυγχρονιστικό προσωπείο του Σημίτη ειχε στη σκιά τον Τσουκάτο του, έτσι και το "άριστο" προσωπείο του Μητσοτάκη έχει στην σκιά τον "φραπέ" του.
Γι' αυτό, το Κίνημα των Τεμπών δεν απειλεί μόνο την κυβέρνηση. Απειλεί το ίδιο το ψυχικό μοντέλο με το οποίο λειτουργεί το καθεστώς.
Απειλεί την συστημική "διάσχιση" ακριβώς γιατί την καθιστά καθόλα ορατή.
Και μόνο με αυτή την ορατότητα μπορεί να αρχίσει η πραγματική πολιτική. Μόνο τότε μπορεί να υπάρξει Δημοκρατία.
Μόνο τότε μπορεί μια χώρα να πάρει πίσω το Νόημά της.




