ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΩΣ ΜΑΣΚΑ ΤΟΥ ΑΝΥΠΟΦΟΡΟΥ
Όταν μπροστά σε μια κραυγή πόνου – όπως το κείμενο της Μαρίας Καρυστιανού για τα Τέμπη – κάποιοι αντιδρούν με το εικονίδιο του γέλιου ή με αντίστοιχα κυνικά σχόλια, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ασέβεια ή με φτηνό χλευασμό.
Πρόκειται για μια μορφή ψυχικής αντίστασης. Το τραύμα που εκτίθεται δημόσια είναι πάντα μεταδοτικό: ενεργοποιεί μνήμες απώλειας, φόβου, αδικίας, ακόμη κι αν δεν τις έχουμε βιώσει άμεσα. Για πολλούς, η αναμέτρηση με τέτοια αλήθεια είναι ανυπόφορη. Τότε το γέλιο – αυτό το άκαιρο, σχεδόν βίαιο γέλιο – γίνεται μηχανισμός άμυνας, ένα προσωρινό καταφύγιο από την απειλή της ενσυναίσθησης.
Σε όρους τραύματος, αυτό μπορεί να θεωρηθεί μορφή απο-ανθρωποποίησης: ο άλλος και ο πόνος του δεν αντιμετωπίζονται ως αληθινοί, αλλά μετατρέπονται σε αντικείμενο χλεύης. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια προβολή: ό,τι δεν αντέχει το άτομο μέσα του, το τοποθετεί απέξω και το γελοιοποιεί.
Έτσι, το "γέλιο" αυτό είναι ταυτόχρονα:
-Άρνηση του τραύματος (δεν αντέχω να αντικρίσω την αδικία, οπότε την γελοιοποιώ).
-Αμυντικός κυνισμός (αν δεν πιστέψω στη σημασία του πόνου του άλλου, δεν θα χρειαστεί να αναμετρηθώ με τον δικό μου).
-Συμπτωματολογία της κοινωνικής αναισθησίας, που είναι η άλλη όψη του ιστορικού τραύματος: η αποσύνδεση από την ενσυναίσθηση.
Με βάση αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε πως όσοι «γελούν» με τέτοια κείμενα στην πραγματικότητα μαρτυρούν τη δική τους δυσανεξία στο τραύμα – μια δυσανεξία που αντί να φέρει αλληλεγγύη, γεννά χλευασμό.
Στην ψυχοδυναμική ορολογία, το γέλιο εδώ λειτουργεί ως απώθηση μέσω ενός προσωπείου ελαφρότητας: ο άλλος γελά για να μην συναντήσει τον τρόμο του δικού του ανείπωτου πόνου. Όμως, κοινωνικά, το αποτέλεσμα είναι διπλά τραυματικό. Από τη μία, ο χλευασμός επιτίθεται στον ίδιο τον θρήνο, μετατρέποντας την ανάγκη για συλλογική αναγνώριση σε πεδίο εξευτελισμού. Από την άλλη, επιβεβαιώνει το ίδιο το συλλογικό μας τραύμα: την ανικανότητά μας να κοιτάξουμε κατάματα την απώλεια, να αντέξουμε την εγγύτητα του άλλου, να σταθούμε με τρυφερότητα μπροστά στον πόνο.
Το γέλιο, η ειρωνία, γίνεται μια μάσκα της ανυπόφορης συλλογικής μας αλήθειας, ένα είδος κυνισμού που γεννιέται από φόβο. Κι έτσι, κατά ένα ειρωνικό τρόπο, αυτό το γέλιο αποκαλύπτει ότι ακόμη και εκείνοι που το χρησιμοποιούν συμμετέχουν – έστω ασυνείδητα – στο ίδιο τραύμα που επιχειρούν να γελοιοποιήσουν.




