ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Άγγελου Σικελιανού ΣΟΛΩΝΟΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣ - από την ιστορική έκδοση των Ακριτικών του 1942 / Χαιρετίστηκε από τον Πωλ Βαλερύ και τον Πωλ Ελυάρ ώς η πρώτη δημόσια αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη από τον χιτλερισμό Ευρώπη.

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020 0 comments
Γραμμένο σε χρόνια δίσεκτα, αυτά της Κατοχής, το παρακάτω ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, περιελήφθη στην ιστορική έκδοση των Ακριτικών του 1942 ("Ακριτικά 1941-1942", Αθήνα, χ.ε) σε 100 αριθμημένα αντίτυπα, χειρόγραφα, υπογραμμένα από τον ποιητή με ξυλογραφίες του Σπ. Βασιλείου.
Χαιρετίστηκε από μεγάλες προσωπικότητες στο εξωτερικό, ανάμεσά τους τον Πωλ Βαλερύ και τον Πωλ Ελυάρ ώς η πρώτη δημόσια αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη από τον χιτλερισμό Ευρώπη. Ανατυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια με προλεγόμενα του Γιώργου Σεφέρη και μεταφράστηκε στα αγγλικά και τα γαλλικά το 1944.
Στην μεγάλη παράδοση του Αθηναίου ελεγειογράφου και πολιτικού, ο "Σόλωνος απόλογος" του Σικελιανού δείχνει πώς η ποίηση μπορεί την κρίσιμη ώρα, ακόμη και όταν το στόμα του ποιητή είναι φιμωμένο, να γίνει λόγος ικανός να ενθαρρύνει και να ωθήσει έναν ολόκληρο λαό. Το εξιστορούμενο περιστατικό είναι αληθινό.
ΣΟΛΩΝΟΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣ
(Ο Σόλων γέροντας, θυμάται τον καιρό όπου υποκρίθη τον τρελλό για να παρορμήση τους Αθηναίους ν’ ανακαταλάβουνε τη Σαλαμίνα, νοσταλγεί την ώρα αυτή, και μονάχος του λέει.)
«Σα βγήκα, κισσοστέφανος,
στη μέση από το δρόμο,
τριγύρα μου, με τρόμο
ζυγώσαν τα παιδιά,
μα ως είδανε π’ ανάδευα
δίχως μιλιά το στόμα,
γιατί τα λόγια ακόμα
μου τάπνιγε η καρδιά,
Ξεθάρρεψαν απάντεχα
κι‘ όλα κρατώντας το ίσο,
με πήρανε από πίσω,
φωνάζοντα: “Ο τρελλός!”
Και με, που ο λόγος κέντριζεν
ετούτος, πιο παρ’ άλλος,
γιατί βαθειά μου ο σάλος
επλήθαινε, θολός.
με τέτοιο τσούρμο γύρα μου
στην Αγορά όταν πήγα
– λες μ’ άγγιξεν η μυίγα –
τραβώντας το σπαθί,
τα ίδια μου στήθη εχτύπησα
και πια δεν είταν ψέμμα,
από τις φλέβες το αίμα
επήδαε να χυθεί…
Κι’ ως είδα πια τριγύρα μου
τη μαζωμένη Αθήνα,
φωνάζω: “η Σαλαμίνα,
μ’ ακούτε, καρτερεί,
κι’ ομπρός να τη γλυτώσουμε
κι’ είνε δικιά μας πάλι,
μικρή παιδιά είν’ η πάλη
μα η νίκη είν’ ιερή!”
Κι’ ως κάποιοι τότ’ εμάντεψαν
τα λόγια τούτα γύρα,
σα ν’ άσπρωξαν μια θύρα,
εκράξαν όλοι “ομπρός”.
Και να, σε λίγο εβάδιζα
ανάμεσα στα πλήθη,
μ’ αιματωμένα στήθη,
προβόδαα, σα γαμπρός.
Κι’ η Σαλαμίνα επάρθηκε
κι’ ο μόχτος μου στεριώθη,
και μώγιναν οι πόθοι
πώβλεπε ο νους θολός,
μα πια, από τότε, μια φωνή
σαν των παιδιών εκείνη,
δεν άκουσα να κλείνει
το μένος μου “ο τρελλός”.
Γύρα, “ο τρελός” σαν έκραζαν,
κι’ ολοένα επροχωρούσα,
τι αληθινά μπορούσα
τρελλός και να γενώ,
απ’ της καρδιάς μου το άδυτο,
το μέγα αν θέλημά μου,
δεν άστραφτε μπροστά μου
ψηλά, ως τον ουρανό!
Μα πια, από τότε τα κοινά
φροντίζοντας ολοένα,
κατόπι από τη γέννα
την πρώτη της καρδιάς,
γνώση στη γνώση εμάζεψα,
και τώρα πια είμ’ απάνω
στο σύνορο το πλάνο,
της ύστερης βραδυάς…
Μα να, σ’ αυτό το σύνορο
που ο νους μου πια την τάξη
κλωτσάει, και θέλει πράξη
και τούτος να γενή,
κι’ ίσως να γίνει δύνονταν
και πάλι αυτό το τάμμα,
αν γύραθέ μου, ω θάμμα
ακούονταν μια φωνή,
σαν των παιδιώνε τη φωνήν
ολοένα να με σπρώχτει,
σα για μιαν άλλων όχτη
και για μια νέα ζωή,
αν μόνο, λέω, ακούγονταν
βαθειά κι’ ολόγυρά μου,
αδόκητα, ω χαρά μου,
της τρέλλας η άγια βοή!…
Κι’ α, χύσου πια απ’ τον Όλυμπο,
ή από τα Τάρταρα έλα,
ιερή μεγάλη τρέλλα,
και πάρε μου το νου,
και τη σοφία σπατάλα μου
για μιαν αθάνατη ώρα,
μιαν ώρα νικηφόρα,
σα νάταν αλλουνού!»

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ:
Δημήτρης Κονιδάρης

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο
Ετικέτες: