ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΕΩΣ 22/12/2025: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ: ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΜΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ - Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΣΤΟ ΒΙΛΝΙΟΥΣ - Τα Χριστούγεννα είναι το νικητήριο παράπονο των ψυχών - «ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΜΑ Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΤΟ ΤΣΙΜΕΝΤΟ;» - Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ - Ο ΤΑΞΙΚΟΣ ΕΛΙΤΙΣΜΟΣ & Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΟΥ - Όταν ο «προοδευτικός» λόγος γίνεται περιφρόνηση. -Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ - τα Χριστούγεννα μου μοιάζουν μ' ένα άδειο κέλυφος - ηχητικό απόσπασμα του βιβλίου μου ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ«Η ΛΥΣΣΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ Σ' ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ» - μην αμφιβάλλετε ότι μια μικρή ομάδα... - Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΜΑΣΚΑΣ - ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ "ΕΓΩ" ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025 0 comments

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

"Η συγκρότηση ενός τέτοιου κόμματος- κινήματος περνάει μέσα όχι από ανακύκλωση, ούτε από συγκολλήσεις γραφειοκρατών αλλά από μια σύνθεση δράσης στο επίπεδο πρωτοποριών στελεχών και οργανωμένων μαζικών χώρων. Τα σημερινά κόμματα δεν μπορούν και δεν αρκούν αλλά περιλαμβάνουν πρόσωπα και δυνάμεις με εν δυνάμει καταλυτικό ρόλο. Δεν μας αξίζει και κυρίως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε ως κοινωνία υπό τις παρούσες συνθήκες για πολύ ακόμα. Δεν είναι ακαδημαϊκό θέμα: είναι το ένστικτο επιβίωσης εκείνο το οποίο πρέπει να μας καθοδηγήσει".
Αντώνης Ανδρουλιδάκης

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ: ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΜΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει να αυτοπαρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν χώρος του κράτους δικαίου, της θεσμικής ωριμότητας και της δημοκρατικής κανονικότητας.
Στον πυρήνα αυτής της αυτοεικόνας βρίσκεται μια λέξη-φετίχ, η ανεξαρτησία.
Ανεξάρτητες αρχές, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, ανεξάρτητες ρυθμιστικές δομές, έως "ανεξάρτητα" άτομα. Όμως όσο περισσότερο πολλαπλασιάζεται αυτή η «ανεξαρτησία», τόσο πιο έντονα απουσιάζει κάτι θεμελιώδες. Το ανθρώπινο πρόσωπο της πολιτικής.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι απλώς τεχνικοί θεσμοί. Είναι δομικό στοιχείο του ευρωπαϊκού τρόπου διακυβέρνησης. Ενσαρκώνουν μια βαθιά επιλογή. Την μετατόπιση της εξουσίας από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο σε έναν χώρο τεχνοκρατικό, αποστειρωμένο, απρόσωπο. Είναι ο χώρος των "ειδικών". Εκεί όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται «από τον Λαό», αλλά «σύμφωνα με τις διαδικασίες».
Η Ευρώπη έχει εξελιχθεί σε ένα σύστημα όπου η ευθύνη διαχέεται τόσο πολύ, ώστε τελικά εξαφανίζεται. Οι αποφάσεις περνούν από επιτροπές, αρχές, κανονισμούς, πλαίσια συμμόρφωσης. Κανείς δεν αποφασίζει. Όλοι «εφαρμόζουν». Κανείς δεν φταίει.
Όλοι απλά «κάνουν τη δουλειά τους»: η βασική αυτή υπερασπιστική γραμμή των ναζί στη δίκη της Νυρεμβέργης. Ο ορισμός, δηλαδή, της «ηθικής αποδέσμευσης», του ψυχολογικού μηχανισμού με βάση τον οποίο τα άτομα αποσυνδέονται από τις ηθικές τους αρχές για να δικαιολογήσουν ανήθικες πράξεις.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι το τέλειο εργαλείο αυτής της λογικής. Δεν εκλέγονται. Δεν λογοδοτούν άμεσα στην κοινωνία. Δεν φέρουν πολιτικό κόστος. Δεν έχουν ηθικό βάρος. Έχουν μόνο αρμοδιότητα. Και συχνά ακαταδίωκτο.
Έτσι, η Δημοκρατία μετατρέπεται σε σύστημα λειτουργίας, σε ΧΡΗΣΗ, όχι σε ΣΧΕΣΗ εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία.
Συνεπώς, η έφοδος της ΑΑΔΕ στα γραφεία του Συλλόγου Συγγενών των θυμάτων των Τεμπών δεν είναι (μόνο) ελληνική ιδιορρυθμία. Είναι ευρωπαϊκή κανονικότητα εφαρμοσμένη σε ένα κοινωνικό τραύμα.
Το ίδιο μοντέλο είδαμε στην Πανδημία. Ένα κράτος που δυσκολεύεται να προστατεύσει τη ζωή, αλλά δεν δυσκολεύεται να επιτηρήσει, ένα κράτος που επικαλείται την επιστήμη, αλλά αποκόπτει την πολιτική από την ευθύνη, ένα κράτος που μιλά εύκολα για δικαιώματα, αλλά λειτουργεί με όρους συμμόρφωσης.
Στην Πανδημία η Ευρώπη δεν λειτούργησε ως χώρος δημοκρατικής συζήτησης, αλλά ως χώρος συμμόρφωσης και μάλλον με το αζημίωτο για κάποιους λειτουργούς της.
Στην περίπτωση των Τεμπών, το παράδοξο είναι κραυγαλέο.
Το κράτος που δεν έλεγξε την ασφάλεια των σιδηροδρόμων,
το κράτος που δεν απέδωσε ακόμα ποινικές ευθύνες,
εμφανίζεται αυστηρό και αμείλικτο απέναντι στους συγγενείς των νεκρών.
Το κράτος δεν επιτηρεί τον μηχανισμό που σκότωσε, επιτηρεί αυτούς που θυμίζουν ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι.
Οι συγγενείς των θυμάτων γίνονται «παρέκκλιση» που πρέπει να ελεγχθεί, όχι φορείς δικαιοσύνης.
Αυτό δεν είναι ουδετερότητα. Είναι μια οργουελική στρέβλωση της πραγματικότητας μπροστά στα μάτια μας.
Είναι έλεγχος του Θύματος αντί για έλεγχο του Θύτη.
Είναι αυτό που διάγνωσε έγκαιρα ο Foucault, για το σύγχρονο κράτος που δεν κυβερνά κυρίως με νόμους, αλλά με επιτήρηση, κανονικοποίηση και πειθαρχία. Αυτό που ονόμαζε "βιοπολιτική", δηλαδή διαχείριση ζωών, πληθυσμών, σωμάτων.
Και αυτό είναι αντιστροφή της πειθαρχίας. Δεν πειθαρχείται η εξουσία, πειθαρχείται το τραύμα.
Η Ευρώπη έχει χτίσει μια μεγαλειώδη αποικιοκρατική περσόνα: ορθολογική, προοδευτική, θεσμικά άψογη. Όμως αυτή η περσόνα συχνά λειτουργεί σαν μάσκα που καλύπτει την απουσία πολιτικού και ηθικού πυρήνα.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι μέρος αυτής της μάσκας.
Παρουσιάζονται ως εγγύηση δημοκρατίας, αλλά συχνά λειτουργούν ως υποκατάστατο της. Αντί για πολιτική κρίση, έχουμε κανονιστική εφαρμογή. Αντί για ευθύνη, έχουμε διαδικασία. Αντί για δικαιοσύνη, έχουμε συμμόρφωση.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι κατεξοχήν βιοπολιτικοί μηχανισμοί. Ρυθμίζουν, καταγράφουν, ελέγχουν, επιτηρούν.
Όμως, η Δημοκρατία δεν είναι μόνο σωστή λειτουργία. Η Δημοκρατία δεν είναι χρήση. Είναι σχέση. Είναι αναγνώριση του πόνου. Είναι ιεράρχηση του δικαίου υπέρ του αδύναμου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης σήμερα -και εκείνο που οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε υπαρξιακή κρίση- δεν είναι η έλλειψη κανόνων.
Είναι η απουσία προσώπου. Κανείς δεν στέκεται απέναντι στην κοινωνία και λέει «εγώ αναλαμβάνω». Όλοι κρύβονται πίσω από "ανεξάρτητους" μηχανισμούς.
Και όταν το πρόσωπο λείπει, η εξουσία γίνεται ψυχρή.
Όταν η πολιτική χάνει το ανθρώπινο πρόσωπο, γίνεται διαχείριση πληθυσμών.
Όταν η Δημοκρατία μετατρέπεται σε σύστημα, παύει να είναι υπόθεση του λαού.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι από μόνες τους το πρόβλημα.
Το πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποιούνται ως ευρωπαϊκό προσωπείο για να καλυφθεί μια βαθιά κρίση νοήματος.
Μια Δημοκρατία που χρειάζεται διαρκώς «ανεξάρτητους» μηχανισμούς για να λειτουργήσει, είναι μια Δημοκρατία που δεν εμπιστεύεται πια ούτε την κοινωνία ούτε τον εαυτό της.
Και μια Ευρώπη που ελέγχει τους πενθούντες πιο αυστηρά από τους υπεύθυνους των εγκλημάτων της, δεν πάσχει από έλλειψη θεσμών.
Πάσχει από έλλειψη ψυχής. Αυτή, άλλωστε, είναι και η σοβαρότερη "ευρωπαϊκή παθολογία" σήμερα.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Πως σε κάθε πιθανή λύση μπορεί να βρίσκουμε δυο προβλήματα.
Στη Συναλλακτική Ανάλυση (Transactional Analysis – TA) του Eric Berne, τα "σενάρια ζωής" είναι ασυνείδητα σχέδια που διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία και καθορίζουν το πώς ζούμε, σχετιζόμαστε και νοηματοδοτούμε την επιτυχία, την αποτυχία και την ίδια τη ζωή. Το παιδί "αποφασίζει" πώς να υπάρξει ώστε να επιβιώσει συναισθηματικά. Οι "αποφάσεις" αυτές όμως συνεχίζουν να λειτουργούν και στην ενήλικη ζωή, συχνά σαν αυτοεκπληρούμενες προφητείες.
Ο Berne περιέγραψε τρία βασικά σενάρια:
-Νικητή, όπου το άτομο πετυχαίνει στόχους με ρεαλισμό
-Ηττημένου, όπου επαναλαμβάνεται η αποτυχία ή το αυτοσαμποτάζ
και
-Μη-Νικητή, όπου το άτομο ούτε χάνει ολοκληρωτικά ούτε επιτρέπεται να κερδίσει πλήρως. Η ζωή παραμένει χωρίς καμία ολοκλήρωση.
Θεωρητικά και κλινικά, τα σενάρια αυτά δεν αφορούν μόνο άτομα. Μπορούν να λειτουργούν και στο συλλογικό επίπεδο. Ένα έθνος μπορεί να νοηθεί ως ένα μεγάλο ψυχικό σύστημα που μεταδίδει «γονικά» μηνύματα, ανταμείβει στάσεις, τιμωρεί αποκλίσεις και αναπαράγει προβλέψιμες εκβάσεις. Τα ιστορικά τραύματα λειτουργούν όπως τα παιδικά. Δηλαδή, δημιουργούν συλλογικές εντολές όπως «μη χαλαρώνεις», «μην εμπιστεύεσαι», «να αντέχεις σιωπηλά».
Αν χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γλώσσα, το ελληνικό συλλογικό φαντασιακό φαίνεται να κινείται μέσα σε ένα σενάριο Ηρωικής Θυσίας-Μη Νικητή, με έντονα στοιχεία θύματος και προδοσίας. Όχι καθαρά ηττημένο, αλλά ούτε και νικηφόρο. Η ελληνική ιστορία, αν ιδωθεί σαν «παιδική ηλικία», περιλαμβάνει μακρά υποδούλωση, εξωτερικές εξαρτήσεις, εμφύλιες συγκρούσεις και διαψευσμένες προσδοκίες μετά από θυσίες. Το ασυνείδητο μήνυμα που παράγεται είναι απλό και σκληρό:
«Για να υπάρξουμε, πρέπει να αντέχουμε - όχι να ευημερούμε».
Οι κυρίαρχες συλλογικές εντολές μοιάζουν να είναι: «μη χαίρεσαι πολύ», «μη βασίζεσαι σε κανέναν», «να είσαι δυνατός», «να θυσιάζεσαι». Η αξία συνδέεται με τον πόνο, η ηθική υπεροχή με τη στέρηση και η επιτυχία χωρίς μαρτύριο βιώνεται συχνά ως ύποπτη. Έτσι εγκαθίσταται το σενάριο του Μη-Νικητή όπου δεν χάνουμε τελείως, αλλά και δεν επιτρέπεται να κερδίσουμε πλήρως.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η διπλή ταυτότητα: από τη μία το ένδοξο παρελθόν και η πολιτισμική υπερηφάνεια και από την άλλη η βιωματική εμπειρία ανεπάρκειας ή αδικίας στο παρόν. Σαν ένα παιδί που ακούει ταυτόχρονα «είσαι ξεχωριστός» αλλά «δεν θα τα καταφέρεις».
Το σενάριο αυτό διατηρείται γιατί προσφέρει ταυτότητα, συνοχή και μια μορφή ηθικής ανωτερότητας μέσα από τον πόνο. Η απελπισία γίνεται οικεία, σχεδόν ιερή. Και η αλλαγή τρομάζει καθώς «αν δεν υποφέρουμε, ποιοι είμαστε;»
Ωστόσο, όπως και στο άτομο, τα σενάρια δεν είναι μοίρα. Είναι παλιές αποφάσεις επιβίωσης. Η θεραπευτική έξοδος, σε συλλογικό επίπεδο, ξεκινά όταν ακουστούν νέες «άδειες». Ότι, επιτέλους, επιτρέπεται να ευημερούμε χωρίς να προδώσουμε την ταυτότητά μας, ότι η χαρά δεν ακυρώνει τη μνήμη, και ότι η συνεργασία δεν ισοδυναμεί με αφέλεια ή υποταγή.
Η αλλαγή αρχίζει όταν το σενάριο ονομάζεται. Όχι για να κατηγορηθεί ένα έθνος, αλλά για να απελευθερωθεί από τη λατρεία της απελπισίας.



Αντώνης Ανδρουλιδάκης

ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΣΤΟ ΒΙΛΝΙΟΥΣ
Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης και το αίτημα των ευρωπαϊκών εθνών-και της Ελλάδας.
Οι εικόνες από το Βίλνιους, με χιλιάδες Λιθουανούς να αποκλείουν τα κτίρια του κοινοβουλίου καταγγέλλοντας ότι η χώρα τους μετατρέπεται σε φυλάκιο των Βρυξελλών και όχι σε κυρίαρχο κράτος, δεν είναι ένα τοπικό επεισόδιο. Είναι σύμπτωμα. Και μάλιστα ενός βαθέως ευρωπαϊκού ρήγματος που πλέον γίνεται ορατό παντού.
Από τις αγροτικές εξεγέρσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο, μέχρι την κοινωνική αποσύνδεση στη Νότια Ευρώπη και τη διάχυτη δυσπιστία στους θεσμούς, οι λαοί της Ευρώπης δεν εξεγείρονται επειδή «απέρριψαν την Ευρώπη», αλλά επειδή έπαψαν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν. Δεν αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μια πολιτική κοινότητα, αλλά ότι υπόκεινται σε έναν μηχανισμό διαχείρισης που αποφασίζει ερήμην τους.
Αυτό που υποχωρεί δεν είναι η ιδέα της ευρωπαϊκής συνεργασίας, αλλά αυτό που ονομάσαμε ευρωπαϊκή περσόνα: μια τεχνοκρατική, αποπολιτικοποιημένη ταυτότητα που μιλά εντελώς υποκριτικά στο όνομα «αξιών», αλλά λειτουργεί μέσω μη εκλεγμένων κέντρων, παρουσιάζοντας κρίσιμες αποφάσεις ως αναπόφευκτες. Μια ανήθικη περσόνα που ζητά συμμόρφωση αντί για συμμετοχή και πειθαρχία αντί για συναίνεση.
Η ευρωπαϊκή περσόνα δεν καταρρέει επειδή οι λαοί έγιναν ακροδεξιοί ή γενικώς ακραίοι. Καταρρέει επειδή αποσυνδέθηκε από την εμπειρία της ζωής τους.
Για την Ελλάδα, αυτή η κρίση δεν είναι αφηρημένη. Είναι βιωμένη. Ξεκίνησε με τα Μνημόνια, όταν η χώρα μετατράπηκε σε εργαστήριο επιτροπείας, με αποφάσεις που λαμβάνονταν εκτός δημοκρατικού ελέγχου και παρουσιάζονταν ως «μονόδρομος». Εκεί εμπεδώθηκε η ιδέα ότι η εθνική κυριαρχία είναι παρωχημένη και η δημοκρατία διακοσμητική.
Ακολούθησε μια δεκαετία κοινωνικής αποδόμησης, απαξίωσης των θεσμών και εκπαίδευσης της κοινωνίας στην αίσθηση της ανημπόριας. Και αυτή η πορεία κορυφώθηκε στα Τέμπη, όταν η κατάρρευση ενός βασικού δημόσιου αγαθού -της ασφάλειας- αποκάλυψε με τον πιο τραγικό τρόπο το πραγματικό κόστος της διαρκούς διαχείρισης χωρίς ευθύνη.
Όμως, αυτή η λογική δεν γεννήθηκε στα Τέμπη. Δοκιμάστηκε και κανονικοποιήθηκε κατά την Πανδημία. Τότε, αντί η εξουσία να λογοδοτήσει για τις διαχρονικές ανεπάρκειες του συστήματος υγείας, επένδυσε πρωτίστως στην επιτήρηση: πρόστιμα, απαγορεύσεις, αστυνομική παρουσία, πιστοποιητικά, πειθαρχικά μέτρα.
Το μοτίβο είναι το ίδιο: όταν το κράτος αποτυγχάνει δομικά, μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στην κοινωνία. Έτσι συγκροτείται σταδιακά ένα κράτος επιτήρησης, όχι ως εξαίρεση αλλά ως κανονικότητα. Ένα κράτος που απουσιάζει προληπτικά εκεί όπου πρέπει να προστατεύσει ζωές και εμφανίζεται κατασταλτικά εκεί όπου πρέπει να περιορίσει τη φωνή της κοινωνίας.
Πίσω από όλα αυτά όμως διαφαίνεται κάτι βαθύτερο: μια υπαρξιακή κρίση της ίδιας της Ευρώπης. Η Ευρώπη μοιάζει να έχει χάσει το νόημα της ύπαρξής της ως πολιτικής και ηθικής κοινότητας και να έχει εγκλωβιστεί σε έναν τεχνοκρατικό αυτοματισμό χωρίς όραμα, χωρίς αφήγημα, χωρίς δημοκρατικό κέντρο βάρους και με άλλοθι διάφορα δικαιωματιστικά παυσίπονα. Συμβολικά μπορούμε να φανταστούμε μια Ευρώπη χωρίς το "Ευ". Μια Ευρώπη απονοηματοδημένη.
Οι λαοί της Ευρώπης, από τη Λιθουανία μέχρι την Ελλάδα, δεν ζητούν κατ’ ανάγκη επιστροφή στο έθνος-κράτος του παρελθόντος. Ζητούν κάτι πιο στοιχειώδες: να μην παρασυρθούν μαζί της σε μια ολοσχερή παρακμή νοήματος, δημοκρατίας και ζωής. Να παραμείνουν ζωντανά πολιτικά υποκείμενα, ικανά να ελέγχουν την εξουσία που αποφασίζει στο όνομά τους.
Ιστορικά, κάθε φορά που ένα υπερεθνικό μόρφωμα μπαίνει σε υπαρξιακή κρίση χάνει συνοχή, χάνει ηθική νομιμοποίηση, χάνει ικανότητα επιβολής ενιαίας γραμμής. Και με την έννοια αυτή η σημερινή Ευρώπη δεν έχει κοινό πολιτικό δήμο, δεν έχει κοινή κοινωνική αφήγηση, δεν έχει κοινή στρατηγική ούτε όραμα για το μέλλον-παρεκτός κι αν θεωρεί κανείς όραμα τον παρανοειδή ιδεασμό ενός πολέμου ενάντια στη Ρωσία.
Ως εκ τούτου αυτό μειώνει αντικειμενικά τη δυνατότητά της Ευρώπης να επιβάλλει πειθαρχία με την ίδια αυτοπεποίθηση όπως την περίοδο 2010–2015. Για χώρες όπως η Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι το περιβάλλον γίνεται λιγότερο ασφυκτικό, όχι όμως και ελεύθερο.
Δεδομένου ότι η μνημονιακή επιτροπεία δεν στηρίχθηκε μόνο σε οικονομικούς μηχανισμούς και σε θεσμική βία, αλλά και
στη συναίνεση των ελίτ, στην εσωτερίκευση της ήττας από την κοινωνία και στην αφήγηση «δεν υπάρχει εναλλακτική», σήμερα αυτή η αφήγηση ραγίζει πανευρωπαϊκά, αμφισβητείται από κοινωνίες και χάνει το ηθικό της κύρος.
Κάτι τέτοιο ανοίγει πολιτικό χώρο, ένα παράθυρο ευκαιρίας, όχι όμως για όποιον απλώς περιμένει. Αλλά για όποιον έχει σχέδιο και υποκείμενο.
Η Ελλάδα έχει δύο πιθανά μονοπάτια μέσα σε αυτή την κρίση
α). Την γνώριμη παθητική προσαρμογή, η Ελλάδα που παραμένει «καλός μαθητής», απλώς αλλάζει επιτηρητές και μετατρέπει την επιτροπεία σε «συνεργασία» κατ’ όνομα.
β). Ενεργή αναδιαπραγμάτευση κυριαρχίας
Μόνο αν η κοινωνία μπει στην πολιτική, υπάρξει λαϊκή νομιμοποίηση, τεθεί ζήτημα Δικαιοσύνης, ασφάλειας, λογοδοσίας, εθνικής κυριαρχίας και Δημοκρατίας ως ενιαίο πακέτο.
Τότε η Ελλάδα μπορεί να αυξήσει βαθμούς εθνικής ανεξαρτησίας,
να επαναδιεκδικήσει θεσμικό χώρο, να πάψει να λειτουργεί ως «πειραματόζωο». Όχι με μια "εφηβική" σύγκρουση τύπου 2015, αλλά με ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα». Είναι μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού ρήγματος. Εκφράζει την απαίτηση η κοινωνία να επιστρέψει στην πολιτική, η Δικαιοσύνη να πάψει να είναι υπόσχεση και η Δημοκρατία να πάψει να είναι διαδικαστικό περίβλημα.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν ξεκίνησε ως αντιευρωπαϊκό, δεν ξεκίνησε ως εθνικιστικό, δεν ξεκίνησε ως κομματικό.
Ξεκίνησε ως αίτημα ζωής και δικαιοσύνης. Και ακριβώς γι’ αυτό
αγγίζει τον πυρήνα της μνημονιακής επιτροπείας, αποκαλύπτει την αποσύνδεση θεσμών–κοινωνίας και επαναφέρει το ερώτημα: ποιος κυβερνά και για ποιον.
Και βέβαια, αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο για ένα σύστημα επιτήρησης από έναν καθαρά ιδεολογικό λόγο.
Συνεπώς η κρίση αυτή της Ευρώπης είναι ευκαιρία και κίνδυνος. Όπως κάθε υπαρξιακή κρίση ανοίγει χώρο χειραφέτησης, αλλά και χώρο αυταρχισμού.
Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει δικό της λαϊκό σχέδιο, δεν ανασυγκροτήσει την έννοια της κυριαρχίας δημοκρατικά,
δεν συνδέσει εθνική ανεξαρτησία με δικαιοσύνη και κοινωνική συνοχή, τότε η επιτροπεία δεν θα φύγει, απλώς θα αλλάξει μορφή.
Από το Βίλνιους στα Τέμπη, αυτό που αναδύεται δεν είναι χάος. Είναι ένα αίτημα. Η Ευρώπη να ξαναγίνει κοινότητα λαών και όχι μηχανισμός επιτήρησης. Αν αυτό το αίτημα συνεχίσει να αγνοείται, τότε η κρίση δεν θα είναι απλώς θεσμική.
Θα είναι υπαρξιακή. Και αυτή τη φορά, δεν θα αφορά μόνο την Ελλάδα.
Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης ανοίγει ιστορικό παράθυρο για χώρες όπως η Ελλάδα. Αλλά δεν το ανοίγει από μόνη της, δεν το χαρίζει, δεν το εγγυάται.
Το παράθυρο θα το ανοίξει μόνο μια κοινωνία που επιστρέφει στην πολιτική, που μετατρέπει το τραύμα (Μνημόνια–Τέμπη) σε συλλογική αξίωση κυριαρχίας, και που δεν ζητά απλά μια ηρωϊκή «έξοδο», αλλά αξιοπρέπεια μέσα στην Ιστορία.
Αλλιώς, η κρίση της Ευρώπης θα μας παρασύρει στη δύσης της Δύσης, αντί να μας απελευθερώσει.

--------
Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Τα Χριστούγεννα είναι το νικητήριο παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των Άλλων, η ζεϊμπεκιά των άτακτων ψυχών.
Τα Χριστούγεννα είναι ένας καημός. Ένας νταλκάς, που δεν καταλαγιάζει μ’ όλα τα μελομακάρονα. Μια πίκρα για ό,τι όνειρο ματαιώθηκε οριστικά, μα εσύ χρωστάς -ένας θεός ξέρει σε ποιον- πεισματικά και γεννάς κάθε πρωΐ κι ένα καινούργιο.
Τα Χριστούγεννα, μεταξύ μας, δεν έχουν καμία «μαγεία» και κανένα πνεύμα δεν θα μετασχηματίσει τον κάθε Σκρούτζ σε άνθρωπο.
Τα Χριστούγεννα ζητούν απλά περίσσευμα μαγκιάς!
Πολύ περισσότερο, η «μαγεία» των Χριστουγέννων δεν είναι στο να δώσεις, όπως προτείνουν οι μελό συναισθηματικούρες, δηλαδή στο να αγοράσεις και να δώσεις, αλλά στο να δοθείς!
Εδώ έγκειται και η συστημική επικινδυνότητα τους.
Τα Χριστούγεννα είναι ένα παιδί που χορεύει κάπου εντός σου ένα μακρύ ζεϊμπέκικο και που και που, εκεί, καθώς οι τραγουδιστές παίρνουν μια ανάσα, σου φωνάζει:
"Τι κάνεις ρε μαλάκα! Πως ζεις έτσι!"Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Trump is just the beginning | John Gray on the future of American politics
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
...............

«ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΜΑ Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΤΟ ΤΣΙΜΕΝΤΟ;»
Ένα απο τα πολλά παράδοξα τηης ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας είναι ότι η μισή Ελλάδα ψευτο-ζει μέσα στο τσιμέντο και η άλλη μισή εξαφανίζεται μέσα στα χωράφια.
Κι' όμως η μοίρα τους είναι η ίδια.
Η σημερινή αγροτική εξέγερση, τα μπλόκα, οι ξεσηκωμένες φωνές των κτηνοτρόφων και των παραγωγών, δεν είναι μια «συντεχνιακή διαμαρτυρία». Είναι η τελευταία προειδοποίηση μιας χώρας που έχει σχεδόν χάσει ολοσχερώς το πιο θεμελιώδες από τα αγαθά της, την ικανότητα να θρέφει τον εαυτό της.
Κι όμως, πώς το εξηγείς αυτό σε έναν κάτοικο της πόλης;
Πώς μιλάς για το χώμα σε έναν άνθρωπο που έμαθε να θεωρεί το φαγητό προϊόν logistics και όχι καρπό;
Πώς μιλάς για τη γη σε εκείνον που εκπαιδεύτηκε να εμπιστεύεται μόνο το delivery;
Πως μιλάς για το ελληνικό χώμα σε εκείνον που εκπαιδεύτηκε να λατρεύει την ευρωπαϊκή άσφαλτο;
Η διατροφική αυτάρκεια δεν είναι αγροτικό ζήτημα, είναι εθνικό ζήτημα ασφάλειας
Όποιος δεν μπορεί να θρέψει τον λαό του, δεν μπορεί να τον προστατεύσει.
Σήμερα, πάνω από το 70% της τροφής μας έρχεται από πολυεθνικές, εισαγωγές, ενδιάμεσους.
Μια κρίση εφοδιασμού, ένα διεθνές σοκ, ένα γεωπολιτικό επεισόδιο και η Ελλάδα θα βρεθεί με άδεια ράφια.
Η διατροφική αυτάρκεια δεν είναι ρομαντική κουβέντα.
Είναι ο σκληρός δείκτης της εθνικής ανεξαρτησίας.
Οι αγρότες που σήμερα παλεύουν στα μπλόκα
δεν υπερασπίζονται «τα εισοδήματά τους».
Υπερασπίζονται το δικαίωμα όλων μας να τρώμε.
Και βέβαια, οι πόλεις δεν αντιλαμβάνονται το βάρος γιατί έχουν χάσει τη μνήμη τους
Η πόλη έχει αποξενωθεί από τη γη.
Ο άνθρωπος της πόλης, για να επιβιώσει, χρειάστηκε να ξεχάσει την πρωτογενή αλήθεια της ζωής του. Ότι το φαγητό δεν βγαίνει από ένα ράφι, βγαίνει από ένα χωράφι.
Και γι’ αυτό δυσκολεύεται να καταλάβει ότι όταν καταστρέφεται η αγροτική τάξη, δεν χάνεται μια παραγωγική ομάδα, χάνεται η καρδιά της κοινωνίας. Χάνεται η αυτονομία ενός έθνους.
Η αγροτική εξέγερση είναι το τελευταίο φυλάκιο της συλλογικής μας αξιοπρέπειας.
Οι αγρότες εξεγείρονται γιατί τους στραγγαλίζουν τα κόστη παραγωγής, τους εξοντώνει η γραφειοκρατία, τους καταληστεύουν οι ενδιάμεσοι και οι διεφθαρμένοι μηχανισμοί ενός παρασιτικού κράτους των ελιτ του, τους διαλύουν με πρόστιμα και δήθεν “κανόνες”, τους αφήνουν εκτεθειμένους σε καταστροφές και ασθένειες, τους αφανίζουν με πολιτικές που ευνοούν τα καρτέλ τροφίμων.
Γιατί θέλουν μια χώρα χώρο, μια πατρίδα "διάδρομο", στο ευρωπαϊκό "σπίτι" που ονειρεύονται.
Αλλά πάνω από αυτά υπάρχει κάτι βαθύτερο. Η αγροτιά αρνείται να πεθάνει σιωπηλά. Αρνείται να γίνει κομπάρσος σε μια χώρα χωρίς ρίζες. Αρνείται να παραδώσει τη διατροφή της Ελλάδας σε πολυεθνικούς κολοσσούς. Η ελληνική αγροτιά αρνείται να παραδόσει το κοινό μας χώμα. Και αυτό δεν είναι οικονομική διεκδίκηση. Είναι υπαρξιακή αντίσταση.
Η Ελλάδα έχει γίνει πλέον χώρα που παράγει τουρισμό και εισάγει ψωμί.
Αυτή είναι η τραγωδία. Μια χώρα που κάποτε έθρεφε ολόκληρη τη Μεσόγειο, σήμερα εισάγει σιτάρι, γάλα, όσπρια, κρέας, ζωοτροφές.
Κι απ' την άλλη εξάγει νεολαία, εξάγει επιστήμονες, εξάγει εργατική δύναμη.
Αλλά, ποια χώρα μπορεί να σταθεί έτσι;
Αυτή είναι η κρίσιμη αλήθεια.
Η Ελλάδα δεν θα πέσει μόνο επειδή φεύγουν οι νέοι της.
Η Ελλάδα θα πέσει όταν πάψουν να υπάρχουν οι άνθρωποι που τη θρέφουν.
Γι' αυτό και τα μπλόκα δεν είναι απειλή για την κοινωνία. Είναι προειδοποίηση για την κοινωνία.
Όποιος βλέπει στα μπλόκα «ταλαιπωρία» δεν έχει καταλάβει ότι αυτή η ταλαιπωρία είναι το τελευταίο σήμα κινδύνου μιας κοινωνίας που καταρρέει εξαρτημένη, εύθραυστη, τρομαγμένη,
χωρίς πηγή ζωής, χωρίς αυτάρκεια, χωρίς έλεγχο της μοίρας της.
Αλλά, πώς να μιλήσεις για το χώμα στους λάτρεις του τσιμέντου;
Πώς να μιλήσεις στα πρεζόνια του δυτικού τρόπου για την πατρίδα...
Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ
Θρησκευτικότητα, Πατρίδα, Οικογένεια και το Ρήγμα των Τεμπών
Φαίνεται πως υπάρχουν κάποιες ιστορικές στιγμές όπου μια κοινωνία δεν συγκρούεται απλώς για πολιτικές επιλογές, αλλά για κάτι βαθύτερο, για το τι θεωρεί Ιερό.
Η τραγωδία των Τεμπών και το Κίνημα που γεννήθηκε από αυτήν αποκάλυψαν ακριβώς αυτό. Μια βαθιά ρωγμή ανάμεσα στο βίωμα της κοινωνίας και την κυρίαρχη αφήγηση του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού- είτε στη Δεξιά είτε στην "Αριστερή" εκδοχή του.
Δεν πρόκειται απλώς για διαφωνία ή ταξική σύγκρουση. Πρόκειται για σύγκρουση κοσμοαντιλήψεων.
Όταν μιλάμε για το Ιερό εδώ, δεν μιλάμε για θεοκρατία, ούτε για εθνικισμό, ούτε για πατριαρχικά σχήματα εξουσίας.
Μιλάμε για τρεις θεμελιώδεις άξονες νοήματος που κάθε κοινωνία χρειάζεται για να σταθεί όρθια.
Δηλαδή:
α) Υπαρξιακή θρησκευτικότητα / πνευματικότητα, όχι ως δόγμα εξουσίας, αλλά ως τρόπος να νοηματοδοτείς τον πόνο, τον θάνατο, τη θυσία, τη δικαιοσύνη.
β)Έθνος / Πατρίδα: όχι ως αποκλεισμός του Άλλου, αλλά ως ιστορική συνέχεια, συλλογική μνήμη, κοινή ευθύνη.
γ) Οικογένεια: όχι ως καταναγκαστική κανονικότητα, αλλά ως πρωτογενής δεσμός φροντίδας, απώλειας και ευθύνης.
Αυτά τα τρία δεν είναι «συντηρητικά κατάλοιπα».
Είναι προ-πολιτικά θεμέλια κάθε κοινωνικής συνοχής.
Ένα ισχυρό ρεύμα της σύγχρονης, μεταφιλελεύθερης, "Αριστεράς" και Δεξιάς αντιμετωπίζει και τα τρία με καχυποψία ή και εχθρότητα. Θεωρεί τη θρησκευτικότητα/πνευματικότητα ως ανορθολογισμό, το έθνος ως ακροδεξιά ολίσθηση, την οικογένεια ως φορέα καταπίεσης.
Το αποτέλεσμα είναι μια ριζική αποϊεροποίηση της δημόσιας ζωής της οποίας τα συμπτώματα βιώνονται στο πετσί όλων μας.
Η πολιτική μετατρέπεται σε τεχνική διαχείριση(management), η δικαιοσύνη σε διαδικασία, η κοινωνία σε πληθυσμό προς διοίκηση και η ανθρώπινη ύπαρξη σε αριθμό.
Με τον τρόπο αυτό εκείνο που απομένει είναι ένα κενό νοήματος, καλυμμένο με όρους όπως «πρόοδος», «εκσυγχρονισμός», «ορθολογικότητα» κλπ. Κάτι σαν κουραμπιές χωρίς "γέμιση", πασπαλισμένος με μπόλικη ζάχαρη-για να κρατήσουμε και το "πνεύμα" των ημερών.
Το Κίνημα των Τεμπών γεννήθηκε ακριβώς από το έγκλημα των Τεμπών όπου συμπυκνώθηκε η ολοσχερής απο-ιεροποίηση της ζωής και του θανάτου.
Και γι' αυτό το Κίνημα των Τεμπών αποκάλυψε το κουκουλωμένο αυτό κενό νοήματος.
Όχι γιατί πρότεινε κάποιο πρόγραμμα, αλλά γιατί επανέφερε την αναγκαιότητα του Ιερού στον δημόσιο χώρο.
Μίλησε για νεκρά παιδιά, όχι για «αστοχίες συστημάτων». Μίλησε για ευθύνη, όχι γενικώς για «διαχρονικές παθογένειες». Μίλησε για αλήθεια, όχι για ισορροπίες λέγοντας όλα αυτά που δεν έλεγε κανείς "θεσμικός". Και το έκανε χωρίς κομματική διαμεσολάβηση.
Αυτό λοιπόν είναι το ρήγμα. Η πολιτική ξαναγίνεται ηθική πράξη και όχι διαχείριση.
Γι' αυτό και η Καρυστιανού ενοχλεί τόσο πολύ. Γιατί ενσαρκώνει, τόσο με τον λόγο της αλλά και με τη ζώσα μαρτυρία της οδύνης της, και τους τρεις άξονες του Ιερού που η κυρίαρχη νεοφιλελέ αφήγηση έχει απορρίψει.
Μιλά με θρησκευτική γλώσσα πένθους και μνήμης, όχι με αποστειρωμένο ορθολογισμό.
Μιλά ως μέλος μιας πατρίδας που απαιτεί κυριαρχία και δικαιοσύνη, όχι ως διαχειριστικό παράρτημα.
Μιλά πρωτίστως ως μάνα, δηλαδή ως μέλος οικογένειας.
Και εδώ αγγίζουμε το πιο ευαίσθητο σημείο.
Ακολουθώντας τη σκέψη της Hannah Arendt -που διέκρινε καθαρά ανάμεσα στη vita privata (οικογένεια, φροντίδα, ζωή) και τη vita activa (δημόσια πράξη, πολιτική)- μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος των σύγχρονων κοινωνιών, είναι όταν η πολιτική αποκόπτεται από τη ζωή και γίνεται απλή διοίκηση.
Και αυτό ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Η Καρυστιανού κάνει το «απαράδεκτο». Φέρνει τη vita privata -τη μάνα που έχασε παιδί της- μέσα στη vita activa, χωρίς φίλτρα, χωρίς ρόλους, χωρίς άδεια. Δηλαδή, η ιδιωτική ζωή εισβάλει με ορμή στη δημόσια ζωή και αναμοχλεύει τη θεσμική ψευτο-ησυχία της.
Και αυτό διαλύει τα ιδεολογικά σχήματα.
Γιατί η απώλεια ενός παιδιού δεν αποδομείται, δεν σχετικοποιείται, δεν ενσωματώνεται.
Γι’ αυτό και κατά κάποιο τρόπο η οικογένεια ενοχλεί περισσότερο από το έθνος. Γιατί το έθνος μπορεί εν τέλει να γίνει θεωρία, η μάνα όχι.
Στο πρόσωπο της μάνας Καρυστιανού η ζωή εισβάλλει και πάλι στην πολιτική.
Η αλήθεια είναι πως περάσαμε πολλά χρόνια σαν μια κοινωνία χωρίς Ιερό. Είναι ίσως αυτό που ψιθυρίζει ο Λαός μας "δεν έχουν ιερό και όσιο".
Και μια κοινωνία χωρίς Ιερό δεν πενθεί πραγματικά, δεν θυμάται ουσιαστικά, δεν διεκδικεί βαθιά.
Συνεπώς η αποκατάσταση του Ιερού δεν είναι οπισθοδρόμηση.
Είναι προϋπόθεση δημοκρατίας.
Αποκατάσταση του Ιερού σημαίνει πολιτική που ξανασυνδέεται με τη ζωή, δικαιοσύνη που δεν εξαντλείται σε διαδικασίες, κοινωνία που δεν ντρέπεται για τις ρίζες της.
Επομένως, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι «επικίνδυνο» επειδή είναι λαϊκό.
Είναι επικίνδυνο γιατί θυμίζει ότι η πολιτική ξεκινά από τον άνθρωπο, η δικαιοσύνη από τη μνήμη και η ελευθερία από το νόημα.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι επικίνδυνο για το Σύστημα γιατί απαιτεί την επανα-σύνδεση της vita privata με τη vita activa, μια σύνδεση που τόσο ευφυώς ο Καπιταλισμός απέκοψε.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι επικίνδυνο για το Σύστημα γιατί επιχειρεί την αποκατάσταση του Ιερού, όχι ως μια επιστροφή της κοινωνίας στο παρελθόν αλλά ως όρος για να υπάρξει μέλλον.
Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα καθώς θέλαμε να καθαριστούμε από τα εθνικιστικά κατάλοιπα της χούντας "πετάξαμε το μωρό μαζί με το νερό του μπάνιου". Πετάξαμε την βαθιά υπαρξιακή πνευματικότητα, πετάξαμε τη φροντίδα της οικογένειας, πετάξαμε τη συλλογική μας μνήμη και την ταυτότητα, τη συνέχεια του Τόπου, πετάξαμε την Ιερότητα της ζωής και του θανάτου.
Και η αποκατάσταση αυτή, η εκ νέου Ιεροποίηση της Ζωής, είναι το κύριο πρόταγμα της νέας Μεταπολίτευσης όπως αυτή αιτείται από το κίνημα των Τεμπών.
Στη φωτο πίνακας του αείμνηστου Θέμη Τσιρώνη "Ο Άη Λαός".
Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Ο ΤΑΞΙΚΟΣ ΕΛΙΤΙΣΜΟΣ & Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΟΥ
Όταν ο «προοδευτικός» λόγος γίνεται περιφρόνηση.
Καθώς η κριτική στο πρόσωπο της Καρυστιανού πυκνώνει (και) από τις "αριστερές" γραφίδες -με χαρακτηρισμούς όπως «τραμπικό κόμμα», «ακροδεξιά», «εθνικιστές», «ψεκασμένοι», «αντιεμβολιαστές», «γέροντες», «αστρολόγοι» κ.λπ.- αντιλαμβάνεται κανείς την αγωνία της συστημικής ενσωματωμένης "αριστεράς".
Όμως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κριτική. Πρόκεται για σύμπτωμα. Και όπως κάθε σύμπτωμα, λέει περισσότερα για αυτόν που το εκφέρει παρά για τον στόχο του.
Σε επίπεδο πολιτικής ψυχολογίας, τέτοιες εκφράσεις δεν αποτελούν αντιπαράθεση θέσεων αλλά αμυντικό μηχανισμό.
Όταν εμφανίζεται μια κοινωνική φωνή που δεν προέρχεται από κόμμα, δεν μιλά με τον καθιερωμένο ιδεολογικό κώδικα,
αντλεί νομιμοποίηση από το τραύμα, το πένθος, το ηθικό βάρος, και τον ίδιο τον Λαό, τότε απειλείται η ταυτότητα όσων έχουν μάθει να λειτουργούν ως «διαχειριστές της πολιτικής ορθότητας».
Και βέβαια, η αντίδραση τους δεν είναι διάλογος, αλλά γελοιοποίηση. Γιατί η γελοιοποίηση ακυρώνει χωρίς να απαιτεί σκέψη. Δεν πρόκειται δηλαδή για πολιτική διαφωνία αλλά για ψυχική άμυνα.
Ο χαρακτηρισμός «ακροδεξιά» ή «ψεκασμένη» εδώ δεν λειτουργεί περιγραφικά.
Λειτουργεί μαγικά! Σαν λέξη-ξόρκι που επιτρέπει στον ομιλητή να μην ακούσει τίποτα άλλο.
Στην πολιτική ψυχολογία αυτό ονομάζεται ηθικός πανικός. Όταν ένα φαινόμενο δεν χωρά στα υπάρχοντα σχήματα, βαφτίζεται «επικίνδυνο» ώστε να τεθεί εκτός νομιμότητας.
Οπότε, δεν έχει σημασία τι λέγεται. Σημασία έχει ποιος μιλά χωρίς άδεια. Και έτσι η έννοια της «ακροδεξιάς» γίνεται ψυχικό όπλο.
Σε κοινωνιολογικό επίπεδο, η κριτική αυτή αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο. Έναν ταξικό ελιτισμό που ντύνεται με «προοδευτικό» λόγο.
Οι χαρακτηρισμοί «γέροντες», «ψεκασμένοι», «αντιεμβολιαστές» δεν είναι πολιτικοί. Είναι κοινωνικοί. Στοχεύουν στην πνευματικότητα, στο μορφωτικό επίπεδο, στην κοινωνική προέλευση, στην απόσταση από τον αστικό-κοσμοπολίτικο κανόνα.
Το μήνυμα είναι σαφές και το ζήσαμε έντονα στην περίοδο της Πανδημίας. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν δικαιούνται λόγο. Δεν ανήκουν στο “εμείς”».
Αλλά αυτό δεν είναι δημοκρατία. Είναι συμβολικός αποκλεισμός.
Είναι ταξικός ελιτισμός με προοδευτικό προσωπείο
Ο λόγος αυτός εκφράζει μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Την ευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική περσόνα που έχει μάθει να ταυτίζει
τη λογική με την τεχνοκρατία, την πρόοδο με την αποκοπή από τη λαϊκή εμπειρία, την πολιτική με τη διαχείριση, την εθνική ταυτότητα με ό,τι αρνητικό, την πνευματικότητα με την θρησκοληψία.
Και βέβαια όταν η κοινωνία εμφανίζεται όχι ως «target group», αλλά ως υποκείμενο πόνου και απαίτησης, ως το Κοινόν των Πολιτών, τότε αυτή η περσόνα πανικοβάλλεται. Γιατί δεν μπορεί να την ελέγξει.
Η «ευρωπαϊκή περσόνα» που για χρόνια κυριάρχησε φοβάται οτιδήποτε λαϊκό.
Αλλά εν τέλει, γιατί ενοχλεί τόσο το Κίνημα των Τεμπών και συγκεκριμένα η Καρυστιανού, καθώς επιχειρεί να το εκφράσει;
Η ενόχληση δεν αφορά τη θρησκευτικότητα της, τις απόψεις της για την οικογένεια και την πατρίδα ή το ύφος της.
Αφορά το γεγονός ότι η Καρυστιανού δεν ζητά νομιμοποίηση από κόμματα, δεν μιλά με ιδεολογικά σλόγκαν, δεν παίζει στο γνωστό γήπεδο.
Στην πολιτική ψυχολογία αυτό λέγεται απειλή συμβολικής ηγεμονίας.
Όταν κάποιος μιλά με ηθικούς όρους εκεί που άλλοι έχουν συνηθίσει να μιλούν με όρους τακτικής, ειδικά εκεί όπου το ηθικό πλεονέκτημα έχει απωλεσθεί, αυτό προκαλεί αμηχανία και θυμό.
Κι έτσι εμφανίζεται η περιφρόνηση.
Αλλά, ιστορικά, η περιφρόνηση δεν είναι ποτέ σημάδι δύναμης.
Είναι σημάδι ότι κάτι ραγίζει. Όταν ένα σύστημα δεν μπορεί
να ενσωματώσει, να απαντήσει, να πείσει, τότε καταφεύγει στον χλευασμό.
Και αυτό είναι πάντα το τελευταίο στάδιο πριν την οριστική απώλεια της ηγεμονίας.
Συμπερασματικά, καθώς τόνοι λάσπης έχουν τοποθετηθεί και πάλι μπροστά στον ανεμιστήρα, η κριτική αυτή δεν υποδεικνύει «τον κίνδυνο της κοινωνίας» από την ακροδεξιά.
Δείχνει τον φόβο των ελίτ απέναντι στην κοινωνία όταν αυτή μιλά χωρίς φίλτρα.
Και ίσως γι’ αυτό η οργή είναι τόσο άγαρμπη.
Γιατί δεν στρέφεται απέναντι σε έναν αντίπαλο.
Στρέφεται απέναντι σε κάτι πιο επικίνδυνο. Σε έναν λαό ζητάει να μιλάει ξανά ως λαός. Σε μια κοινωνία που απαιτεί την είσοδο της στην Πολιτική.
Έχει, πάντως, πολλή "πλάκα" να εγκαλούν για ακροδεξιό λόγο μια γυναίκα που σε ομιλία της στους εκπαιδευτικούς επικαλέστηκε τον...
«μεγάλο παιδαγωγό Paulo Freire που μάς θυμίζει κάτι θεμελιώδες: ότι η εκπαίδευση δεν είναι ουδέτερη. Ή λυτρώνει, ή υποτάσσει. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το δικό σας έργο. Να μετατρέπετε την αίθουσα σε χώρο απελευθέρωσης, όχι αποστήθισης· σε χώρο όπου το παιδί δεν μαθαίνει τι να σκέφτεται, αλλά πώς να σκέφτεται και κυρίως πώς να νιώθει και πώς να σχετίζεται με ευθύνη».
Κι έχει ακόμη περισσότερο "πλάκα" να εγκαλούν για ακροδεξιό λόγο μια γυναίκα που έκλεισε κάποια άλλη ομιλία της με τους στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη
«Μην πεις ποτέ, πως είναι αργά να ξαναρχίσεις
Πως ξέκοψες, μην πεις απ' τη ζωή
Όταν υπάρχουν τόσοι γύρω που μαζί τους
Τον κόσμο απ' την αρχή θα ξαναχτίσεις»
Καταλαβαίνουμε δηλαδή πολύ καλά τον ηθικό πανικό τους!
 



Αντώνης Ανδρουλιδάκης5 ημ.


Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Π ώ ς τ ο Σ ύ σ τ η μ α Έ μ α θ ε τ η ν Κ ο ι ν ω ν ί α ν α Μ η ν
Π ι σ τ ε ύ ε ι
Τον τελευταίο καιρό σ' ό,τι προσπαθώ να πω, για την ανάγκη μιας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής στην πατρίδα μας, συναντώ -ευτυχώς λιγότερο απ' ότι παλιά- έναν απογοητευτικό σχολιασμό του στυλ «τίποτα δεν αλλάζει».
Ξέρω καλά πως δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν πια την αλλαγή. Είναι ότι έχουν κουραστεί να πληγώνονται από την προσδοκία της. Σε κοινωνίες που βίωσαν επαναλαμβανόμενες ματαιώσεις, προδοσίες και διαψεύσεις, η απελπισία δεν λειτουργεί ως άποψη αλλά ως μηχανισμός άμυνας. Το «τίποτα δεν αλλάζει» δεν είναι πολιτική θέση, είναι σύμπτωμα συλλογικού τραύματος. Ένα τραύμα που δεν γεννήθηκε τυχαία, αλλά καλλιεργήθηκε συστηματικά από ένα σύστημα εξουσίας που έμαθε να επιβιώνει όχι μόνο καταστέλλοντας την ελπίδα, αλλά ενδοβάλλοντάς την ως κυνισμό. Αν θέλουμε λοιπόν να καταλάβουμε γιατί μεγάλες κοινωνικές αλλαγές συναντούν πρώτα δυσπιστία και όχι ενθουσιασμό, οφείλουμε να δούμε την απελπισία όχι ως εχθρό της αλλαγής, αλλά ως το σημάδι ότι η κοινωνία έχει πληγωθεί βαθιά και φοβάται να ελπίσει ξανά.
Ο κεντρικός ψυχικός μηχανισμός, πίσω απ' αυτή τη στάση λέγεται μαθημένη αβοηθησία (learned helplessness-Seligman) και σημαίνει πως όταν ένας άνθρωπος (ή ένας λαός) προσπαθεί επανειλημμένα να αλλάξει κάτι και κάθε φορά αποτυγχάνει,
προδίδεται, τιμωρείται, γελοιοποιείται ή βλέπει την προσπάθεια να ακυρώνεται τότε ο ψυχισμός σταματά να προσπαθεί, όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή μαθαίνει ότι η προσπάθεια πονάει περισσότερο από την παραίτηση.
Έτσι γεννιέται η φράση «Δεν αλλάζει τίποτα».
Όχι ως ιδεολογία. Αλλά ως αναισθητικό, ως παυσίπονο.
Γιατί η απελπισία δεν είναι πεποίθηση αλλά σύμπτωμα τραύματος. Σε ψυχολογικούς όρους, το τραύμα δεν λέει “δεν θέλω”, λέει «Δεν αντέχω άλλη διάψευση».
Όταν ένας λαός έχει περάσει εθνικές ήττες, πολιτικές προδοσίες,
οικονομική λεηλασία, φυσικές καταστροφές και εγκληματικά δυστυχήματα (Σάμινα, Μάτι, Τέμπη κα), γελοιοποίηση της λαϊκής βούλησης (π.χ. δημοψήφισμα 2015), συστηματική ατιμωρησία των υπευθύνων (δοσίλογοι έως χρεοκοπία, σκάνδαλα, κλπ) τότε εγκαθίσταται στον ψυχισμό αυτό που θα λέγαμε συλλογικό τραύμα ματαίωσης.
Τα βασικά του συμπτώματα είναι κυνισμός, ειρωνεία απέναντι σε κάθε ελπίδα, χλεύη προς όποιον πιστεύει, δυσπιστία απέναντι σε κάθε συλλογική προσπάθεια, συναισθηματικό μούδιασμα ή απόσυρση/αποχή/ιδιώτευση και παθητικοποίηση.
Η απελπισία, δηλαδή, δεν είναι ρεαλισμός. Είναι μετατραυματική στάση. Είναι τραυματικό σύμπτωμα.
Και βέβαια, το Σύστημα ενδοβάλλει και συντηρεί αυτή την απελπισία. Γιατί το Σύστημα δεν καταστέλλει μόνο με βία των ΜΑΤ ή τη βία της φτώχειας. Καταστέλλει κυρίως με εσωτερίκευση της ήττας.
Δηλαδή,
α) μέσω επαναλαμβανόμενης διάψευσης. Δίνει ελπίδα, την ακυρώνει, λέει «φταίγατε κι εσείς».
β) μέσω γελοιοποίησης της ελπίδας
Όποιος πιστεύει χαρακτηρίζεται αφελής, γραφικός, επικίνδυνος,
«λαϊκιστής».
γ) μέσω κανονικοποίησης της ανημποριάς. Το «τίποτα δεν αλλάζει» παρουσιάζεται ως ωριμότητα, σοφία, εμπειρία ζωής.
δ) μέσω διάσπασης της συλλογικής εμπειρίας. Ο καθένας μόνος του. Καμία συλλογική μνήμη επιτυχίας. Καμία κοινή αφήγηση νίκης.
Ένα παράδειγμα από το ατομικό πεδίο μπορεί να καταστήσει πιο ορατό αυτόν τον μηχανισμό.
Ας σκέφτούμε έναν άνθρωπο που μεγάλωσε σ' ένα σπίτι όπου μιλούσε και δεν τον άκουγαν, διαμαρτυρόταν και τιμωρούνταν,
ζητούσε αγάπη και δεχόταν απόρριψη.
Στην ενήλικη ζωή του λέει «Δεν αξίζει να μιλάω. Δεν αλλάζει τίποτα». Αυτό, όμως, δεν είναι χαρακτήρας του. Είναι αυτό που αναγκάστηκε να γίνει μέσα του για να επιβιώσει. Είναι το τραύμα του.
Όταν αυτός ο άνθρωπος προχωρήσει σε μια θεραπευτική σχέση και αρχίσει να νιώθει ασφαλής, δεν αποκτά ξαφνικά «ιδεολογία ελπίδας». Ανακτά τη δυνατότητα να επιθυμεί. Ανακτά τον αυθεντικό του εαυτό που είχε καλυφθεί κάτω από τις τραυματικές άμυνες. Θυμάται ξανά ποιος ήταν και ποιος είναι να γίνει.
Το ίδιο ισχύει για τους λαούς.
Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι γιατί το τραύμα φοβάται την ελπίδα.
Η ελπίδα δεν είναι επικίνδυνη επειδή είναι ψευδαίσθηση.
Είναι επικίνδυνη γιατί εκθέτει ξανά τον ψυχισμό στον πιθανό πόνο της διάψευσης.
Γι’ αυτό ο τραυματισμένος άνθρωπος ειρωνεύεται, ο τραυματισμένος λαός δυσπιστεί και το Σύστημα επενδύει σε αυτή τη δυσπιστία.
Γιατί ένας λαός που δεν πιστεύει, δεν κινείται.
Συνεπώς, η φράση «Τίποτα δεν αλλάζει» δεν είναι πολιτική θέση, ούτε ωριμότητα ή ρεαλισμός.
Είναι κραυγή ενός ψυχισμού που έχει κουραστεί να πληγώνεται.
Και γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζεται με επιχειρήματα, δεν καταρρίπτεται με σχέδια, δεν «διορθώνεται» με καλύτερο management ή πιο τεκμηριωμένες διανοητικές κατασκευές.
Αντιμετωπίζεται μόνο με συλλογική εμπειρία νοήματος,
ασφάλεια, σταθερότητα, μικρές αλλά πραγματικές νίκες και συμμετοχή, όχι ανάθεση.
Και αυτός είναι ο λόγος που το Σύστημα φοβάται την λαϊκή οργάνωση περισσότερο από την αγανάκτηση και την οργή.

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Κάθε χρονιά, όλο και πιο πολύ, τα Χριστούγεννα μου μοιάζουν μ' ένα άδειο κέλυφος, ένα κέλυφος δίχως ψαχνό.
Σαν Χριστούγεννα δίχως Χριστό και δίχως καμιά γέννα.
Και γι' αυτό ίσως φτιασιδώνεται, κάθε χρονιά, η θεαματική τους συσκευασία.
Κάτι σαν ένα αδειανό πακέττο, τυλιγμένο σε γυαλιστερή συσκευασία, που η αρχική χαρά του ανοίγματος του συνοδεύεται πάντα από την ματαίωση της διαπίστωσης του κενού.
Οι φίλοι μου λένε πως γερνώ και γκρινιάζω. Ίσως και να έχουν δίκιο.
Όμως εγώ επιμένω να βλέπω πως οι πόλεις φωτίζονται για να κρύψουν τα σκοτάδια μας.
Τα στολίδια μας θαμπώνουν ίσα για να κρύψουν την οδύνη μας.
Οι κάθε λογής βουλιμίες μας απλά ανακουφίζουν προσωρινά την συναισθηματική μας απομόνωση.
Κι οι γιορταστικές παρέες γίνονται ευκαιρίες συνάντησης μονάχα των οθονών μας.
Αν το καλοσκεφτείς μονάχα οι οθόνες μας είναι συνδεδεμένες.
Οι άνθρωποι παραμένουμε ασύνδετοι, άσχετοι, σαν χελώνες κλεισμένοι μέσα στα καβούκια μας.
Κάποια μελλοντική γενιά θα παρατηρεί έκπληκτη τα Χριστούγεννα σε κάποιο φουτουριστικό μουσείο.
Τι κάναν στον εαυτό τους αυτοί οι μαλάκες, θα σκέφτονται οι πιτσιρικάδες του μέλλοντος.
Κι ίσως δεν είναι τόσο το πρόβλημα στην αποθέωση της κατανάλωσης των ημερών. Είναι κυρίως σ' αυτό που κρύβεται κάτω από την κατανάλωση, σ' αυτό που η κατανάλωση ανακουφίζει.
Δηλαδή στην υπαρξιακή οδύνη που τα "άδεια" Χριστούγεννα από την μια ανακουφίζουν προσωρινά κι από την άλλη -ακριβώς επειδή είναι "άδεια"- πιστοποιούν και επιβεβαιώνουν.
Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει πια το πνεύμα τους και ξέπεσαν σε μια γιορταστική διεκπεραίωση.
Είναι που τα Χριστούγεννα έγιναν κάτι σαν φιλάνθρωπος τουρισμός στην ανάγκη του Άλλου.
Είναι που τα Χριστούγεννα έχουν χάσει την όποια ψυχικά αναστάσιμη δυναμική τους κι έγιναν το πληκτικό birthday party ενός σκοτωμένου Θεού.
Είναι που τα Χριστούγεννα συντελούνται πλέον ως ανθρωποθυσία στον ιερό τόπο, στη γεννέθλια γη, της Παλαιστίνης.
Ίσως γι' αυτό τα Χριστούγεννα να πρέπει να οριστούν πλέον ως η γιορτή της απομόνωσης!
Να έχουμε μια Παγκόσμια Ημέρα της Μοναξιάς του δυτικού κόσμου στις 25 του Δεκέμβρη.
Μέσα σ' όλο αυτό το μουντό κλίμα της ανέραστης γιορτής κρατώ μονάχα μια "τραγική αισιοδοξία": ότι, παρ΄όλα αυτά, αργά ή γρήγορα, μπορεί και τώρα, αυτή τη στιγμή, κάποια παιδιά να βρούν το χαμένο νήμα της Γιορτής.
Θα πετάξουν στην άκρη τις φανταχτερές γιρλάντες και τα πλαστικά συναισθήματα, θα αγκαλιαστούν και θα πουν ο ένας στον άλλο "σ΄ αγαπώ" με τον ίδιο τρόπο που ειπώθηκε κάποτε πριν δυο χιλιάδες τόσα χρόνια.
Και μπορούμε όλοι μας να γίνουμε, έστω για λίγο, αυτά τα παιδιά...Αντώνης Ανδρουλιδάκης5 ημ.

 ------------------------------------------
Ακόμη ένα ηχητικό απόσπασμα του βιβλίου μου ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ από την εκλεκτή Xristina DeVega που τόσο ευχαριστώ για τα δώρα της!
«Η ΛΥΣΣΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ Σ' ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ»
Η επίθεση στην Καρυστιανού ως συμπτωματολογία μιας παρηκμασμένης πολιτικής κουλτούρας.
Ο Καμύ είχε εντοπίσει, με χειρουργική ακρίβεια, έναν από τους σκοτεινότερους μηχανισμούς του ανθρώπινου ψυχισμού και των κοινωνιών λέγοντας πως «Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει».
Αυτή η φράση δεν περιγράφει μόνο μια υπαρξιακή μάχη. Περιγράφει την αντίδραση των υποταγμένων απέναντι σε όσους αρνούνται να ζήσουν γονατιστοί.
Και αυτή η δυναμική εξηγεί σχεδόν τέλεια το φαινόμενο της επιθετικότητας απέναντι στη Μαρία Καρυστιανού.
Η Μαρία Καρυστιανού προκαλεί τόση εχθρότητα γιατί κάνει κάτι που οι περισσότεροι δεν αντέχουν να δουν. Αντιστέκεται εκεί όπου οι άλλοι έχουν παραδώσει τα όπλα.
Η δύναμή της, η καθαρότητά της, η επιμονή της, η αδιαπραγμάτευτη αναζήτηση της αλήθειας, ξεσκεπάζουν όχι απλώς το πολιτικό σύστημα, αλλά την υποταγή πολλών σε αυτό.
Γι’ αυτό η επίθεση δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι υπαρξιακή.
Η παρουσία της υπενθυμίζει στον καθένα τι δεν έκανε, τι δεν τόλμησε, πότε υποχώρησε, πού ντράπηκε, πού βολεύτηκε.
Η Καρυστιανού λειτουργεί σαν καθρέφτης της ατομικής και συλλογικής μας υποταγής και ανεπάρκειας.
Κι αυτό είναι αφόρητο για όσους έχουν χτίσει την ταυτότητά τους πάνω στη συμβατότητα, στην υποταγή, στην προσαρμογή.
Ο Καμύ θα έλεγε όποιος δεν τολμά να αντισταθεί, μισεί εκείνον που τολμά.
Γι' αυτό και τα emoji γελάκια, ο κυνισμός των διαδικτυακών σχολίων, οι χυδαίες ύβρεις, η παρανοειδής δυσπιστία στις προθέσεις της ή οι σοβαροφανείς αναλύσεις που την εγκαλούν για το "πολιτικό της λίγο" και οι λοιδορίες για τους υποτιθέμενους συνεργάτες της. Ο συστημικός οχετός έχει ανοίξει διάπλατος και...σας εύχετε καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα.
Και βέβαια οι συστημικοί πολιτικοί παράγοντες και παραγοντίσκοι που την στοχοποιούν ή την υπονομεύουν δεν το κάνουν επειδή διαφωνούν μαζί της. Το κάνουν επειδή εκθέτει τη θεσμική γύμνια τους.
Η κυρία Καρυστιανού μιλά για ευθύνη όταν οι ίδιοι την αποφεύγουν, μιλά για δικαιοσύνη όταν εκείνοι βρίσκουν πρόσχημα, μιλά για αλήθεια όταν εκείνοι ζουν από τη διαχείριση του ψεύδους, μιλά για αξιοπρέπεια όταν εκείνοι -χρόνια τώρα- υπογράφουν την υποταγή.
Καταλαβαίνουμε ότι για έναν πολιτικό παράγοντα που η καριέρα του στηρίζεται στο να μη θίγει κανέναν συστημικό "ογκόλιθο",
μια γυναίκα που θίγει τα πάντα -δικαστές, θεσμούς, κυβερνήσεις, Ευρώπη- είναι πραγματικά εφιάλτης.
Γιατί δείχνει στον λαό ότι δεν είναι όλοι το ίδιο, ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν φοβούνται.
Και αυτό είναι πολιτικά καταστροφικό για όσους έχτισαν καριέρες που βασίζονται στον φόβο και την αδράνεια.
Κι ύστερα είναι όλη αυτή η μεγάλη τέχνη της μικρότητας που τόσο ανθεί στην έρμη πατρίδα μας. Η επίθεση των πάσης φύσεως σχολιαστών του διαδικτύου.
Δημοσιογράφοι, opinion makers, σχολιαστές στα social, όλοι αυτοί που βγάζουν χολή απέναντί της, στην πραγματικότητα αμύνονται απέναντι σε ένα απλό γεγονός: Η γυναίκα αυτή δεν εξαρτάται από το σύστημα. Εκείνοι εξαρτώνται.
Η κυρία Καρυστιανού τους θυμίζει ότι υπάρχουν άνθρωποι που
δεν δέχονται χορηγίες, δεν προσκυνούν κόμματα, δεν κολακεύουν εξουσίες, δεν ζουν από χαρτζιλίκια ισχυρών, δεν σιτίζονται στο πρυτανείο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, δεν ανησυχούν μην χάσουν την καβάντζα που βολεύτηκαν και δεν φοβούνται την κοινωνική σύγκρουση.
Η ύπαρξή της κάνει τη δική τους ύπαρξη να μοιάζει ανούσια,
ηθικά άδεια, δειλή και απονοηματοδοτημένη.
Γι’ αυτό αντιδρούν με λύσσα. Όχι επειδή δεν συμφωνούν μαζί της.
Αλλά επειδή τους ακυρώνει ως ηθικά υποκείμενα.
Ακόμη και το "ανώνυμο μίσος" στο διαδίκτυο δεν είναι “τυχαίο”.
Είναι το καθαρότερο παράδειγμα αυτού που περιέγραψε ο Καμύ:
η μικρότητα που μισεί εκείνον που σηκώνει ανάστημα.
Ο απλός άνθρωπος που είναι εγκλωβισμένος στην αίσθηση ότι “τίποτα δεν αλλάζει”, ότι “όλοι ίδιοι είναι”, ότι “δεν γίνεται τίποτα”, βλέπει ξαφνικά μπροστά του μια γυναίκα που κάνει το αδύνατο δυνατό. Τα βάζει με το πολιτικό σύστημα, τα βάζει με τη δικαιοσύνη, τα βάζει με την ΕΕ, τα βάζει με τη διαφθορά και δεν λυγίζει.
Αυτό γεννά φθόνο, όχι θαυμασμό. Ή μάλλον "έναν φθόνο ως κατακερματισμένο θαυμασμό" όπως έλεγε ο kierkegaard.
Διότι αποκαλύπτεται η προσωπική αδράνεια και υποταγή του καθενός.
Σύμφωνα με τον Καμύ ο καταπιεσμένος που δεν μπορεί να εξεγερθεί, στρέφεται εναντίον εκείνου που εξεγείρεται.
Εν τέλει η κυρία Καρυστιανού δέχεται επιθέσεις από όλες τις πλευρές γιατί απειλεί όλους τους κώδικες αυτής της χώρας. Δεν φοβάται την εξουσία και άρα απειλεί τους ισχυρούς. Δεν φοβάται την κοινωνία και άρα απειλεί τους υποταγμένους. Δεν δέχεται χρηματοδοτήσεις και άρα απειλεί τους εξαγορασμένους. Δεν παριστάνει τη δήθεν “ανεξάρτητη” και άρα απειλεί τη εξαρτημένη δημοσιογραφία. Δεν παίζει πολιτικά παιχνίδια και άρα απειλεί τα συστημικά κόμματα. Δεν σιωπά και άρα απειλεί τους βολεμένους. Δεν υποκύπτει και άρα απειλεί τους υποταγμένους.
Η Μαρία Καρυστιανού είναι επικίνδυνη όχι επειδή είναι ριζοσπαστική, αλλά επειδή είναι ανεπηρέαστη.
Και σε μια κοινωνία που έχει μάθει ότι όλα αγοράζονται και όλα ελέγχονται, το ανυπότακτο πολιτικό υποκείμενο είναι πάντα ανεξέλεγκτο μέγεθος.
Η τελική αλήθεια είναι πως η Καρυστιανού δεν μισείται επειδή υπερβάλλει. Μισείται επειδή θυμίζει σε όλους μας την αλήθεια που βίωσε στον πυρήνα της υπαρξης της.
Το πολιτικό σύστημα την μισεί γιατί εκθέτει τη φαυλότητά του.
Η διανόηση την φοβάται γιατί εκθέτει τη δειλία της.
Η ανωνυμία τη στοχοποιεί γιατί εκθέτει τη λύγισή της.
Η επίθεση λοιπόν δεν στρέφεται σε εκείνη Στρέφεται σε αυτό που αντιπροσωπεύει. το δικαίωμα ενός ανθρώπου να μην υποκύπτει.
Και αυτό, όπως διέγνωσε ο Καμύ, είναι αρκετό για να γεννήσει την πιο άγρια μορφή εχθρότητας σε όσους έχουν μάθει να ζουν γονατισμένοι.



Αντώνης Ανδρουλιδάκης

"Ποτέ μην αμφιβάλλετε ότι μια μικρή ομάδα σκεπτόμενων, αφοσιωμένων πολιτών μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Μάλιστα, είναι το μόνο πράγμα που το έχει κάνει ποτέ".
Margaret Mead (Ανθρωπολόγος).

---------------------------------------------------------------------------------------
1 ημ.
 
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΜΑΣΚΑΣ
Για την Αναγέννηση της Ελληνικής Πολιτικής Αυτοσυνείδησης
Η καταγγελία της Μ. Καρυστιανού προς την Ευρωπαία Εισαγγελέα Λάουρα Κοβέσι δεν είναι απλώς μια ακόμη πράξη διαμαρτυρίας.
Είναι ένα καίριο ρήγμα στο οικοδόμημα της “ευρωπαϊκής περσόνας”, δηλαδή της εξιδανικευμένης εικόνας της Ευρώπης ως υπεράνω διαφθοράς, αδιαφάνειας και θεσμικής παραλυσίας.
Η Κοβέσι ήταν -και εξακολουθεί να προβάλλεται ως- το σύμβολο της “καθαρής Ευρώπης”, της Ευρώπης που “ελέγχει τους διεφθαρμένους του Νότου”, της Ευρώπης που “βάζει τάξη εκεί όπου τα κράτη μέλη αποτυγχάνουν”.
Όταν, λοιπόν, μια μάνα από την Ελλάδα καταγγέλλει ότι “Η ίδια η Ευρωπαία Εισαγγελέας δεν έκανε το καθήκον της στα Τέμπη”, τότε δεν καταρρέει απλώς ένας θεσμός. Καταρρέει ολόκληρη η ηθική αφήγηση της Ευρώπης, όπως διαμορφώθηκε έντεχνα μέσα σε δεκαετίες, στα μάτια των Ελλήνων.
Η ευρωπαϊκή περσόνα βασίζεται στο ηθικό κύρος των θεσμών της. Η ΕΕ δεν έχει στρατό, δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, δεν έχει κοινή κουλτούρα, δεν έχει κοινή γλώσσα.
Αυτό που έχει -και πάνω σε αυτό στηρίζεται- είναι η ηθική υπεροχή των θεσμών της, η εικόνα ότι είναι “ανώτεροι”, “αδιάφθοροι”, “τεχνοκρατικά ορθοί”. Η Κοβέσι ήταν το avatar αυτής της υπεροχής.
Εδώ και δεκαετίες, η ΕΕ οικοδόμησε μια ισχυρή περσόνα. Την εικόνα του αδιάφθορου, ορθολογικού, θεσμικά ώριμου κέντρου που “διορθώνει” τα σφάλματα των “απείθαρχων” λαών- πρωτίστως της Ελλάδας. Η Ευρώπη, μας έλεγαν, είναι η άγκυρα της νομιμότητας, είναι η εγγύηση της δικαιοσύνης και της ασφάλειας μας, είναι η θεσμική ασπίδα απέναντι στο ελληνικό χάος.
Όταν όμως αποκαλύπτεται ότι δεν παρενέβη στα Τέμπη, δεν ζήτησε εξηγήσεις για τα βίντεο, δεν άσκησε πίεση για προστασία αποδεικτικών στοιχείων ή δεν αποφάσισε τη σύλληψη των υπευθύνων πολιτικών προσώπων -επικαλούμενη την ανωτερότητα του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού, όπως συνέβη με το άρθρο 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια- τότε
η μάσκα του ευρωπαϊκού αδιάφθορου πέφτει.
Η Ευρώπη εμφανιζόταν στο ελληνικό φαντασιακό ως ο κριτής, όχι ως συνυπεύθυνη. Και αυτό είναι που αλλάζει τώρα.
Η ευρωπαϊκή περσόνα λειτουργούσε πάντα με δύο επίπεδα:
Στο πρώτο επίπεδο ήταν είναι ο επιτηρητής. Ο “ώριμος ενήλικας” που διορθώνει τους “κακούς μαθητές” κυρίως του Νότου. Σ' ένα δεύτερο επίπεδο τα κράτη του Νότου ήταν προβληματικά, διεφθαρμένα, ανίκανα και χρειάζονταν συνεχώς “καθοδήγηση”.
Ξαφνικά όμως έρχεται η κυρία Καρυστιανού και λέει:
«Δεν είναι μόνο το ελληνικό σύστημα που απέτυχε. Απέτυχαν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Απέτυχε και η Κοβέσι.»
Και αυτό είναι πολιτικός σεισμός, διότι για πρώτη φορά, η Ευρώπη τοποθετείται στο εδώλιο. Η ευρωπαϊκή περσόνα αποδυναμώνεται γιατί δεν μπορεί πια να διεκδικεί “ανώτερη ηθική”.
Εάν η Ευρώπη βλέπει το έγκλημα, γνωρίζει τα στοιχεία, γνωρίζει τις πιέσεις και τις συγκάλυψεις, γνωρίζει το μέγεθος της καταστροφής και δεν παρεμβαίνει, τότε χάνει το μόνο της συγκριτικό πλεονέκτημα, το ηθικό της κύρος.
Χωρίς αυτό, μένει μια γραφειοκρατία που δεν λογοδοτεί, μια τεχνοκρατία χωρίς φωνή λαών, ένας μηχανισμός που λειτουργεί για πολιτικά συμφέροντα, μια “ευρωπαϊκή κανονικότητα” που είναι βιτρίνα, όχι πραγματικότητα.
Η Καρυστιανού, επιτέλους, διαλύει την αφήγηση περί “καλών Ευρωπαίων και κακών Ελλήνων”.
Για χρόνια, η κυρίαρχη αφήγηση ήταν «Οι Έλληνες φταίνε.
Η Ευρώπη είναι το φως.»
Η Καρυστιανού λέει «Όχι. Οι Έλληνες γονείς έκαναν το καθήκον τους. Η Ευρώπη όχι.»
Και αυτό ανατρέπει το βαθύτερο ψυχολογικό υπόβαθρο της εξάρτησης. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας που καλλιεργήθηκε συστηματικά στην Ελλάδα.
Όταν η Ευρώπη παύει να είναι “η ενάρετη μητέρα”, οι Έλληνες παύουν να είναι “το παιδί που πρέπει να συμμορφωθεί”.
Και αυτό είναι πολιτισμική επανάσταση.
Η αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής περσόνας είναι προϋπόθεση για δημοκρατική αφύπνιση του λαού μας.
Όσο η Ευρώπη εμφανίζεται ως αλάθητη, υπερβατική, σουπερ οργανωμένη, ηθικά ανώτερη, τόσο ο ελληνικός λαός εσωτερικεύει την αδυναμία του.
Όταν όμως (και) η Ευρώπη αποτυγχάνει, η Ευρώπη σιωπά, η Ευρώπη συγκαλύπτει, η Ευρώπη προστατεύει τους δικούς της,
τότε ο λαός αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει κανείς "από πάνω" να μας σώσει. Ή εμείς θα σηκωθούμε ή δεν θα σηκωθούμε ποτέ.
Και αυτό είναι το σημείο μηδέν μιας εθνικής αναγέννησης.
Εν κατακλείδι, η καταγγελία της Καρυστιανού δεν πλήττει την Κοβέσι. Πλήττει το ίδιο το αφήγημα της Ευρωπαϊκής Ηθικής Υπεροχής πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το "ανήκομεν εις την Δύσιν" και το σύμπλεγμα κατωτερότητας και μειονεξίας του Λαού μας.
Διότι αν ακόμη και εκεί υπάρχει σιωπή, παράλειψη, ανεπάρκεια, συγκάλυψη, ότε όλο το οικοδόμημα που ταυτίζει την Ευρώπη με την Θεσμική Ακεραιότητα καταρρέει σαν χάρτινος πύργος.
Και από κάτω απομένει αυτό που πάντα υπήρχε. Ένας λαός που πρέπει να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να διεκδικήσει τη δική του δικαιοσύνη, τη δική του δημοκρατία, τη δική του ανεξαρτησία.
Πού οδηγεί αυτή η ρήξη;
Στην Αναγέννηση της Ελληνικής Πολιτικής Αυτοσυνείδησης.
Η ευρωπαϊκή περσόνα, όσο κυριαρχούσε, εξασθενούσε τον ελληνικό λαό. Τον έκανε να πιστεύει ότι δεν μπορεί χωρίς ΕΕ,
ότι είναι “ανώριμος”, ότι πρέπει να ελέγχεται απ’ έξω.
Με την καταγγελία της Καρυστιανού ο λαός παύει να ψάχνει εξωτερικούς και εσωτερικούς “σωτήρες”, αρχίζει να εμπιστεύεται τη δική του κρίση, συνειδητοποιεί ότι οι θεσμοί, παντού, χρειάζονται έλεγχο.
Και κυρίως συνειδητοποιεί ότι η δικαιοσύνη δεν θα έρθει απ’ έξω, αλλά πρέπει να τη γεννήσει ο ίδιος.
Αυτή είναι η απαρχή της πραγματικής πολιτικής μας ενηλικίωσης.






ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
"Η ερωτική σχέση είναι ένας τόπος στον οποίο είναι κανείς παρών ακόμη και στην απουσία του.
Ένας τόπος στον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται.
Θυμούνται την ομορφιά του Άλλου όταν νιώθει άσχημα.
Το ολόκληρο του όταν νιώθει «κομμάτια».
Τα επιτεύγματα του όταν νιώθει ανεπαρκής.
Την αθωότητα του όταν ενοχοποιείται.
Τη γενναιότητα του όταν φοβάται.
Το δρόμο του όταν χάνεται.
Το φως του όταν σκοτεινιάζει.
Γιατί, αγαπώ σημαίνει θυμάμαι".




 Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ "ΕΓΩ" ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ
Πώς το Πολιτικό Σύστημα Αναπαράγεται μέσα από τη Συλλογική Διάσχιση.
Η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται σε μια συλλογική κατάσταση που προσομοιάζει σε ότι ορίζουμε στο ατομικό πεδίο ως διάσχιση. (dissociation). Μια ψυχική άμυνα, δηλαδή, που ταιριάζει περισσότερο σε τραυματισμένα άτομα παρά σε δημοκρατίες.
Και όμως, αυτός ο μηχανισμός είναι που εξηγεί -μάλλον καλύτερα
και από τις πολιτικές αναλύσεις- το γιατί η χώρα μας μοιάζει ανήμπορη να αλλάξει, γιατί ο λαός φαίνεται εξαντλημένος,
και γιατί το πολιτικό σύστημα μπορεί, ατιμώρητα, να εναλλάσσει τον κάθε "Φραπέ" και τον κάθε "Πιερρακάκη" ως δύο πρόσωπα της ίδιας εξουσίας.
Πρόκειται άραγε για δύο Ελλάδες που δεν συναντιούνται ή για δυο Ελλάδες που συνεργάζονται;
Από τη μια, η Ελλάδα της χυδαιότητας, της πελατειακής παρακμής, της στρεβλής παραγωγής, των “φραπέδων”, του ΟΠΕΚΕΠΕ, εκεί όπου ο νόμος είναι υπόθεση γνωριμιών και η δημόσια διοίκηση μια πιάτσα. Εκεί όπου κυριαρχεί η "μαγκιά", η εξυπναδίστικη καπατσοσύνη, η τραχύτητα και η κυνική λαμογιά του "πετυχημένου" αγράμματου.
Από την άλλη, η Ελλάδα της τεχνοκρατικής βιτρίνας, των ψηφιακών έργων, των ευρωπαϊκών λόγων, των “εκσυγχρονιστών” που παρουσιάζονται ως σωτήρες μιας χώρας
της οποίας την πραγματικότητα δεν αλλάζουν και απλά την καλύπτουν. Εκεί όπου κυριαρχεί η λογιστική "φλωριά", η τακτοποιημένη και εκσυγχρονισμένη εικόνα του ευγενούς και ήπιου"σπουδαγμένου".
Θα ήταν φυσικό αυτές οι δύο όψεις να συγκρούονται.
Κι όμως, δεν συγκρούονται ποτέ. Συνυπάρχουν αρμονικά μέσα στο ίδιο κόμμα, στο ίδιο κράτος, στην ίδια κυβέρνηση, ως δύο απαραίτητες λειτουργίες του ίδιου μηχανισμού.
Αυτό είναι διάσχιση. Όταν μια ψυχική ενότητα, αδυνατώντας να αντέξει την αλήθεια της, "διπλασιάζεται".
Αυτό είναι Συλλογική Διάσχιση. Όταν μια Χώρα Χωρίζεται στα Δύο για να Επιβιώσει.
Η διάσχιση είναι μια βαθιά έννοια της Ψυχολογίας του Τραύματος. Εμφανίζεται όταν η πραγματικότητα είναι υπερβολικά οδυνηρή, το άτομο δεν μπορεί να την επεξεργαστεί και έτσι χωρίζει τον εαυτό του σε δύο παράλληλες πραγματικότητες.
Η Ελλάδα κάνει ακριβώς αυτό.
Η “εκσυγχρονισμένη” Ελλάδα λειτουργεί ως ψευδής εαυτός και η “πελατειακή” Ελλάδα λειτουργεί ως η απωθημένη πραγματικότητα.
Από την μια ο Σημίτης και τα "μακέτο" του κι από την άλλη ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος και το "κωλόσπιτο". Εύκολα μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στα αντίστοιχα ανα καιρούς προσωπεία του εν Ελλάδι πολιτικού συστήματος.
Οι πολίτες ζουν μέσα σ’ αυτό το ψυχικό σύστημα όπου το ψηφιακό/εκσυγχρονιστικό/μεταρυθμιστικό αφήγημα λειτουργεί ως αναισθητικό και η πελατειακή πραγματικότητα λειτουργεί ως παλιά εξάρτηση.
Κανένα από τα δύο δεν είναι αλήθεια από μόνο του. Αλλά το σύστημα χρειάζεται και τα δύο, όπως ένας άνθρωπος χρειάζεται και το "προσωπείο" του και τη "σκιά" του για να μην καταρρεύσει από την αντίφαση.
Με Γιουνγιανούς όρους όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και κάθε συλλογικότητα, διαθέτει δύο θεμελιώδεις ψυχικές δομές: την Περσόνα, δηλαδή το κοινωνικό προσωπείο, και τη Σκιά, το απωθημένο, σκοτεινό, ακατέργαστο κομμάτι της ύπαρξης.
Η σύγχρονη ελληνική πολιτεία ενσαρκώνει αυτή τη διχοτόμηση με τρόπο σχεδόν ερευνητικά υποδειγματικό.
Η Περσόνα, ο κάθε “Πιερρακάκης”, αντιπροσωπεύει την ωραιοποιημένη δημόσια εικόνα που παρουσιάζει η χώρα προς τα έξω. Εκσυγχρονισμός, ψηφιακή μετάβαση, τεχνοκρατία, “ευρωπαϊκή κανονικότητα”.
Η Περσόνα είναι πάντα ευπρεπής, "καθαρή", ορθολογική.
Κρύβει πίσω της την επιθυμία του λαού να δείχνει “ώριμος” και “δυτικός”, ακόμη κι όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η Σκιά, ο κάθε “Φραπές”, αντιπροσωπεύει το απωθημένο κομμάτι που όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν θέλει να το δει.
Διαφθορά, πελατειακές σχέσεις, αγραμματοσύνη, διοικητική χυδαιότητα, ο πρωτογονισμός ενός κράτους που λειτουργεί με κανόνες παζαριού αντί για θεσμικότητα.
Η Σκιά είναι ακατέργαστη και ανεξέλεγκτη, κι όμως είναι αυτή που κινεί μεγάλο μέρος του συστήματος.
Το πιο επικίνδυνο σημείο είναι ότι εδώ η Περσόνα και η Σκιά συνεργάζονται. Δεν είναι αντίπαλες πλευρές. Είναι αλληλοσυμπληρούμενα εργαλεία της εξουσίας.
Η Περσόνα (ο “Πιερρακάκης”) επιτρέπει στο σύστημα να εμφανίζεται αξιοσέβαστο, να προσκαλεί επενδύσεις, να φωτογραφίζεται στις Βρυξέλλες, να καθησυχάζει τους πολίτες ότι “κάτι αλλάζει”, να μοιράζει κανένα ευρωπαϊκό ψίχουλο στην μπλέμπα και να "στήνει" ένα app για τo...δικαίωμα στο brunch πασπαλισμένο με αγγλική sugar free.
Η Σκιά (ο “Φραπές”) επιτρέπει στο σύστημα να λειτουργεί όπως πραγματικά είναι. Ανεξέλεγκτο, ιδιοτελές, κλεπτοκρατικό, αδιαφανές. Να μοιράζει επιδοτήσεις σε ημετέρους. Να εκβιάζει, να διαφθείρει, να βολεύει και να αναπαράγεται.
Σε μια υγιή κοινωνία, η Περσόνα και η Σκιά βρίσκουν μια δημιουργική ισορροπία. Στην Ελλάδα, όμως, αυτές οι δύο δυνάμεις λειτουργούν μηχανικά, σαν αμυντικά συμπλέγματα που αναπαράγουν το Τραύμα και όχι την αλήθεια.
Γι’ αυτό κάθε πραγματικό κίνημα που λέει "να δούμε τα πράγματα όπως είναι" εξορίζεται, λοιδορείται, πολεμιέται.
Διότι απειλεί όχι απλώς την εξουσία, αλλά την ψυχική δομή που στηρίζει την εξουσία.
Ο Γιουνγκ θα έλεγε: «Η χώρα σας δεν μπορεί να αναγεννηθεί,
αν πρώτα δεν ενοποιήσει την Περσόνα με τη Σκιά. Αν δεν δει αυτό που αρνείται να δει».
Πρόκειται εν τέλει για μια Διπλή Ταυτότητα της Εξουσίας ως Μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου. Η ελληνική "διάσχιση", δηλαδή, δεν είναι τυχαίο σύμπτωμα. Είναι εργαλείο.
Η “Ελλάδα του Φραπέ” κρατά την κοινωνία καθηλωμένη στο χαμηλό προσδόκιμο της παρακμής, της εξάρτησης, της υποταγής.
Η “Ελλάδα του Πιερρακάκη” κρατά την κοινωνία υπνωτισμένη
με το αφήγημα του “εκσυγχρονισμού”, της “προόδου” και ευρωπαϊκής "αναγνώρισης" και “αναβάθμισης”.
Αυτά τα δύο μαζί "παράγουν" έναν λαό που δεν ξέρει τι να διεκδικήσει, έναν λαό που δεν ξέρει πού να στραφεί, έναν λαό που δεν ξέρει ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ.
Και αυτή είναι η τέλεια συνθήκη για μια εικονική δημοκρατία,
όπου όλα φαίνονται λειτουργικά κι όμως τίποτα δεν είναι πραγματικά ζωντανό.
Σ' αυτές τις συνθήκες το Κίνημα των Τεμπών εμφανίστηκε ως μια "ενοποιητική ρωγμή" γι' αυτή τη διάσχιση. Γι’ αυτό και το Κίνημα των Τεμπών τρομάζει τόσο. Διότι για πρώτη φορά επιχειρεί να ενώσει αυτά που το σύστημα προσπαθεί να κρατήσει χωρισμένα: τον τεχνοκρατικό μύθο της ασφάλειας και ανάπτυξης με την ωμή πραγματικότητα της κρατικής διάλυσης και σήψης
Τα Τέμπη είναι η στιγμή όπου η Ελλάδα βλέπει καθαρά στον καθρέφτη της. Κι αυτό εξηγεί την απόλυτη βιαιότητα με την οποία το σύστημα και αντιδρά αλλά και αναμένεται να αντιδράσει. Οι εξουσίες δεν φοβούνται μόνο την πολιτική ανατροπή, φοβούνται την ψυχική ενοποίηση του λαού.
Γιατί ένας λαός που ξέρει ποιος είναι, είναι αδύνατο να κυβερνηθεί από την απάτη.
Πώς θεραπεύεται όμως μια τέτοια συλλογική "διάσχιση";
Μόνο με έναν τρόπο. Συνδέοντας τα κομμάτια της αλήθειας.
Συνδέοντας το δήθεν “ψηφιακό κράτος” με τον “κρατικό θάνατο” των Τεμπών. Συνδέοντας την τεχνοκρατική ελίτ με την πελατειακή παρακμή. Συνδέοντας την ευρωπαϊκή μάσκα με το ελληνικό τραύμα. Συνδέοντας το "Μαύρο Δέρμα με την Άσπρη Μάσκα" που θα έλεγε και ο Frantz Fanon. Συνδέοντας την πολιτική επιφάνεια με την κοινωνική οδύνη.
Η θεραπεία, επομένως, δεν είναι να διαλέξουμε πλευρά.
Είναι να αρνηθούμε την ψεύτικη διάκριση.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναγεννηθεί αν δεν γίνει ΕΝΙΑΙΑ.
Και η ενιαιότητα δεν είναι σύνθημα.
Είναι ψυχική τομή. Είναι η στιγμή που ο λαός παύει να κουβαλά δύο πραγματικότητες και ενώνει την πληγή με την ευθύνη.
Συνεπώς, η διπλή ταυτότητα του συστήματος -ο "Φραπές" και ο "Πιερρακάκης"- δεν είναι πολιτική αντίφαση.
Είναι ψυχική παθολογία ενός πολιτικού συστήματος που έμαθε να επιβιώνει διασπώντας την αλήθεια του.
Όπως το εκσυγχρονιστικό προσωπείο του Σημίτη ειχε στη σκιά τον Τσουκάτο του, έτσι και το "άριστο" προσωπείο του Μητσοτάκη έχει στην σκιά τον "φραπέ" του.
Γι' αυτό, το Κίνημα των Τεμπών δεν απειλεί μόνο την κυβέρνηση. Απειλεί το ίδιο το ψυχικό μοντέλο με το οποίο λειτουργεί το καθεστώς.
Απειλεί την συστημική "διάσχιση" ακριβώς γιατί την καθιστά καθόλα ορατή.
Και μόνο με αυτή την ορατότητα μπορεί να αρχίσει η πραγματική πολιτική. Μόνο τότε μπορεί να υπάρξει Δημοκρατία.
Μόνο τότε μπορεί μια χώρα να πάρει πίσω το Νόημά της.