Το μέλλον του Ξυλοκάστρου είναι ακριβώς η συντήρηση της κομματιασμένης ιστορίας του, των θραυσμάτων του πολιτισμού του, σαν παράδειγμα και όραμα. Εκεί στηρίζεται και η διαδικασία της δημιουργίας της ιστορίας μιας περιοχής, στην αποσπασματική μνήμη, στα κομμάτια του αμφορέα και στην τελετή που τον παραδίδει επιδιορθωμένο, κι έτσι ένα παρελθόν ζωγραφίζεται πάλι, σαν να θέλουν οι Τεχνίτες του Ξυλοκάστρου να ξεσηκώσουν τον ιερό του αντίλαλο.
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ : Αν σπάσει ένας αρχαίος αμφορέας, η αγάπη που συγκεντρώνουν τα σπασμένα κομμάτια είναι πιο δυνατή από την αγάπη που θεωρούσε δεδομένη τη συμμετρία του όταν ήταν ακέραιο. Η κόλλα που ενώνει τα κομμάτια του είναι το επισφράγισμα της αρχικής του μορφής. Τέτοια είναι και η αγάπη που συναρμολογεί τα αρχαία και σύγχρονα κομμάτια μας, τα ραγισμένα κειμήλια που η επιδιόρθωσή τους έχει αφήσει κάποια λευκά σημάδια. Η συγκέντρωση αυτών των σπασμένων κομματιών είναι η φροντίδα και ο πόνος του Ξυλοκάστρου και, αν τα κομμάτια είναι ανόμοια, αταίριαστα, περιέχουν ακόμη περισσότερο πόνο από τα πρωτότυπα γλυπτά, από εκείνες τις εικόνες και τα ιερά αγγεία που ήταν δεδομένα στην Πελλήνη, τη Δονούσσα, τους Αριστοναύτες. Το μέλλον του Ξυλοκάστρου είναι ακριβώς η συντήρηση της κομματιασμένης ιστορίας του, των θραυσμάτων του πολιτισμού του, σαν παράδειγμα και όραμα. Εκεί στηρίζεται και η διαδικασία της δημιουργίας της ιστορίας μιας περιοχής, στην αποσπασματική μνήμη, στα κομμάτια του αμφορέα και στην τελετή που τον παραδίδει επιδιορθωμένο, κι έτσι ένα παρελθόν ζωγραφίζεται πάλι, σαν να θέλουν οι Τεχνίτες του Ξυλοκάστρου να ξεσηκώσουν τον ιερό του αντίλαλο.
Ο αναστεναγμός της ιστορίας ακούγεται μέσα από τα ερείπια και όχι πάνω από τοπία, και στο Ξυλόκαστρο υπάρχουν ελάχιστα ερείπια για να αναστενάξει κανείς, πέρα από το βαθύ βογκητό του Πευκιά, τις κραυγές από τα όστρακα των εθίμων που δεν έχουν παρακμάσει, αλλά διατηρούνται ισχυρά. Τα πεύκα και τα καμπαναριά των ναών είναι τα επιφωνήματα της πόλης. Ένα αγόρι με ζωηρά μάτια πετάει μια επίπεδη πέτρα ξυστά πάνω από τα ήρεμα νερά ενός ξεχασμένου κολπίσκου και αυτή η συνηθισμένη δρεπανωτή κίνηση του αγκώνα, κλείνει μέσα της χαμένες φράσεις από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ενώ άλλα παιδιά κρατούν σφιχτά τα εξαπτέρυγα στην λιτανεία του αγίου της πόλης κι άλλα ακούν το μαγικό θρόισμα της θάλασσας με την ανατολή του ήλιου στον Κορινθιακό, και απ αυτόν τον ήχο, που περιέχει συντρίμμια από τα ναυάγια του υπερήφανου στόλου της Πελλήνης, ακούν το μύθο της φυλής τους. Άλλωστε το όνομα Ξυλόκαστρο κελαρύζει σαν λαμπερό νερό, ενώ το θρόισμα των πεύκων έχει μια αυτοβιογραφία, που ενώνεται με τις καρδιές των κατοίκων, έτσι τυχαία, και η πόλη δονείται σαν να ξυπνά και να μαθαίνει να περπατά προς το μέλλον.
Σταμάτης Νίκολης