ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Φύση και οίκηση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη Γράφει η Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017 0 comments
http://fractalart.gr/alexandros-papadiamantis/




papad_1

Η κριτική αποτίμηση των έργων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έστω και θεματικά, ακόμα και σαν πρόθεση, είναι ένας άθλος. Θέλει τόλμη και κάτι παραπάνω. Εκείνο που με προκάλεσε στο να το κάνω είναι οι χαρακτηρισμοί που του έχουν αποδοθεί όπως κοσμοκαλόγερος αλλά και οι λογοτεχνικοί μύθοι που επικρατούν για τον συγγραφέα της Σκιάθου, που εν δυνάμει εμπεριέχουν τον χώρο. Αλλά  το ότι θεωρείται από τους αρτιότερους και κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων, μου δίνει το έναυσμα να προσεγγίσω το έργο του με αντικείμενο το ζήτημα που διερευνώ, δηλαδή τον χώρο στην λογοτεχνία. Οπωσδήποτε μια πλήρης και εξαντλητική ανάλυση στα πλαίσια του παρόντος δεν υπόσχομαι, το ομολογώ. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πρόσθετο χρόνο: Να μελετήσεις εκτός από τα έργα, τα ρητά του, τις κριτικές παρουσιάσεις, τις μελέτες πάνω σ’ αυτά, καθώς και βιβλιογραφικές αναφορές, σχόλια και  μεταφορές σε άλλες μορφές τέχνης, θέατρο, εικαστικά κά. Ακροθιγώς θα προσεγγίσω το θέμα μου ώστε να έχω και να δώσω μια ιδέα. Αλλά έστω…Δεν σχολιάζω την λογοτεχνική αξία γενικότερα ούτε την φιλολογική αναντίρρητη σπουδαιότητα, επικεντρώνω στον χώρο[i].

Ο τόπος αναφοράς του είναι πράγματι η Σκιάθος; Είναι αναγνωρίσιμη σ’ αυτούς που έχουν εξερευνήσει και γνωρίζουν καλά τη νήσο. Καθώς τα αναγνωριστικά τοπικά χαρακτηριστικά αλλοιώνονται με το χρόνο και τα δομικά πρότυπα εξομοιώνονται, στα μάτια των νεώτερων τίποτα δεν ανταποκρίνεται στην αυθεντική εικόνα του νησιού. Τα τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε θέσεις και συνοικισμούς, όσα φυσικά έχουν διατηρηθεί, μπορούν να ταυτιστούν μόνο με επιτόπια έρευνα. Αποκαλεί τον γενέθλιο τόπο ως η πτωχή νήσος μου.  Oι τόποι συχνά «αντικρίζουν»  το Πήλιο.  Η γεωγραφική θέση προσδιορίζεται γενικόλογα από τις αποστάσεις από την Χαλκιδική και ιδιαίτερα από το Αγιο Ορος. Η νήσος, γράφει, είναι προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ Βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ Καικίου καὶ τοῦ Ἀργέστου (πρόκειται για ανέμους), ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀναμέσον τῆς Χαλκιδικῆς, τοῦ Θερμαϊκοῦ, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου· Στο διήγημα Χήρα παπαδιά (1888)[ii], μιλάει καθαρά για μία των Σποράδων και επίσης  αναφέρεται στην δημοτική και διοικητική αυτονομία των Σποράδων. Ετσι, εκτός από τις ιστορικές μαρτυρίες, γίνεται φανερό και από τα προαναφερόμενα ότι πρόκειται για την Σκιάθο
Η διάκριση των συστατικών του φυσικού και του δομημένου χώρου που ακολουθεί, επιχειρεί να αποδώσει, να εκτιμήσει και, πρόσθετα, να αξιολογήσει και να αναδείξει την μίξη των στοιχείων αυτών, τόσο σημαντικών, στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ώστε να αποδίδουν πρόσθετη αξία στο έργο του.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μπορεί να χαρακτηρισθεί πεζογράφος του ανοιχτού χώρου και υμνητής του μεγαλείου της φύσης, όχι μόνο γιατί το ενδιαφέρον του είναι ευδιάκριτο όσον αφορά το περιβάλλον αλλά και για την αρμονική ένταξη της θεώρησής του στα έργα του. Συχνά μάλιστα χρησιμοποιεί την άποψη αυτή προκειμένου να διαχειρισθεί την υπόθεση του έργου και όχι ως παραπληρωματικό στοιχείο. Για το φυσικό τοπίο ιδιαίτερα, δεν περιορίζεται στα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων δημιουργών της δυτικής λογοτεχνίας του ρομαντισμού. Το βλέμμα του, απόλυτα φυσικό, τονίζει τα υφιστάμενα στοιχεία, περιγράφοντάς τα με λεπτομέρεια σε βαθμό ανεκτό, χωρίς υπερβολές και εκφράσεις θαυμασμού:  Επι μέρους τοπία όπως η θάλασσα, οι βράχοι, ο γυαλός, τα όρη, τα φαράγγια προβάλλονται και είναι εκεί όπου συμβαίνουν οι μικρές ή μεγάλες ιστορίες ! Στο διήγημα Η νοσταλγία του Γιάννη (1906 ), προβάλλει το ελληνικό τοπίο και την τοπική παράδοση γράφοντας για το πυκνό φύλλωμα της μουριάς  και των άλλων δένδρων, όπου και η φαιδρή πανήγυρις στο ξωκκλήσι! Νοσταλγικός, συναισθηματικός και μαζί λιτός και λυρικός ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και στο Όνειρο στο κύμα (1900), μας δίνει ένα από τα πλέον τρυφερά διηγήματά του. Γνώστης των ανθρώπινων σκέψεων και αισθημάτων, καταγράφει την ονειρική αναπόληση ενός ανεκπλήρωτου νεανικού έρωτα, ενώ ταυτόχρονα είναι αρκούντως πραγματιστής. Ετσι, κατονομάζει  πετρώδη, απότομη ακτή, τον μεγάλο Γιαλό, αλλά και τόπους δαντελωτούς, εκτεθειμένους στους ανέμους, τόπους στους οποίους ήταν φανερά εξοικειωμένος: λόγγους, φαράγγια, κοιλάδες, βουνά. Πέρα από τη φύση, το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται σε πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, στην ακτή, με δύο πατώματα, με ρυθμισμένο το νερό από εσκορπισμένους κρουνούς, και πηγάδι με  μάγγανο για το πότισμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ενέργειες διαχείρισης, με τη διαίρεση του κτήματος σε τέσσαρα μέρη:  άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με  μποστάνια. Από το διήγημα Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου (1906) αξίζει νομίζω να παραθέσω ένα απόσπασμα που περιγράφει, με γλαφυρό και συνάμα ολοκληρωμένο όσο και αντιπροσωπευτικό της γραφής του Παπαδιαμάντη τρόπο, τον τόπο των διαδραματιζόμενων: Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε. Πέρα από την άρτια αυτήν παράγραφο, από το διήγημα πληροφορούμαστε για τον παλαιό θεσμό της ιδιοκτησίας μικρών συνήθως εξοχικών ναίσκων που βρίσκονταν  σε  παλιό χωριό το οποίο φθίνοντας με τον χρόνο έμεινε εν τέλει έρημο. Από μια άλλη πλευρά , κοινωνικο- οικονομική θα έλεγα, παίρνουμε πληροφορίες για την τοκογλυφία που ξενόφερτη μεν, μάστιζε ωστόσο τον στερημένο τόπο. Κτήματα άλλαζαν ιδιοκτήτες αφού κοστολογούνταν με δεκαπλάσια αξία του δανείου, κτήματα όπως αναφέρει με προϊόντα ποικίλα, προερχόμενα από ελαιώνα, αμπέλια, οπωροφόρα δένδρα, εξοπλισμένα με βρύση, ρέμα και νερόμυλο!
Δεν ήταν όμως μόνο οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων και η γαιοκτησία που αλλοίωναν τις φυσικές καταστάσεις. Ηταν και οι ίδιες οι λειτουργίες που αναπτύσσονταν συχνά σε ασύμβατες θέσεις. Στο διήγημα Ολόγυρα στη Λίμνη. Αναμνήσεις προς φίλον (1892), περιγράφεται θέση όπου εχωρίζετο ἡ λίμνη ἀπὸ τῆς θαλάσσης διὰ πλατείας λωρίδος γῆς ἀμμώδους καὶ κισηρώδους, τῆς ὁποίας μέρος ἦταν τὸ ναυπηγεῖον τῆς πόλεως[iii]. Σήμερα η θέση ταυτίζεται με το αεροδρόμιο της Σκιάθου. Αναφέρονται ακόμα καλαμῶνες, σειόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου,  και πολλά άλλα αυτοφυή φυτά τα οποία επίσης έχουν τύχει μελέτης από σκιαθίτες ή και άλλους ειδικούς. Αυτή όμως η επιμήκης και πλατιά ἀμμουδιὰ μεταξὺ τῆς λίμνης καὶ τοῦ λιμένα, δὲν εἶχεν οὐτὲ ἕνα κόκκον ἄμμου καθαρό ἀπὸ πριονίδια, οὐδὲ ἕνα χαλίκι ἐλεύθερο ἀπὸ τα πελεκούδια. Ετσι ο συγγραφέας αναρρωτιέται με θλίψη και με οικολογική διάθεση, όπως θα λέγαμε ίσως σήμερα, για την τύχη των δασών της περιοχής[iv]. Χαρακτηριστική η προσωποποίηση των ξύλινων σκελετών των πλοίων που δείχνουν, κατά τον συγγραφέα, σαν να εχλεύαζαν τη μανία και εκμετάλευση των ανθρώπων σε βάρος της φύσης.
Εκτός όμως από τις προθέσεις, ιδιαίτερος είναι και ο τρόπος περιγραφής, σαφής και περιεκτικός αλλά όχι στείρος φαντασίας, τρόπος που συμβάλλει στον εντοπισμό και την προβολή του τοπίου. Στα Φώτα ολόφωτα (1894), ο συγγραφέας αποδίδει συνοπτικά κάθε έννοια και κλίμακα του χώρου: θέτει δύο επίπεδα παρατήρησης, τον μεμονωμένο οικίσκο, στὴν κορυφὴν τοῦ λόφου τοῦ μικροῦ νησιδίου  καὶ το χωριό που ήταν κτισμένο κάτω εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν, αποτελούμενο από διακόσια σπίτια ἁλιέων,πορθμέων καὶ ναυτῶν, ενώ υποδεικνύει  μικρὸν ἐπισφαλὴ ὅρμο, που ωστόσο δὲν ἦτο λιμήν. Τις παραπάνω θέσεις συνδέει με το εξελισσόμενο δράμα λέγοντας: Ἡ ἀγωνία τῆς βάρκας τοῦ Πλαντάρη ἦτο ὁρατὴ ἀπὸ τὴν πολίχνην, ὁρατὴ καὶ ἀπὸ τὸν μεμονωμένον οἰκίσκον. Επιφανειακά διακρίνεται κάποια σκωπτική διάθεση αλλά στην ουσία πρόκειται για κοινωνική κριτική στις τότε δοξασίες ως προς το φύλο του νεογέννητου, τα ήθη για  την προίκα και τα κληρονομικά, αλλά και τα συντεταγμένα έθιμα και τελετουργικά.
Στο διήγημα  Η δασκαλομάνα (1894 ) μαζί με την άτυπη περιγραφή της τότε εκπαίδευσης (Τὰ θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα, ἐφαίνοντο ὡς σχεδίαι πλέουσαι ἐντὸς τοῦ κύματος τῶν παιδικῶν κεφαλῶν. Ἡ διδασκαλικὴ ἕδρα ὑψηλή, μὲ τὰ φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ὡμοίαζε μὲ βάρκαν ξουριασμένην), της άγνοιας και των αντιδράσεων, επισημαίνει  τις κλίσεις και τις σχέσεις των παιδιών  με τη φύση και τις χαρές της: Ἐξήρχοντο ἀνὰ δύο κρατούμενοι, μετὰ φαιδροῦ συνεχοῦς βόμβου, καὶ μετέβαινον εἰς τὴν χλοερὰν πεδιάδα παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης.
Στον αντίποδα, στο διήγημα To πνίξιμο του παιδιού ( 1900) δεσπόζει μια σπάνια περιγραφή του αγροτικού τοπίου και της γεωργικής παραγωγής: Η καλύβα του αγρονόμου είναι σημείο κομβικό και οι κινήσεις και δράσεις των αγροτών είναι η εισαγωγή  και συνάμα το πλαίσιο στο δράμα. Στο Ενιαύσιο θύμα ( 1899), έχουμε την πληρέστερη ίσως περιγραφή μιας φυσικής καταστροφής που συνοδοιπορεί με το δράμα που ακολουθεί. Η ανταπόκριση των στεριανών στους ανθρώπους σε κίνδυνο γίνεται κάτω από το θαμπό ουράνιο θόλο και με την θάλασσα ανελέητη. Τοπόσημο εδώ οι σκόπελοι, τ’ Αραπάκια, όπου εστιάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, τόπος αφανισμού των ναυτικών (Ελεος Αραπάκια, έλεος!).
Με διάθεση μεταφυσική Στα πτερόεντα δώρα ( 1907), ο άγγελος επισκέπτεται διάφορους τύπους ανθρώπων και αντίστοιχα ισάριθμους χώρους. Στο Ερωτας στα χιόνια (1895), το χιόνι έχει το θλιβερό καθήκον να σκεπάσει έναν άνδρα τραγικά ανέμελο, να κάνει ένα τη φύση με τον άνθρωπο. Το σπίτι με τα παραθυρόφυλλά του και με τις χαρές του βρίσκεται σε τραγική αντίθεση με το δραματικό σκηνικό των λευκών τελευταίων στιγμών του μοναχικού, ξεπεσμένου άστεγου. Αστεγος επίσης και Ο Αυτοκτόνος (1954) που εἶχε δωμάτιον, ἀλλὰ που δεν τολμούσε ὁ φτωχὸς νὰ μπει σ’ αυτό λόγω της σπιτονοικοκυράς του, γιατί χρεωστούσε τρία ἐνοίκια. ….. Ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδας, μετὰ τὸ μεσονύκτιον, πλησιάζων μὲ παλμοὺς εἰς τὴν αὐλόπορταν, ἀνοικτὴν μένουσαν ὅλην τὴν νύκτα, καθὼς ὅλαι αἱ αὐλόπορται τῶν οἰκιῶν τῆς συνοικίας, ἐχουσῶν ἐνοικήτορας πολλούς, ἀφῄρει τὰ χαλασμένα καὶ σχισμένα πέδιλά του καὶ κρατῶν αὐτὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, ἐπάτει μὲ τὲς κάλτσες, ἐνέβαλλε τὸ κλεῖθρον μὲ ἀπείρους προφυλάξεις καὶ μὲ τόσον ὀλίγον κρότον, ὥστε οἱ παλμοὶ τῆς καρδίας ἔκαμνον κρότον μεγαλύτερον.
Ως προς το δομημένο περιβάλλον, οι αναφορές γίνονται τόσο σε επίπεδο οικισμών, όσο και σε επίπεδο αστικού τοπίου και κατοικίας αλλά και του στοιχειώδους, λόγω εποχής, εξοπλισμού της. Ετσι περιλαμβάνοντας κάθε κλίμακα του χώρου όχι μόνο καθιστά πιο εναργή τη δράση αλλά και περισσότερο οικεία και πραγματιστική.  Ισως μάλιστα ένα μέρος της ανταπόκρισης των έργων του στον αναγνώστη να οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό , δηλαδή στην σφαιρική ενότητα των εννοιών δράση- χώρος-συναίσθημα.

papad_2

Στο διήγημα Γουτού γουπατού (1899 ), ενδιαφέρουσα προκύπτει η παραστατικότητα στη διάκριση των δύο υποπεριοχών, του πάνω και του κάτω χωριού, όπως και η μετακίνηση των ηρώων ανάμεσα στα δύο χωρικά επίπεδα. Στην Τελευταία βαπτιστικιά (1888) ο συγγραφέας περιγράφει την μικροκλίμακα του χώρου δηλαδή την κατοικία στα επίπεδα όπου διαδραματίζεται η εξέλιξη της ιστορίας, και στην αυλή, εισάγοντας τον αναγνώστη στη σκηνή που διαμορφώνει. Και το κάνει αυτό με κάθε μέτρο, χωρίς τίποτα να υπερτονίζεται ή να μην λειτουργεί συμπληρωματικά και οικεία. Στο διήγημα Τα ρόδινα ακρογιάλια (1908) εντοπίζει τα πολλά διάσπαρτα ελαιοτριβεία (14). Απαριθμώντας τις κατοικίες, τις θέτει χωροταξικά και κατά στάθμη, μαρτυρώντας την ανωφέρεια, την κλίση του εδάφους από την θάλασσα και τον βράχο, για να καταλήξει στην ψηλότερη στάθμη, στον μικρό ναό. Σε διαφορετική  κλίμακα, μιλά για τις αντηρρίδες στο μπαλκόνι και μια μικρή αποθήκη σε συνέχεια της κατοικίας[v]. Εδώ εμφανίζεται ο τύπος του ερημίτη, όπως συμβαίνει στα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη συχνά, που ζει αποτραβηγμένος σε καλύβι ή σε σπηλιά ψηλά στο βουνό. Ακόμα, έχουμε την κίνηση ενός στεριανού στη θάλασσα, την αποτυχία της μυσταγωγίας και την επιστροφή στη στεριά. Ο γάμος στην εξοχή, ο απρόβλεπτος, ο αυθόρμητος[vi]!  Πρόκειται για ιστορίες ανθρώπων πλεγμένες με τη θάλασσα, με το βουνό και μ’ όλο τον περίγυρό τους. Ο ρυθμός αργός, λύνει τις ψυχές και τις γλώσσες.
Παραστατικό απόσπασμα του έργου Ο Αμερικάνος (1891) αποτελεί η περιγραφή της κατοικίας τόσο της σιωπηλής αρραβωνιαστικιάς όσο και του ερειπωμένου σπιτιού του μετανάστη που επέστρεψε αναζητώντας το παρελθόν του. Από  το δεύτερο έχει απομείνει η εστία. Οσο για το πρώτο δείχνει να συμμετέχει στην ερημιά των κατόχων του, που απομακρύνουν τα χαρμόσυνα συμβάντα, αλλά και στις χαρές τους καθώς το παρουσιάζει φωτισμένο, λαμπερό  και με την πόρτα να δέχεται τους συντοπίτες  φίλους. Χαρακτηριστική επίσης η απαραίτητη περιγραφή του καπηλειού, της πλατείας και των στενών που ανηφορίζουν στις πάνω γειτονιές του επικλινούς οικισμού. Στο ηθογραφικό και συνάμα κωμικό διήγημα Ωχ βασανάκια (1894 ), σημαντικό ρόλο παίζει ο χώρος στην περιγραφή των σκηνών και την εξέλιξη των δρώμενων. Ο χώρος περιγράφεται τόσο ως προς τη χωροταξία όσο και ως προς τα επίπεδα απ’ όπου διαδραματίζεται το παιχνίδι των επαφών, ομιλιών, βλεμμάτων, νευμάτων…Το σχολείο, σε κτίριο μισοκατοικημένο και υγρό, το οίκημα του πνευματικού, το σπίτι των κοριτσιών, το κατώι της μάγισσας, ο δρόμος του κυνηγητού, όλα δημιουργούν ένα σύνολο με τα πρόσωπα, τους μαθητές, το δάσκαλο, τα κορίτσια, τις ευλαβείς γραίες, τη μάγισσα, και…έναν παπαγάλο! Το πλέγμα των επαφών υποστηρίζεται με κάθε  τρόπο από τα επι μέρους πεδία απ’ όπου η δυνατότητα οπτικής ανταπόκρισης: η ταράτσα για τα κορίτσια, ο όροφος διδασκαλίας και η αυλή για τους αναμένοντες μαθητές, ο περίγυρος της μονής για τις γραίες, το σπίτι με τον παπαγάλο στον εξώστη, το ισόγειο της μάγισσας. Κάθε χώρος με τα χαρακτηριστικά του και τον αντίστοιχο χρήστη και ένοικο. Στην οργάνωση του χώρου και την ισορροπία έρχεται να αντιπαρατεθεί το πανδαιμόνιο του κυνηγητού, στον δρόμο, με όλους τους συμμετέχοντες εν δράσει!  Στα διηγήματα Οι δύο δράκοι και Ποία εκ των δύο (αμφ1906) έχουμε πληροφορίες σχετικά με κατοικία με αυλή όπου επινοικιάζονταν δωμάτια. Σε ενιαίο κτίσμα συνήθως, συγκατοικούν σε χωριστά δωμάτια διαφορετικές οικογένειες. Μια αυλή των θαυμάτων, μια πολυκατοικία σε οριζόντια έκταση, αλλά με κατοίκους στην πλειονότητά τους φτωχούς και στερημένους. Στο Τυφλό σοκάκι (1906),αναφέρεται σε ένα δρόμο που δε βγαίνει όπου κατοικούσαν λίγες οικογένειες που γνωρίζονταν μεταξύ τους. Το αδιέξοδο, γράφει, φυλάκισε εραστή γυναίκας παντρεμένης ως χταπόδιον στο θαλάμι του. Ο χορός εις του κ Περιάνδρου(1905) διαδραματίζεται σε καφενείο μιας λαϊκής όπως χαρακτηρίζεται γειτονιάς σε αντίθεση με τις πρακτικές του ίδιου του Περίανδρου  που κατείχε δύο  ή τρείς κατοικίες και στο σπίτι του έδιδε χορούς (!).. Για κάποιες τέτοιες γειτονιές με κτίσματα αντίστοιχα κακότεχνα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αφηγείται τις περιπέτειές του όπου, άλλοτε λόγω καθίζησης, κτίσματα κατέρρεαν και άλλοτε, στην καλύτερη περίπτωση έσταζαν. Σπίτια, κτισμένα ευκαιριακά και πρόχειρα όπου μπορούσες να δεχτείς έως και την οροφή στο κεφάλι σημειώνεται στο διήγημα  H ψυχοκόρη (1925)!  Σε παράξενη πλην ευχάριστη κατασκευή οφείλεται και η κατάρρευση- κατρακύλισμα στο διήγημα Αγάπη στον κρεμνό (1913). Εδώ μαρτυρείται ότι αναβλύζει νερό από το ιερό βήμα του ναίσκου σε απότομη κορυφή του βουνού, συνδέοντας τη λατρεία των θείων με το νερό. Σε γειτονικό εξοχικό οικίσκο συνήθιζαν να φιλοξενούνται προσκυνητές. Προσαρμοσμένος κατάλληλα στις ανάγκες, ο οικίσκος έφερε χαγιάτι μεγαλύτερο από το κτιστό τμήμα. Το επίκεντρο της αφήγησης είναι μικρή παράγκα, ένα είδος ξύλινης ταράτσας με τέσσερεις στύλους και επιστέγασμα από φύλλα και χόρτα. Κτισμένη στο χείλος του κρεμνού, κάλυπτε μικρό αυλάκι που σχημάτιζε το νερό του ιερού βήματος, προκαλώντας ευχάριστο ήχο και δροσερή αίσθηση. Η παραπάνω ευχάριστη ατμόσφαιρα έρχεται σε αντίθεση στο συμβολικό κατρακύλισμα του ήρωα που καταλήγει στην αγκαλιά της αγάπης!
Αξιοσημείωτοι και οι χώροι που περιγράφονται στο διήγημα H βλαχοπούλα (1892 ): χωροθέτηση δύο αθηναϊκών αστικών κατοικιών οι οποίες έχουν κοινή την είσοδο από κοινό προαύλιο. Ο ρόλος των αντικειμένων στην ιστορία είναι καυστικός, κωμικός και ενδεικτικός για τον στοιχειώδη  εξοπλισμό του ενδιαιτήματος της εσωτερικής βοηθού.
Στο Χριστό, στο κάστρο (1892), γίνεται μια παράλληλη παρουσίαση και σύνδεση του φυσικού με τον δομημένο χώρο, αλλά με τρόπο και περιεκτικές εκφράσεις σαν από κάποιον ειδικό: ..μεμονωμένος ὑψιτενὴς βράχος, ἐφ᾽ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βαρβάρων, ἐγκαταλιπόντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη [vii].
Δύο επί μέρους παρατηρήσεις αφορούν την ιστορία  του οικισμού, ζήτημα που αναφέρεται συχνά στα έργα και το φυσικό στοιχείο του βράχου: Συγκεκριμένα γίνεται λόγος για τη μεταφορά του παλιού χωριού  και τα ερείπιά του καθώς και για την ίδρυση του νεώτερου χωριού. Ο βράχος επανέρχεται σε πολλά διηγήματα (συχνά με τρόπο λυρικό: ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια), ίσως γιατί συναντάται συχνά στον τόπο του συγγραφέα και τον σημαδεύει. Και πάλι στο διήγημα, Στο Χριστό, στο κάστρο, από τα καλύτερα ίσως, αναφέρονται μικρά αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως ο στεγασμένος εξώστης αλλά και ο διάκοσμος και το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού. Το κείμενο τόσο από την περιγραφή του ναού και της ιστορίας του (Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος)  όσο και από τη μεταφορά του υμνολογίου αποπνέει βαθιά πίστη  και ευλάβεια. Το Κάστρο  προβάλλει επίσης στο διήγημα Φτωχός άγιος (1891) «ανεμοδαρμένο και απάτητο» όπως σε πολλά διηγήματα, μαζί με τις δοξασίες που συχνά το συνοδεύουν και με τον πλατύ ορίζοντα που ανοίγει. Στο διήγημα Η Μαυρομαντηλού ( 1891), ένας θρύλλος παλιός ταυτίζεται με ένα θαλάσσιο βράχο, έναν σκόπελο όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Εκεί δίνει τη μάχη για να σώσει παιδί που κινδυνεύει αλλά και το βιός του ένας άνθρωπος μοναχικός, ο ίδιος που στη συνέχεια στο καλύβι,  βρίσκει όλη τη θαλπωρή, την εκτόνωση και τη σωτηρία. Θρύλλοι και παλιές δοξασίες φέρουν φαντάσματα από την εποχή της Τουρκοκρατίας που ενοχοποιούνται για ασθένειες αιφνίδιες, στο διήγημα Η χτυπημένη (1890 ). Ασθένεια και τοκογλυφία προκαλούν δυστυχίες μέχρι θανάτου, ενώ μοιραίες κινήσεις και άνομες επιθυμίες δικαιώνονται  δραματικά. Σκηνές ανταποκρινόμενες σε σπίτια και  δωμάτια ταπεινά, σε κτήματα που αλλάζουν χέρια και οικογένειες που αλλάζουν σύνθεση! Βράχος ήταν η αφορμή  του ναυαγίου και στο Ναυαγίων ναυάγια (1893 ) όπου ο συγγραφέας χαρτογραφεί την γύρω περιοχή του ναυαγίου. Παράλληλα της απόκρημνης ακτής εκτεινόταν θίνα και στη συνέχεια μικρό δάσος, γράφει. Ακολουθούσε αβαθής λίμνη με ελώδη χαρακτηριστικά στις όχθες, όπου εκτρέφονταν χέλια. Ιδιαίτερα σχολιάζεται η διαφορά της κατοικίας όπου διέμεναν ο κύριος και ο εκτροφέας των αλιευμάτων της λίμνης: ο πρώτος με συμβατική κατοικία κοντά στη λίμνη και ο δεύτερος με καλύβα ξυλόπηκτη στην ακτή. Φήμη διέσωσε υποθαλάσσια σήραγγα που συνέδεε τη λίμνη με τη θάλασσα και ίσως αντιστοιχεί σε υπόγειο ή και υποθαλάσσιο ρέμα. Το διήγημα θυμίζει ιστορικά ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν συνήθως  στην ύπαιθρο και προέκυπταν από το ανάγλυφο του εδάφους.
Στο δραματικό ψυχογράφημα Η στοιχειωμένη κάμαρα (1904 ), σημείο κλειδί τόσο για την αφήγηση, όσο και για τη σκληρότητα του χαρακτήρα και το παράλογο της πράξης, αποτελεί η σκηνή με τον πατέρα και την κόρη στη βάρκα όπου και η απόπειρα πνιγμού της μικρής: Η με επίταση υπόδειξη του πατέρα για παρατήρηση του βυθού της θάλασσας στρέφει και τον αναγνώστη προς την εικόνα αυτή που αποκτά τραγικό χαρακτήρα. Η νεκρική ατμόσφαιρα της στοιχειωμένης κάμαρας με τους απολύτως απαραίτητους περιγραφικούς λόγους, σαν να απελευθερώνεται, και με τη συγχώρεση της κόρης το βάρος να εκτονώνεται. Η κάμαρα, λειτουργεί ως φορέας και δέκτης πολλαπλών συναισθημάτων! Στο Ερως- Ηρως (1897), ένα βαθιά συναισθηματικό διήγημα με ψυχαναλυτικό χαρακτήρα, η καθαρή σκέψη του ήρωα άτολμη και προβληματισμένη,  εξελίσσεται στο χώρο που τον αναζωογονεί, αυτόν της θάλασσας και της βάρκας του όπου και ολοκληρώνεται το δράμα με την οριστική φυγή της αγαπημένης του. Οι θέσεις της βάρκας και του, μέσα στα φώτα και τη γιορτή, σπιτιού της αγαπημένης πλην χαμένης για κείνον, έρχονται σε διάλογο και ανταπόκριση. Χωροταξικά, η υποτιθέμενη τακτοποιημένη νύφη βρίσκεται σε ψηλό σημείο ενώ αυτός κάτω χαμηλά να ατενίζει, σχεδιάζοντας μάταια τη  δράση. Ηπια ο συγγραφέας μας δίνει τους κώδικες της γραφής του για χώρους χαρακτηριστικούς: πέρα σημαίνει στα χωριά, αντίκρυ – στο νησί, πάνω – στη Θεσσαλονίκη, κάτω – στον Πειραιά κλπ.
Αρκετά από τα διηγήματα επικεντρώνονται στις μεγάλες γιορτές που αποτελούσαν συμβολικές αλλά και ουσιαστικές για την εποχή τους τομές: Στον Αλιβάνιστο(1903), η ανοιξιάτικη ύπαιθρος και το Πασχαλινό τοπίο με το εξωκλήσσι είναι ενταγμένα στο πλαίσιο του διηγήματος. Χαρακτηριστικό το παιχνίδισμα των κύριων προσώπων με το έμπα- έβγα στον και από τον μικρό ναό, συνοδεία των γιορτινών ύμνων. Στο Πάσχα ρωμέικο (1891 ) η μετάβαση από την Αθήνα στον Πειραιά και στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα λειτουργεί ως κίνηση και δράση ενώ η στάση αποτελεί σταθμό για την κορυφαία φάση του διηγήματος. Δεν είναι πάντα θετικές και χαρμόσυνες οι γιορτές όταν έχουν ως ήρωες μικρά παιδιά όπως στην Παιδική πασχαλιά (1891 ): στην αυλή του παραδοσιακού σπιτιού εξελίσσεται η ιστορία με παιδικό πόνο και μνήμες μιας μικρής και καθόλου ευοίωνης ζωής.
Το διήγημα Θέρος – Ερος  (1891) αποπνέει τη δροσιά της ελληνικής φύσης την άνοιξη. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες περιγραφές του μαγιάτικου τοπίου και αυτό το επιτείνει η αναφορά στα νεαρής ηλικίας άτομα και ιδιαίτερα στη Ματούλα τη 17χρονη. Καίριο και σημαδιακό ρόλο η καλύβα όπου κλειστοφοβικά και παραλίγο μοιραία διαπράττεται η βίαιη πράξη του αποσυνάγωγου βοσκού. Η πρόσβαση με το τέχνασμα της αφαίρεσης λίθου από τη δομή του τοίχου, οι αναρριχητικές κινήσεις των ανδρών, η εξαιρετική και απελπισμένη αντίδραση μπροστά στη βία όλα συμβαίνουν εκεί και σε αντίθεση με την φυσική αρμονία. Στην Ὑπηρέτρα (1888) η συμμετοχή στη γιορτή των Χριστουγέννων είναι συνολική. Αντιπαραβάλλεται η εικόνα μιας βάρκας με την επωνυμία Υπηρέτρα και η εικόνα σπιτιών σε επαφή, με σκεπαστό εξώστη και ξύλινη περίφραξη.
Οι κινήσεις, οδικές και θαλάσσιες, πορείες και πλεύσεις, σηματοδοτούν και συχνά ενισχύουν το χαρακτήρα και τις δράσεις των ηρώων, όσο και την εξέλιξη της ιστορίας τους. Στη Σταχομαζώχτρα(1889) είναι ουσιαστική η κίνηση που διαγράφεται είτε με τις μετακινήσεις της ηρωίδας είτε με τις ίδιες τις δράσεις της. Οπωσδήποτε ως προς την εντύπωση υπερτερεί η διελκυστίνδα με τον τοκογλύφο και η δικαίωσή της αλλά σ’ αυτό συνεργούν όλα τα προηγηθέντα αδιέξοδα. Στο διήγημα Το θαύμα της Καισαριανής (1901) , η ευλαβική, γεμάτη πίστη πορεία της ηρωίδας με τον άρρωστο άνδρα της προς την χάριν της, η συμπαράσταση των ανθρώπων και προπαντός το θρυλούμενο θαύμα με την περιστέρα, απογειώνει το διήγημα. Ένα αντικείμενο ως κειμήλιο, έχει  σημαίνοντα ρόλο στην ιστορία, ένα παλιό χάλκινο ταψί που δίδεται ως ενέχυρο! Στο διήγημα Φτωχός άγιος, είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που περιγράφονται οι πορείες τόσο των ληστών όσο και του ήρωα: Τα μονοπάτια, τα στενά, τα θαμνοτόπια, οι κρεμνοί  και τα απόκρημνα, οι στροφές , τα χαντάκια, το σκαρφάλωμα στο βράχο και το κατέβασμα στην ακτή, το σύνολο του φρουρίου και το βάραθρο κάτω από τη γέφυρα και προπαντός, η ίδια η γέφυρα, στόχος και λαχτάρα για τη σωτηρία των κατοίκων. Η κίνηση του βοσκού στις σπηλιές και τις κρυψώνες,  που μάταια περίμενε ότι θα τον έσωζαν, μαζί με τις σκέψεις που την συνοδεύουν, προβάλλει πρωτίστως  τα αισθήματα και την αγωνία του. Ένα διήγημα συνυφασμένο με το ποικιλόμορφο και άγριο τοπίο του τόπου. Με λεπτομέρεια και σχεδόν γραμμικά περιγράφει ο συγγραφέας  τις πορείες στο διήγημα Η κλεφτοπαρέα (1925). Διαφαίνονται οι αποστάσεις, οι εναλλαγές στις κλίμακες, από αυτές του σπιτιού σ’ αυτές της γειτονιάς. Ο ευρηματικός και κωμικός τρόπος εισόδου στην κατοικία, δεν περιγράφεται τυχαία, αντίθετα οδηγεί στη λύση  της φάρσας, με το τέχνασμα της φυγής του χρήστη: ἔμβαινε κ ̓ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ παράθυρον, τὸ πρὸς τὸ στενόν, ἐφαίνετο νὰ λείπῃ πάντοτε ἀπὸ τὴν κατοικίαν του. Καὶ ποῦ ἦτο; Πουθενά!  Στο διήγημα Αγάπη στον κρεμνό  αποδίδονται σκηνές δρόμου και κίνησης μιας εποχής όπου συνυπήρξαν  το λεωφορείο με τα άλογα και ο εποχούμενος σε γαιδουράκι. Στο διήγημα  T’ Αγγέλιασμα  (1912) περιγράφεται εξ  αρχής το περιβάλλον και οι κινήσεις: πρόκειται για βουνό ή κάποια πλαγιά: Ἀνέβαινεν ἀσθμαίνων τὸν ἀνήφορον ὁ καπετὰν Γ. ὁ Μ. Μαζί με το καλύβι του ξωμάχου, στο κτήμα που ήταν καλοκτισμένο, περιποιημένο, με πολλά σκεύη και εργαλεία γεωργικά και με αχυρώνα και στάβλο, περιγράφει τη διαμάχη  δύο αδελφών για τη διανομή των χωραφιών και των βοσκοτόπων. Το αγγέλιασμα, που ίσως να το αποκαλούσαμε εγκεφαλικό επεισόδιο ή κρίση σήμερα, συμβαίνει εκεί στην κατηφοριά όπου κατρακυλάει το μπαστούνι και μαζί αρχίζει το τέλος για τη ζωή του ήρωα, του Γ. του Μ.
Ξεχωριστό το διήγημα Οι Χαλασσοχώρηδες (1892), αποτελεί από μόνο του μια μικρή μελέτη κοινωνικο-πολιτικού χαρακτήρα. Με αφορμή την προεκλογική περίοδο στην επαρχία και τον ελάχιστα υγιή ανταγωνισμό των αντίπαλων κομμάτων, ο Αλ. Παπαδιαμάντης σκιαγραφεί το χωρικό πλαίσιο όπου διεξάγεται ο προεκλογικός αγώνας. Τα  πυκνοδομημένα σπίτια υποδέχονται τις ενημερωτικές  δραστηριότητες και οι  δρόμοι, οδικοί και θαλάσσιοι  τον λυσσαλέο αγώνα. Μέσα μεταφοράς επιστρατεύονται, χρηματικά ποσά ίπτανται και συμπρωταγωνιστούν. Ολόκληρο το χωριό καθίσταται θέατρο των δράσεων, από την θάλασσα, την προκυμαία, και την πλατεία έως το δίκτυο των δρόμων. Οι κινήσεις  των εμπλεκόμενων, υποψηφίων και ψηφοφόρων, σκωπτικά σχολιαζόμενες, υποκρύπτουν τις από μέρους τους σκοπιμότητες, τους δόλιους στόχους και τις  ύποπτες εξυπηρετήσεις παρά το φαινομενικά πανηγυρικό πνεύμα που καλλιεργούν οι μέλλοντες πολιτικοί. Από  τον κωμικό σχολιασμό του συγγραφέα πληροφορούμαστε τα άθλια και συμφεροντολογικά ήθη του καιρού. Ιδιαίτερα, όταν υποψήφιος στοχεύει στην απαλλαγή του από τον φόρο λόγω καλλιεργειών ή από την ανάλειψη  δημόσιων έργων ή ακόμα από την υπόσχεση ολοκλήρωσης χρόνια αργούντων υποδομών, τότε καταλαβαίνουμε πόσο σε κάθε επίπεδο διαπλέκεται ο χώρος! Εκτός από τις αναφορές στα στοιχήματα, στα ταξίματα και την έλλειψη δεοντολογίας, γίνεται λεπτομερής σχολιασμός για την εκλογική διαδικασία, τη συναλλαγή, την απροθυμία συμμετοχής, την εκμετάλευση και τοκογλυφία σε βάρος των φτωχών χωρικών από τους ισχυρούς και δη τους πολιτευόμενους συγχωριανούς τους. Αναπαριστώντας  τα τρεχαλητά των υποψηφίων, την κίνηση  στο πρακτορείο  (σημ. εκλογικό κέντρο), και  τις εκεί δράσεις τους, αναπτύσσει μια δυναμική όπου ο σκηνικός χώρος μιας νουβέλας καθίσταται ζώσα πραγματικότητα. Και για ένα άλλο λόγο είναι σημαντικό το έργο: κάνει κριτική στη λειτουργία  της δημοκρατίας, δηλαδή στις διαδικασίες και τα ήθη ψέγοντάς τα ουσιαστικά: Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος. Ὅστις πράγματι φιλοσοφῇ, καὶ ἀληθῶς πονῇ τὸν τόπον του, καὶ ἔχει τὴν ἠθικὴν ὄχι εἰς τὴν ἄκραν τῆς γλώσσης ἢ εἰς τὴν ἀκωκὴν τῆς γραφίδος, ἀλλ᾽ εἰς τὰ ἐνδόμυχα αὐτὰ τῆς ψυχῆς, βλέπει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ πολιτευθῇ. Και το κυριότερο, στο έργο και συγκεκριμένα  από το παρακάτω απόσπασμα φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  δεν ήταν ο κοσμοκαλόγερος, άρα κάποιος  μη προβληματισμένος για τα εγκόσμια και τα κοινωνικά ζητήματα, κάποιος με θεολογική ίσως μόνον άποψη, εικόνα του συγγραφέα που καλλιεργήθηκε για χρόνια, εφόσον γράφει:  Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Η συνοπτική αναφορά που ακολουθεί επικεντρώνεται στα μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
Η Μετανάστις (1879 ): Σε βαθύ συναισθηματικό κλίμα, η αναφορά στον χώρο γίνεται μόνο σημειακά. Ο χώρος με τις μετακινήσεις των ηρώων αποκτά διάσταση γεωγραφική. Η πορεία ανάμεσα στα θύματα του λοιμού αποπνέει την τραγικότητα της ατμόσφαιρας. Χωρίς περιττές περιγραφές, το μικρό δωμάτιο της αρχής του μυθιστορήματος εισάγει στη φρίκη του αδιεξόδου και της εγκατάλειψης. Ρόλους στην εξέλιξη της ιστορίας, αφανείς αλλά σημαντικούς έχουν και οι χώροι του πλοίου, τα κοιμητήρια και το κελλί προς φυλάκιση της μοιραίας γυναίκας.
Οι Εμποροι των εθνών ( 1882): ο συγγραφέας  επικεντρώνεται στις δράσεις και τα συναισθήματα των ηρώων και πολύ λιγότερο στον χώρο, αναλογικά με την έκταση του έργου. Κάνει όμως ιδιαίτερη αίσθηση η περιγραφή του πύργου του κόμητος, κτισμένου σε βραχώδη ακτή από την οποία σχηματιζόταν φοβερός κρεμνός. Με τον τρόπο αυτό δίνει έμφαση στο γεγονός της γνωριμίας των πρωταγωνιστών περιβάλλοντάς το με μεγαλοπρέπεια και μυστικισμό. Ενδιαφέρον έχει και ο φωτισμός του διαδρόμου και της σκάλας μέσω ενός φεγγίτη, από το φως της σελήνης για την διευκόλυνση της κίνησης  των ηρώων. Σχεδόν σε κανένα άλλο σημείο δεν γίνεται λόγος για το χώρο εκτός από την περιγραφή της καμπίνας του καπετάνιου, χωρίς όμως αυτό να προχωρά ή να βοηθά την εξέλιξη σε κάτι, άρα ίσως και να το έκανε για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Η γυφτοπούλα (1884 ): η εξέλιξη επικεντρώνεται στον μύθο με δανεισμένα τα ιστορικά πρόσωπα. Ο χώρος διακρίνεται σε λιγοστά σημεία του έργου. Πιο αναλυτικά περιγράφεται η μεμονωμένη  καλύβα, ιδιαίτερη κατά την όψη καθώς βρισκόταν σε απογυμνωμένο από βλάστηση λόφο. Η καλύβα ἦταν μεγάλη σπηλιά με οπή στη στέγη απ’ όπου διέφευγε ο καπνός από το καμίνι που έκαιγε κεντρικά για την παραγωγή άνθρακα. Επρόκειτο για εργαστήριο με όλα τα απαραίτητα εργαλεία και συγχρόνως  κατοικία οικογένειας σιδηρουργών που εργάζονταν κατά τις νυκτερινές ώρες.
Αφησα τελευταία τη νουβέλα Η φόνισσα (1903)  για να πάρει την ξεχωριστή θέση που της αξίζει, αξιολογώντας την  ως κορυφαίο έργο τόσο της δημιουργίας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όσο και της λογοτεχνίας γενικότερα: Εμβληματικό έργο, από τα πιο προσφιλή  ως ανάγνωσμα και ως έμπνευση για  άλλες μορφές τέχνης πχ ως θεατρικό, μουσικό κλπ. Ο.τι και να γράψει κάποιος για το έργο αυτό, θεωρώ ότι δεν είναι αρκετό: πρόκειται για αριστούργημα για το οποίο οποιοσδήποτε σχολιασμός ή κριτική είναι λίγα, μπροστά στο ανεξάντλητο δημιούργημα. Ξεκινά με τη μυσταγωγική σκηνή στο σπίτι όπου το λυχνάρι και οι σκιές αντιστοιχούν στη μυσταγωγία της γέννησης αλλά και του άγνωστου που καραδοκεί. Διακρίνονται τόσο ο φυσικός όσο και ο ανθρωπογενής χώρος. Ο πρώτος σχετίζεται με τη φύση, το τοπίο και το ρόλο τους στο έργο. Ο δεύτερος τόσο με τη μικροκλίμακα που υποθάλπει τις τραγικές πράξεις της Φραγκογιαννούς, όσο και με τον οικισμό και το νησί. Ο φυσικός χώρος, το τοπίο και ο τρόπος που αποδίδεται από τον μεγάλο συγγραφέα, αντανακλά τα συναισθήματα της ηρωίδας, κυρίως στο κυνηγητό που υφίσταται. Λειτουργεί  όμως παράλληλα και ανακουφιστικά, προκειμένου να ελαφρύνει τη ζοφερή ατμόσφαιρα του φόνου και των τύψεων αλλά και ως αντίδοτο σε μια τόσο δραματική εξέλιξη προβάλλοντας τη μαγιάτικη ατμόσφαιρα με τον πιο γλαφυρό τρόπο. Ο ανθρωπογενής χώρος καλύπτει την  κλίμακα  του νησιού, από το κάστρο και το εγκαταλειμμένο χωριό έως τον νεώτερο οικισμό αλλά και πολλές τοποθεσίες, περάσματα, στάσεις, καλύβες χωρικών, στάνες κλπ. Χαρακτηριστικότερο όλων όμως είναι  η πορεία της φόνισσας μέσα και πάνω- κάτω στον οικισμό και κυρίως στα μονοπάτια, στα χωράφια, στο δάσος, στα απόκρημνα βράχια, στην παλίρροια…
Η φύση και το δομημένο περιβάλλον δεν αποτελεί το τοπίο, το περίγραμμα ή το φόντο στα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη . Γίνεται αναπόσπαστο σύνολο με τους ήρωες, που δρούν ενταγμένοι σε ό,τι τους περιβάλλει. Το δέος προς τη φύση και τον περίγυρο δεν εκφράζεται με λόγια ή επιφωνήματα αλλά με μια σιωπηλή πνοή που εκπέμπεται από κάθε πρόταση του λόγου. Οπωσδήποτε η μεγάλη ανταπόκριση του συγγραφέα στο αναγνωστικό κοινό δεν οφείλεται στα στοιχεία του χώρου που μεμονωμένα ίσως θα είχαν μικρότερη αξία, αλλά στον τρόπο παρατήρησής τους και χρησιμοποίησής τους στο έργο του. Η υπόσταση που αποδίδει σ’ αυτά, το μέτρο παρουσίας τους στα έργα του, η κριτική αναλογία και ανταπόκριση τους στους χαρακτήρες και την υπόθεση, και οπωσδήποτε η συνολική εικόνα και η λογοτεχνική μανιέρα και αξία του λογοτέχνη αποδίδουν τη σημαντική παρουσία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο λογοτεχνικό και κοινωνικό στερέωμα. Ο ανοιχτός χώρος και η ύπαιθρος είναι αυτά που ενδιαφέρουν κατά κύριο λόγο τον συγγραφέα και κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η φτώχεια των ηρώων, ο αγώνας για την εξασφάλιση της διατροφής και της επιβίωσης επιτείνεται με τις αναφορές στη στέγαση και τη διαμονή. Η τοκογλυφία και η εκμετάλευση έχουν στόχο την υφαρπαγή περιουσιών, ενώ από την άλλη πλευρά η καλλιέργεια της γης και η αλιεία είναι πραγματικός αγώνας και ρίσκο για τους πένητες. Να μην λησμονούμε ωστόσο ότι οι άνθρωποι έχουν και σήμερα τα ίδια προβλήματα με τους ήρωες του Παπαδιαμάντη. Μόνο που τότε οι ιστορίες του διαδραματίζονταν στον αγροτικό χώρο ενώ σήμερα τα πράγματα συμβαίνουν κυρίως στην πόλη. Τα περιστατικά της ζωής των ανθρώπων αυτών, οι έννοιες,  οι αγωνίες τους και τα συναισθήματά τους  όπως εκφράζονται στη γραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μας ακολουθούν ανταποκρινόμενα στην κοινωνία κάθε επ
* Η Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου είναι Δρ αρχιτέκτων – αρχαιολόγος
_____________________________________
[i] Δεν γίνεται μνεία σε ένα αριθμό έργων, γιατί τα ζητήματα που αφορούν τον χώρο σ’ αυτά έχουν τύχει πιο ενδιαφέρουσας και αντιπροσωπευτικής ανάλυσης σε όσα ήδη καταγράφονται.
[ii] Οι χρονολογίες αφορούν τον χρόνο της πρώτης δημοσίευσης
[iii] Στὴν δυτικὴν ὅμως γωνίαν τῆς λωρίδος αὐτῆς, ὅπου ἤρχιζε ν ̓ ἁπλοῦται τὸ μῆκος τοῦ λιμένος, ἡ λωρὶς αὕτη ἔβαινε στενουμένη ἕως τοῦ Ἀργύρη τοῦ Μπαρμπαπαναγιώτη τὸν ἀνεμόμυλον, ὅστις μὲ τὴν ἀενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερῆ πτέρυγά του μὲ τὰ τριγωνικὰ ἱστία, ἐφαίνετο ὡς νὰ προεκάλει τὰ ἐν τῷ λιμένι ἠγκυροβολημένα πλοῖα, λέγων πρὸς αὐτά: «Νά, ἐγὼ ἀρμενίζω καὶ στὴ στεριά!», γράφει ο Αλ Παπαδιαμάντης με κωμική διάθεση.
[iv] Πόσα δάση μεταμορφώθησαν ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων, σε σκάφη μὲ κατάρτια ὑψηλά, και πόσα από αυτά θα βρίσκονταν ήδη στὰ βάθη τῆς Μεσογείου ἢ τοῦ Εὐξείνου!
[v] Ἀντίκρυσα μετ ̓ὀλίγον ὅλην τὴν πρόσοψιν τῆς πολίχνης, μὲ τοὺς διπλοῦς προβλῆτας πρὸς τὰς δύο ἐσχατιάς, μὲ τὴν βαθεῖαν λάκκαν καταμεσῆς, μὲ τοὺς καταλεύκους οἰκίσκους, καὶ τὰ δύο καμπαναριὰ τῶν δύο κυριωτέρων ναῶν, ἀποτελοῦντα ὅλα ὡραῖον σύνολον. Ὅλα σχεδὸν τ ̓ ἀμπέλια τῆς Μπούτας, κατηφορικά, ἔφθαναν ἕως τὸ κῦμα...
[vi] Ἐσηκώθην, αἰσθανθεὶς ρώμην τινά, κ ̓ ἔφερα ὀλίγους γύρους περὶ τὸν αἰγιαλόν, καὶ τὴν μικρὰν κοιλάδα, βλέπων πόσον ἡ ζωὴ ἦτο γλυκεῖα, εἰς τὰ ὡραῖα, τὰ ἔρημ ̓ ἀκρογιάλια τῆς πτωχῆς νήσου μου. Αὔρα ἐφύσα εἰς τοὺς θάμνους τοὺς μυρωμένους, τὸ κῦμα ἔπαιζε μαλακὰ εἰς τὴν ἄμμον, ἢ ἔπληττε μὲ φλοῖσβον τοὺς χαμηλοὺς βράχους, στρουθία ἐκελαδοῦσαν εἰς τὰ δένδρα, καὶ τρυγόνια ἐρημικὰ ἔφευγον μὲ ταχὺν θροῦν ἀνάμεσα εἰς τὰς πυκνὰς λόχμας
[vii] Τὸ φρούριον τοῦτο, …, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερὸς μονοκόμματος γρανίτης ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ γλάροι ἤριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονικοῦντες ποῦ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποῦ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου……..μεμονωμένος ὑψιτενὴς βράχος, ἐφ᾽ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βαρβάρων, ἐγκαταλιπόντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη. ………Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσώζοντο ἀκόμη οἰκίαι τινὲς μὲ τὰς στέγας καὶ τὰ πατώματά των ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἀρχῶν, ὁ ὄκνος τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Κάστρον συχνότερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τινῶν συλαγωγῶν, πλεονεκτῶν ἢ οἰκοδόμων, εἶχε καταστήσει ἐρειπίων σωρὸν τὸ Κάστρον.
Ετικέτες: