Ο ΕΧΘΡΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Υπάρχει μια δύσκολη αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί:
το σύστημα δεν κατοικεί μόνο «εκεί πάνω» - στις κυβερνήσεις, στα ΜΜΕ, στους θεσμούς, στις πολυεθνικές.
Κατοικεί μέσα μας, ακόμη κι όταν δηλώνουμε αντισυστημικοί.
Κι έτσι, ακόμη και στις πιο γνήσιες πολιτικές συλλογικότητες,
ο ακραίος υποκειμενισμός βρίσκει τρόπους να διεισδύσει.
Δεν χρειαζόμαστε πια εξωτερικό εχθρό — τον φέρουμε μέσα μας.
Τότε αρχίζουμε να καταναλώνουμε ο ένας τον άλλον και μέσα στους ίδιους τους χώρους που υποτίθεται οικοδομούν την αλλαγή.
Σε καταναλώνω σημαίνει:
σε χρησιμοποιώ για να φαίνομαι ριζοσπάστης,
σε επικαλούμαι για να δυναμώσει η φωνή μου,
σε αμφισβητώ όχι για την αλήθεια, αλλά για τη θέση που θα πάρω απέναντί σου.
Η σχέση αντικαθίσταται από την χρήση
ο διάλογος γίνεται αρένα
η συλλογικότητα, χώρος αυτοπροβολής.
Στις πολιτικές ομάδες, αυτό εκδηλώνεται με πολλές μορφές:
ο αρχηγισμός μεταμφιέζεται σε «αποφασιστικότητα»,
η φλυαρία σε «πολιτικό βάθος»,
η αλαζονεία σε «επαναστατικό πάθος»,
η έλλειψη φροντίδας σε «αντικειμενικότητα».
Και ως εκ τούτου κάθε μέλος που δεν αντέχει τον ρυθμό ή το ύφος απορρίπτεται -καταναλώνεται και αντικαθίσταται ή εγκαταλείπει.
Κι έτσι, σιγά σιγά, αδιόρατα, το ίδιο το κίνημα που γεννήθηκε από την ανάγκη συνάντησης, μετατρέπεται σε μικρογραφία του συστήματος που θέλει να ανατρέψει.
Αναπαράγει την ψυχική παγωνιά, την επιθετικότητα, την έλλειψη εμπιστοσύνης, παράγει burnout, φθόνο, υπερεγώ και εξουσιομανία.
Μόνο που τώρα ο μηχανισμός ελέγχου δεν είναι εξωτερικός — είναι εσωτερικός ή μάλλον εσωτερικευμένος, ανεπίγνωστα συναινετικός με ότι όλοι απεχθάνονται.
Το αποτέλεσμα;
Οι συλλογικότητες, αντί να χτίζουν κοινότητα, κατασκευάζουν μικρές φυλακές. Και οι άνθρωποι που μπήκαν μέσα για να ελευθερωθούν, φεύγουν εξουθενωμένοι, πιστεύοντας πως «δεν αντέχουν την πολιτική», ενώ στην πραγματικότητα δεν αντέχουν τη βία της μικροεξουσίας.
Αν θέλουμε λοιπόν πραγματική αλλαγή, πρέπει πρώτα να θεραπεύσουμε την Κουλτούρα της Κατανάλωσης μέσα στα ίδια τα κινήματα.
Να περάσουμε από την επιτέλεση στη σχέση,
από τον υποκειμενισμό στη φροντίδα,
από την επιβολή στο άκουσμα
από την ισχύ στο νοιάξιμο.
Η νέα πολιτική ωριμότητα δεν θα μετρηθεί με συνθήματα ή θέσεις, αλλά με την ικανότητα να μη χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον.
Να μη χρειαζόμαστε την πτώση του άλλου για να υπάρξουμε,
ούτε την επιβεβαίωσή του για να αντέξουμε.
Να λειτουργούμε όπως τα ζωντανά κύτταρα: συνδεδεμένα, αλλά όχι εξαρτημένα.
Το σύστημα θα αλλάξει μόνο όταν πάψουμε να το μιμούμαστε στις σχέσεις μας.
Όταν η επανάσταση γίνει πρώτα μορφή ήθους και μετά πρόγραμμα. Γιατί καμία επανάσταση δεν μπορεί να γεννηθεί από ανθρώπους που συνεχίζουν, ασυνείδητα, να "καταναλώνουν" ο ένας τον άλλον, ξοδεύοντας την ψυχή τους τζάμπα...
Η άκοπη επιτυχία, η θεατρικότητα της πολιτικής, η θεαματική καθημερινότητα, το "ήθος" του ανταγωνισμού, της κυριαρχίας και της επικράτησης, η εργασία που αναπληρώνει την οικογένεια, η αδυναμία για στέρεες συναισθηματικές "επενδύσεις", η μεταμόρφωση των ερωτικών σχέσεων σε ανελέητο πόλεμο, η λατρεία της νεότητας και ο ανομολόγητος τρόμος των γηρατειών και του θανάτου.
Η συνεχής επιβράβευση όλων αυτών με την πολιτική τους ανάδειξη.
Στο τέλος σκέπασε τα όλα με 3,4 μνημόνια, μια πανδημία και μια "επιτελική διακυβέρνηση¨ και η συνταγή της καταστροφής είναι έτοιμη...
Στην ψυχολογία, η απώλεια ενός παιδιού θεωρείται η μέγιστη υπαρξιακή ρήξη. Δεν είναι μόνο απώλεια αγάπης, είναι απώλεια σκοπού, γιατί το παιδί είναι προέκταση του νοήματος της ζωής του γονιού.
Ο ψυχισμός, μπροστά σε αυτό το κενό, στέκεται σε μια διασταύρωση της αβύσσου: είτε βυθίζεται στο πένθος, είτε μεταστοιχειώνει το τραύμα σε νόημα.
Η Μαρία Καρυστιανού έκανε ακριβώς αυτό που οι ψυχαναλυτές θα ονόμαζαν μετουσίωση του τραύματος:
πήρε την πιο ιδιωτική και την πιο άφατη απώλεια και την μετέτρεψε σε συλλογικό κάλεσμα ζωής.
Εκεί που θα μπορούσε να σωπάσει, άρχισε να μιλά.
Κι εκεί που ο πόνος συνήθως χωρίζει, εκείνη βρήκε τρόπο να ενώσει. Να μετατρέψει την απώλεια του «προσωπικού σκοπού» σε σκοπό κοινό, σε αγώνα για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, συνείδηση.
Με όρους υπαρξιακής ψυχολογίας, αυτό που συνέβη είναι μια μετατόπιση από το “εγώ και το παιδί μου” στο “εμείς και τα παιδιά μας”.
Η προσωπική οδύνη μεταμορφώνεται έτσι σε κοινωνική ευθύνη.· Το εγωτικό ερώτημα «γιατί συνέβη σε μένα» γίνεται αίτημα «να μην ξανασυμβεί σε κανένα».
Και αυτή η μετάβαση είναι ίσως η πιο σπάνια μορφή ηθικής ανθεκτικότητας. Εκεί, ακριβώς, όπου το Τραύμα δεν καταστρέφει το νόημα, αλλά το αναγεννά.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο που τείνει να καταναλώνει τα πρόσωπα και να αποστειρώνει τα βιώματα. Κάθε αληθινή εμπειρία κινδυνεύει να γίνει «περιεχόμενο/content».
Ζούμε σε μια εποχή όπου το δράμα μετατρέπεται σε θέαμα, η μαρτυρία σε αφήγηση, και η ανθρώπινη πληγή σε υλικό για δημόσια κατανάλωση.
Τα μέσα -παραδοσιακά και ψηφιακά- έχουν μάθει να απορροφούν τις φωνές, να τις ξεγυμνώνουν από το βίωμα και να τις επανακυκλοφορούν ως προϊόντα: «συγκίνηση», «αντίδραση», «viral».
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ο αυθεντικός πόνος -αυτός που δεν "παίζεται" αλλά βιώνεται- προκαλεί αμηχανία, γιατί δεν ελέγχεται, δεν χωράει σε αφήγημα, δεν πουλιέται εύκολα. Το βίωμα αντιστέκεται πεισματικά στο content.
Η Μαρία Καρυστιανού στάθηκε απέναντι σ’ αυτό το ρεύμα.
Δεν εμπορεύτηκε την πληγή της. Τη φύλαξε, τη δούλεψε, και την έκανε λέξη δημόσια με ήθος.
Και είναι ακριβώς αυτή η μετατροπή της εμπειρίας σε πράξη -όχι σε θέαμα- που την καθιστά άξια σεβασμού και προστασίας.
Γιατί ο λόγος της δεν «πουλιέται», συγκινεί επειδή κουβαλά αλήθεια, και η αλήθεια, σε εποχές προσομοιώσεων, είναι πολιτική πράξη.
Και αυτό αποσταθεροποιεί ένα ολόκληρο οικοσύστημα «δημοσιότητας» που τρέφεται από το επιφανειακό, το υπολογισμένο, το εύπεπτο.
Εκεί όπου οι περισσότεροι διαχειρίζονται εντυπώσεις, εκείνη εκφέρει νόημα - κι αυτό αρκεί για να φαντάζει επικίνδυνη.
Ο κόσμος των media και των πολιτικών μηχανισμών δεν αντέχει τις φωνές που δεν εντάσσονται.
Δεν ξέρει πώς να τις χειριστεί, γι’ αυτό επιχειρεί να τις απορροφήσει ή να τις απονευρώσει.
Να τις περιβάλει με «θαυμασμό», να τις πνίξει με προσκλήσεις, να τις μεταφράσει στα μέτρα του, να τις κάνει "σαν τα μούτρα του".
Γιατί μια γυναίκα που μετατρέπει το πένθος της σε κοινό λόγο ελευθερίας, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο υπάρχει:
ΔΕΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙΤΑΙ .
ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Σ' έναν κόσμο που έχει μάθει να εκλαμβάνει την ευαισθησία ως αδυναμία και τη στοργή ως γραφικότητα, η φροντίδα μπορεί να φαίνεται σαν κάτι “αντι-πολιτικό”.
Είναι στ' αλήθεια παράδοξο πως στον πολιτισμό μας η φροντίδα ή η τρυφερότητα -το μέγιστο αίτημα όλων μας απ' όταν είμαστε παιδιά- μπορεί να μοιάζει απειλητική.
Λες και φοβόμαστε αυτό για το οποίο διψάμε.
Η κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση της Πολιτικής την συνδέει με την Ισχύ, την εξουσία, τον έλεγχο, την επιρροή και εν τέλει ακόμη και με τη βία.
Μας φαίνεται μάλλον αδιανόητο να φανταστούμε οι άνθρωποι μια Πολιτική συνδεμένη με τη Σχέση, την Παρουσία, την Αλληλεγγύη, την Τρυφερότητα και την Φροντίδα. Αυτά είναι "καλά" μόνο για τον ιδιωτικό μας χώρο. Στον δημόσιο χώρο ορίζονται ως γλυκανάλατες μπούρδες, ως αφελείς συναισθηματικούρες!
Και είναι να αναρωτιέται κανείς: πως εξορίστηκε η φροντίδα, η τρυφερότητα από το δημόσιο χώρο. Για την ακρίβεια, ποιος άδειασε το δημόσιο/συλλογικό πεδίο από τη χαρά της Σχέσης;
Ποιος έφτιαξε τη συστημική ρουφήχτρα που απορροφά τη συλλογική ενσυναίσθηση και ξερνάει φθόνο, ανταγωνισμό και επικριτικότητα;
Ποιος ωφελείται από μια ά-σχετη κοινωνία;
Αφήνω τις απαντήσεις στην εαυαισθησία του αναγνώστη.
Η φροντίδα δεν είναι μελό συναισθηματισμός. Είναι ριζική πολιτική πρόταση. Είναι η αναγνώριση ότι χωρίς εν-συναίσθηση, χωρίς κοινό σώμα και κοινό πόνο, δεν υπάρχει δημοκρατία, μόνο management.
Ki' aυτό που κάποιοι ειρωνεύονται ως “ρομαντισμό”, ίσως είναι το μόνο που απομένει να μας σώσει από την κυνική παραίτηση και την αποσύνδεση που αποσυνθέτει υπαρξιακά τον δυτικό άνθρωπο.
Η φροντίδα δεν είναι αστείο. Είναι πολιτική ωριμότητα σε καιρούς δήθεν ορθολογικής εφηβείας.
Όπως γράφει η αμερικανίδα ψυχολόγος Carol Gilligan, «Ενώ η ηθική της δικαιοσύνης πηγάζει από την αρχή της ισότητας- ότι όλοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο - η ηθική της φροντίδας βασίζεται στην αρχή της μη βίας-ότι κανείς δεν πρέπει να πληγώνεται. Η ηθική επιταγή που αναδύεται επανειλημμένα στις συνεντεύξεις είναι μια εντολή για φροντίδα, μια ευθύνη να διακρίνουμε και να μετριάζουμε τα «πραγματικά και αναγνωρίσιμα προβλήματα» αυτού του κόσμου».
(Carol Gilligan, In a Different Voice, 1982)
Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι αναγνωρίζουν πια ότι η Δύση οικοδόμησε την ηθική της γύρω από την αρχή μιας άτεγκτης δικαιοσύνης -του κανόνα, του νόμου, της ισχύος- και σχεδόν απώθησε την ηθική της φροντίδας, που είναι η ηθική της σχέσης.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όπως επισημαίνει η Gilligan «Για τους άνδρες, η ηθική συχνά έχει να κάνει με τα δικαιώματα και τους κανόνες - με τη λογική της δικαιοσύνης. Για τις γυναίκες, είναι πιο πιθανό να βασίζεται στην ευθύνη και τις σχέσεις-στη λογική της φροντίδας.»
Αρχίζει έτσι να αναδεικνύεται ότι πίσω από την αντίληψη της φροντίδας ως απειλής, κρύβεται ο φόβος ενός κόσμου ανδρικού, ιεραρχικού και τεχνοκρατικού απέναντι σε κάθε αξία που φέρει θηλυκή, τρυφερή, ή συναισθηματική διάσταση.
Η φροντίδα ως πολιτική, η τρυφερότητα ως πολιτική -όπως δίδαξαν έμπρακτα οι Ζapatistas και ο subcomandante Marcos ή παρ' ημίν ο Χρόνης Μίσσιος- απειλεί να ανατρέψει το ίδιο το θεμέλιο της κυρίαχης πατριαρχικής, αποσυνδεδεμένης (βλ. αναίσθητης) πολιτικής κουλτούρας.
Όπως εύστοχα εντοπίζει η Joan Tronto, καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης, «Η φροντίδα δεν είναι απλώς μια συναισθηματική ή ιδιωτική πράξη. Είναι μια πρακτική της ιδιότητας του πολίτη - ένας τρόπος αναγνώρισης της αλληλεξάρτησής μας και ανάληψης της ευθύνης γι' αυτήν.»
Για να συνεχίσει επισημαίνοντας πως «Η φροντίδα είναι μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει όλα όσα κάνουμε για να διατηρήσουμε, να συνεχίσουμε και να επισκευάσουμε τον «κόσμο» μας, ώστε να μπορούμε να ζούμε σε αυτόν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει τα σώματά μας, τους εαυτούς μας και το περιβάλλον μας.»
Συμπερασματικά, η φροντίδα δεν είναι αδυναμία, αλλά μορφή πολιτικής υπευθυνότητας. Είναι η πράξη με την οποία αναγνωρίζουμε την ευαλωτότητα του άλλου και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να τη συναντήσουμε. Για να μας συναντήσει κι αυτός όταν θα έρθει η ώρα -που θα έρθει- να αναγνωριστεί και η δικιά μας ευθραυστότητα μέσα στην καπιταλιστική κρεατομηχανή.
Με άλλα λόγια, η φροντίδα είναι θεμέλιο της δημοκρατίας, γιατί χωρίς αυτήν η πολιτική μένει ψυχρή διαχείριση, ένα σκέτο τεχνοκρατικό management, σαν αυτό που ο Λαός μας έχει υποστεί στο πετσί του από τους εκσυγχρονιστές του Σημίτη έως τους "άριστους" του επιτελικού κράτους στις μέρες μας.
Η φροντίδα δεν είναι, λοιπόν, μια “ιδιωτική” ή “γυναικεία” αρετή/υπόθεση, αλλά ο πυρήνας της δημοκρατικής ζωής και της πολιτικής ευθύνης.
Είναι η επάνοδος της αρχετυπικής "θηλυκής αρχής" του Carl Jung, στο δημόσιο χώρο από τον οποίο είχε εξοβελιστεί. Και καταλαβαίνουμε γιατί αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο ο Ιησούς εξηγεί πως "ήρθε για να πει την αλήθεια". Κι όταν ο Πιλάτος τον ρωτά "ποιά ειναι η αλήθεια;" ο Ιησούς δεν απαντά και μένει σιωπηλός.
Γιατί άραγε αυτή η σιωπή;
Ίσως γιατί ο Ιησούς ξέρει πως η αλήθεια δεν μπορεί να ακουστεί από διανοητικοποιημένους ανθρώπους, από ανθρώπους που δεν ακούν με την καρδιά τους, από ανθρώπους που δεν νοιώθουν, από ηγεμόνες και εξουσιαστές.
Η αλήθεια μπορεί να ειπωθεί μονάχα σε όσους νοιώθουν. Μονάχα σε όσους αντέχουν να "κατέβουν" λίγο από το κεφάλι τους.
Υπάρχει ένα ακόμα ερώτημα: μπορούν τα Τέμπη να αποτελέσουν την ιστορική μάχη; Πιθανότατα όχι. Τα Τέμπη μοιάζουν περισσότερο με έναν προσεισμό, με μια συμπύκνωση της ηθικής απαξίωσης του κατεστημένου, ενώ συνοδευόμενα από τα λογής σκάνδαλα εμπεδώνουν την εικόνα ενός κράτους θεσμικώς διάτρητου. Με δεδομένο όμως ότι το σύμπλεγμα εξουσίας στην Ελλάδα συνίσταται στο τρίπτυχο ξενοκρατία-ολιγαρχία-μαφία (με τα ΜΜΕ τμήμα αυτού) δεν αγγίζουν το σύνολο των πυλώνων του κατεστημένου. Δεν μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο τον αντίστοιχο με την εθνική αντίσταση, το Πολυτεχνείο ή το συνεχές από τις πλατείες στο δημοψήφισμα του 2015, παρά την προδοσία που ακολούθησε το ίδιο το δημοψήφισμα. Μπορούν όμως τα Τέμπη να απαξιώσουν πυλώνες του κατεστημένου και ως εκ τούτου να προκαλέσουν αλυσιδωτές συνέπειες; Ναι. Και εδώ συνίσταται ένα κρίσιμο στοιχείο: στο βαθμό κατά τον οποίο μπορούν να αποτελέσουν πέρα από αιτία κοινωνικής αντίδρασης και εν μέρει έναυσμα συνάντησης ενός πυρήνα ανθρώπων (αλλά μόνο εν μέρει) θα έχουν προωθητικό ρόλο για τον λαό. Αν όμως τα Τέμπη καταστούν ή αποπειραθεί να καταστούν η μοναδική και κύρια αιτία ενός νέου κόμματος θεωρούμενα ως η κατεξοχήν ιστορική μάχη θα οδηγήσουν σε ήττα και νέα υποχώρηση.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή, σύνεση και βαθύτερη ιδεολογική και προγραμματική επεξεργασία. Τα Τέμπη αποτέλεσαν ρήγμα δια της τραγωδίας. Το ρήγμα πρέπει να ανοίξει περαιτέρω δια της ιδεολογίας, του προγράμματος, της οργάνωσης και της δράσης ενόψει ακόμα πιο ιστορικών γεγονότων.
ΤΟ “ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΗΘΟΣ” ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ
Ανάμεσα στη ρητορική και την ιστορική μνήμη
Μιλούν κάποιοι σήμερα για το “πολιτικό ήθος” του Σαμαρά -όπως εκφράστηκε στην τελευταία του συνέντευξη- και
φαίνεται να εννοούν περισσότερο τον τρόπο, το ύφος, την παρουσία, δηλαδή μια επιφανειακή “αξιοπρέπεια”, μια ευγένεια ύφους σε αντιδιαστολή με τη φτηνότητα του δημόσιου λόγου της εποχής Μητσοτάκη.
Το ήθος κρίνεται στις πράξεις, και κυρίως, στις κρίσιμες στιγμές.
Και τότε, στις κρίσιμες στιγμές, το “πολιτικό ήθος” του Αντώνη Σαμαρά ήταν απούσας μορφής.
Γιατί ήταν -ακόμη ένας- πρωθυπουργός που υπέγραψε και εφάρμοσε τα Μνημόνια, παρά την αρχική του αντίθεση,
δηλαδή την πολιτική που μετέτρεψε την Ελλάδα σε πειραματικό εργαστήριο κοινωνικής αποδόμησης.
Είναι ο ίδιος επίσης που έκλεισε την ΕΡΤ εν μια νυκτί, με μια πράξη αυταρχισμού που δεν συνάδει με κανένα δημοκρατικό ήθος, στερώντας από τη δημόσια σφαίρα τη φωνή της δημόσιας ενημέρωσης.
Χρειάζεται να θυμήσουμε άραγε ότι αυτό που τότε παρουσιαζόταν ως “σωφροσύνη”, ήταν πειθαρχία στο δόγμα των αγορών. Αυτό που λεγόταν “υπευθυνότητα”, ήταν υποταγή στις επιταγές της τρόικας.
Ως εκ τούτου όσοι μιλούν σήμερα για “ήθος”, μοιάζουν μάλλον να νοσταλγούν απλώς την εποχή που η εξουσία είχε τουλάχιστον καλούς τρόπους.
Η επίκληση του “πολιτικού ήθους” σε περιπτώσεις όπως του Σαμαρά αποκαλύπτει μάλλον και κάτι βαθύτερο:
την αισθητικοποίηση της πολιτικής.
Αντί να μιλάμε για ευθύνη, συνέπεια, λογοδοσία, μιλάμε για “αξιοπρέπεια”, “ύφος”, “σοβαρότητα”.
Αυτό είναι το ύστατο στάδιο του πολιτικού ναρκισσισμού,
όταν η εικόνα της ηθικής υποκαθιστά την πράξη της.
Η αλήθεια είναι ότι το ήθος ενός πολιτικού δεν κρίνεται από το πώς μιλάει, αλλά από το πώς "αντέχει" στην εξουσία.
Από το αν υπηρετεί το κοινό καλό ή το πολιτικό του σχέδιο.
Από το αν ακούει τον πόνο του λαού ή τον “πειθαρχεί”.
Κι αν σήμερα, μέσα στο γενικευμένο πολιτικό κενό, κάποιοι ψάχνουν “παλιό ήθος” στα πρόσωπα που επέβαλαν τη λιτότητα,
ίσως δεν νοσταλγούν το ήθος, αλλά την ψευδαίσθηση σταθερότητας που εκείνο κάποτε εκπροσωπούσε.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ, ΑΠΌ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΣΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ
Όταν οι άνθρωποι νοιώθουν ότι δεν “ανήκουν”, προσπαθούν να “κυριαρχούν”.
Όταν δεν “νιώθουν ασφαλείς μέσα στη σχέση”, επιδιώκουν να “ελέγχουν”.
Πίσω από αυτή την -κυρίαρχη στον πολιτισμό μας- μανιακή αναζήτηση της ισχύος, της δύναμης, της εξουσίας, κρύβεται η αδυναμία, ο φόβος, των ανθρώπων να σχετιστούν.
Στο συλλογικό πεδίο, μπορούμε ακόμη να καταλάβουμε γιατί όλοι μιλάμε για ένα κόμμα ως "πολιτική δύναμη" ή για έναν πολιτικό που "διαθέτει μεγάλη πολιτική δύναμη", έλεγχο, επιρροή, την ίδια στιγμή που αυτή η "δύναμη" δεν έχει Σχέση με την κοινωνία.
Να γιατί χρειαζόμαστε να μετακινηθούμε από το κοινωνικό/πολιτικό πρόταγμα της Ισχύος στο πρόταγμα της Σχέσης.
Χρειάζεται να μετακινηθούμε ψυχικά από την Ισχύ προς τη Σχέση, από τον έλεγχο και την κυριαρχία, προς τη φροντίδα και την τρυφερότητα.
ΓΙΑΤΙ ΜΙΛΩ
Είμαστε μάλλον καταδικασμένοι κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, να σπουδάζουμε σ' ένα πρωταρχικό δίλημμα:
Να διατηρήσουμε τη σχέση προσκόλλησης μας, τη σχέση με την μητέρα, με την οικογένεια, με τον Άλλο/η, με την κοινότητα μας
ή
να διατηρήσουμε τη σχέση με τον εαυτό μας, με την αυθεντικότητα μας-να διατηρήσουμε το δικαίωμα να "μιλάμε" την αλήθεια μας;
Από μικρά παιδιά αναρωτιόμαστε μήπως χάσουμε την αγάπη της μητέρας, αν τολμήσουμε να εκφράσουμε, ας πούμε, το θυμό μας.
Ό,τι κι αν διαλέξουμε είναι το πιο συχνά μια επιλογή οδύνης-για μας ή/και για τους σημαντικούς μας Άλλους.
Ό,τι κι αν κάνουμε κάτι χάνουμε και κάτι κερδίζουμε. Κάτι κερδίζουμε και κάτι χάνουμε. Κάθε Αξία φέρει κι ένα Κόστος και κάθε Κόστος φέρει μαζί και μιαν Αξία.
Και μοιάζει η ζωή μας σαν να είναι κάθε φορά ένα βασανιστικό δίλημμα ποιό πόνο από τους δυό θα διαλέξουμε-και μαζί, ευτυχώς, και ποιάν αξία!
Κάπως έτσι, πάει καιρός που αποφάσισα να μιλώ, να υπερασπίζομαι την αυθεντικότητα μου, την δικιά μου αλήθεια, όσο κι αν δεν μ' αφήνει αδιάφορο πως αυτό μπορεί να στεναχωρεί ανθρώπους που εκτιμώ και μ' εκτιμούν, όσο κι αν ξέρω πως όταν μιλώ κάνω το καλύτερο που μπορώ κι αυτό για πολλούς ίσως να μην είναι αρκετό.
Είναι η επιλογή να μείνω συνδεμένος με τα συναισθήματα και τον Εαυτό μου, ακόμη κι αν η επιλογή αυτή μπορει να σημαίνει την απώλεια της σύνδεσης με κάποιον Άλλο. Γιατί διαφορετικά αυτός που συνδέεται με τον Άλλο δεν θα είμαι Εγώ, αλλά κάποιος άλλος, αλλοτριωμένος-ξένος σε μένα.
Η αλήθεια του καθενός, η αυθεντικότητα του καθενός μας, είναι εν τέλει μια ενήλικη επιλογή ελευθερίας και ταυτόχρονα μια επιλογή αληθινής Σχέσης.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
2 ημ. ·
Ο Antonis Mavromatos ενημέρωσε τη φωτογραφία του εξωφύλλου του.
2 ημ. ·
Υπάρχει ακόμα χώρος για μια κοινωνία που στέκεται όρθια, για μια χώρα με φωνή και αξιοπρέπεια, για την αγωνία αυτού του τόπου για ζωή;
Το 2ο Συνέδριο για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα με γενικό τίτλο «Η Ελλάδα που χάνεται – Η Ελλάδα που θέλουμε». επιδιώκει να ανοίξει τον διάλογο για την πορεία της χώρας, για την παραγωγή, τη δημοκρατία, την κοινωνία, την ανεξαρτησία.
21, 22 και 23 Νοεμβρίου στην Λεόντειο Σχολή Αθηνών (Νειγύ 17, στα Άνω Πατήσια).
6 θεματικές συνεδρίες, 9 εργαστήρια, 2 κύκλοι ομιλιών και πάνω από 70 ομιλητές.
Σε μια δημιουργική συνάντηση Πολιτικής, επιστήμης και κοινωνίας.
Περισσότερες πληροφορίες και συμμετοχή στο yparxiakoellada.gr
Να περάσουμε από τις διαπιστώσεις, στην τεκμηρίωση εναλλακτικών και τη δέσμευση – για την Ελλάδα που θέλουμε.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
2 ημ. ·
ΣΕ ΚΑΘΕ ΛΥΣΗ ΔΥΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Υπάρχουν άνθρωποι που, σε κάθε λύση που τους προτείνεις εκείνοι θα βρούν δυο νέα προβλήματα.
Η λύση δεν προκαλεί κανενός είδους ανακουφιστική διέξοδο στη δυσκολία.
Δεν το κάνουν από κακία ή ιδιοτροπία. Το κάνουν γιατί ο ψυχισμός τους έχει μάθει να επιβιώνει μέσα στη δυσκολία. Το τραύμα -είτε αναπτυξιακό, είτε υπαρξιακό- δημιουργεί έναν εσωτερικό μηχανισμό επιβίωσης που βασίζεται στη συνεχή επιφυλακή: “αν χαλαρώσω, κάτι κακό θα συμβεί”.
Είναι άνθρωποι εκπαιδευμένοι να πλοηγούνται στην τρικυμία -αυτό ξέρουν, αυτό εμπιστεύονται- και η νηνεμία τους μοιάζει απειλητική.
Έτσι, η “λύση” δεν βιώνεται ως ασφάλεια, αλλά ως απειλή, γιατί διαλύει τη γνωστή (έστω και δυσάρεστη) τάξη/οικειότητα του πόνου.
Το πιο επώδυνο είναι πως σ' αυτούς τους ανθρώπους, το πρόβλημα έχει γίνει ταυτοτικό στοιχείο: αν πάψει να υπάρχει πρόβλημα, κινδυνεύει να χαθεί το αίσθημα ύπαρξης. Ή για την ακρίβεια απειλείται να χαθεί η αίσθηση "είμαι ζωντανός" που προκαλεί η αναταραχή.
Το τραύμα, με άλλα λόγια, μετατρέπει την ελπίδα σε κάτι επικίνδυνο-γιατί μάλλον στο παρελθόν, κάθε φορά που πίστεψαν, πληγώθηκαν. Έτσι, απορρίπτουν τη λύση πριν προλάβει κι' εκείνη να τους “προδώσει”.
Συναντούμε αυτόν τον τραυματικό μηχανισμό από τις ερωτικές σχέσεις έως την συλλογική μας πραγματικότητα.
Είναι το φαινόμενο, που στην ψυχοθεραπεία ονομάζεται συχνά “αντίσταση στη θεραπεία” ή “δευτερογενές όφελος του προβλήματος” και δεν είναι στην ουσία τίποτα περισσότερο παρά μια άμυνα απέναντι στην αλλαγή.
Ο άνθρωπος δεν προστατεύει το πρόβλημά του. Προστατεύει το τραύμα του, γιατί είναι το μόνο γνώριμο έδαφος που ξέρει να πατά.
Με τον τρόπο αυτό η δυσπιστία γίνεται η μόνιμη θέση του ψυχισμού. Κάθε τι νέο, κάθε αλλαγή, κάθε πρόταση βιώνεται σαν πιθανή απειλή για την εύθραυστη ισορροπία που κρατά.
Κι επειδή έτσι η εσωτερική του ανασφάλεια είναι αφόρητη, προσπαθεί να τη διαχειριστεί προβάλλοντας την προς τα έξω, μέσα από συνεχείς "κρίσεις", επικρίσεις, ειρωνεία, καμιά φορά κυνισμό, ηθικολογία ή και τελειοθηρία. Η επικριτικότητα, στην ουσία, είναι ένας τρόπος να πει: “Αν σε κρίνω πρώτος, δεν θα μπορέσεις να με πληγώσεις.”
Είναι ο επικριτικός άνθρωπος που μεταμφιέζει την ευαλωτότητα του σε διανοητική ανωτερότητα.
Η ψυχική του άμυνα γίνεται τότε "ύφος". Γι’ αυτό κι όταν μιλά, συχνά μπορεί και να έχει δίκιο, αλλά είναι ένα δίκιο χωρίς αγάπη.
Και όπως συνηθίζω να λέω: ίσως η αλήθεια να είναι απαραίτητη, αλλά χωρίς αγάπη μπορεί να γίνει αδυσώπητη.
Η αλήθεια χωρίς αγάπη είναι εξωραϊσμένη βία.
Και χρειαζόμαστε επειγόντως, ατομικά και συλλογικά, ένα βλέμμα που βλέπει καθαρά, αλλά χωρίς να πληγώνει.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
3 ημ. ·
Οδυσσέας Ελευθερόπουλος
3 ημ. ·
Ο ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
.
Μελέτησα ξανά όλες τις δράσεις του Συλλόγου Συγγενών θυμάτων των Τεμπών εδώ και σχεδόν 3 χρόνια, που αγωνίζονται για ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και τιμωρία των ενόχων αυτού του μαζικού εγκλήματος των 57 θυμάτων.
Ο σύλλογος των συγγενών και ιδιαίτερα η κυρία Καρυστιανού έχει κάνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν εντός των ορίων του νόμου, για την δικαίωση των συγγενών τους.
Σε θεσμικό επίπεδο έφτασαν μέχρι το Ευρωκοινοβούλιο, και σε κινηματικό οργάνωσαν συγκεντρώσεις που μόνο με αυτές για το Μακεδονικό θα μπορούσαν να συγκριθούν.
Συνεργάστηκαν με άλλους φορείς ΔΣΑ, ΕΣΗΕΑ κλπ, παρέδωσαν στην Βουλή 1.300.000 υπογραφές για άρση ασυλίας των πολιτικών. Και όμως σχεδόν 3 χρόνια μετά:
Καμία δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί
Μία δίκη έχει αρχίσει (για τα βίντεο) και μία αρχίζει τον Μάρτιο του 2026. Κοινό χαρακτηριστικό τους ότι ΚΑΝΕΙΣ κατηγορούμενος δεν είναι πολιτικός!!
Η κυβέρνηση επί της οποίας έγινε η τραγωδία ζει και βασιλεύει, συγκαλύπτει στοιχεία, μπαζώνει χώρους, οι υπουργοί της είναι στις θέσεις τους σαν να μην έγινε τίποτε και συνεχίσουν την λεηλασία της χώρας
Η Εισαγγελία της ΕΕ εδώ και 3 χρόνια δεν έχει κάνει κάτι περισσότερο και δεν είμαι καθόλου βέβαιος πόσο "ανεξάρτητη" αρχή είναι… ή πόσο οι αποφάσεις της καθορίζονται με πολιτικά κριτήρια, που ορίζονται από το Ευρω-ιερατείο των Βρυξελλών της κυρίας Ούρσουλας.
.
ΕΠΟΜΕΝΩΣ
δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΕ ορατό στον ορίζοντα που να δείχνει ότι πρόκειται να συλληφθούν και να φυλακισθούν πολιτικοί, ακόμη και ο Μητσοτάκης, που είναι οι κύριοι ένοχοι.
Άρα ακόμα κι αν στο μέλλον η κυβέρνηση χάσει την εξουσία, αυτό ΔΕΝ θα είναι αποτέλεσμα του αγώνα των συγγενών, αλλά θα οφείλεται σε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών στην πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της χώρας, καθώς και αποφάσεων που θα ληφθούν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Δηλαδή θα πρόκειται για ανακατατάξεις στο εσωτερικό του συστήματος και ως τέτοιες η όποια νέα κυβέρνηση ουδόλως θα έχει την βούληση να βάλει την προηγούμενη στην φυλακή. Το σύστημα είναι ενιαίο και έχει αλληλοκάλυψη. Το βλέπουμε παντού και πάντα.
Όταν ένας φορέας αγωνίζεται για οτιδήποτε, εξαντλήσει όλα τα νόμιμα μέσα για την επίτευξη του σκοπού του και ΔΕΝ έχει δικαιωθεί, τότε έχει πλέον μπροστά του 2 ΕΠΙΛΟΓΕΣ.
.
ΕΠΙΛΟΓΗ 1.
Να δεχτεί ότι σε έναν τέτοιο τραγικό αγώνα, όπου πρακτικά ζητείται από την εξουσία να φυλακίσει τον εαυτό της… για εγκλήματά της, ΔΕΝ μπόρεσε να νικήσει, πράγμα απολύτως αναμενόμενο και ουδόλως μεμπτό για τον ηρωικό αγώνα των συγγενών.
.
ΕΠΙΛΟΓΗ 2.
Να προχωρήσει σε ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΡΗΞΗ με την εξουσία, μέσω της μετατροπής του σε ένα ριζοσπαστικό ΣΑΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, με στόχο να διεμβολίσει όλο το πολιτικό σύστημα και να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας ώστε μεταξύ άλλων, να κάνει πράξη τους σκοπούς του αγώνα του.
Επομένως η πλήρης εμπλοκή με την πολιτική ενός τέτοιου φορέα, ή προσώπων του φορέα,
όχι μόνο ΔΕΝ είναι απεμπόληση του αγώνα του,
αλλά είναι και η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ νίκης του.
Το τονίζω αυτό, διότι διαβάζω αναρτήσεις και σχόλια (ανοήτων ή …βαλτών) που θρασύτατα κατηγορούν (σχεδόν απειλούν) την κυρία Καρυστιανού ότι αν εμπλακεί με την πολιτική αυτό θα ήταν "προδοσία" του αγώνα του κινήματος των Τεμπών. Πρόκειται για υποκριτική αντιστροφή της πραγματικότητας. Γιατί το κάνουν;;
.
ΛΌΓΟΣ 1ος
Διότι κάποια κομματίδια που πριν την τραγωδία των Τεμπών ήταν ανύπαρκτα στην κοινωνία, ημιθανή και υπό διάλυση, όντας κάτω από το 3%, βρήκαν τον αγώνα των συγγενών ως ιδανικό πολιτικό "αμπέλι" για να τρυγούν ψήφους και να φουσκώσουν τα απαξιωμένα κομματίδιά τους.
Προσπαθούν να μπαίνουν στο κάδρο σε οτιδήποτε κάνει ο σύλλογος, αρκεί οι κάμερες των ΜΜΕ να δείχνουν και τους ίδιους, ώστε να ελπίζουν ότι και την άλλη 4ετία θα σιτίζονται από το ταμείο της Βουλής.
Τους συμφέρει ΟΛΟΙ οι συγγενείς να μείνουν εκτός πολιτικής, ώστε να λειτουργούν ως δικοί τους ψηφο-κουβαλητές!!!
Τρέμουν στην ιδέα μήπως η κυρία Καρυστιανού, αποφασίσει μαζί με άλλους πατριώτες Ελληνες της διπλανής πόρτας, να στήσουν κάτι νέο και πραγματικά σαρωτικό….
Τότε τα πολιτικά περίπτερα των "προέδρων" θα εξαερωθούν και οι "συμπάσχοντες" πρόεδροι θα έχουν την ευκαιρία να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο και από "συμπαραστάτες" των συγγενών θα μετατραπούν σε όρνεα για να τους κατασπαράξουν και να τους απαξιώσουν.
.
ΛΟΓΟΣ 2ος
Υπάρχει ένας κόσμος, κυρίως στην αριστερά, που ψάχνει να εκμεταλλευτεί πολιτικά το οτιδήποτε άλλοι κάνουν, και εκεί μέσα στις δράσεις των άλλων να προσπαθούν να παρεισφρήσουν για να περάσουν ύπουλα την δική τους ατζέντα!! Δηλαδή "καπέλωμα" των αγώνων των άλλων.
Έτσι έχω δει σε εκδηλώσεις όπου καλούνται συγγενείς να μιλήσουν, οι αριστεροί διοργανωτές να τοποθετούν στο …πάνελ δίπλα τους μέχρι και γνωστότατους δουλέμπορους πράκτορες του ΣΌΡΡΟΣ!!!
ή
να δημιουργούν κλίμα Μέσης Ανατολής με σημαίες της Παλαιστίνης. Από φοιτητής είμαι ΥΠΕΡ του αγώνα των Παλαιστινίων για μια δική τους πατρίδα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλω να συμφωνώ με καπελώματα εκδηλώσεων εν αγνοία των καλούμενων ομιλητών.
Αν οι συγγενείς ξεκινήσουν έναν δικό τους πολιτικό αγώνα τα περιθώρια για εκμετάλλευσή τους για αλλότριες ατζέντες θα κλείσουν. Οπότε και σε αυτούς δεν συμφέρει η κυρία Καρυστιανού να ασχοληθεί με την πολιτική ξεκινώντας κάτι νέο.
.
ΛΟΓΟΣ 3ος
Το σύστημα προσπαθεί να ελέγχει το πολιτικό παιχνίδι με παίκτες αποκλειστικά δικούς του για να είναι ΕΛΕΓΧΌΜΕΝΟΙ.
Όμως οι συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών είναι απλοί Έλληνες της διπλανής πόρτας, όπως όλοι μας. Δεν είναι πρόσωπα της πολιτικής ή επιχειρηματικής ελίτ. Δεν είναι άνθρωποι του συστήματος!!
Στις μέρες μας και με βάση τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων είναι η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που μία απλή Ελληνίδα εκτός συστήματος, κατορθώνει να έχει τεράστια ποσοστά κοινωνικής αποδοχής, συντριπτικά περισσότερα από τα διεφθαρμένα πρόσωπα της συστημικής ελίτ.
Αυτό συνιστά ΚΙΝΔΥΝΟ - ΘΑΝΑΤΟ για το σάπιο σύστημα 200 ετών της χώρας μας. Ξέρουν ότι αν η κυρία Καρυστιανού προχωρήσει στην ίδρυση ενός ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, πόσο μάλλον αν αυτό έχει τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να είναι ΣΑΡΩΤΙΚΟ, τότε κινδυνεύει το σαθρό συστημικό τους οικοδόμημα με κατάρρευση.
Γι αυτό ο Γεωργιάδης τσιρίζει και ωρύεται στα ΜΜΕ παριστάνοντας τον "προστάτη" του κύρους της κυρίας Καρυστιανού, και προειδοποιώντας ότι "αν εμπλακεί με την πολιτική θα προδώσει τους οπαδούς της"!!!
Δεν είναι εντυπωσιακή Η ΤΑΥΤΙΣΗ απόψεων των πολιτικών της ακροαριστεράς μέχρι και της νεοφιλελεύθερης δεξιάς;;;
Όλος ο ΘΙΑΣΟΣ είναι σε αναταραχή. Όλοι ΤΡΕΜΟΥΝ στην ιδέα μήπως εισβάλει στην πολιτική ο ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ.
Αν το κάνει, τώρα θα είναι αυτός που θα …μπαζώσει τον …βάλτο, μαζί με τους πολιτικούς …αρουραίους. Επιτέλους, να ξεβρομίσει ο τόπος.
.
ΔΙΕΥΚΡΊΝΗΣΗ
Όπως εξήγησα ο αγώνας των συγγενών έχει φτάσει σε ένα κομβικό σημείο. Τεκμηρίωσα γιατί πλέον η εμπλοκή με την πολιτική είναι ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ για την επιτυχία αυτού του αγώνα.
Όμως αυτό ΔΕΝ σημαίνει ότι θα συμφωνούσα με ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ εμπλοκή τους με την πολιτική και ΟΠΟΤΕΔΗΠΟΤΕ.
π.χ. Αν οι συγγενείς ενταχθούν σε κάποιο ΗΔΗ υπάρχον κόμμα, προφανώς συστημικό, όπως πρακτικά είναι ΟΛΑ!!, τότε απλά θα γίνουν ψηφο-κουβαλητές!!! και δικαίωση του αγώνα τους δεν θα δούνε ποτέ. Είναι ο δρόμος προς τον εκφυλισμό του αγώνα τους.
Γι αυτό θεωρώ επιβεβλημένο την δημιουργία κάτι ΝΕΟΥ.
Επίσης αν οι συγγενείς έκαναν έναν αγώνα μερικών μηνών, αποκτούσαν αναγνωρησιμότητα, και ενώ ΔΕΝ θα είχαν ακόμα εξαντλήσει τις δυνατότητες του αγώνα τους, αποφάσιζαν να στήσουν κάποιον πολιτικό φορέα (κόμμα, κίνημα κλπ) αυτό θα με έβρισκε επίσης αντίθετο. Θα ήταν ασέβεια απέναντι στα ίδια τα θύματα, αλλά θα ήταν και αποτυχημένο διότι θα ξεκινούσε με απωλεσθέν το ηθικό του πλεονέκτημα.
Επομένως η άποψή μου για εμπλοκή τους με την πολιτική αναφέρεται μόνο στο ΣΗΜΕΡΑ και για κάτι ΝΕΟ. Όχι εμπλοκή τους γενικώς και αορίστως με ότι νάναι, που θα τους απαξιώσει.
Με άγνωστες τις διαθέσεις του ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ το σύστημα ΔΕΝ μπορεί να προχωρήσει σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού με τα πολιτικά μπάζα του, Σαμαρά για στήριξη της δεξιάς πλευράς της παράγκας και Τσίπρα για στήριξη της αριστερής.
Για να τρέξουν τα σχέδιά τους θα πρέπει ο ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ είτε να ΕΛΕΓΘΕΙ, είτε να ΑΠΑΞΙΩΘΕΙ.
Γι αυτό και αυτές τις μέρες έγινε μεθοδευμένη προσπάθεια με διττό στόχο.
❶ Τον εγκλωβισμό της κυρίας Καρυστινού σε ένα ασαφές πολιτικό σχήμα το οποίο θα ήλεγχε ο Σαμαράς μέσω ενδιάμεσου ΝεοΔημοκράτη επικοινωνιολόγου, δηλαδή κάτι σαν πολιτική επιτροπία της!! και με σκοπό σταδιακά, είτε να την υποκαταστήσουν, είτε να την ρυμουλκήσουν σε κάτι απολύτως Σαμαρικό!! (Παραλλαγή του παιχνιδιού που έπαιξε ο Σαμαράς και με τους 90!!)
❷ Αν η κυρία Καρυστιανού δεν τσιμπούσε στο πρώτο, να εκτίθονταν ότι δειλιάζει, ότι δεν έχει το σθένος να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες, άρα οι οπαδοί της δεν έχουν να περιμένουν κάτι περισσότερο από αυτή (απαξίωση).
Άρα η Ελλάδα χρειάζεται τον ..."έμπειρο" άεργο Σαμαρά!!
Οι κουτοπονηριές του "έμπειρου" άεργου ξανά απέτυχαν παταγωδώς.
Πιστεύω ότι οι συγγενείς αντιλαμβάνονται ότι η τραγωδία των Τεμπών και οι αγώνες τους έχουν λειτουργήσει ως ο ΚΡΑΤΉΡΑΣ ενός ΗΦΑΊΣΤΕΙΟΥ μέσα από τον οποίο εκρήγνυται και εκτονώνεται η αγανάκτηση και η οργή δεκαετιών των Ελλήνων για όλα τα βάσανα που υφίστανται από ένα καθεστώς που τους ΜΙΣΕΙ και τους ΕΞΟΝΤΩΝΕΙ.
Ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει και είναι καιρός αποφάσεων…
.
.
ΟδΕλ
.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
3 ημ. ·
Για να καταλάβεις την εγκυρότητα μιας σκέψης σου, μην κοιτάξεις αν είναι “έξυπνη” ή “ρεαλιστική”.
Αναρωτήσου ποιον εξ-υπηρετεί.
Υπηρετεί τον αληθινό σου εαυτό - την ανάγκη σου για ζωή, για σχέση, για ελευθερία - ή υπηρετεί κάτι έξω από εσένα, έναν φόβο, μια εξουσία, έναν μηχανισμό που θέλει να σε κρατήσει μικρό;
Πολλές φορές νομίζουμε πως σκεφτόμαστε ελεύθερα, ενώ στην πραγματικότητα σκεφτόμαστε μέσα από τον εσωτερικευμένο λόγο της εξουσίας: αυτόν που μας έμαθε να αμφιβάλλουμε για τη δύναμή μας, να φοβόμαστε τη σύγκρουση, να ταυτίζουμε τη γαλήνη με τη σιωπή.
Η αληθινή σκέψη όμως δεν είναι υπάκουη - είναι πράξη αυτογνωσίας, αυτοσυμπόνοιας, αυτοβοήθειας.
Είναι εκείνη που μας επανασυνδέει με την εσωτερική μας αλήθεια, που μας θυμίζει ότι η ελευθερία αρχίζει όταν σταματάμε να αναπαράγουμε τις φωνές που μας φυλάκισαν.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
3 ημ. ·
«ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΌΠΟΣ»
Η πεποίθηση πως «τίποτα δεν αλλάζει» δεν είναι απλώς μια φράση απαισιοδοξίας, είναι μηχανισμός άμυνας απέναντι στη ματαίωση.
Όταν μια κοινωνία έχει βιώσει επανειλημμένα την απώλεια νοήματος, τη διάψευση ελπίδων και την προδοσία από θεσμούς ή ηγέτες, δημιουργεί στο συλλογικό της ασυνείδητο ένα αντίσωμα: την παραίτηση.
Αυτό το «τίποτα δεν αλλάζει» είναι ο τρόπος που ο ψυχισμός προστατεύεται από το να ξαναπονέσει.
Πρόκειται για ένα τραυματικό μόρφωμα, όπου η εμπειρία της ανεπάρκειας μετατρέπεται σε ταυτότητα: η κοινωνία δεν ελπίζει πια, γιατί έχει μάθει να συνδέει την ελπίδα με τον εξευτελισμό.
Η προσδοκία έγινε επικίνδυνη.
Υπάρχει μια ολόκληρη λαϊκή γλώσσα της παραίτησης στην Ελλάδα. Τη συναντάς παντού - στα καφενεία, στις ουρές των υπηρεσιών, στα κοινωνικά δίκτυα. «Όλοι ίδιοι είναι», λέμε, για να προστατευτούμε από τη διαρκή προδοσία. «Δεν αλλάζει αυτός ο τόπος», προσθέτουμε, σαν να έχει το κακό ριζώσει στο DNA μας. Κι όταν δεν αντέχουμε άλλο να θυμώνουμε, ψιθυρίζουμε μ’ έναν πικρό ρεαλισμό: «Έτσι ήταν πάντα». Είναι η στιγμή που το τραύμα γίνεται ταυτότητα, η ήττα κουλτούρα. Άλλοτε πάλι, το λέμε χαμογελώντας ειρωνικά: «Δεν θα βγάλουμε εμείς το φίδι απ’ την τρύπα» - γιατί η συλλογική αποσύνδεση είναι πιο ανώδυνη από τη συλλογική ευθύνη. Και στο τέλος, με μια μελαγχολία που μοιάζει με στοργή, καταλήγουμε: «Άσ’ τα, δεν σώζεται αυτή η χώρα».
Αυτές οι φράσεις δεν είναι απλώς λόγια, είναι συμπτώματα ενός τραύματος που μετατράπηκε σε προπαγάνδα. Ψίθυροι ενός λαού που έμαθε να παρηγορείται με την αδυναμία του. Γιατί το πιο επικίνδυνο δεν είναι να λέμε «τίποτα δεν αλλάζει» - είναι να το πιστεύουμε στ’ αλήθεια.
Μας έπεισαν να το πιστεύουμε.
Εδώ ακριβώς επεμβαίνει το σύστημα εξουσίας.
Αντί να θεραπεύσει το τραύμα, το ενσωματώνει και το ετατρέπει σε ιδεολογικό εργαλείο. Η παραίτηση γίνεται «ρεαλισμός», η απάθεια γίνεται «ωριμότητα», ο κυνισμός γίνεται «νηφαλιότητα».
Με αυτόν τον τρόπο, το τραυματισμένο συναίσθημα μετασχηματίζεται σε μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου.
Η φράση «τίποτα δεν αλλάζει» παύει να είναι κραυγή πόνου και γίνεται προπαγάνδα του συστήματος - μια καθημερινή υπνωτική επανάληψη που αφοπλίζει κάθε δυνατότητα πολιτικής και ψυχικής ανάκαμψης.
Ένας λαός που πιστεύει ότι «τίποτα δεν αλλάζει» είναι ακίνδυνος, προβλέψιμος, εύκολα διαχειρίσιμος. Το τραύμα μετατρέπεται έτσι σε εργαλείο εξουσίας.
Στο βάθος, η φράση αυτή λειτουργεί όπως η μαθημένη αβοηθησία (learned helplessness), που περιέγραψε ο Martin Seligman, όταν ένα άτομο ή μια κοινότητα εκτίθεται επανειλημμένα σε καταστάσεις όπου καμία ενέργεια δεν φέρνει αποτέλεσμα, παύει να προσπαθεί.
Δεν πρόκειται για αδυναμία βούλησης, αλλά για απόσυρση της πίστης ότι η δράση έχει νόημα.
Στην ελληνική περίπτωση, αυτό το μοτίβο έχει βαθιές ρίζες:
από τις εθνικές καταστροφές και τις πολιτικές προδοσίες, έως τη μεταπολιτευτική ψευδαίσθηση ευημερίας που κατέρρευσε το 2010 και τις προσδοκίες αντίστασης του 2015.
Η φράση «τίποτα δεν αλλάζει» δεν λέγεται απλά - έχει γίνει πολιτισμικός καθρέφτης μιας χώρας κουρασμένης να ελπίζει.
Συνεπώς, η φράση «τίποτα δεν αλλάζει» δεν είναι πεποίθηση, όπως συχνά νομίζουμε. Είναι σύμπτωμα. Δεν γεννιέται από λογική επεξεργασία, αλλά από ψυχικό πόνο. Είναι ο ήχος μιας συλλογικής απώλειας νοήματος, όχι μιας συνειδητής επιλογής. Όταν μια κοινωνία βιώνει επανειλημμένα απογοητεύσεις —πολιτικές, θεσμικές, υπαρξιακές- το ασυνείδητο της μαθαίνει να προστατεύεται με την απάθεια. Η αδιαφορία γίνεται άμυνα απέναντι στη ματαίωση. Κι εκεί επεμβαίνει το σύστημα: μετατρέπει το τραύμα σε αφήγημα, την παραίτηση σε “ρεαλισμό”, την κόπωση σε “νηφαλιότητα”.
Έτσι, αυτό που κάποτε ήταν κραυγή πόνου («κουράστηκα να πιστεύω») γίνεται εσωτερικευμένος λόγος εξουσίας: μια φωνή μέσα μας που επαναλαμβάνει ό,τι συμφέρει τους ισχυρούς.
Δεν χρειάζεται πλέον να μας καταστείλουν, έχουμε μάθει να αυτοκαταστελλόμαστε. Κι έτσι, το «τίποτα δεν αλλάζει» παύει να είναι άποψη - γίνεται μηχανισμός ψυχικής υποταγής, ένα είδος εσωτερικού λογοκριτή που ψιθυρίζει: “Μην πιστεύεις, μην προσπαθείς, για να μη χάσεις ξανά”.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι ακριβώς αυτή η ρωγμή μέσα στο “τίποτα δεν αλλάζει”.
Δεν γεννήθηκε από κόμματα, ούτε από οργανωμένα συμφέροντα· γεννήθηκε από τον πόνο, από την απώλεια που αρνήθηκε να γίνει λήθη. Εκεί όπου η κοινωνία είχε εκπαιδευτεί να σωπαίνει, οι γονείς των παιδιών που χάθηκαν μίλησαν. Και μίλησαν όχι μόνο για τα δικά τους παιδιά, αλλά για όλα τα παιδιά- για τη ζωή που απαξιώνεται, για την ευθύνη που χάνεται, για το κράτος που έχει ξεχάσει να φροντίζει.
Εκεί όπου το σύστημα τρέφεται από την απάθεια, αυτοί πρόσφεραν παρουσία. Εκεί όπου η κοινωνία είχε συμβιβαστεί με το “έτσι είναι τα πράγματα”, αυτοί ψιθύρισαν “όχι, δεν θα το δεχτούμε”.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι το αντίδοτο στην εσωτερικευμένη ήττα.
Είναι η στιγμή που ο λαός θυμάται ότι δεν είναι μόνο θύμα, αλλά φορέας ευθύνης και νοήματος.
Κι ίσως, όπως σε κάθε συλλογική θεραπεία, να μην έχει σημασία μόνο η δικαίωση, αλλά το ότι ξαναμαθαίνουμε να στεκόμαστε όρθιοι, μαζί.
Γιατί κάθε φορά που μια κοινωνία λέει «ως εδώ», κάτι βαθύτερο συμβαίνει: ξαναγεννιέται η ψυχή της.
Και τότε όλα αλλάζουν!
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
3 ημ. ·
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΡΩΜΑΝΟ
Υπάρχουν πρόσωπα που, χωρίς να το έχουν επιλέξει, κουβαλούν πάνω τους τη συμβολική τιμωρία μιας ολόκληρης γενιάς.
Ο Νίκος Ρωμανός είναι ένα τέτοιο πρόσωπο.
Δεν καταδιώκεται για ό,τι έκανε ή δεν έκανε. Καταδιώκεται ως σύμβολο - ως το παιδί που στάθηκε δίπλα στον δολοφονημένο φίλο του, τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, κι ως εκείνον που επέζησε για να θυμίζει ότι η αδικία έχει πρόσωπο.
Στο πρόσωπο του Ρωμανού, το κράτος τιμωρεί όχι μόνο έναν νέο, αλλά και μια στιγμή της Ιστορίας - τη στιγμή που η ελληνική νεολαία, το 2008, προσπάθησε να πει «ως εδώ».
Εκείνο το «ως εδώ», που αν είχε επιτευχθεί τότε μάλλον δεν θα φτάναμε «ως εδώ» που είμαστε σήμερα, ύστερα από τα Μνημόνια, τα Τέμπη και τόσα άλλα.
Η βίαιη εξέγερση τότε δεν ήταν παρανομία.
Ήταν η άγρια κραυγή ενός συλλογικού σώματος που πονούσε.
Και η τιμωρία που συνεχίζεται σήμερα -τόσα χρόνια μετά- μοιάζει σαν να απευθύνεται όχι στον ίδιο, αλλά σ’ εκείνη τη φωνή που τόλμησε τότε να μη φοβηθεί.
Αν το δούμε ψυχολογικά, η κοινωνία προβάλλει πάνω του την ενοχή της:
την ενοχή για όσα άφησε να χαθούν, για τη βία που δεν επεξεργάστηκε ποτέ, για το πένθος που δεν μπόρεσε να μεταμορφώσει σε νόημα.
Έτσι, στο ασυνείδητο επίπεδο, ο Ρωμανός «πληρώνει» για το ότι κάποτε η νέα γενιά δεν υποτάχθηκε.
Είναι το τιμωρημένο ασυνείδητο της Αντίστασης.
Η «εκδικητική μανία» δεν είναι απλώς νομική τακτική, είναι κοινωνικό σύμπτωμα. Όταν μια κοινωνία νιώθει ότι απειλείται η τάξη ή η αίσθηση ασφάλειας, τείνει να στρέφεται προς απλά μοτίβα τιμωρίας και ένα πρόσωπο γίνεται δείκτης, φορτίο συμβολικό για όλες τις πληγές. Η στοχοποίηση του ενός λειτουργεί ως συλλογική εκτόνωση - αλλά ταυτόχρονα τραυματίζει εμάς τους ίδιους, αφού μετατοπίζει το βάρος του πένθους και της οργής σε ένα ανθρώπινο σώμα που συμπυκνώνει τη συλλογική μας μοναξιά και απομονωση.
Αυτός είναι ο λόγος που η στάση απέναντί του δεν είναι απλώς νομικό ή πολιτικό ζήτημα. Είναι ψυχοκοινωνικό καθρέφτισμα.
Το κράτος ζητά υπακοή, η κοινωνία έχει κουραστεί από τον φόβο, και ειδικά σήμερα μπροστά στην απειλή για το Σύστημα του Κινήματος των Τεμπών, χρειάζεται έναν «παραδειγματισμό» για να ξανανοίξει τον κύκλο της υποταγής.
Αλλά αυτή η τιμωρία δεν φέρνει ασφάλεια. Φέρνει μόνο σιωπή.
Και η σιωπή είναι το πιο επικίνδυνο σύμπτωμα μιας κοινωνίας που παύει να αισθάνεται.
Ο Νίκος Ρωμανός δεν χρειάζεται αγιοποίηση-χρειάζεται αναγνώριση.
Να δούμε ότι, πίσω από τις πολιτικές και τις αστείες νομικές κατηγορίες, υπάρχει ένας άνθρωπος που έζησε την απώλεια, τον παραλογισμό της βίας και την ενοχή της επιβίωσης.
Κι αυτό το βίωμα έγινε -άθελά του- καθρέφτης της δικής μας αδυναμίας να προστατεύσουμε το πιο ευαίσθητο κομμάτι του εαυτού μας: τη νεότητα που ακόμα αντιστέκεται.
Στο πρόσωπο του Ρωμανού συμβολοποιούνται τα ανυπεράσπιστα παιδιά μας.
Όσο αυτό το κομμάτι μένει φυλακισμένο, τόσο η κοινωνία μας παραμένει ψυχικά ανώριμη.
Η πραγματική δικαιοσύνη, λοιπόν, δεν είναι να “τελειώσει” η υπόθεση, αλλά να τελειώσει η μανία της εκδίκησης, να μάθουμε χωρίς να τιμωρήσουμε, να φροντίσουμε χωρίς να φοβηθούμε το πάθος των νέων.
Κι ίσως, στο τέλος, αυτό να ’ναι το αληθινό μας χρέος — όχι να κρίνουμε, αλλά να φροντίσουμε.
Να φροντίσουμε τα παιδιά μας, όχι για να μη γίνουν ποτέ “Ρωμανός”, αλλά για να μη χρειαστεί ξανά κανένα παιδί να κουβαλήσει το βάρος μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Να τα μάθουμε πως η οργή μπορεί να γίνει φως, πως η αδικία μπορεί να μεταμορφωθεί σε επίγνωση, πως η δύναμη δεν είναι να εκδικείσαι, αλλά να παραμένεις άνθρωπος.
Αν κάτι μας ζητά σήμερα ο Νίκος Ρωμανός, είναι να θυμηθούμε αυτό που ξεχάσαμε: ότι η φροντίδα είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή αντίστασης.
Και πως, μόνο αν σταθούμε δίπλα στα παιδιά μας -με παρουσία, με αγάπη, με δικαιοσύνη- και ενάντια στους άθλιους εξουσιαστές μας, θα πάψουμε μια μέρα να ζητάμε φθονερούς “παραδειγματισμούς” και θα αρχίσουμε, επιτέλους, να "χτίζουμε" κοινωνία ανθρώπων.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
3 ημ. ·
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ – 12 ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Υπάρχουν στιγμές που η πολιτική γεννιέται ξανά από τα χαλάσματα.
Τα Τέμπη ήταν ένα τέτοιο σημείο ρήξης: ένα έγκλημα που δεν μπόρεσε να καλυφθεί, γιατί οι ίδιοι οι πολίτες -οι γονείς, οι φίλοι, οι άνθρωποι που πενθούν- αρνήθηκαν να σωπάσουν.
Από εκεί ξεκίνησε το Κίνημα των Τεμπών, όχι ως “αντιπολίτευση”, αλλά ως φωνή αξιοπρέπειας.
Και αυτή η φωνή, με τη Μαρία Καρυστιανού στο επίκεντρο, μπορεί να γίνει το πρώτο αυθεντικό λαϊκό ρεύμα μεταπολιτικής, που δεν περιμένει την εξουσία να του μιλήσει, αλλά μιλάει με τη δική του ψυχή.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι μια “θυμική αντίδραση”, αλλά το πρόπλασμα ενός νέου, αυθεντικού κοινωνικού κινήματος.
Και γι' αυτό η επικοινωνία του χρειάζεται να στηρίζεται σε μερικές βασικές αρχές συνέπειας και αυθεντικότητας.
1. Ένα κεντρικό μήνυμα που δεν αλλάζει.
«Η ζωή στην Ελλάδα έχει αξία»
«και δεν θα την ξαναθυσιάσουμε στην αδιαφορία.»
Η δύναμη του Κινήματος των Τεμπών δεν είναι στην πολυλογία, αλλά στη σταθερότητα του νοήματος.
Η αποκατάσταση της αξίας της ανθρώπινης ζωής είναι το κέντρο, το ηθικό συμβόλαιο.
2. Περιεχόμενο που εξηγεί, όχι που κραυγάζει.
Τα μηνύματα μπορούν να είναι σύντομα, καθαρά, καθημερινά:
να εξηγούν τι σημαίνει απώλεια, τι σημαίνει φροντίδα, τι σημαίνει δικαιοσύνη.
Χωρίς τεχνικούς όρους, αλλά με συναισθηματική διαύγεια.
Τα βίντεο ή τα κείμενα θα πρέπει να εξηγούν τι σημαίνει κράτος που φροντίζει-όχι με διαγράμματα, αλλά με πρόσωπα και ιστορίες.
3. Από τη συγκίνηση στη δράση.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν μπορεί να μείνει στην τελετουργία του πένθους.
Κάθε ανάρτηση, κάθε εκδήλωση, κάθε ομιλία πρέπει να είναι και μια πρόσκληση:
«Γίνε μέρος της φροντίδας. Έλα στην επόμενη συνάντηση, στήριξε μια τοπική δράση.»
Το πένθος γίνεται κινητοποίηση - όχι μόνο συγκίνηση, αλλά συν-κίνηση.
4. Η βάση είναι ο δρόμος - όχι το πάνελ
Το Κίνημα των Τεμπών δεν ανήκει στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά στις πλατείες, στα σχολεία, στα νησιά, στις μικρές συλλογικότητες των ανθρώπων.
Η δύναμη του κινήματος είναι οι μικροί χώροι όπου συναντιούνται οι άνθρωποι και μιλούν με το ίδιο βλέμμα.
Το Κίνημα των Τεμπών θα προχωρήσει πρόσωπο με πρόσωπο.
Όχι με χορηγούμενες καμπάνιες, αλλά με ανθρώπους.
5. Καμπάνια της αξιοπρέπειας, όχι της οργής.
Ο λόγος του Κινήματος των Τεμπών είναι σταθερός, ευγενικός, γεμάτος φως.
Αυτό είναι η νέα ρητορική της φροντίδας.
Η αντίσταση δεν χρειάζεται κραυγή. Χρειάζεται αντοχή, ήθος, συνέπεια, τρυφερότητα και φροντίδα
Γιατί, η οργή καίει ενώ η φροντίδα μεταμορφώνει.
6. Η δύναμη των μικρών ομάδων.
Σε κάθε νησί, σε κάθε πόλη, σε κάθε διαδικτυακή πλατφόρμα, μπορεί να υπάρχει ένα “κύτταρο Τεμπών”: γονείς, μαθητές, δάσκαλοι, γιατροί που συναντιούνται και συζητούν τι σημαίνει ασφάλεια, φροντίδα, ευθύνη.
Μικρές κοινότητες, μεγάλες αλλαγές.
Το Κίνημα των Τεμπών πρέπει να γίνει ένα πλατύ δίκτυο φροντίδας- μια οριζόντια πολιτική οικογένεια.
7. Αν και πρώτα είναι ο άνθρωπος, το διαδίκτυο έχει σημασία.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν χρειάζεται "influencers" - είναι ήδη φορέας εμπιστοσύνης.
Όμως το μήνυμα πρέπει να φτάσει εκεί που "ζει" ο κόσμος: στα κινητά, στα reels, στα stories, με απλές φράσεις, με συναίσθημα, χωρίς τεχνικό ή "ξύλινο" λεξιλόγιο.
8. Από τα Like στη συμμετοχή.
Η επιτυχία του Κινήματος δεν θα μετριέται σε προβολές,
αλλά στο πόσες ψυχές ενώνονται γύρω από τη φράση «Η ζωή αξίζει».
Κάθε πολίτης πρέπει να έχει ρόλο, αποστολή, συμμετοχή και γι' αυτό χρειάζεται ένα ευρύ δίκτυο δράσεων φροντίδας (στην εκπαίδευση, στην τοπική κοινωνία, στην υγεία, στο σχολειό κ.λπ.)
Το Κίνημα πρέπει να είναι ανθρώπινο και ψηφιακό μαζί, χωρίς να χάνει ούτε το βάθος του, ούτε την ανθρωπινότητα του.
9. Ταχύτητα με προσοχή
Η επικοινωνία πρέπει να είναι ζωντανή, αλλά ποτέ πρόχειρη.
Κάθε λέξη μας πρέπει να κουβαλά ευαισθησία,
Γι’ αυτό χρειάζεται εσωτερική επιμέλεια, σεβασμό, αλήθεια.
Το Κίνημα των Τεμπών πρέπει να προβάλλει το φως του, χωρίς να φθείρει τη σοβαρότητά του.
10. Από τις ιδέες στις πράξεις.
Το Κίνημα πρέπει και μπορεί να μιλήσει πρακτικά: Για ασφαλείς μεταφορές, Για φροντίδα σε απομονωμένες περιοχές, Για την ευθύνη των θεσμών κ.λπ.
Όχι όμως μόνο λόγια, αλλά προτάσεις ζωής.
Για το Κίνημα των Τεμπών η φροντίδα γίνεται πολιτική υποδομή
11. Η προσοχή ως συλλογικός πόρος.
Όσο περισσότεροι άνθρωποι μιλούν για τα Τέμπη,
τόσο περισσότεροι συμμετέχουν.
Η ορατότητα εδώ δεν αγοράζεται. Κερδίζεται με αυθεντικότητα.
Η ενέργεια είναι η συμμετοχή και το “νόμισμα” είναι η εμπιστοσύνη.
12. Ταυτότητα ως ένταξη, όχι διαίρεση
Το Κίνημα των Τεμπών δεν χωρίζει τους ανθρώπους.
Ενώνει όσους πενθούν, όσους ελπίζουν, όσους νοιάζονται.
Το Κίνημα των Τεμπών μπορεί να γίνει κάτι πολύ περισσότερο από “μια φωνή διαμαρτυρίας”.
Μπορεί να γίνει η αρχή ενός νέου πολιτισμού φροντίδας:
μια πολιτική που δεν ξεκινά από τα κόμματα, αλλά από τον άνθρωπο. Μια συλλογικότητα που δεν φοβάται τη συγκίνηση, δηλαδή δεν φοβάται αυτή την νέα γλώσσα που ξέρει να λέει, με απλότητα:
«Η ζωή στην Ελλάδα αξίζει».
Κι αυτό είναι πολιτική.
Fotini Porichi
4 ημ. ·
Πάντα με συγκινεί ο τρόπος που ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης Αντώνης Ανδρουλιδάκης φωτίζει τα συλλογικά μας τραύματα, με αληθινό ενδιαφέρον και επιστημονική κατάρτιση για τ…
Δείτε περισσότερα
Εκδόσεις Νησίδες
5 ημ. ·
Στα μέσα Νοεμβρίου πρόκειται να κυκλοφορήσει η νέα μελέτη
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
ΤΙ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ ΚΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ
Όπως γράφει στο επίμετρο του βιβλίου ο Θέμης Τζήμας:
«Το παρόν βιβλίο είναι ένα ανθρωπιστικό, επιστημονικό ή επιστημονικώς θεμελιωμένο, μανιφέστο δράσης. Ο λόγος σε πάρα πολλά σημεία θυμίζει Γκυ Ντεμπόρ της Κοινωνίας του θεάματος. Δεν θα βρει κανείς την αποστασιοποίηση του συγγραφέα (φαινομενική ή πραγματική) που υπάρχει σε πολλά επιστημονικά βιβλία. Θα δει έναν συγγραφέα-επαναστατημένο άνθρωπο, ο οποίος αγωνιά για τον μετασχηματισμό της πατρίδας του, του λαού του, των ανθρώπων και φυσικά του μοντέλου εξουσίας, χωρίς όμως να παραμελεί την επιστημονική θεμελίωση των όσων υπερασπίζεται. Θα δει, επίσης, ότι τα ζητήματα του πεδίου της έρευνάς του και της επιστήμης του βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, χωρίς ωστόσο να προσφεύγει σε μια εύκολη ‘ψυχιατρικοποίηση’ των κοινωνικών και πολιτικών συμπεριφορών.»
O Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος και συγγραφέας. Είναι διδάσκων Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ψυχολογίας της Οικογένειας στο University Neapolis Pafos. Είναι τακτικός αρθρογράφος στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, ενώ έχει συμμετάσχει σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, σε θέματα που αφορούν τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό ψυχικό Τραύμα. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Το Δώρο της Σχέσης» βραβεύτηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών με το 1ο Βραβείο Ολοκληρωμένου Έργου για το 2024.
Θυμίζουμε ότι στις εκδόσεις μας κυκλοφορεί και η μελέτη του
"Το ελληνικό τραύμα. Κοινωνιο-ψυχολογικές όψεις της ελληνικής κρίσης".
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
4 ημ. ·
"Η πολιτική ως πράξη φροντίδας
Στον πυρήνα κάθε πολιτικής απόφασης θα βρίσκεται η φροντίδα.
Φροντίδα για τον άνθρωπο, φροντίδα για τη γη, φροντίδα για το αύριο.
Δεν θα αντιμετωπίζουμε τους πολίτες ως αριθμούς ή κόστη, αλλά ως φορείς αξίας.
Θα επενδύσουμε σε κοινοτικά ιατρεία, σε ψυχολογική στήριξη, σε δομές φροντίδας ηλικιωμένων.
Γιατί μια πόλη είναι τόσο δυνατή όσο οι πιο ευάλωτοι κάτοικοί της.
Θα αποδείξουμε ότι η φροντίδα δεν είναι αδυναμία, είναι μορφή δύναμης.
Και ότι η συμπόνια δεν είναι χάρη, είναι υποχρέωση".
Νταξ, ξεκάθαρα με αντιγράφει
epohi.gr
Ολόκληρη η νικητήρια ομιλία του Ζόραν Μαμντάνι: “Ξεκινά η εποχή όπου η αγάπη θα είναι πολιτική πράξη”
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
4 ημ. ·
ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Γιατί το υπάρχον σύστημα δεν μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη.
Η απαίτηση για δικαιοσύνη στα Τέμπη δεν είναι ένα απλό αίτημα νομικής αποκατάστασης. Είναι η πιο βαθιά, υπαρξιακή κραυγή μιας κοινωνίας που έπαψε να εμπιστεύεται το κράτος, τους θεσμούς, τους “αρμόδιους”. Είναι η στιγμή που το “ως εδώ” δεν εκφράζει αγανάκτηση, αλλά ρήξη - ρήξη ανάμεσα στην αλήθεια της ζωής και το ψεύδος ενός πολιτικού συστήματος που έχει χάσει τη δυνατότητα να λογοδοτεί.
Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη στα Τέμπη μέσα από το ίδιο σύστημα που τα γέννησε.
Γιατί το ίδιο αυτό σύστημα –πολιτικό, διοικητικό, δικαστικό– είναι συμμέτοχο, δομικά συνένοχο. Οι μηχανισμοί που θα έπρεπε να αποδώσουν ευθύνες είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που επί δεκαετίες νομιμοποιούν την ατιμωρησία. Δεν πρόκειται για “ανικανότητα”, αλλά για δομική αυτοπροστασία και ένα σύστημα που παράγει την κρίση δεν μπορεί να την δικάσει χωρίς να αυτοαναιρεθεί.
Η Δικαιοσύνη, έτσι όπως ασκείται θεσμικά, έχει καταστεί διαχειριστής κοινωνικής ανοχής, όχι φωνή της αλήθειας. Οι έρευνες καθυστερούν, οι ευθύνες διαχέονται, οι λέξεις αποστειρώνονται. “Ανθρώπινο λάθος”. “Αλυσίδα παραλείψεων”. Μια γλώσσα χωρίς ψυχή, που ακυρώνει την ίδια την έννοια του πένθους.
Για να υπάρξει δικαιοσύνη, χρειάζεται κάτι που το σύστημα δεν αντέχει: να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Να δει την ιδεολογική και πολιτική του αποσύνθεση. Να παραδεχτεί ότι η απουσία του σκότωσε.
Το κίνημα των Τεμπών ως πράξη αυτοσυνείδησης.
Γι’ αυτό το λόγο, το κίνημα των Τεμπών δεν μπορεί να είναι “ουδέτερο”.
Γι' αυτό το λόγο, το κίνημα των Τεμπών δεν μπορεί παρά να είναι π ο λ ι τ ι κ ό!
Δεν είναι κόμμα, αλλά πολιτική πράξη με την πιο βαθιά έννοια.
Αναδύεται όχι για να διεκδικήσει απλώς ποινές, αλλά για να επαναθεμελιώσει το νόημα της ευθύνης και της ζωής.
Και αυτό το καθιστά αντισυστημικό, όχι επειδή στρέφεται εναντίον της δημοκρατίας, αλλά επειδή υπερασπίζεται τη δυνατότητα της δημοκρατίας να είναι αληθινή.
Το κίνημα των Τεμπών δεν ζητά εκδίκηση.
Ζητά επανανοηματοδότηση του πολιτικού. Δηλαδή, ζητά να ξανασυνδεθεί η εξουσία με τη φροντίδα, η ευθύνη με την ανθρωπιά, η διοίκηση με την κοινότητα.
Ζητά μια πολιτεία που να βλέπει, να λογοδοτεί, να θυμάται.
Μια πολιτεία που να έχει ψυχή.
Η κρίση της Δικαιοσύνης είναι κρίση Πολιτισμού.
Το δράμα των Τεμπών αποκάλυψε κάτι βαθύτερο:
ότι η Ελλάδα δεν πάσχει μόνο από θεσμική διαφθορά, αλλά από π ο λ ι τ ι σ μ ι κ ή α π ά θ ε ι α.
Έχουμε μάθει να ζούμε χωρίς προσδοκία αληθινής Δημοκρατίας, να αποδεχόμαστε το ψεύδος ως φυσική κατάσταση, να συμβιώνουμε με το ανολοκλήρωτο και το ατιμώρητο.
Και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο στάδιο του συλλογικιού τραύματος, όχι ο πόνος, αλλά η συνήθεια. Όχι η αγανάκτηση, αλλά η απάθεια.
Γι’ αυτό η αναγέννηση δεν μπορεί να έρθει “εκ των έσω”.
Η ίδια η κοινωνία καλείται να ανακτήσει το πολιτικό της φαντασιακό. Να πιστέψει ξανά ότι η φροντίδα, η μνήμη, η ευθύνη, μπορούν να γίνουν θεσμοί.
Να διεκδικήσει μια νέα έννοια δικαιοσύνης -όχι ως ποινή, αλλά ως αποκατάσταση σχέσης ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη,
ανάμεσα στον πολίτη και τον εαυτό του.
Και κάπως έτσι...
το κίνημα των Τεμπών δεν είναι απλώς κίνημα διαμαρτυρίας.
Είναι πράξη συλλογικής ωρίμανσης. Είναι η στιγμή που η κοινωνία, πληγωμένη, αποφασίζει να ενηλικιωθεί. Να πάψει να ζητά “πατέρες” και "σωτήρες" που δεν υπάρχουν και να γίνει η ίδια ο ενήλικος που θα φροντίσει.
Γιατί μόνο έξω από το υπάρχον σύστημα -εκεί όπου το βλέμμα ξανασυναντά το ανθρώπινο- μπορεί να υπάρξει Δικαιοσύνη.
Και γιατί όταν οι θεσμοί ξεχνούν τη φροντίδα, η φροντίδα γίνεται επανάσταση.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
5 ημ. ·
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Δεν ξέρω πως θα λειτουργήσει στην πολιτική πραγματικότητα αυτό που υπόσχεται ο Μαμντάνι, ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, αλλά αυτό που λέει πως «Ξεκινά η εποχή όπου η αγάπη θα είναι πολιτική πράξη» είναι μια φράση βαθιά επαναστατική, και ταυτόχρονα, για όσα προσπαθώ να πω όλο αυτό τον καιρό, προφητικά επίκαιρη.
Γιατί όντως, ζούμε μια εποχή ανέραστης εξουσίας ανθρώπων και συστημάτων που διαχειρίζονται τον κόσμο χωρίς επιθυμία, χωρίς τρυφερότητα, χωρίς τον παλμό του έρωτα που ενώνει. Οι ηγέτες, οι τεχνοκράτες, οι διαχειριστές της “κανονικότητας”- λειτουργούν σαν να κυβερνούν χωρίς σώμα, χωρίς αφή, χωρίς σχέση.
Αυτό που αποκαλώ «ανέραστοι που μας εξουσιάζουν» δεν είναι υπερβολή. Είναι διάγνωση μιας ψυχοπολιτικής κατάστασης: η εξουσία έχει αποκοπεί από το συναίσθημα, από το ανθρώπινο, από το ερωτικό στοιχείο που συνέχει τον κόσμο.
Και σε αυτό το πλαίσιο, η αγάπη - όχι ως ρομαντισμός, αλλά ως αναγνώριση, σχέση, φροντίδα, ευαλωτότητα- γίνεται πράγματι πολιτική πράξη.
Γιατί κάθε μορφή αγάπης είναι και μια μορφή αντίστασης. Αντίστασης στην ψυχρή διαχείριση, στην απανθρωποποίηση, στην κυριαρχία της απόστασης και του φόβου.
Η αγάπη σήμερα προσπαθεί να ενθαρρύνει να παραμένεις σε σχέση με τον Άλλο, να μη μετατρέπεις το πρόσωπο σε δεδομένο, σε “περιεχόμενο”, σε αριθμό.
Και μέσα στο σημερινό παγερό τοπίο, η αγάπη -όχι ως συναίσθημα, αλλά ως τρόπος ύπαρξης- ξαναγίνεται πολιτική.
Όταν αγαπάς, δεν καταναλώνεις τον άλλον, τον αναγνωρίζεις.
Δεν τον ορίζεις, τον συναντάς. Η αγάπη είναι το αντίθετο της εξουσίας, γιατί δεν χρειάζεται να υποτάξει για να υπάρξει.
Εκεί που οι ανέραστοι εξουσιαστές κυβερνούν με φόρμουλες, η αγάπη αναδύεται ως αντίδοτο - το μόνο που δεν μπορεί να προσομοιωθεί αλγοριθμικά.
Κι αν πούμε πως ξημερώνει μια εποχή της αγάπης, αυτό δεν είναι ένα συναισθηματικό όνειρο. Είναι το επόμενο στάδιο της πολιτικής ωριμότητας.
Όταν θα αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πως η φροντίδα, η ενσυναίσθηση και η ευαισθησία είναι τα θεμέλια μιας ελεύθερης κοινωνίας, τότε θα έχουμε περάσει από τη βία της εξουσίας στην ευθύνη της σχέσης.
Νομίζω -κι ας με πει κανείς αιθεραβάμονα- πως μέσα στη θολούρα μια νέα εποχή έρχεται. Όχι με διακηρύξεις, αλλά με τη σιωπηλή, γενναία πράξη του να παραμένεις άνθρωπος.
Να βλέπεις τον άλλον ως πρόσωπο και όχι ως ρόλο.
Να υπερασπίζεσαι τη σχέση εκεί που όλα γίνονται ανταλλαγή.
Να αφήνεις την ευαισθησία σου να σταθεί εκεί που ο κυνισμός κυριαρχεί.
Η αγάπη σήμερα γίνεται η πιο ριζοσπαστική μορφή συνείδησης.
Γιατί εκεί που ο κόσμος κυβερνιέται από ανέραστους,
κάθε πράξη τρυφερότητας γίνεται αντίσταση.
Κάθε χειρονομία κατανόησης, μια επανάσταση μικρής κλίμακας.
Κάθε λέξη που προφέρεται με αγαπητική αλήθεια, μια ρωγμή στο τεχνητό φως της εξουσίας, που μας έχει κλέψει την ψυχή.
Στην ψυχολογία, η απώλεια ενός παιδιού θεωρείται η μέγιστη υπαρξιακή ρήξη. Δεν είναι μόνο απώλεια αγάπης, είναι απώλεια σκοπού, γιατί το παιδί είναι προέκταση του νοήματος της ζωής του γονιού.
Ο ψυχισμός, μπροστά σε αυτό το κενό, στέκεται σε μια διασταύρωση της αβύσσου: είτε βυθίζεται στο πένθος, είτε μεταστοιχειώνει το τραύμα σε νόημα.
Η Μαρία Καρυστιανού έκανε ακριβώς αυτό που οι ψυχαναλυτές θα ονόμαζαν μετουσίωση του τραύματος:
Εκεί που θα μπορούσε να σωπάσει, άρχισε να μιλά.
Κι εκεί που ο πόνος συνήθως χωρίζει, εκείνη βρήκε τρόπο να ενώσει. Να μετατρέψει την απώλεια του «προσωπικού σκοπού» σε σκοπό κοινό, σε αγώνα για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, συνείδηση.
Με όρους υπαρξιακής ψυχολογίας, αυτό που συνέβη είναι μια μετατόπιση από το “εγώ και το παιδί μου” στο “εμείς και τα παιδιά μας”.
Η προσωπική οδύνη μεταμορφώνεται έτσι σε κοινωνική ευθύνη.· Το εγωτικό ερώτημα «γιατί συνέβη σε μένα» γίνεται αίτημα «να μην ξανασυμβεί σε κανένα».
Και αυτή η μετάβαση είναι ίσως η πιο σπάνια μορφή ηθικής ανθεκτικότητας. Εκεί, ακριβώς, όπου το Τραύμα δεν καταστρέφει το νόημα, αλλά το αναγεννά.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο που τείνει να καταναλώνει τα πρόσωπα και να αποστειρώνει τα βιώματα. Κάθε αληθινή εμπειρία κινδυνεύει να γίνει «περιεχόμενο/content».
Ζούμε σε μια εποχή όπου το δράμα μετατρέπεται σε θέαμα, η μαρτυρία σε αφήγηση, και η ανθρώπινη πληγή σε υλικό για δημόσια κατανάλωση.
Τα μέσα -παραδοσιακά και ψηφιακά- έχουν μάθει να απορροφούν τις φωνές, να τις ξεγυμνώνουν από το βίωμα και να τις επανακυκλοφορούν ως προϊόντα: «συγκίνηση», «αντίδραση», «viral».
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ο αυθεντικός πόνος -αυτός που δεν "παίζεται" αλλά βιώνεται- προκαλεί αμηχανία, γιατί δεν ελέγχεται, δεν χωράει σε αφήγημα, δεν πουλιέται εύκολα. Το βίωμα αντιστέκεται πεισματικά στο content.
Η Μαρία Καρυστιανού στάθηκε απέναντι σ’ αυτό το ρεύμα.
Δεν εμπορεύτηκε την πληγή της. Τη φύλαξε, τη δούλεψε, και την έκανε λέξη δημόσια με ήθος.
Και είναι ακριβώς αυτή η μετατροπή της εμπειρίας σε πράξη -όχι σε θέαμα- που την καθιστά άξια σεβασμού και προστασίας.
Γιατί ο λόγος της δεν «πουλιέται», συγκινεί επειδή κουβαλά αλήθεια, και η αλήθεια, σε εποχές προσομοιώσεων, είναι πολιτική πράξη.
Και αυτό αποσταθεροποιεί ένα ολόκληρο οικοσύστημα «δημοσιότητας» που τρέφεται από το επιφανειακό, το υπολογισμένο, το εύπεπτο.
Εκεί όπου οι περισσότεροι διαχειρίζονται εντυπώσεις, εκείνη εκφέρει νόημα - κι αυτό αρκεί για να φαντάζει επικίνδυνη.
Ο κόσμος των media και των πολιτικών μηχανισμών δεν αντέχει τις φωνές που δεν εντάσσονται.
Δεν ξέρει πώς να τις χειριστεί, γι’ αυτό επιχειρεί να τις απορροφήσει ή να τις απονευρώσει.
Να τις περιβάλει με «θαυμασμό», να τις πνίξει με προσκλήσεις, να τις μεταφράσει στα μέτρα του, να τις κάνει "σαν τα μούτρα του".
Γιατί μια γυναίκα που μετατρέπει το πένθος της σε κοινό λόγο ελευθερίας, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο υπάρχει:
ΔΕΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙΤΑΙ .
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
5 ημ. ·
Ρούντι Ρινάλντι
5 ημ. ·
Τ έ σ σ ε ρ ε ι ς ε π ι σ η μ ά ν σ ε ι ς
Για την επίθεση που γίνεται στην κ. Καρυστιανού και το κίνημα των Τεμπών
Τις τελευταίες μέρες ξετυλίγεται μια συντονισμένη και ενορχηστρωμένη επίθεση (που θα έχει συνέχεια) ενάντια στην κ. Καρυστιανού και το κίνημα των Τεμπών. Ορισμένες επισημάνσεις:
Πρώτη επισήμανση∙ κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα στην πολιτική, στην πολιτικοποίηση και εφόσον θέλει στην ίδρυση φορέα ή κόμματος. Η επίθεση που γίνεται στην κ. Καρυστιανού είναι απαράδεκτη και σκοπεύει να την περιγράψει απλά ως πρόσωπο που θέλει απλά να εκμεταλλευτεί το έγκλημα των Τεμπών για προσωπική της ανάδειξη και κατηγορείται ότι έχει πολιτικές φιλοδοξίες αντί να πενθεί. Στην ουσία θέλουν να της στερήσουν την συμμετοχή της (με όποιο τρόπο εκείνη επιλέξει) στην πολιτική διαδικασία. Σε λίγο μπορεί να φθάσουν να την κατηγορήσουν ότι αυτή φταίει για το έγκλημα των Τεμπών…
Δεύτερη επισήμανση∙ η επίθεση που πραγματοποιείται έχει δύο πηγές: α) όλα τα κόμματα που προετοιμάζονται για τις επόμενες εκλογές (συστημικά, μεγάλα, μικρά, ριζοσπαστικά, αριστερά, επίσημα και μη) μοιάζουν να συμφωνούν στο ότι ένα κόμμα γύρω από την κ Καρυστιανού θα ήταν μια δυσάρεστη γι’ αυτούς κατάσταση. Υπάρχουν και εκείνοι που δεν θέλουν -για μικροπολιτικούς λόγους και λόγους υπολογισμού ποσοστών- μια παρουσία ενός φορέα υπό την κ. Καρυστιανού στις επόμενες εκλογές – αν και φροντίζουν ήδη να έχουν «άρωμα» Τεμπών στα ψηφοδέλτιά τους.
β) και κυριότερη πηγή το συστημικό κράτος στο σύνολό του∙ Το σύστημα (κυβέρνηση, ολιγαρχικές ελίτ, συστημικά κόμματα, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ) εχθρεύονται το κίνημα των Τεμπών, νοιώθουν απειλή από την αδιαμεσολάβητη ακηδεμόνευτη έκφρασή του. Δεν θέλουν επουδενί την ύπαρξη ενός μεγάλου πολιτικού και κοινωνικού εγχειρήματος στην χώρα που δεν θα ελέγχεται από αυτούς και που θα δίνει φωνή και έκφραση σε αυτούς που δεν έχουν φωνή, σε όσους συστηματικά αποκλείονται, σε όσους νοιώθουν αηδία με το υπάρχον πολιτικό σύστημα και τον εξαπλωνόμενο μεταπρατισμό / διάλυση της χώρας, το ξεπούλημα και την εκτεταμένη φτωχοποίηση.
Τρίτη επισήμανση∙ η γενικότερη συγκυρία, ο συσχετισμός δύναμης, ο βαθμός συγκρότησης και συνείδησης του λαϊκού παράγοντα, οι μεγάλες οπισθοχωρήσεις, οι συχνές παλινωδίες και διαψεύσεις από κόμματα και ηγεσίες, αλλά και η σημαντική έλλειψη ενός εναλλακτικού προγράμματος για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΠΑΤΗΜΕΝΗ ΤΟΥ «ΚΟΜΜΑΤΟΣ» (κατά τα γνωστά) και της βεβιασμένης συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες (και πάλι κατά τα γνωστά και τετριμμένα). Αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι Πολιτική (με κεφαλαίο Π) Κίνημα (με γείωση στην κοινωνία) και Διαδικασίες συμμετοχής. Η πραγματική δύναμη του κινήματος των Τεμπών βρίσκεται στην ισχυρή μαζική εξωκοινοβουλευτική παρουσία και ενδυνάμωση. Συμμετοχή στην Πολιτική διαδικασία με όρους συγκρότησης και παρουσίας ενός μεγάλου πραγματικού κινήματος. Αυτή έχει μείνει πίσω για μήνες, εκεί πρέπει να επικεντρωθεί κάθε ουσιαστική προσπάθεια.
Τέταρτη επισήμανση∙ το σύστημα και ο πολιτικός κόσμος θέλει να τελειώνει με τον «πονοκέφαλο» των Τεμπών. Θέλει να απαξιώσει συμβολικά πρόσωπα και φυσικές ηγεσίες, θέλει να διαλύσει το κίνημα των Τεμπών και την δυναμική του, θέλει όσο πλησιάζει η δίκη να το έχει ξεδοντιάσει, διασπάσει, συκοφαντήσει. Αυτό δεν πρέπει να περάσει.
ΤΟ ΣΑΜΑΡΙ ΤΟΥ ΔΟΥΡΕΙΟΥ ΙΠΠΟΥ:
ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ/ΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ "ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ"
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Μαρία Καρυστιανού σκέφτηκε ποτέ να πολιτευθεί, αλλά αν κάποιοι σκέφτηκαν να την κομματικοποιήσουν "χωρίς εκείνη".
Αν, δηλαδή, ο Νίκος Καραχάλιος λειτούργησε -συνειδητά ή ανεπίγνωστα- ως "δούρειος ίππος" του σαμαρικού/καραμανλικού στρατοπέδου, αναλαμβάνοντας να "ρυμουλκήσει" μια εξαιρετικά ισχυρή φωνή ηθικής και πένθους σε μια προϋπάρχουσα δεξιά στρατηγική.
άλλοτε παρουσιάζοντας την Καρυστιανού ως «σύμβολο δικαιοσύνης» κι άλλοτε ως «εν δυνάμει πολιτικό πρόσωπο», άλλοτε ως "Κύμα" και άλλοτε παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως προνομιακό συνομιλητή της και πολιτικό της σύμβουλο, ενεργοποιείται μια κλασική πολιτική τεχνική:
η αποδυνάμωση μέσω ενσωμάτωσης.
Γιατί, όταν η αγνή φωνή του Τραύματος μπει στο γρανάζι της στρατηγικής, παύει να απειλεί το σύστημα και αρχίζει να το υπηρετεί.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι “ποιος στηρίζει ποιον”,
αλλά "ποιος χρησιμοποιεί ποιον"; Και ποιο τίμημα πληρώνει η αλήθεια, όταν γίνεται εργαλείο στα χέρια της εξουσίας;
Το στρατηγικό υπόβαθρο στο μεταμητσοτακικό τοπίο.
Η Δεξιά σήμερα βρίσκεται σ’ ένα μεταβατικό σημείο:
ο Μητσοτάκης είχε επιβάλει ένα τεχνοκρατικό, “ευρωπαϊκό” προφίλ εξουσίας, το οποίο καταρρέει αργά και σταθερά-αποσυντίθεται αλλά και έχει αποξενωθεί από το λαϊκό σώμα της ΝΔ (το “σώμα των Καραμανλικών και Σαμαρικών”) που αισθάνεται προδομένο ηθικά (γάμος ομόφυλων ζευγαριών, διαφθορά, Τέμπη, υποκλοπές, ΟΠΕΚΕΠΕ κλπ), αλλά και αόρατο συναισθηματικά (εξαιτίας του ψυχρού εκσυγχρονιστικού ύφους).
Η ανάγκη για μια νέα “λαϊκή δεξιά” αφήγηση είναι υπαρκτή και επείγουσα- όχι απαραίτητα ως ακροδεξιά, αλλά ως “συναισθηματικά δεξιά”, με έμφαση στην τιμή, τη μνήμη, τη δικαιοσύνη, τη μάνα, το έθνος, τη ρίζα.
Και βέβαια η Μαρία Καρυστιανού ενσαρκώνει ακριβώς (και) αυτή την λαϊκή ηθική χωρίς την ιδεολογία.
Ο Καραχάλιος ως μεσολαβητής.
Ο Νίκος Καραχάλιος έχει τις ιδανικές προδιαγραφές για να παίξει τον ρόλο του πολιτικού διαύλου. Έχει περάσει από όλα τα επίπεδα της παραδοσιακής δεξιάς εξουσίας (Καραμανλής, Σαμαράς, Μεϊμαράκης), Διαθέτει ρητορική του “λαϊκού συντηρητισμού”, με κοινωνικές και “πατριωτικές” αποχρώσεις, έχει αποστασιοποιηθεί/συγκρουστεί με τον Μητσοτάκη, αλλά χωρίς να έχει καεί από κάποια ακροδεξιά συνάφεια.
Άρα, ήταν το ιδανικό πρόσωπο να “μεταφράσει” τη φωνή της οργής σε πολιτικό μήνυμα και να ρυμουλκήσει τη λαϊκή συγκίνηση προς την παλιά δεξιά μήτρα.
Η είσοδός του, λοιπόν, στο περιβάλλον της Καρυστιανού,
μοιάζει με ενσυνείδητη πολιτική τοποθέτηση και όχι με έναν απλό αυθορμητισμό.
Η ασάφεια ως τεχνική αποδυνάμωσης.
Η στρατηγική ασάφεια (“η Καρυστιανού κάνει κόμμα – δεν κάνει κόμμα”, “μαζί – όχι μαζί”) λειτουργεί σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα:
- Απονομιμοποίηση
Δημιουργεί αμφιβολία για τις προθέσεις της Καρυστιανού.
Η κοινή γνώμη αρχίζει να τη βλέπει όχι ως “μάνα που αγωνίζεται για δικαιοσύνη”, αλλά ως “πρόσωπο που μπλέχτηκε με πολιτικά/κομματικά παιχνίδια”, οπότε το ηθικό της κεφάλαιο φθείρεται.
- Ρυμούλκηση
Καθώς εκείνη αναγκάζεται να απολογείται (“δεν έχω σχέση, δεν κάνω κόμμα”), απομακρύνεται από την καθαρότητα του δικού της λόγου και εγκλωβίζεται εντός του πλαισίου που εκείνος ορίζει. Δηλαδή, η φωνή της μπαίνει σε τροχιά “διαχείρισης” και όχι αυθεντικότητας.
Έτσι, χωρίς να της επιτεθεί, την απορροφά επικοινωνιακά.
Αυτό είναι το πιο επιδέξιο είδος πολιτικής αποδυνάμωσης-εκείνο που ντύνεται “στήριξη”.
Ο «Δούρειος Ίππος» και η λογική της χειραγώγησης.
Αν πράγματι ο κύριος Καραχάλιος λειτουργεί σε συνεννόηση ή ευθυγράμμιση με το σαμαρικό/καραμανλικό μπλοκ,
τότε η κίνηση αυτή έχει διπλό στόχο:
- Να βολιδοσκοπήσει και να δημιουργήσει έναν “λαϊκό αντιμητσοτακικό” δίαυλο χωρίς να εκτεθεί (ακόμη) η ηγεσία. Η Καρυστιανού είναι το “ανθρώπινο πρόσωπο” μιας πολιτικής μετάβασης.
- Να αποδυναμώσει το ανεξάρτητο ηθικό κέντρο που δημιουργήθηκε μετά τα Τέμπη, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό για το πολιτικό σύστημα.
Ένα αυτόνομο λαϊκό κύμα δικαιοσύνης, χωρίς πολιτικούς/κομματικούς προστάτες, είναι επικίνδυνο για όλο το σύστημα - και δεξιούς και αριστερούς. Αν όμως το “οικειοποιηθεί” η Δεξιά, το ελέγχει και το αδρανοποιεί.
Ψυχολογική ανάγνωση: ο μηχανισμός της “συμβολικής πατρότητας”
Υπάρχει κι ένας ψυχοδυναμικός άξονας εδώ:
Ο κύριος Καραχάλιος εμφανίζεται επικοινωνιακά σαν “προστάτης” ή “οδηγός” της Καρυστιανού, σαν να “της δείχνει τον δρόμο”.
Αυτό δημιουργεί ένα συμβολικό σχήμα "πατρότητας". Ο άντρας πολιτικός, έμπειρος, “δείχνει” στην πληγωμένη μητέρα πώς να πολιτευθεί.
Αυτό το σχήμα είναι πανάρχαιο στη νεοελληνική πολιτική κουλτούρα: ο παλιός μηχανισμός αφομοιώνει τη νέα φωνή μέσα από ένα φαινομενικά “προστατευτικό” πλαίσιο.
Έτσι η “γυναίκα-σύμβολο” χάνει την αυτονομία της και εντάσσεται σε έναν ανδρικό λόγο εξουσίας. Η πολιτική χειραγώγηση παίρνει τη μορφή φροντίδας.
Η ασάφεια λοιπόν δεν είναι λάθος ή αφέλεια.
Είναι μηχανισμός απορρόφησης ενός ηθικού και κοινωνικού συμβόλου από ένα φθαρμένο πολιτικό πεδίο.
Μια “ενσωμάτωση με ήπιους τρόπους”, όπως θα έλεγε ο Γκράμσι. «Consent predominates over coercion».
Κι αν κάτι διακυβεύεται σήμερα, δεν είναι αν η κυρία Καρυστιανού θα κάνει κόμμα, αλλά αν θα καταφέρει να παραμείνει ελεύθερη φωνή-έξω από τα κομματικά πλέγματα που προσπαθούν να την εντάξουν, να τη μεταφράσουν και, τελικά, να τη σιγήσουν με το πρόσχημα ότι τη “στηρίζουν”.
Κι ίσως, τελικά, το ερώτημα δεν αφορά μόνο εκείνη, αλλά κι εμάς - αν μπορούμε ακόμη να αναγνωρίσουμε την αλήθεια όταν τη συναντάμε.
Γιατί μια φωνή μένει ελεύθερη μόνο όσο ο λαός της δεν παραιτείται από την ακρόαση. Και τότε, κάτι αρχίζει να κινείται ξανά-όχι απλώς στην πολιτική, αλλά στην ψυχή του τόπου.
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
6 ημ. ·
Η ελληνική μεσαία τάξη, που ταυτίστηκε με το πρότυπο του «αποτελεσματικού, μορφωμένου, φιλοδυτικού» ανακαλύπτει ότι αυτή η ταύτιση δεν προσφέρει πια ούτε αποτελεσματικότητα, ούτε ασφάλεια, αλλά ούτε και ευρωπαϊκή αναγνώριση.
Ο «δυτικός» Μητσοτάκης δεν αναγνωρίζεται ούτε καν από τη Δύση (που τον είδε όσο τον είδε εργαλειακά), ούτε από την κοινωνία (που τον βλέπει πλέον ως αλαζονικό, ψυχρό ή και ανεπαρκή).
Το φαντασιακό της «ανωτερότητας» μετατρέπεται ξανά σε συλλογική ντροπή.
Ο «εκσυγχρονισμένος» εαυτός επιστρέφει -και πάλι- στον παλιό του ρόλο. Το παιδί από την επαρχία που προσπάθησε να μιμηθεί τον πολιτισμένο και πετυχημένο Ευρωπαίο/ξένο και κατάντησε μια καρικατούρα, μια «αστεία γκριμάτσα», που εκλιπαρεί για κάποιο νεύμα ορατότητας από τον «αυτοκράτορα της Δύσης». Η ψυχική κόπωση, η αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει», είναι σύμπτωμα αυτής της επαναλαμβανόμενης ταύτισης και απογοήτευσης
Η Ελλάδα ζει ξανά τη στιγμή που το φαντασιακό της Ευρώπης -ως του Μεγάλου Άλλου- δεν λειτουργεί πια ως πηγή νοήματος.

militaire.gr
Ελλάδα 2.0: Η εφαρμογή δεν ανταποκρίνεται! Αντώνης Ανδρουλιδάκης - Militaire.gr
Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ* Από την «κανονικότητα» στο χάος. Το τέλος της «διακυβέρνησης Μητσοτάκη» δεν θα είναι απλώς το τέλος ενός προσώπου ή μιας διακυβέρνη...
Η ΣΦΑΙΡΑ, Η ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ
Η Κρήτη ως Καθρέφτης του Ελληνικού Τραύματος
Η Κρήτη υπήρξε τόπος κατοχών, εξεγέρσεων και αυτοδικίας.
Από τους Οθωμανούς και τους Ενετούς, μέχρι τη γερμανική Κατοχή, το νησί έζησε με τον "κανόνα της επιφυλακής", δηλαδή σε μια επιβίωση που προϋπέθετε να είσαι πάντοτε έτοιμος, σε μια επαγρύπνηση, να αντισταθείς.
Μέσα από αυτή τη μακραίωνη εμπειρία, η βία δεν καταγράφηκε μόνο ως απειλή, αλλά κατέληξε να γίνει τρόπος ύπαρξης.
Η "τιμή", η “παλικαριά”, το "μαύρο πουκάμισο", δεν είναι απλά επιφανειακά γνωρίσματα ανδρισμού. Δεν είναι απλά "τοξική αρρενωπότητα". Είναι τραυματικά αντισώματα απέναντι στην ιστορική ταπείνωση.
Όταν για γενιές ο άνθρωπος ζει κάτω από την κατοχή, την αδικία ή τη φτώχεια, το μόνο που του απομένει να υπερασπιστεί είναι το όνομά του, τη φήμη του, την οικογένειά του.
Έτσι, το όπλο δεν είναι απλώς μέσο βίας, είναι σύμβολο αξιοπρέπειας.
Η σφαίρα δεν σκοτώνει μόνο τον “εχθρό”, σκοτώνει - στο φαντασιακό επίπεδο - και την αίσθηση του ανίσχυρου.
Ο άντρας δεν εκδικείται απλά επειδή μισεί.
Εκδικείται γιατί δεν αντέχει να νιώθει άλλο αδύναμος. Στα πρώτα Μνημονιακά χρόνια είδαμε την ίδια απεγνωσμένη προσπάθεια απαλλαγής από το "στίγμα του αδύναμου αρσενικού" με την αύξηση της αυτοκτονικότητας ιδιαίτερα στην Κρήτη.
Η Τιμή γίνεται στην πραγματικότητα μια ανακουφιστική υπεραναπλήρωση στο Τραύμα της αδυναμίας/ανεπάρκειας.
Από την άλλη, στην Κρήτη, η οικογένεια υπήρξε για αιώνες ο πραγματικός θεσμός εξουσίας. Το κράτος -μακρινό, άδικο, απρόσωπο- δεν μπόρεσε να ριζώσει ως πηγή νομιμότητας.
Γι’ αυτό, η έννοια της δικαιοσύνης διαμορφώθηκε εντός του σπιτιού και όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Ο πατέρας, ο παππούς, ο αδελφός δεν είναι απλώς συγγενείς·
είναι φορείς του Νόμου, εκπρόσωποι μιας προαιώνιας πατριαρχίας.
Κι έτσι, η “βεντέτα” λειτουργεί ως ένα παράλληλο δικαστήριο,
μια μορφή τοπικού δικαίου της τιμής, που αντικαθιστά τον επίσημο Νόμο όταν αυτός απουσιάζει ή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Στην Κρήτη η Οικογένεια είναι, στην πραγματικότητα, ακόμη και στις μέρες μας, ένα Μικρο-Κράτος, με τους μπάτσους, τους εισαγγελείς του, τις μηχανοραφίες του και όλα τα συναφή.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αυτή η βαθιά κρητική δυσπιστία προς την κεντρική εξουσία συνδέθηκε άμεσα με τη μεταπολιτευτική οικονομική κουλτούρα της εξάρτησης.
Η ΠΑΣΟΚική “ανάπτυξη”, οι κρατικές παροχές, η αχαλίνωτη τουριστική μεγέθυνση, οι επιδοτήσεις τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ και η "νεοπλουτίλα" δεν έφεραν μονάχα εισόδημα, αλλά και μια νέα μορφή ψυχικής υποτέλειας.
Το κράτος δεν εμφανίστηκε ως θεσμός δικαιοσύνης, αλλά ως "πατέρας" που αποζημιώνει. Και ο πολίτης, κουρασμένος από αιώνες ιστορικής ανασφάλειας, δέχτηκε, μάλλον με βαριά καρδιά, αυτό το συμβόλαιο εξάρτησης: να μην είναι πια αφέντης της γης του, αλλά δικαιούχος επιδότησης.
Στα χωριά της Κρήτης -ίσως και σε όλη την Ελλάδα- ο δεσμός με τη γη μετατράπηκε σε σχέση διοικητικής/οικονομικής εξάρτησης. Η αγροτική υπερηφάνεια αντικαταστάθηκε από τη γραφειοκρατική προσμονή.
Έτσι, η κοινωνία που έμαθε να ζει με το όπλο, έμαθε να ζει και με το "χαρτί" της επιδότησης. Δύο μορφές του ίδιου τραύματος:
της ανάγκης να νιώθεις ότι έχεις τον έλεγχο, έστω και ψευδή.
Αυτή η εκδοχή συνδέει την τοπική κουλτούρα βίας και τιμής με τη συστημική κουλτούρα εξάρτησης και ψευδο-ανάπτυξης, έτσι που
η σφαίρα και η επιδότηση γίνονται δύο όψεις του ίδιου ψυχικού τραύματος-του τραύματος της χαμένης αξιοπρέπειας που ζητά ακόμη να ακουστεί.
Όλο αυτό συγκροτεί ένα ψυχικό οικοσύστημα απένθηστου πένθους, όπου η Βία είναι η τελετουργία του, το μαύρο πουκάμισο η στολή της ιερουργίας του και το όπλο το εξαπτέρυγο του ευαγγελίου του.
Κάθε φορά που πέφτει αίμα, πίσω από τη φαινομενική σκληρότητα, υπάρχει ανείπωτο πένθος.
Στην Κρήτη όπου “ο άντρας δεν κλαίει”, η λύπη μεταμορφώνεται σε οργή και το πένθος σε πράξη εκδίκησης.
Κάπως έτσι, στην ψυχή του Κρητικού, η έννοια του νόμου ταυτίστηκε με την απώλεια της ελευθερίας. Και η υπεράσπιση της ελευθερίας εκφράστηκε -εύλογα αν και παράδοξα- με την ατομική βία.
Η Κρήτη δεν είναι εξαίρεση του ελληνικού κόσμου. Είναι ο καθρέφτης του ή μάλλον ο μεγεθυντικός φακός του.
Εκεί αποτυπώνεται καθαρότερα το μεγάλο ελληνικό παράδοξο:
μια κοινωνία με βαθύ ήθος και ανθρωπιά, που κουβαλά όμως ανεπεξέργαστα τραύματα ταπείνωσης και διχασμού.
Στην ουσία, κάθε βεντέτα, κάθε υπερβολική βία, είναι παλμός ενός συλλογικού σώματος που δεν έχει μάθει ακόμη να επουλώνει χωρίς να πληγώνει. Και κάθε μορφή κρατικής ή οικονομικής εξάρτησης είναι το ίδιο τραύμα - μεταμφιεσμένο σε εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη. Όπως το σύγχρονο κρητικό-σκυλάδικο είναι η μοντέρνα μεταμφίεση της κρητικής μουσικής παράδοσης. Είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος μεταμφιεσμένος σε τουριστικό ποιητικό happening και ο Αλέξης Ζορμπάς σε χαρωπό entertainment.
Αυτή η βία δεν θα σταματήσει με περισσότερη αστυνόμευση,
ούτε με καταγγελίες ηθικής.
Θα σταματήσει όταν η κοινωνία μπορέσει να πενθήσει συνειδητά.
Όταν οι νέοι δουν ότι η δύναμη δεν είναι να εκδικείσαι,
αλλά να μετατρέπεις τον πόνο σε λόγο, σε τραγούδι, σε πράξη φροντίδας, σε αυθεντική δημιουργία.
Αυτό σημαίνει παιδεία που καλλιεργεί συνείδηση, τοπικές κοινότητες που μιλούν για τη μνήμη τους και μια πολιτεία που αναγνωρίζει το τραύμα, αντί να το τιμωρεί.


