ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Το πνεύμα του δυτικού ανθρώπου - Ιωάννα Τσιβάκου

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017 0 comments
Ιωάννα Τσιβάκου
Αρκετοί γνωστοί στοχαστές (από τον Κρίστοφερ Λας έως τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, τον Ρίτσαρντ Σένετ και τον Άλμπερτ Μπόργκμαν), αναλύοντας τη σύγχρονη τεχνολογία και τις επιπτώσεις της στην ηθική συμπεριφορά και τη στάση ζωής του σύγχρονου, δυτικού κυρίως, ανθρώπου, καταλήγουν πως εγκλωβίστηκε στις λογικές της ισχύος και της τεχνολογίας· εν ολίγοις, ότι υποτάχθηκε στα δημιουργήματά του.
Αναμφίβολα, ο δυτικός πολιτισμός αφορά μιαν εκκοσμικευμένη κοινωνία, γαλουχημένη επί μακρόν στα προτάγματα του ορθολογισμού και του φιλελευθερισμού. Αυτά διαπλάσανε τον ιδεότυπο του δυτικού ανθρώπου ως ατομικότητα υπερβατική, έξω από κάθε συλλογικότητα, ως οντότητα απαλλαγμένη από την ανάγκη στηρίξε­ως της σε κάποιαν άλλην υπερβατική ετερότητα. Σήμερα, ο άνθρωπος αυτός εξε­λίχθηκε σε άτομο ανασφαλές και εγωκε­ντρικό, εθισμένο σ’ ένα είδος ηθικού κυνισμού. […]
Γαλουχημένο το δυτικό άτομο στην επιδίωξη της προσωπικής απόλαυσης, κα­τέστη άθυρμα ενός πνεύματος κοινωνικού απομονωτισμού που τελικά διευκόλυνε την οικονομία στη διεθνή της επέκταση. Το πνεύμα του δυτικού ανθρώπου, εγκα­ταλείποντας την πολιτική, δηλαδή το ενδιαφέρον για τα κοινά, προσκολλήθηκε στα τεχνολογικά δίκτυα επικοινωνίας· πα­ρασυρμένο από τον ζήλο για το παιγνίδι της καινοτομίας πάνω στο γήπεδο της πα­γκόσμιας αγοράς, προσπαθεί να επιβιώσει σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, ο οποίος, όμως, έχει πάψει να μεριμνά για τους ενοίκους του.
Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η συρρίκνωση ενός σύμπαντος νοήματος, οικοδομημένου επί αιώνες πάνω στη φροντίδα για τον έλεγχο και τη διατήρηση της ζωής. Καθώς καταργούνται ή υποστέλλονται παραδοσιακές νοηματικές διαφορές (όπως, για παράδειγμα, άντρας-γυναίκα, δικός μας-ξένος, κοντά-μακριά, γρήγορος-αργός), διαμορφώνεται ένας νοημα­τικός πολτός που υποκλίνεται στη λειτουρ­γικότητα, αφήνοντας τον θάνατο ελεύθερο να εισβάλλει στη ζωή, διαρρηγνύοντας τη διαφορά ζωής-θανάτου. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος των Μέσων Μαζικής Ενημέρω­σης, από το ένα μέρος, εξοβελίζει από την οπτική του τον δικό του θάνατο, επιδιώ­κοντας απεγνωσμένα την αιώνια νεότητα και, από το άλλο, είναι τόσο εξοικειωμέ­νος με τον θάνατο του άλλου, ώστε κοι­τά αδιάφορος το πλήθος των νεκρών, που από την τηλεοπτική οθόνη εισβάλλουν κα­θημερινά στη ζωή του, χωρίς να την απα­σχολούν. Ο ίδιος, δε, κυνηγώντας αγχωτικά τον χρόνο, δεν συνειδητοποιεί πως κα­θώς δεν έχει συμφιλιωθεί με τη διαφορά ζωής-θανάτου, στην προσπάθειά του να καταργήσει το αρνητικό σκέλος της δια­φοράς, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να καταδιώκεται συνεχώς από τον φόβο του αναπότρεπτου γεγονότος του θανάτου.
Κι όμως, ο προσεκτικός παρατηρητής δύναται να διακρίνει φυγόκεντρες δυνά­μεις οι οποίες κατορθώνουν να επηρεά­σουν την περιγραφείσα κατάσταση. Δυνά­μεις ορμώμενες από την επιθυμία της ίδιας της ζωής να αντισταθεί στην ομοιογενοποίηση και στην κοινωνική εντροπία, στον ίδιο της δηλαδή τον θάνατο. Οι δυνάμεις αντίστασης γεννώνται στα πεδία που λει­τουργούν οι παράγοντες καταστολής· ανα­δύονται από τις αντιφάσεις που αυτοί πα­ράγουν, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην οντική παρόρμηση ελευθερίας που ωθεί τη ζωή να μπορέσει να τις ανατρέψει. Σε αυ­τές τις δυνάμεις θα αφιερωθεί το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της εισήγησης, αφού προηγουμένως μεσολαβήσει σύντομος σχολιασμός για τα ελληνικά τεκταινόμενα.

Ελληνικός κόσμος
Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σε σχέση με το γενικότερο πλαίσιο του δυ­τικού κόσμου που περιγράψαμε; Η Ελλά­δα των δύσμορφων θεσμών, της τεχνολο­γικής καθυστέρησης και της οικονομικής παρακμής, φαίνεται να υποφέρει διπλά: αφενός από τα προβλήματα του πρώτου κόσμου αλλά και από τα αδιέξοδα μιας ατέρμονης κρίσης που οδηγεί σε κοινωνι­κή διάλυση και πολιτισμική συρρίκνωση.
Γνωρίζουμε πως όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες να οργανωθεί το ελληνικό κράτος βάσει της φιλελεύθερης παράδο­σης κατέληξαν σε αποτυχία. Οι λόγοι εί­ναι πολλοί, και έχουν σχολιαστεί επανει­λημμένως. Γενικά, μπορεί να υποστηρι­χθεί πως η ελληνική ηγεμονεύουσα τάξη, από την Επανάσταση του ’21 κι έπειτα, επιχείρησε να μιμηθεί τα δυτικά πρότυ­πα οργάνωσης του κράτους, χωρίς ωστό­σο να κατανοεί, ούτε να δύναται να επι­βάλει, τις αναγκαίες κοινωνικο-πολιτικές προϋποθέσεις που χάρισαν στις κοινωνί­ες της Δύσης κρατικούς θεσμούς λειτουρ­γικούς και ευέλικτους. Ακόμη και σήμε­ρα, δυναμικά κοινωνικά στρώματα (όπως οι επιχειρηματίες, τα μεσαία στελέχη και οι επιστήμονες) υποκλίνονται στον δυτι­κό, τρόπο οργάνωσης της διοίκησης και της εργασίας, λοιδορώντας τα ελληνικά ήθη, αγνοώντας στο βάθος τον διαφορετι­κό βιόκοσμο και την μακρόχρονη πολιτι­κή αγωγή των Νεοελλήνων.
Γνωστή είναι επίσης η κατάσταση στην τεχνολογία πληροφοριών η οποία εισήχθη στην Ελλάδα αργότερα από τα άλλα δυτικά κράτη. Παρότι ο ρυθμός επέ­κτασης και χρήσης της είναι αυτή τη στιγμή αρκετά υψηλός, κυρίως από ιδιώτες, αξίζει να επισημανθεί πως το είδος της τεχνολογίας που αξιοποιείται σχετίζεται με το επικοινωνιακό της κομμάτι. Αξιο­ποιούμε, δηλαδή, τα μέσα κοινωνικής δι­κτύωσης και το κινητό τηλέφωνο και μά­λιστα υποτασσόμαστε ανεπίγνωστα στην αγγλική γλώσσα όπως και στην ιδιότυ­πη, συνοπτική και περικομμένη γλώσ­σα του διαδικτύου, έτσι ώστε να χάνεται σιγά σιγά η γραπτή επαφή με τη γλώσ­σα μας αλλά και η σκέψη μας να εθίζεται στο πρόχειρο και στο επιφανειακά ευρη­ματικό. Δεν χρησιμοποιούμε εφαρμογές της νέας τεχνολογίας που σχετίζονται με την επιστήμη και την έρευνα, τις υπηρε­σίες και την αλλαγή των διαδικασιών εργασίας. Δεν έχει επεκταθεί ακόμη η ψηφιακή τεχνολογία σε βαθμό ικανοποιητικοί στον κρατικό μηχανισμό, ούτε όμως στις ιδιωτικές υπηρεσίες, γεγονός που εξακολουθεί να εμπλέκει τον Έλληνα στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, ενώ τον αποκλείει από πλήθος σημαντικών πληροφοριών, μιας και οι άλλες, μη ψηφιακές πηγές πληροφόρησης, όπως οι έντυπες, έπαψαν να είναι στις συνήθειές του.
Από ορισμένους προβάλλεται το επιχείρημα πως ο μη εθισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού στο διαδίκτυο και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή μπορεί το προφυλάσσει από τον αγχώδη χρόνο του δυτικού κόσμου και από σωρεία άχρηστων πληροφοριών. Εκτός του ότι η ροπή είναι προς την ψηφιακή εξοικείωση, κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να εκληφθεί ως πλεονέκτημα, αν ο ελεύθερος χρόνο αναλωνόταν σε στοχασμό και δημιουργική εργασία, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει.
Απογοητευτικό είναι επίσης το γεγονός πως η οργάνωση της εργασίας δε παρακολουθεί τις προσφερόμενες από νέατεχνολογία δυνατότητες. Βεβαίως η κρίση εξάρθρωσε τις μικρομεσαίες επι­χειρήσεις και είχε φοβερές επιπτώσεις και στις μεγάλες, όμως η οργάνωση της πα­ραγωγής και διάθεσης, ακόμη και σε βι­ομηχανίες με αυτόματη παραγωγή, συνε­χίζει να ακολουθεί το παλιό συγκεντρωτικόμοντέλο διοίκησης, και όχι της συνερ­γασίας που επιτρέπει και αποζητά η νέα τεχνολογία. Αν εξαιρέσει κανείς τους λι­γοστούς χώρους όπου ασκείται η έρευνα στην Ελλάδα, ο ελληνικός βιομηχανικός τομέας, όπως και αυτός των υπηρεσιών, δεν έχει δημιουργήσει ακόμη πρόσφορους τρόπους για την εφαρμογή της συνεργασί­ας και την ανάδειξη της καινοτομίας μέσω της νέας τεχνολογίας.
Δεδομένων αυτών των συνθηκών, η Ελλάδα, από το ένα μέρος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως σημαντικός παράγων των παγκοσμοποιητικών κινήσεων, δεν μπορεί, για παράδειγμα, να φτιάξει ελεγχόμενες ζώνες συγκεντρώσεως υπηρεσιών εξυπηρετικών του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, ενώ εκούσα-άκουσα υπακούει σε αυτές. Από το άλλο, το πνεύμα του Έλληνα αδυνατεί να συνδυάσει τις θεσμικές με τις τεχνολογικές αλλαγές και να τις κατευθύνει προς μιαν απελευθερω­τική προοπτική.
Όλα αυτά, σε εποχή κρίσεων και πα­γκόσμιων ανακατατάξεων, έχουν ως αποτέλεσμα να μειώνεται το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και, κατ’ επέκταση, της εθνικής μας υποστάσεως στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής οικουμένης όπου επικρατεί η δαρβινική αρχή «ο πιο ικανός επιβιώνει διαφορετικά εξαφανίζεται».
Όσοι θεωρούν ως πρώτιστη ανάγκη τη διατήρηση της εθνικής υποστάσεως δεν διαπνέονται από μουσειακό πνεύμα, αλλά από τη γνώση πως χωρίς αυτήν, στην ουσία χωρίς εθνική μνήμη, μια κοινωνία δεν μπορεί να οριοθετηθεί απέναντι στον άλ­λον, άρα δεν έχει μέλλον, και η μοίρα της θα είναι να αφομοιωθεί από άλλα ζωτι­κότερα και δυναμικότερα έθνη. Δεν πρό­κειται για γεωγραφική οριοθέτηση, πα­ρά για οριοθέτηση με στοιχεία πολιτισμικά (όπως η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, τα έργα λόγου και τέχνης, οι προφορικοί μύθοι και άλλα) όλα συγκροτητικά της ιδιοπροσωπίας μιας εθνι­κής συλλογικότητας. Τα εν λόγω στοιχεία συντελούν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής καθώς εμποτίζουν με νόημα ζω­οποιό τη συλλογική ζωή επιτρέποντάς της να αφομοιώσει χωρίς φόβο το αλλότριο και νέο. Η εξάντληση του εθνικού φρονή­ματος στην εποχή της κατάρρευσης των μεγάλων ιδεολογιών, οδηγεί στην εξασθέ­νηση της οντικής παρόρμησης για ελευ­θερία, με συνέπεια τον άγονο ατομικισμό ατόμων ή ομάδων και τη συνακόλουθη προθυμία τους να εγκαταλείψουν το εθνι­κό κράτος για να διασωθούν.

Αντισυστημικές διαφυγές στη Δύση και στην Ελλάδα
Έγινε μνεία της μετατροπής του κράτους σε συγκεντρωτικό μηχανισμό ελέγχου. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί πως μέ­σα στη μαζική δημοκρατία εμφανίζονται απείθαρχες δυνάμεις που αναζητούν νέα πεδία έκφρασης. Δεν υπαινίσσομαι τις αναρχικές ομάδες που ξεπηδούν σαν μα­νιτάρια στον πρώτο κόσμο, ιδίως σε πε­ριοχές όπου δεν είναι αυστηρές οι δυνά­μεις επιτήρησης· ούτε τις μικρές εθνότη­τες εντός των κυρίαρχων εθνών που πα­σχίζουν για την πολιτισμική και πολιτική τους ελευθερία. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αναφέρομαι σε αντισυστημικές ομάδες που πειραματίζονται με μορφές τέχνης και επιστήμης έξω από τις επίσημες θεματι­κές και τα ύφη του συρμού· σε πρωτοβου­λίες ιδιωτικές ή συνεταιριστικές παρα­γωγής και διάθεσης εκλεκτών προϊόντων που φέρουν το άρωμα του τόπου τους· σε πολιτιστικούς συλλόγους διάσπαρτους σε όλη την ελληνική επαρχία με μέλη που κινητοποιούνται για την αναζωογόνηση της τοπικής τέχνης και πολιτισμού, που οργα­νώνουν χορωδίες ή πραγματοποιούν αξι­οζήλευτες εκδηλώσεις λόγου και τέχνης· σε ομάδες αγοριών και κοριτσιών που συ­νομιλούν στο διαδίκτυο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (socialmedia), δη­μιουργώντας το δικό τους εικονικό σύ­μπαν, κλείνοντας τα αυτιά τους στα ελεγχόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης· σ’ εκείνους που προστρέχουν με θυσία οικο­νομική και κόπο σωματικό να ενταχθούν σε σεμινάρια και εξωσχολικά μαθήματα επιδιώκοντας την πνευματική τους επι­μόρφωση. Όλα αυτά μαρτυρούν πως η ελ­ληνική κοινωνία αναζητά νέες εστίες νοή­ματος για να δώσει περιεχόμενο στη ζωή της, σε πείσμα των οικονομικών κακουχιών που της έχουν επιβληθεί.
Η σημαντικότερη ωστόσο αντισυστημική διαφυγή, η οποία έχει τη δύναμη να εισχωρεί στον συστημικό κόσμο και να τον μεταλλάσσει, είναι εκείνη που ανα­πτύσσεται σε προηγμένες τεχνολογικά και επιχειρηματικά χώρες από την αντιφατικό­τητα της ίδιας της τεχνολογίας και τη δύ­ναμη ζωής που την κινητοποιεί. Πρόκειται για τα πληροφοριακά δίκτυα και τις εικο­νικές κοινότητες που αυτά σχηματίζουν, όπως οι τηλεματικές κοινότητες. Ο όρος «κοινότητα» δεν παραπέμπει σε κοινωνι­κές συνομαδώσεις, εξαρτημένες από την εντοπιότητα και τη συγγένεια. Πρόκει­ται για ένα νέο μοντέλο ατοπικών κοινο­τήτων, βασισμένων στις τεχνολογικές δικτυώσεις και στο πνεύμα της συνεργασίας που αναπτύσσεται εντός τους, το οποίο οι θεωρητικοί της κοινωνιολογίας και της ερ­γασίας επιχειρούν να συλλάβουν.
Επί τη ευκαιρία ας σημειωθεί, πως το πρότυπο της κοινότητας (gemeinschaft) χρησίμευσε στο να προσδιοριστούν καλύτερα οι αλλοιώσεις που προκάλεσε ο βιομηχανισμός στις κοινωνικές σχέσεις. Το ίδιο παρατηρείται και σήμερα, όπου ο όρος «κοινότητα» ως ποιοτικός προσδιορισμός της τηλεματικής έρχεται να υποδείξει πώς, βάσει μιας αλληλέγγυας και συνεργατικής πολιτικής, δύναται κανείς να επαναπροσδιορίσει τις εικονικές σχέσεις που δημιουργεί ο μεταβιομηχανικός πολιτισμός. Η επίκληση, έστω και γλωσσικά, του κοινοτικού πνεύματος επιχειρεί να αμβλύνει τις μεταλλαγές που προκαλούν στην ανθρώπινη συνείδηση η υπολογιστική σκέψη και γλώσσα και να ελαττώσει τον προκαλούμενο από αυτές τις μεταλλαγές φόβο. […]
Η ελληνική κοινωνία προσφέρεται εν γένει για τη σύσταση τηλεματικών ή εν γένει πνευματικών κοινοτήτων, λόγω της μακράς της παράδοσης σε κοινοτικές μορφές ατοπικής κουλτούρας και πολιτισμι­κών δικτύων, όπως αυτές που είχαν συνάψει οι νήσοι του Αιγαίου ή οι κοινότητες της ελληνικής διασποράς. Το ιστορικό αυ­τό φαινόμενο ενθαρρύνει την προσδοκία μας πως η παράδοση μιας ανοιχτής, κοι­νοτικά οργανωμένης δράσης, ίσως να μην έχει χαθεί, αλλά να υποφώσκει στη συλ­λογική μνήμη του λαού μας. Τα ψηφιακά και δη τα τηλεματικά δίκτυα είναι σε θέ­ση να αφυπνίσουν αυτήν την παράδοση· στηριγμένα σε αυτήν, να οικοδομήσουν τεχνολογικές, εκσυγχρονισμένες κοινότη­τες, όπου οι νέες σχέσεις που θα εγκαθι­δρυθούν δεν θα επιτρέπουν στην ανακλα­στική λογική να πάρει το πάνω χέρι. Αντίθετα, θα συντελέσουν στη μεταβολή της ελληνικής νοοτροπίας του εγωκεντρισμού και του ωχαδελφισμού και, κυρίως, της μηδενιστικής παραίτησης.
Η οικονομική καχεξία που ωθεί πολ­λούς συμπατριώτες μας στο να πειραμα­τιστούν με νέους τρόπους απασχόλησης, αλλά και η διάθεση των νέων ανθρώπων να βρουν καινούργιες μορφές έκφρασης, οδηγούν σε πνευματικές ζυμώσεις που αν και είναι ίσως νωρίς να τις εκτιμήσει κα­νείς, γεννούν εν τούτοις κάποια αισιοδο­ξία για την ανάδειξη νέων, ατοπικών, συ­ντροφικών μορφών δράσης εντός του ελ­ληνικού χώρου. Παραταύτα, αν οι σχετι­κές προσπάθειες δεν υποστηριχθούν από πνεύμα εθνικής αφύπνισης, αν η ελληνική κοινωνία δεν επιτύχει να εμπνεύσει δύνα­μη ζωής στα συντροφικά εγχειρήματα που αναδύονται, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος αυ­τά τα εγχειρήματα να απορροφηθούν από την εικονική διάσταση των ψηφιακών δι­κτύων και τη σαγήνη των κοσμοπολίτικων υποσχέσεων που συνοδεύουν ως σειρήνες τις καινοτόμες τεχνολογικές μορφές.

Επίλογος
Ο νους του δυτικού ανθρώπου δεν υποκλί­νεται πια σε μεγάλους, επαναστατικούς μύθους. Φαίνεται όμως να έχει κατανοή­σει την πολυπλοκότητα των πραγμάτων, και να έχει μάθει τα μεν θετικά σημεία να τα αποδέχεται, τα δε αρνητικά να τα εκμε­ταλλεύεται, αναδιαμορφώνοντάς τα προς όφελος του. Πρόκειται για μια κοινωνική ευαισθησία που έχει αρχίσει εδώ και και­ρό να εκδηλώνεται από τα κάτω –από τα κοινωνικά στρώματα και όχι από τα ηγετικά κλιμάκια– και που κανείς δεν γνωρί­ζει ακόμη πού θα καταλήξει. Το πώς αυ­τή η ευαισθησία θα ωριμάσει, εξαρτάται εν πολλοίς από την ανθρώπινη οντική πα­ρόρμηση για ελευθερία, ώστε να αναδει­χθούν τρόποι κοινωνικής συμβίωσης που δεν θα θέτουν τη ζωή σε κίνδυνο. Στην ίδια τη ζωή επαφίεται η ελπίδα πως, τε­λικά, η διαπλασμένη με τη δυτική σκέψη ανθρώπινη ύπαρξη θα διαμορφώσει μια καινούργια, εποικοδομητική αντίληψη για τις σχέσεις της με τον άλλον.
Εν είδει συμπεράσματος, θα μπορούσε να ειπωθεί πως το σύγχρονο υποκείμενο –του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου– καίτοι ακόμη ασυνείδητα, αντιδρά σ’ έναν κόσμο που πρόσφερε αντί για τη σωματικότητα την εκμετάλλευση του σώματος, αντί για τη δημιουργική δράση τον κάμα­το, αντί για τη γιορτή τη μαζική διασκέδα­ση, αντί για την επένδυση της επιθυμίας σε αισθητικές εμπειρίες την κατανάλωση του ευτελούς. Απογυμνωμένο από ιδεολο­γίες που του κάλυπταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια την ανάγκη του συνανήκειν, επιδιώκει σήμερα κοινωνικές σχέσεις με όσους συμμετέχουν στο ίδιο έργο, έτοιμο ψυχι­κά να διαμοιρασθεί μαζί τους τη διάθεση του για προσφορά. Νέα ρομαντικά κινή­ματα ξεπροβάλλουν, τα οποία, όπως κή­ρυτταν οι προπάτορες του ρομαντισμού, αρνούνται το πνεύμα της εργαλειακής αξιοποίησης του ανθρώπου και της φύσης από τον επιστημονικό ορθολογισμό. Αντί­θετα, προσβλέποντας σε μιαν ελεύθερη ατομικότητα, αντιμετωπίζουν τον σύμπα­ντα κόσμο ως αλληλοσυνδεδεμένο όλον, γεμάτο από παλμούς ζωής, ικανό να προσεγγιστεί όχι μόνο με την επιστημονική λογική αλλά, επίσης, με τη διαίσθηση, τις συγκινήσεις και τις ηθικές αξίες. Παρότι παρόμοια κινήματα εκδηλώνονται περισσότερο στον τομέα της τέχνης και ιδίως της μουσικής παρά της φιλοσοφίας, εν τούτοις βρίσκουν ανταπόκριση στην κοι­νωνία, ενισχύοντας διάφορες μορφές κοι­νοτικής συμβίωσης. Το συνεργατικό/κοι­νοτικό πλαίσιο δράσης και η ρομαντική ευαισθησία ανακαλύπτονται εκ νέου απο τα ψηφιακά δίκτυα, ως οι αληθινοί θεμα­τοφύλακες της φαντασίας και των γνήσι­ων κύκλων οικειότητας.
Η μνεία του νεο-ρομαντισμού και των| τηλεματικών κοινοτήτων  δεν έγινε με σκοπό να προταθούν ως μορφές σκέψης και δράσης στην ταλαιπωρημένη ελληνι­κή κοινωνία, αλλά με αποκλειστικό σκοπό να δείξουμε πως το όραμα ενός συνδεδεμένου κόσμου, ενός δηλαδή νέου «εμείς» που στέργει στην προσφορά κα την ανταπόδοση αναγεννιέται σε περιοχές της σύγχρονης οικουμένης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως οι επιτυχημένες μορφές κοινωνικότητας που έχει αναδείξει ο βίος της ανθρωπότητας παρά μένουν εσαεί θαλερές, καθώς διαποτίζονται αενάως από την αυθεντική παρόρμηση της ζωής.
Αποσπάσματα από Εισήγηση (με τίτλο «Εμπόδια στη δυναμική της ζωής και προοπτικές αποτροπής τους») στα πλαίσια της σειράς «Πέραν της παρακμής», που διοργάνωσε το Άρδην τον χειμώνα 2014-15.
Αναδημοσίευση από τον Νέο Λόγιο Ερμή, τχ 13, άνοιξη 2016.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Ετικέτες: