ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Α. Παπανικολάου: νέο βιβλίο του «Υλη και Γνώση» - Το αίνιγμα της νοήμονος ύλης. γιατί το διαζύγιο του πνεύματος-νου από το σώμα-εγκέφαλο δεν είναι καθόλου αναγκαίο.

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023 0 comments


 






 Τον 17ο αιώνα ξεκινά σταδιακά η επιστημονική διερεύνηση του «νου» ή της «ψυχής. Η άυλη ψυχή του παρελθόντος δεν έχει πια καμία θέση στη νέα επιστημονική εικόνα του Σύμπαντος ως μιας γιγάντιας αιτιοκρατικής μηχανής. Ετσι, προοδευτικά, ο ανθρώπινος νους θα εγκαταλείψει οριστικά την αιθέρια υπερφυσική κατοικία του, για να εγκατασταθεί, πρώτα, μέσα στους βιολογικούς εγκεφάλους ενώ, κατόπιν, κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, θα μετακομίσει και θα «τρέχει», υπό τη μορφή υπολογιστικών προγραμμάτων της τεχνητής νοημοσύνης, μέσα σε «ηλεκτρονικούς εγκεφάλους». Γιατί, λοιπόν, ο Ανδρέας Παπανικολάου, ένας σύγχρονος και διαπρεπής νευροεπιστήμονας, επιμένει ότι αυτή η εικόνα του νου είναι επιστημονικά ανεπαρκής και αφύσικη;

Μολονότι δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε ποτέ ένας ανεγκέφαλος νους, η λεπτομερής γνώση των δομών και των λειτουργιών του εγκεφάλου δεν προδιαγράφει αιτιακά τη γνώση των λειτουργιών και των εκφάνσεων του νου. Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το γνωστικό αίνιγμα των σχέσεων του εγκεφάλου με τον νου. Τις βαθύτερες και γνωστικά αδιαφανείς σχέσεις ανάμεσα στον εγκέφαλό μας και το πνεύμα μας διερευνούν, εδώ και χρόνια, τα βιβλία του Ανδρέα Κ. Παπανικολάου.

Μια συστηματική προσπάθεια διερεύνησης της συνύπαρξης, της δράσης και της δημιουργικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των υλικών-βιολογικών παραγόντων και των νοητικών-πνευματικών παραγόντων που, από κοινού, διαμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Οι φιλότιμες προσπάθειες των οποίων να κατανοήσουν την ανθρώπινη ψυχοσωματική ιδιαιτερότητα σκόνταφταν ανέκαθεν στο γνωστικό παράδοξο της… νοήμονος ύλης.

Και πρόκειται όντως για ένα διαχρονικό γνωστικό παράδοξο, αφού η προέλευση, η δομή και η λειτουργία του ανθρώπινου νου αποτελούν, μέχρι σήμερα, ένα άλυτο πρόβλημα για την ανθρώπινη σκέψη (φυσική-επιστημονική και μεταφυσική-φιλοσοφική). Πάντως, ο Α. Παπανικολάου, στο νέο βιβλίο του «Υλη και Γνώση», δεν περιορίστηκε στο να αναδείξει τις όποιες αρετές και τα ελλείμματα των ήδη διατυπωμένων «λύσεων» αυτού του αινίγματος, αλλά αποφάσισε να προτείνει κάποιες νέες, εναλλακτικές προσεγγίσεις για την εξάλειψη των δογμάτων, των γνωστικών αντινομιών και των μεθοδολογικών προκαταλήψεων που, μέχρι σήμερα, αποκλείουν την «πραγματιστική», δηλαδή έλλογη και εμπειρικά τεκμηριωμένη, επιστημονική προσέγγιση της φυσικής προέλευσης της νοήμονος ύλης.

Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στις «Μηχανές του Νου» ο Ανδρέας Παπανικολάου, διεθνούς φήμης νευροεπιστήμονας και συγγραφέας αυτού του πραγματικά προκλητικού βιβλίου, μας αποκαλύπτει μερικές από τις απόψεις του σχετικά με τις ψευδοεπιστημονικές δοξασίες (υλιστικές και δυϊστικές) περί του δήθεν απόλυτου διαχωρισμού των νοητικών από τα εγκεφαλικά φαινόμενα. Και άρα, γιατί το διαζύγιο του πνεύματος-νου από το σώμα-εγκέφαλο δεν είναι καθόλου αναγκαίο.

 Τίποτα δεν μας φαίνεται πιο οικείο, προφανές και γνωστικά αναμφισβήτητο από το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος, όταν δεν βρίσκεται σε κώμα, διαθέτει συνείδηση. Τα πράγματα, ωστόσο, περιπλέκονται αφάνταστα μόλις επιχειρήσουμε να ορίσουμε επακριβώς τη φυσική κατάσταση της συνείδησης, δηλαδή την ανθρώπινη συνειδητότητα. Γιατί μολονότι όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για μια αντικειμενική, σε πρώτο πρόσωπο εμπειρία από αισθητηριακές αντιλήψεις, συναισθήματα και σκέψεις, δεν υπάρχει καμία συμφωνία -ούτε μεταξύ των επιστημόνων ούτε και μεταξύ των φιλοσόφων- για το τι ακριβώς είναι, πώς παράγεται και πότε ή σε ποιους μπορούμε να αποδώσουμε την ιδιαίτερη νοητική λειτουργία της συνείδησης ή της αυτοσυνείδησης;

Διότι, απλούστατα, τα μεν περιεχόμενα της συνείδησης, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν τα αισθητά, μπορούν να περιγραφούν αντικειμενικά, το δε υποκειμενικό ποιόν, δηλαδή η ουσία της κάθε συνειδητής εμπειρίας αισθητών, αλλά και νοητών περιεχομένων, είναι φύσει άρρητη. Μάλιστα, συμπεραίνουμε ότι το ίδιο ποιόν των συνειδητών εμπειριών μας βιώνεται από άλλους, χωρίς ποτέ να μπορούμε να αποδείξουμε του συμπεράσματος αυτού το αληθές.

Επί παραδείγματι, όταν περιγράφουμε ένα κόκκινο αμάξι και ο δίπλα μας επιβεβαιώνει την περιγραφή, θεωρούμε την περιγραφή αντικειμενική και αξιόπιστη, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξουμε ότι το ποιόν αυτής της εμπειρίας είναι το ίδιο ή διαφορετικό για τον άλλον. Και, μη δυνάμενοι να περιγράψουμε αξιόπιστα το ποιόν, δηλαδή τη φύση των συνειδητών εμπειριών μας, αδυνατούμε να ομοφωνήσουμε για τα αίτιά τους.

 Ομως, όπως επισημαίνετε στο τελευταίο βιβλίο σας, η επιστημονική γνώση των νοητικών φαινομένων δεν προχωρά μόνο διαλύοντας τις γνωστικές εμμονές ή τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, αλλά μπορεί κάλλιστα και η ίδια να δημιουργεί σκοτάδια, όταν δεν καταφέρνει να διαφωτίζει τις μεταφυσικές της ιδεοληψίες. Πώς η πανάρχαιη αλλά γνωστικά στείρα δυϊστική αντιπαράθεση του υλικού σώματος-εγκεφάλου στο άυλο πνεύμα-νου μπορεί πλέον, όπως υποστηρίζετε, να ξεπεραστεί από την ενιαία θεώρησή τους, σε ένα νέο επίπεδο σύνθεσης;

Οι δύο μεταφυσικές ιδεοληψίες στις οποίες αναφέρεστε, δηλαδή ο υλισμός και ο δυϊσμός, οδηγούν σε γνωστικά αδιέξοδα, τα βασικότερα των οποίων παραθέτω, ελπίζω αμερόληπτα, στο βιβλίο.

Οι όντως στείρες προσπάθειες αναγωγής του ψυχισμού στην εγκεφαλική ύλη (υλισμός), όπως και εκείνες που υποστηρίζουν την αδυναμία αναγωγής και άρα επεξήγησης των σχέσεων ενός εξω-σωματικού και άυλου ψυχισμού από τις υλικές διεργασίες του εγκεφάλου (δυϊσμός), νομίζω, οφείλονται σε ένα γεγονός που λανθάνει της προσοχής μας: το γεγονός ότι η φύση της ύλης, αυτής καθ’ αυτήν, είναι, αν και για διαφορετικούς λόγους, τόσο μυστηριακή και άγνωστη, όσο και η φύση των συνειδητών εμπειριών μας.

Επειδή δε αποδέχομαι, συμφωνώντας μαζί σας, ότι αιώνες μεταφυσικών αναζητήσεων δεν έχουν καταφέρει να υπερβούν τα αδιέξοδα, είμαι πεπεισμένος ότι μια ακόμα μεταφυσική θεώρηση θα συσκότιζε αντί να διαφωτίσει. Γι’ αυτόν τον λόγο προτείνω όχι μια ακόμα μεταφυσική προσέγγιση, αλλά την πραγματιστική προσέγγιση των εμπειρικών επιστημών για την υπέρβαση των αδιεξόδων.

Για τεχνικούς λόγους, τους οποίους εξηγώ στο βιβλίο, η προσέγγιση αυτή, ενσωματωμένη σε ένα νοητικό πείραμα απεικονίσεως της λειτουργίας του εγκεφάλου, θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση ζευγών ταυτόχρονων φαινομένων, δηλαδή σχηματισμών εγκεφαλικής ενεργοποιήσεως και συνειδητών εμπειριών.

Τα δίδυμα αυτά φαινόμενα οδηγούν με τη σειρά τους στο εύλογο συμπέρασμα ότι τα μέλη του κάθε ζεύγους δεν είναι δύο φύσει ανόμοιες ουσίες (ύλη και συνείδηση, αντιστοίχως), αλλά φαινομενικές εκφάνσεις μιας κοινής, αλλά άγνωστης ουσίας - μιας κοινής βιολογικής πραγματικότητας.

Με άλλα λόγια, η πραγματιστική ή επιστημονική προσέγγιση καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα για τη σχέση συνείδησης και ύλης με εκείνο των φιλοσοφικών συστημάτων του Πλωτίνου και του Σπινόζα, παρακάμπτοντας τα αδιέξοδα των δύο μεταφυσικών δογμάτων, του υλισμού και του δυϊσμού.

Βέβαια, όπως προείπα, στο πλαίσιο της επιστημονικής ή πραγματιστικής μεθοδολογίας, η φύση της κοινής αυτής πραγματικότητας παραμένει άγνωστη και μόνον με επιστημονικά αναπόδεικτες μεταφορές και παρομοιώσεις είναι δυνατόν να την προσεγγίσουμε. Ενα πολύ οικείο παράδειγμα μιας τέτοιας εναλλακτικής προσέγγισης παρατίθεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.

 Πάντως, η πιο πρόσφατη επιστημονική εκδοχή ή «μετενσάρκωση» του κλασικού δυϊσμού σώματος-νου είναι αυτή που υιοθετούν οι ερευνητές της Τεχνητής Νοημοσύνης. Πρόκειται για το περίφημο και τεχνολογικά παραγωγικότατο ερευνητικό πρόγραμμα της «υπολογιστικής θεωρίας του νου» (computationalism). Γιατί διαφωνείτε ριζικά με όσους υποστηρίζουν ότι ο ανθρώπινος νους και άρα κάθε σκέψη ή συναίσθημά μας δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, τίποτε περισσότερο από μια υπολογιστική διεργασία, δηλαδή άυλος ψηφιακός χειρισμός συμβόλων βάσει κανόνων;

Η διαφωνία μου σε αυτό το ζήτημα, όπως εξάλλου και στα άλλα επίμαχα ζητήματα που συζητήσαμε, βασίζεται όχι σε μεταφυσικές θεωρίες αλλά στην εμπειρική πραγματικότητα και, εν προκειμένω, στη φύση των συστημάτων της τεχνητής νοημοσύνης. Το συμπέρασμα, λοιπόν, ότι «κάθε σκέψη ή συναίσθημά μας δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, τίποτε περισσότερο από μια υπολογιστική διεργασία» θα ήταν έγκυρο μόνο στην περίπτωση που οι «έξυπνες» μηχανές της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσαν να γίνουν (διότι τώρα δεν είναι!) ενσυνείδητες. Αυτό όμως δεν είναι εφικτό για τους ακόλουθους λόγους.

Εν πρώτοις, κάθε συνειδητή εμπειρία έχει δύο όψεις: το υποκειμενικό ποιόν και τις αντικειμενικές της εκφράσεις. Επί παραδείγματι, η εμπειρία ενός πονόδοντου συνίσταται στο ιδιάζον ποιόν του αισθήματος του πόνου και στις εκφράσεις ή τις ενδείξεις του, όπως στο επιφώνημα «Αχ!» ή στη φράση «πονώ» ή σε μορφασμούς και χειρονομίες που εκφράζουν αντικειμενικά, δηλαδή δημόσια, το αίσθημα «πόνος».

Οι έξυπνες μηχανές μπορούν να μιμηθούν τις αντικειμενικές εκφράσεις των συνειδητών εμπειριών, αλλά όχι να βιώσουν το αίσθημα «πόνος». Αυτή τους η αδυναμία οφείλεται στον τρόπο που «μαθαίνουν» να μιμούνται την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι μηχανές Τ.Ν. μαθαίνουν δε μόνο όταν εκτίθενται σε περιγραφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την οποία θα κληθούν να μιμηθούν. Αλλά όπως προείπα, το μεν περιεχόμενο των συνειδητών εμπειριών είναι δυνατόν να περιγραφεί, το δε ποιόν τους όχι.

Πιο συγκεκριμένα, ενώ μπορούμε να εκθέσουμε τις έξυπνες μηχανές σε περιγραφές πόνων και άλλων οδυνηρών εμπειριών, είναι φύσει αδύνατον να τις εκθέσουμε στο άρρητο, στο υποκειμενικό ποιόν τους. Επομένως, αυτές οι μηχανές δεν μπορούν να βιώσουν εμπειρίες και να γίνουν ενσυνείδητες, μολονότι μπορούν να μιμηθούν τέλεια τις συμπεριφορικές εκφράσεις των εμπειριών μας.

Συνεπώς, οι σκέψεις και τα αισθήματά μας είναι κάτι περισσότερο από απλά αποτελέσματα μιας υπολογιστικής διεργασίας. Τουλάχιστον, της υπολογιστικής διεργασίας ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης, αλλά όχι, κατ’ ανάγκην, και του ανθρώπινου εγκεφάλου, δεδομένου ότι οι εγκεφαλικές διεργασίες, το περίγραμμα των οποίων, σήμερα, απεικονίζουμε εν είδει σχηματισμών ενεργοποιήσεως, δεν είναι γνωστές.

Αλλά και όταν γίνουν γνωστές (εάν ποτέ γίνουν) αυτές οι εγκεφαλικές διεργασίες θα αποτελούν μόνο το ένα σκέλος του ζεύγους εγκεφαλική διεργασία-εμπειρία.

Η δε προκύπτουσα αντιστοιχία μεταξύ εγκεφαλικής διεργασίας και συνειδητής εμπειρίας, η μόνη σχέση που όντως τεκμηριώνεται επιστημονικά, δεν σημαίνει (και δεν θα μπορούσε να σημαίνει) μία σχέση αιτίου-αιτιατού, που είναι ο ευσεβής πόθος των θιασωτών του επιστημονικού υλισμού. Ούτε, όμως, σημαίνει ότι η συνειδητή εμπειρία είναι εξω-εγκεφαλική, που είναι ο ευσεβής πόθος των αμετανόητων δυϊστών!

Η προκύπτουσα αντιστοιχία αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένδειξη για το ότι και η διεργασία και η εμπειρία είναι εκφάνσεις μιας επιστημονικά άγνωστης βιολογικής πραγματικότητας, που μάλλον διαφέρει από εκείνη των συστημάτων της τεχνητής νοημοσύνης.

━━━━━━━━━━━━━━━━━━━━

Ποιος είναι

Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τενεσί, ήταν ο ιδρυτής και επί πολλά χρόνια διευθυντής του περίφημου Κέντρου Κλινικών Νευροεπιστημών στο Χιούστον και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του Νοσοκομείου Le Bonheur του Μέμφις.

Το 2002 ίδρυσε και διηύθυνε το Θερινό Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών της Διεθνούς Νευροψυχολογικής Εταιρείας και το 2008 έγινε πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας για την Προώθηση της Κλινικής Μαγνητο­εγκεφαλογραφίας.

Το πολύ πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πανεπιστημιακά εγχειρίδια και αξιόλογες μονογραφίες, που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Τόσο το τελευταίο του βιβλίο «Υλη και Γνώση» όσο και το προηγούμενο «Μυστική Γνώση» κυκλοφορούν άψογα επιμελημένα από τις Εκδόσεις Gutenberg.

Ετικέτες: