Διανύουμε τους τελευταίους μήνες της δεκαετίας της κρίσης και των μνημονίων. Στους πρώτους της μήνες είχαμε τις προσπάθειες να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, μέχρι που στις 23 Απριλίου του 2010 ο τότε Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, με το περιβόητο διάγγελμά του στο Καστελόριζο, ανακοίνωσε ότι ξεκινάει μια νέα Οδύσσεια – και χρονικά τουλάχιστον έπεσε μέσα. Η δεκαετία του δέκα γέμισε με τρία μνημόνια, από τα οποία βγήκαμε τυπικά πέρσι το καλοκαίρι (αν και ουσιαστικά αφενός ούτε η εποπτεία της χώρας έχει εντελώς λήξει και αφετέρου υπάρχουν από τα προηγούμενα μνημόνια δεσμεύσεις που αφορούν το μέλλον, τόσο το εγγύς όσο και το απώτερο).
Μπορούν πιθανότατα να γίνουν και άλλες κατηγοριοποιήσεις, ωστόσο θεωρώ ότι η βασική είναι η εξής, θεωρώ ότι η δεκαετία των μνημονίων πρέπει να χωριστεί στα εξής τρία, πολύ διακριτά, μεταξύ τους τμήματα: 1) το διάστημα από τον Απρίλη του 2010 ως τις 25 Ιανουαρίου του 2015 και την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, 2)  Το διάστημα των πρώτων έξι μηνών της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, από τον Ιανουάριο ως τον Ιούλιο του 2015, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και τη συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης μια εβδομάδα αργότερα, 3) Το από τότε ως το τέλος της δεκαετίας. Σε αντιστοιχία με το μοντέλο των πέντε ψυχολογικών σταδίων που περνάει κάθε άνθρωπος με ανίατη ασθένεια, το πρώτο διάστημα των πέντε ετών κυριάρχησε η άρνηση και η οργή, στο δεύτερο, των έξι μηνών, η προσπάθεια διαπραγμάτευσης και στο τρίτο, των υπολοίπων ετών, η κατάθλιψη και η αποδοχή. Με μια όμως εντελώς σημαντική διαφορά: αν το συγκεκριμένο μοντέλο των σταδίων περιγράφει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε κάτι αδιανόητα επώδυνο το οποίο όμως δεν υπάρχει δυνατότητα να αλλάξουμε, αν δηλαδή το συγκεκριμένο μοντέλο περιγράφει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε μια πραγματικότητα όχι μόνο επώδυνη αλλά ταυτόχρονα και μη δεκτική μεταβολής, τα μνημόνια ήταν η έξωθεν επιβολή μιας οδύνης ως αποτέλεσμα μιας σαφούς πολιτικής επιλογής, δεν ήταν αποτέλεσμα καμιάς ΤΙΝΑ (του δόγματος ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική), ήταν πολιτική και ιδεολογική -και όχι οικονομική και τεχνοκρατική- επιλογή να δοθεί σε έναν -αναμφίβολα ήδη νοσούντα- οργανισμό δηλητήριο αντί για φάρμακο.
 
Αυτοί οι σκάρτοι έξι μήνες του 2015 λοιπόν πύκνωσαν τον ιστορικό χρόνο, αυτό το εξάμηνο στην καρδιά της δεκαετίας τέμνει τον χρόνο στο πριν και το μετά, και από εκεί και πέρα όλα είναι θέμα ερμηνείας ανάλογα με την ιδεολογική σκοπιά του καθενός. Η κριτική του μνημονιακού στρατοπέδου είναι πως εκείνοι ήξεραν από την αρχή ότι δεν έπαιρνε την Ελλάδα να συγκρουστεί με τους δανειστές της (παραβλέποντας βέβαια ότι δεν ήταν ίδιες οι συνθήκες το 2010 και το 2012 με το 2015), είναι πως η χώρα πλήρωσε οικονομικά τα καουμποϊλίκια μιας αχρείαστης σύγκρουσης. Η από αριστερά κριτική είναι ότι το εξάμηνο της «Πρώτης Φοράς Αριστερά» λειτούργησε τελικά έτσι, ώστε να συνθηκολογήσει μετά την πολιτική ηγεσία και ο λαός, και να περάσουν στη συνέχεια αβίαστα και χωρίς άλλες αντιδράσεις νέες μνημονιακές ρυθμίσεις. Η προσωπική μου θέση ήταν και παραμένει, πως παρ’ όλη την τελική ήττα και παρ’ όλη την τελική συνθηκολόγηση, το εξάμηνο αυτό, η σύγκρουση που ξεκίνησε και που έφτασε να αποκρυσταλλωθεί με το δημοψήφισμα, είχε μια λυτρωτική και καθαρτήρια διάσταση, είχε μια διάσταση ενός ιστορικού σκοπού και μιας ιστορικής ανάγκης που έπρεπε να εκπληρωθεί, η προσωπική μου θέση είναι ότι το εξάμηνο αυτό, η σύγκρουση αυτή και τελικά το δημοψήφισμα, αποτέλεσαν και θα αποτελούν τίτλο τιμής και όχι το χρονικό μιας αποτυχίας. 
Υπ’ αυτήν την έννοια βρίσκω και πολύ θετικό ότι η σύγκρουση της συγκεκριμένης περιόδου περνά στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα με μια διεθνή παραγωγή και την υπογραφή ενός μεγάλου σκηνοθέτη, όπως ο Κώστας Γαβράς. Δυστυχώς όμως τα θετικά μάλλον τελειώνουν, όταν έχουμε να κάνουμε με την ίδια την ταινία που τελικά μας παρέδωσε ο Γαβράς. Γιατί όταν περνάμε στους «Ενήλικους στην Αίθουσα» η θετική κριτική μπορεί να μείνει μόνο στο εξωκινηματογραφικό σκέλος, στο σκέλος της ταινίας αυτής ως πολιτικής χειρονομίας. Κινηματογραφικά δεν, σχεδόν από όπου κι αν το πιάσεις, ενώ ακόμη και η καταγραφή του βασικού διλήμματος της σύγκρουσης δεν είμαι σίγουρος ότι αποδίδει πλήρως το επίδικο.
Το χειρότερο είναι πως ακόμη κι αν σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα έργο που ξεπερνά έστω τη βάση, ακόμη κι αν στην πιο επιεική εκδοχή οι «Ενήλικοι στην Αίθουσα» είναι μια μέτρια ταινία, υπάρχουν όμως μερικές σκηνές που πηγαίνουν το πράγμα κάπου αλλού, υπάρχουν όμως μερικές σκηνές που εμένα τουλάχιστον μου προξένησαν πάρα πολύ μεγάλη αμηχανία και απορία για το πώς γίνεται να βλέπω κάτι τόσο πολύ άστοχο από έναν σκηνοθέτη του διαμετρήματος του Κώστα Γαβρά. Θα τις περιγράψω αμέσως παρακάτω, αν κάποιος θεατής προτιμά να τις δει απευθείας στην αίθουσα, ας μην διαβάσει την ακόλουθη αρίθμηση κι ας πάει κατευθείαν στις τελευταίες παραγράφους.
1) Η παρουσίαση της τηλεοπτικής ανακοίνωσης αποτελεσμάτων των εκλογών και του δημοψηφίσματος γίνεται με έναν τρόπο λες, και πρόκειται για παρουσίαση απαντήσεων τηλεπαιχνιδιού. Υποτίθεται ότι έτσι δημιουργείται σασπένς στον θεατή που βλέπει την μπάρα του ενός ποσοστού να ανεβαίνει εις βάρος του άλλου. Ωστόσο -κι επειδή τα αποτελέσματα των εκλογών είναι και στην αρχή της ταινίας- έχεις αμέσως την αίσθηση ότι κάτι θα πάει πολύ λάθος συνολικότερα με τους «Ενήλικους στην Αίθουσα».
2) Σε ένα μπαλκόνι ο Αλέξης Τσίπρας περιγράφει στον Γιάνη Βαρουφάκη τις πιέσεις των ξένων ηγετών, λέγοντάς του ότι νιώθει σαν ξιφίας που τον έχουν πιάσει στο αγκίστρι και μια τον αφήνουν πιο χαλαρό – μια τον τραβάνε. Κάνει παντομίμα του τραβήγματος της πετονιάς επαναληπτικά. Σαν να μην φτάνει αυτό, βλέπουμε έκπληκτοι εμβόλιμα πλάνα από αληθινό ψάρεμα ξιφίων, από μια βιντεοσκόπηση ίσως κι ερασιτεχνική, σαν ξένο αισθητικά σώμα από την ταινία, σαν το πιο κακόγουστο καλαμπούρι, σαν αθέλητη παρωδία.
3) Εμπνευσμένος από ένα αληθινό επεισόδιο, όταν σε μια βραδινή έξοδο για φαγητό του Βαρουφάκη στα Εξάρχεια του την έπεσαν λεκτικά κι έγιναν κάποιες μικρής έκτασης μανούρες, ο Γαβράς μετατρέπει το περιστατικό σε έναν χορό σιωπηλών πολιτών που τον κοιτούν όλο νόημα και μετά του γυρνούν την πλάτη περιμένοντας να φανεί συνεπής στις υποσχέσεις του και να μην τους προδώσει. Ας συμφωνήσουμε ότι αν κάτι δεν είναι ο ελληνικός λαός, ότι αν υπάρχει μια εικόνα που δεν μπορεί να τον αποδώσει μεταφορικά, είναι αυτή η συγκεκριμένη εικόνα. 
4) Οι περιβόητες 17 ώρες της περιβόητης κωλοτούμπας ή πάντως της συνθηκολόγησης του Αλέξη Τσίπρα την Κυριακή που ακολούθησε την Κυριακή του δημοψηφίσματος, αποδίδονται στην ταινία με έναν χορό όπου οι ηγέτες προσπαθούν να στείλουν τον Τσίπρα προς το Grexit μέχρι αυτός να αναγκαστεί να τους παραδοθεί και να υπογράψει. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ενδεχομένως αυτή η συγκεκριμένη σκηνοθετική ιδέα να μπορούσε παραλλαγμένη να αποδώσει. Η εκτέλεση της την προδίδει πέρα ως πέρα. Ως πέρα όμως.
Δεν ξέρω τι αντιμετώπιση επιφυλάσσει στο βιβλίο του ο Γιάνης Βαρουφάκης στον Αλέξη Τσίπρα, στην ταινία πάντως του Κώστα Γαβρά η απεικόνιση του Αλέξη Τσίπρα -και εδώ θα διαφωνήσω μάλλον με τους περισσότερους- είναι αρκετά ως πολύ κολακευτική, αφού δεν του προσάπτει κανενός είδους δόλο,τον εμφανίζει ως σύμμαχο του Βαρουφάκη σχεδόν ως το τέλος, δεν τον κατακρίνει καθόλου για την αποπομπή Βαρουφάκη μετά το δημοψήφισμα, το μόνο που του προσάπτει είναι αδυναμία και υποταγή σε ανώτερες δυνάμεις. Αντίθετα, αρχικακός του έργου – από ελληνικής πλευράς πάντα- αναδεικνύεται ο Γιώργος Χουλιαράκης, καθώς επίσης αρκετά ως πολύ κακοί οι Νίκος Παππάς και Γιάννης Δραγασάκης, με τα κωδικά ονόματα Μάνος και Χάρης.
Ο Γιάννης Λούλης καταφέρνει και μεταμορφώνεται σε Γιάνη Βαρουφάκη, όχι εμφανισιακά (καθώς τόσο αυτός όσο ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης στον ρόλο του Αλέξη Τσίπρα, δεν έχουν την παραμικρή προσθήκη μέικ απ ώστε να μοιάσουν κάπως στους ανθρώπους που υποδύονται), αλλά κινησιολογικά και φωνητικά νομίζεις ότι βλέπεις και ακούς τον Βαρουφάκη. Μεγάλη άνεση, μεγάλη χάρη, μεγάλη ερμηνευτική δεινότητα, κλέβει ξεκάθαρα την παράσταση σε μια ταινία που δυστυχώς πάσχει σε σχεδόν κάθε άλλο επίπεδο.
Οι «Ενήλικοι στην Αίθουσα» είναι λοιπόν μια ξεκάθαρα όχι επιτυχημένη ταινία. Ακόμη κι έτσι όμως επιχειρεί -έστω ανεπιτυχώς- την καταγραφή μιας σημαντικής πολιτικής στιγμής της σύγχρονης Ιστορίας μας. Ζούμε σε ένα περιβάλλον που η αφήγηση κατακυριαρχείται από τη μια πλευρά. Ε, δικαίωμα λίγο και στην άλλη. Και όσο κι αν πονάει -εξ ου και οι λυσσαλέες αντιδράσεις πριν καν προβληθούν οι «Ενήλικοι στην Αίθουσα»-, τη μεγάλη ιστορία θα την γράφει η από εδώ πλευρά. Με τις ανεπιτυχείς συγκρούσεις της και τις ανεπιτυχείς ταινίες της. Η από εκεί θα λέει μόνο την ιστορία για τους ντόπιους από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και από πρωθυπουργικές συνεντεύξεις – παρωδίες. Στην από εδώ πλευρά ας είναι οι μεγάλες προσωπικότητες τηλεπωλητές. Διεθνώς συμβαίνει κάτι άλλο. Διεθνώς είναι τα ονόματα Γαβράς και Βαρουφάκης που μετράνε. Και τι να κάνουμε, κινηματογράφο και πολιτική και Ιστορία μπορούν να παράγουν οι συγκρούσεις. Η από εδώ πλευρά ας παράγει δελτία ειδήσεων.