Η φωτογραφία αυτή είναι πιο τρομακτική απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Γιατί φέρνει στο προσκήνιο μια βαθιά ηθική ρωγμή: την εξοικείωση με την καταστροφή. Τη στιγμή που αντικείμενα της παιδικής αθωότητας –ένα αρκουδάκι, ένα μικρό ποδήλατο– μετατρέπονται σε λάφυρα ή αφορμές για χιούμορ, ο πόλεμος παύει να είναι μόνο φυσική βία.
Γίνεται πολιτισμική αποσύνθεση.
Το παιδικό σύμπαν, το πιο ευάλωτο κομμάτι κάθε κοινωνίας, εδώ έχει παραβιαστεί. Το μικρό ποδήλατο που κρατά ένας από τους στρατιώτες δεν είναι πια απλώς ένα μέσο παιχνιδιού – είναι μαρτυρία απουσίας. Ενός παιδιού που δεν είναι εκεί. Ενός δωματίου που άδειασε. Ενός σπιτιού που έπαψε να είναι καταφύγιο. Ενός ανυπεράσπιστου παιδιού που λείπει.
Η εικόνα είναι στην πραγματικότητα, ένας καθρέφτης απονέκρωσης. Είναι η φρίκη που κανονικοποιείται, είναι το ανυπεράσπιστο που γίνεται φυσιολογικό.
Και αυτό είναι το πιο επώδυνο: όταν η καθημερινότητα του πολέμου παράγει όχι μόνο ερείπια, αλλά και συναισθηματική αδιαφορία· όταν, μέσα από τα χαμόγελα, κρύβεται μια βουβή βία που δεν αποτυπώνεται στα σώματα, αλλά στις ψυχές – και τελικά στις κοινωνίες ολόκληρες.
Αν αυτή η φωτογραφία έχει κάτι να μας διδάξει, είναι πως το πιο επικίνδυνο πρόσωπο της βίας δεν είναι μόνο αυτό που τραυματίζει. Είναι αυτό που χαμογελάει ενώ την κρατά αγκαλιά.
Όταν ο πόλεμος εισβάλλει στα παιχνίδια, όταν η αθωότητα γίνεται σκηνικό, τότε κάτι μέσα μας χρειάζεται να σταθεί. Να μην προσπεράσει. Να μην πει «δεν ξέρω τι συμβαίνει».
Να ψιθυρίσει τουλάχιστον: εδώ κάποτε υπήρχε ένα παιδί, γαμώτο σας!

