ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








by : tinakanoumegk

 

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

theof1

 

Παπαδιαμάντης, Κόντογλου, Πεντζίκης με τις ζωγραφιές του Θεόφιλου

 

Υπήρξαν κι οι τρεις, ασυνήθιστοι άνθρωποι.

Τόσο ιδιαίτεροι και ταυτοχρόνως τόσο ταπεινοί.

Τόσο σταυρωμένοι και ταυτοχρόνως αναστάσιμοι.

Στο περιθώριο κάπως και γι’ αυτό στο κέντρο, στον πυρήνα της ζωής.

“Ανάσταση χωρίς σταύρωση δεν υπάρχει”, το εμπεδώσαμε, κι ένα παιδί πια το ‘μαθε, “οι άγιοι των Γραμμάτων μας” και ο ζωγράφος του καθημερινού σταυρωμένου ανθρώπου και του Θεού.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγηρος, ανθρώπινος πάντα και τούτο υπερβατικός, ο διασώζων την ψυχή του λαού μέσα από τα έθιμα και τις συνήθειες, την πίστη και την βαθύτερη γνώση και λάμψη.

 

Φώτης Κόντολγου, ο Μικρασιάτης αγιογράφος που έκανε λογοτεχνία σημαντική τις ταπεινές κι αδάμαστες ψυχές, την Ορθοδοξία και την ελληνική παράδοση. Ανεπιτήδευτος πάντα, ουσιαστικός, λαικός και προσιτός.

 

Και Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο εύπορος Θεσσαλονικιός. Σπούδασε Φαρμακευτική στο Παρίσι, αλλ’ όταν το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος, ξαναπήγε έκτοτε ενενηντατρείς φορές! Ζωγράφισε και όπως και στο λογοτεχνικό του έργο υπήρξε παντού πρωτοπόρος. Μάστορας των εσωτερικών μονολόγων, με θρησκευτική προσήλωση και παραμπομπές στην βυζαντινή τέχνη και στη γενέθλια γη.

 

theof2

 

Το Fractal, τη φετινή Λαμπρή καταφεύγει στον δικό τους καθαρό, αναστάσιμο λόγο. Με αποσπάσματα από τα πιο γνωστά πασχαλιάτικα έργα τους, διαχρονικά, ιαματικά και λυτρωτικά.

Καθαγιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την καθημερινότητα και την εποχή που όπως όλες οι εποχές με τον δικό της αλλόκοτο, μυστηριακό λόγο, αποτελεί μια νεκραναστάσιμη, εν τέλει, εποχή.

 

theof3

 

Με του Θεόφιλου, φυσικά, τις λαϊκές, λαμπριάτικες ζωγραφιές.

papadiamantis_pasxa

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:

 

“Εξοχική Λαμπρή”, “Παιδική Πασχαλιά”, “Χωρίς στεφάνι”…

μ’ αυτά μεγαλώσαμε. Ειδικά την Λαμπροβδομάδα. Αναστάσιμος, κατ’ εξοχήν. Φύση και Ποίηση, ανθρωπιά και ελπίδα, Προσευχή κι αρμονία στις σελίδες του.

Αλήθεια, ποιος δεν θυμάται εκείνον τον τρισχαριτωμένο παιδικό καυγά. Για μια λαμπάδα. Ξανά επίκαιρο, ναι;

“…Μια παιδίσκη και εις παις πενταετής ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφωτέρα.

– Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.

– Όχι, η δική μου.

– Εμένα ο πατέρας μ’ την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.

– Εμένα η μάνα μ’ την εστόλισε μοναχή της.

– Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ’;

– Τέτοια παλιολαμπάδα!

– Ναι, παλιολαμπάδα; …να!…

– Να κι εσύ!

– Να κι άλλη μια!

Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο”. (Παιδική Πασχαλιά).

Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η “Μετανάστις” στην εφημερίδα “Νεόλογος”. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του “Οι έμποροι των Εθνών” στην εφημερίδα “Μη χάνεσαι”. Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην “Ακρόπολη” το μυθιστόρημά του “Γυφτοπούλα”, όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ’ όπου δημοσιεύει τη “Φόνισσα”. Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον “Παρνασσό” η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.

 

Fotis_Kontoglou_pasxa

 

Φώτης Κόντογλου:

 

“Ο Χριστός ανάστησε τον Λάζαρο πριν σταυρωθή, για να πιστέψουμε στη δύναμή του οι Ιουδαίοι και για να στερεωθή η πίστη στους μαθητές του, όπως πρωτήτερα είχε μεταμορφωθή στο όρος Θωβώρ για την ίδια αιτία…”

(Ανέστη Χριστός: η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός)

Ο ολόφρεσκος κι ανεπιτήδευτος λόγος του Κόντογλου παραθέτει σ’ αυτό ειδικά το βιβλίο, τα Ευαγγελικά γεγονότα της Μεγάλης Βδομάδας ξεκινώντας από την Ανάσταση του Λαζάρου και φτάνοντας και μετά την Λαμπρή, ως “την Ανάληψη του Κυρίου”.

Γεννημένος στο Αιβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ου αιώνα.

Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη ως νέος, μαθαίνοντας την λεγόμενη “Δυτική” ζωγραφική, αλλά αφιερώθηκε στη Βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην Αγιογραφία όταν επισκέφθηκε το 1923 το Άγιον Όρος.

Στη συνέχεια της ζωής του εικονογράφησε εκκλησίες που σήμερα θεωρούνται μνημεία, συντήρησε τοιχογραφίες του Μυστρά και προπαντός έγραψε’ για την ελληνική ζωγραφική και για την βυζαντινή αγιογραφία, για την ελληνική φύση, την παράδοση και την Ορθοδοξία, για την θάλασσα και τους απλούς ανθρώπου του λαού. Βραβεύτηκε για το έργο του από την Ακαδημία Αθηνών και πέθανε το 1965 στην Αθήνα.

Ανάμεσα στα έργα του: “Το Αιβαλί η πατρίδα μου”, “Η πονεμένη ρωμιοσύνη”, το “Ευλογημένο καταφύγιο”, “Γίγαντες ταπεινοί”, “Ο κουρσάρος”, “¨Πέδρο Καζάς”, “¨Το ασάλευτο θεμέλιο”, “Ταξιδευτές και ονειροπόλοι” και φυσικά μεταξύ άλλων πολλών και το “Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού” (εκδόσεις “Αρμός”).

 

pentzikis_g

 

Νίκος Γαβριήλ Παντζίκης:

 

“Γεννήθηκα στα 1908” αυτοβιογραφείται. “Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ Δημοτικού, διδαχθείς κατ’ οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μου εμφύτευσαν την αγάπη στη Γεωγραφία και το Δημοτικό τραγούδι.

Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μιά Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα «H Λαφίνα» και του «Kίτσου η μάνα». Θαύμαζα τον Kαρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας.

Φοιτητής στο Παρίσι, η νορβηγική και γενικώτερα η σκανδιναυϊκή συμβολιστική λογοτεχνία μ’ επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Tότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».

Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Kλωντέλ. Aπό το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους Bυζαντινούς χρονογράφους.

Aπό τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα.

Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Aυτό άλλωστε μ’ έκανε ολοένα και φανατικώτερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων.

Aπό το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στο Συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτου. Έκανα μιά μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή. Aπό τότε μέχρι σήμερα, ό,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας.

Tα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν (και πρέπει να σημειωθεί ότι εκδότης σπάνια δεχόταν να μου εκδώσει βιβλίο και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού να δημοσιεύσει κείμενό μου) είναι: ο Aνδρέας Δημακούδης, το πρώτο μου μυθιστόρημα. Στον Aνδρέα Δημακούδη δίνεται μιά εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον Πεθαμένο και Aνάσταση, το απαλλοτριωμένο και νεκρό εγg ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο. Aρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με τη ζωγραφική. Mε τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και το Xατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος. Στην ποιητική συλλογή Eικόνες το νόημα αποδίδεται με τη φράση: «H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν’ αγαπάμε του άλλου». H Πραγματογνωσία, περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου, μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης, μ’ έναν σαραβαλιασμένο, με τό ’να πόδι ξύλινο, ναυτικό. H Aρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής είναι μιά προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Tο Mυθιστόρημα της Kυρίας Έρσης γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί. Aπό το 1969 και μετά, χάρις στην προβολή που μου έκανε στο Γερμανικό Iνστιτούτο Γκαίτε ο κ. Σαββίδης, άρχισαν να βγαίνουν συχνά τα βιβλία μου. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η Συνοδεία? η Mητέρα Θεσσαλονίκη, είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη που γεννήθηκα και ζω. Tο Προς εκκλησιασμό είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι Σημειώσεις εκατό ημερών και τα Oμιλήματα. Στο Aρχείον που είναι ένα βιβλίο έμμεσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Mια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι τέλος το βιβλίο μου, Πόλεως και Nομού Δράμας παραμυθία”.

Πέθανε το 1993 στην πόλη όπου γεννήθηκε, από καρδιακή ανακοπή.

Ανάμεσα στα έργα του, και τα: “Μητέρα Θεσσαλονίκη”, “Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής”, “Προς εκκλησιασμόν”, “Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης”, “Ομιλήματα”, “Ψιλή η περισπωμένη”, “Υδάτων υπερχείλιση”, “Ποιήματα” και βεβαίως “Ο πεθαμένος και η Ανάσταση” που έχει εκδοθεί και επανεκδοθεί. Τελευταία φορά το 1999 από τις εκδόσεις Άγρα, με πυρήνα το υπαρξιακό συγγραφικό βάσανο, όπως ακολουθεί:

“Απορώ με τ’ ανθρώπινο σχήμα που το συνηθίζουμε και μας φαίνεται σταθερό. Ερωτώ, τι λογής είναι το κεφάλι, τα χέρια, το κορμί; Η όρθια στάση τι μπορεί να σημαίνει; Τι μπορώ να πω; Ποια μαρτυρία να δώσω; Καμιά ισχυρή μαρτυρία δεν βρίσκω. Πού χρειάζεται να προχωρήσω; Σε

ποιο βάθος πρέπει να κατέβω; Να συλλάβω τ’ αληθινό νόημα, να βρω τη βάση, την εξήγηση που εγώ στέκουμαι όρθιος ενώ με ειδοποιεί για το μέλλον ο άλλος πλαγιασμένος παντοτινά. Είμαι υποχρεωμένος να κλείσω τα μάτια μου και να δω με τη μνήμη. Για ν’ ανακαλύψω το σχήμα που έσβησε σταθερότερα, πρέπει να περιορίσω τις ανάγκες μου, να μείνω φτωχό περισσότερο με τη δίψα παρά με το νερό που πίνεται στη βρύση. Σκύφτω μέσα στο λάκκο που τον έχουν κάψει βαθύ. Πού ‘ναι ο θεμέλιος λίθος; Πού υψώνεται, η πολύεδρη οικοδομή, η ευρύτερη από το χώρο, η ακατάλυτη από τον χρόνο; Διακρίνω μόνο πλήθος ποικίλες αναγκαίες απόψεις. Σκέφτουμαι. Συλλογιέμαι τον τρόπο που θα φύγω από τον καθημερινό δρόμο. Πώς θα καθαριστώ από το ιδιωτικό μου συμφέρον που με βρωμίζει; Πώς θα μπορέσω να δεχτώ τα λόγια που ξεπερνούν τις διαστάσεις από κάθε κτίσμα; Ράντισέ με ουρανέ με ύσωπο για να καθαριστώ, να πλυθώ, ν’ ασπρίσω περισσότερο από το χιόνι. Σκυμμένος απάνω στο μνήμα των δικών μου, γυρεύω παρήγορο χαιρετισμό. Πού να ‘βρω το ουρανόχρωμο του ερχομού της άνοιξης λουλούδι; Πώς να περπατήσω στο περιβόλι που αποδρά κάθε θλίψη και στεναγμός; Σαν παιδί ακουμπώ στο σταυρό που ‘ναι η μαρτυρία του πατέρα μου, τρομάζοντας την έλλειψη κάθε υλικής παρουσίας.

Τα δάκρυα της περισσότερης δυστυχίας καίνε το μαντίλι που σφουγγίζοντας το κάθιδρο πρόσωπό του αποτύπωσε τη φυσιογνωμία του, Πώς θα μπορέσω να πιστέψω την απ’ τον τάφο ανάσταση του Χριστού; Δεν μπορώ να καταλάβω τη βεβαιότητα μιας αναμονής της ενδόξου ανάστασης, την ώρα που το σώμα κρέμεται από το ξύλο σταυρωμένο, καταστρέφοντας κάθε υπόσχεση χαράς. Πώς μπορώ να εννοήσω ότι ο θάνατος είναι η συνέχεια που μας συμπληρώνει, ενώ βλέπω όρθιο τον παπά πάνω στον τάφο, να ρίχνει με το φκυάρι το πρώτο χώμα που θα κρύψει το πρόσωπο; Βροντούν τα σβολάρια του χώματος κατρακυλώντας ανακατωμένα με το κρασί που αδειάσαν , σχηματίζοντας λάσπη που λερώνει τ’ άσπρο βαμβάκι, που ‘ναι στρουμωγμένο στο στόμα. “Χριστός Ανέστη”, ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής. “Χριστός Ανέστη” την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου, και την ξανακερδίζω με τη μνήμη. “Χριστός Ανέστη”, η φωνή των αιώνων επιμένει και καταλαβαίνω το χρέος μου…”

 

theof4

 ΑΠΟ: https://www.fractalart.gr/oi-agioi-twn-grammatwn/

by : tinakanoumegk


Η ιστοριογραφία, ως στοχασμός του χρόνου και στις τρεις του διαστάσεις, είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση, την οποία ως ιστορικοί αλλά και ως αναγνώστες της ιστορίας θεωρώ ότι οφείλουμε να την προσεγγίζουμε με δέος. Όσον αφορά ειδικά τους ιστορικούς, οι οποίοι την περίοδο αυτή διεκδικούν κάπως και το ρόλο των λοιμωξιολόγων, ας τονίσουμε προκαταβολικά ότι δεν είναι ούτε ιδιοκτήτες ούτε διαιτητές της ιστορίας (ακόμη και αν το επιζητούν διακαώς…), αλλά δυναμικά ευαίσθητοι υπουργοί του αινίγματός της, αίνιγμα το οποίο ακριβώς συγκροτεί το ίδιο το μυστήριο του ανθρώπου και του κόσμου του. H Jacqueline de Romilly μάλιστα θα παρομοιάσει τον ιστορικό με έναν φωτογράφο, “από τον οποίο θα ζητούσαμε βεβαίως απόλυτη ακρίβεια στο έργο του, θα του αναθέταμε όμως να φωτογραφίζει ένα αδιάκοπα μεταβαλλόμενο αντικείμενο, χίλιες φορές πιο μεγάλο από το πεδίο του φακού του”. Χρειάζεται συνεπώς, όχι μια αλγοριθμική, αλλά μια βαθιά φιλοσοφική προσέγγιση της ιστορίας, που λογαριάζει λ.χ. περισσότερο τη ρευστότητα των υποκειμενικοτήτων από τον εκάστοτε ορθολογικό σχεδιασμό, ο οποίος επιβάλλεται μάλιστα στο παρελθόν εκ των υστέρων. Διότι, όπως θα τονίσει και ο Alan Munslow, «η άρνηση της ανάγκης για εκφιλοσόφηση της ιστορίας εισάγει την παρηγορητική αντίληψη ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη που κατέχει την αλήθεια», ενώ πρόκειται ουσιαστικά για μια, πάντοτε εκκρεμή, «μορφή διανοητικής αλλά και συναισθηματικής δραστηριότητας που είναι ταυτόχρονα ποιητική, επιστημονική και φιλοσοφική».

Αν έλθουμε λοιπόν στο ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με αφορμή την μεθαυριανή επέτειο των 200 χρόνων της, και θελήσουμε να υπερβούμε την προφανή αυτάρκεια της σχολικής ιστορίας, εμβαθύνοντας, επί πολύ όμως, στις πολυπληθείς πρωτογενείς πηγές της Ελληνικής Επανάστασης, τότε είναι πιθανό ότι θα αντικρίσουμε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από αυτό που περιμέναμε. Τότε, όπως συμβαίνει ειδικά με κάθε μεγάλη ρήξη μέσα στον χρόνο, τόσο οι αμιγώς ηρωολατρικές όσο και οι αμιγώς ηρωοπληκτικές διαστάσεις εκείνου του εξαιρετικού φαινομένου ενδεχομένως να υποχωρούσαν μπροστά στο ουσιαστικά απροσπέλαστο μυστήριό του, το οποίο συχνά κρυσταλλώνουμε, ακινητοποιούμε, στην προσπάθειά μας να το κατανοήσουμε για να το χρησιμοποιήσουμε, στο παρόν μας. Όρος όμως εγγενής κάθε αινίγματος είναι το διαρκώς αλυσιτελές των ερμηνειών του. Πάντα κάτι περισσεύει, πάντα κάτι ελλοχεύει, πάντα κάτι προσμένει τη μελλοντική ή και εσχατολογική του αποτίμηση, εφόσον και ο ίδιος ο άνθρωπος, ο πρωτουργός της ιστορίας, αποτελεί πάντοτε ένα ιδιόμορφο «ον της περίσσειας», σύμφωνα με τον Μπατάιγ. Το εγχείρημα λοιπόν να περικλειστεί σε αδιάβροχες, θετικές ή αρνητικές, νόρμες το εκάστοτε αίνιγμα, και συνεπώς η Ελληνική Επανάσταση, μπορεί να εξυπηρετεί βεβαίως πολιτικές, πολιτιστικές ή άλλες σκοπιμότητες [κι αυτό, από την άλλη μεριά, είναι βαθιά ανθρώπινο…], αλλά του αφαιρεί την διαρκώς απερίσταλτη γονιμότητά του να δημιουργεί νέους κόσμους νοήματος που τέμνουν εγκάρσια την πραγματικότητά του. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν και τα αινίγματα στον κόσμο: για να δραπετεύουμε από τον εγκλεισμό στο δεδομένο, στο παγιωμένο και στο προφανές, για να μελετήσουμε την ιστορία ως το κατ’ εξοχήν βασίλειο της ελευθερίας. Και η Επανάσταση εκείνη ήταν πράγματι ένα ανεξάντλητο μεταλλείο των ορυκτών που αποτελούν το ίδιο το ανθρώπινο είδος, μέσα στις δαιδαλώδεις στοές του οποίου οι πιο ανεξήγητες συμπεριφορές, οι πιο τρελές προσδοκίες, τα πιο ηρωικά ανδραγαθήματα αλλά και οι πιο αλλόκοτες βιαιοπραγίες βρήκαν τον βαθύτατο χαρακτήρα τους.

Στην πάντοτε αινιγματώδη λοιπόν υφή της προσερχόμαστε για να καταθέσουμε κάποιες, κατά τη γνώμη μας, ιδιάζουσες όψεις της. Θα προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε λόγο για «μια παιδαγωγούσα Επανάσταση», μια Επανάσταση που εξέπεμψε θετικές, αρνητικές, αλλά και μεικτές, αμφίσημες παιδαγωγίες κατά τη διάρκειά της, καθώς και μετά από αυτήν, μέχρι σήμερα. Γιατί όμως τις ονομάζουμε «παιδαγωγίες»; Διότι αποτελούν μηνύματα και διαδικασίες που εκπαίδευσαν τους ανθρώπους τότε, αλλά και εκπαιδεύουν όλους μας έκτοτε, σε έναν βαθύτατο στοχασμό πάνω στην πάντοτε μεικτή ανθρώπινη φύση, η οποία στην περίπτωση της Επανάστασης υπέστη έναν εντατικό και βίαιο, ηφαιστειώδη μετασχηματισμό. Βασισμένοι λοιπόν στις, οπωσδήποτε υποκειμενικές και διαμεσολαβημένες, ιστορικές πηγές της εποχής, τις μόνες δηλαδή που έχουμε, θα επιχειρήσουμε να ψηλαφήσουμε τα είδη και τις ποιότητες αυτών των παιδαγωγιών.

Πρώτη και θεμελιώδης λοιπόν παιδαγωγία, πολύ σημαντική μάλιστα για τους επιγόνους, εμάς δηλαδή, είναι το εντέλει ανέφικτο μιας καθαρολογικής προσέγγισης της Επανάστασης. Συμπλέκοντας μαξιμαλισμούς με μινιμαλισμούς και επιτελώντας πολλές φορές μια ετεροχρονισμένη και αναχρονιστική ερμηνεία των προσώπων και των γεγονότων από τη δραστική ερημία του γραφείου μας, επιχειρούμε να εξηγήσουμε ενέργειες και καταστάσεις που βρίσκονται πολύ μακριά, μα πολύ μακριά από τη δική μας βιωτή, από το δικό μας περίγυρο, από τη δική μας αντίληψη και εμπειρία των πραγμάτων. Γι’ αυτό και κάθε προσέγγιση, κάθε ερμηνεία εκείνων των γεγονότων πρέπει να γίνεται με δέος, με αφουγκρασμό, με περίσκεψη και, αν θέλετε, με σεβασμό, με εικασίες και όχι με τελεσίδικες εξηγήσεις. Νομίζω ότι καμιά σύγχρονη ενσυναίσθηση, λέξη με μεγάλη καταχρηστική όμως διασπορά σήμερα, δεν είναι ικανή να αγγίξει εκείνον τον πυρετώδη κόσμο της Επανάστασης. Μας είναι ολότελα ξένος. Έτσι κι αλλιώς το παρελθόν είναι πάντοτε ανεπίσκεπτο, και, όπως θα τονίσει ένας Ολλανδός ιστορικός, στην ιστορία «το μόνο που έχουμε είναι κείμενα» και «μπορούμε να συγκρίνουμε μόνο κείμενα με κείμενα», χωρίς να «έχουμε τη δυνατότητα να επαληθεύσουμε τα συμπεράσματά μας, συγκρίνοντας τα κείμενα αυτά με το ίδιο το παρελθόν». Επιτρέψτε μου λοιπόν να προτείνω ότι, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε έστω και λίγο το πνεύμα της Επανάστασης, θα πρέπει να επιχειρήσουμε ίσως μια κένωση, μια κενωτική λειτουργία, γνωστή εξάλλου και από τη θρησκευτική μας παράδοση, να παραιτηθούμε δηλαδή προκαταβολικά από το συχνά αλαζονικό δικαίωμα και την πεποικιλμένη ικανότητα ενός ιστορικού ή ενός αναγνώστη της ιστορίας που λειτουργεί αφ’ υψηλού, θα λέγαμε σήμερα, ως drone.

Για να εισέλθουμε στην ατμόσφαιρα αυτής της κενωτικής λειτουργίας, ας επιχειρήσουμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε, αρχικά, μια εικόνα μόνο των επαναστατικών συναισθημάτων που βρίσκουμε μέσα στις ίδιες τις ιστορικές πηγές, για να δούμε τι θα μπορούσε να ξεπηδήσει από μέσα τους. Πώς ξεκινάει λοιπόν η Επανάσταση; Θα τολμούσα να πω ότι αρχίζει μέσα σε μια αμφίρροπη κατάσταση ζήλου, φόβου, πόθου, μυστικοπάθειας, εκδίκησης, σχεδιασμών, αποκοτιάς, αναμονής, εξαπάτησης και ρομαντισμού, στοιχεία που τα βρίσκουμε σε διαφορετικές ποσοστώσεις στις διαφορετικές πάντα ιδιοσυγκρασίες της Επανάστασης. Και σαν να ήταν μοιραίο, ήδη από την αρχή αχνοφαίνονται και στη συνέχεια γιγαντώνονται οι διχασμοί, οι εμφύλιες συγκρούσεις, οι δολοφονίες των αγωνιστών από φίλια πυρά, οι παρεξηγήσεις, οι συκοφαντικές φήμες, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες, τα πείσματα, οι δειλίες, οι δολιότητες, τα «ανοσιουργήματα»… Κι όλα αυτά, τα όντως τρομερά για την Επανάσταση εμπόδια, τίθενται αιφνιδίως κατέναντι πολυάριθμων οθωμανικών στρατιών που κατέβαιναν μανιασμένες να πάρουν εκδίκηση από τους «αχάριστους», όπως τους έλεγαν Έλληνες, οι οποίοι είχαν όλα τα προνόμια και τις διευκολύνσεις, έβγαζαν άπειρα χρήματα και πηγαινοέρχονταν ελεύθερα στην Ευρώπη, όμως κάποια στιγμή, παράδοξα, τα αψήφησαν όλα για να ταράξουν την ολύμπια, πολυ-ανεκτική γαλήνη της σουλτανικής κυριαρχίας.

Απέναντι λοιπόν σε αυτές τις οργισμένες στρατιές, που απαιτούσαν το δικό τους εκδικητικό δίκαιο, στέκεται ο αγωνιστής, η ανθρωπογεωγραφία του οποίου είναι βεβαίως ποικίλη, αλλά για την οικονομία του χρόνου θα σημειώσουμε μερικές μόνο από τις όψεις της. Είναι αυτός που αντιμετωπίζει τον εχθρό στη αρχή χωρίς όπλα, με ξύλα και βούκεντρα, χωρίς εφόδια επίσης, με το ένα μάτι στον εχθρό και το άλλο στα λάφυρα. Τον τρώει όμως και η αρχηγία που πήρε ο συναγωνιστής του, το δίπλωμα που του έδωσε η κυβέρνηση, τα γρόσια που εξασφάλισε πριν από κείνον, τον καταναλώνει η δόξα που θα στεφανώσει πρώτα εκείνον κι από κοντά τον συνέχει κι ο πειρασμός της λιποταξίας, όταν δυσαρεστείται ή απελπίζεται. Νιώθει πολύ συχνά μετέωρος, εκτεθειμένος στους πέντε ανέμους του πολέμου, και έχει και πίσω του οικογένεια, παιδιά και γέροντες, που ίσα που πρόλαβε να τους ασφαλίσει σε μια σπηλιά στα μετόπισθεν κι όταν τελειώσει ετούτη η μάχη θα τους πάει σε άλλη σπηλιά παρακάτω και από κει σε άλλη, σε άλλη…

Πεινάει πολύ, διψά, είναι κατάκοπος, βρεγμένος ως το κόκκαλο, γεμάτος αφόρητες ψείρες, έχει και πέντε λαβωματιές από την τελευταία μάχη, τα εφόδια συνεχώς αργούν, κρύβει τον φόβο μέσα του να μην εκδηλωθεί ούτε στον εαυτό του, πρέπει πάση θυσία να κατατροπώσει τον εχθρό, για να δώσει δύναμη στον εαυτό του και στους συντρόφους του… Κι όλη αυτή η υπομονή και η επιμονή που καταβάλλει θα ονομαστεί αργότερα ηρωισμός, κι έτσι θα μοιάσει στους προγόνους του, του λένε, κι αυτός θέλει δεν θέλει, μπορεί δεν μπορεί, το πιστεύει, πρέπει να το πιστέψει, δεν έχει άλλη επιλογή, δεν έχει άλλον ορίζοντα: ελευθερία ή θάνατος! Και απάνω απ’ όλα, πρέπει να σκοτώσει, ξανά και ξανά… Πότε και ποιος τον έμαθε να σκοτώνει; Τον αλλόφυλο μαχητή, τον ομόφυλο κατάσκοπο ή τον προσκυνημένο από απόγνωση ή δειλία, αλλά και τον αιχμάλωτο εχθρό, τα γυναικόπαιδα, με τα άφωνα παρακάλια στα μάτια; Ποιος του δίδαξε το θάνατο του εχθρού; Πού φώλιαζε όλη αυτή η εκδίκηση τεσσάρων αιώνων; Ο ηρωισμός συνεπαγόταν τότε άμετρη βία, αλλά η βία καθαγιάζεται πάντοτε με ηρωισμό; Από την άλλη μεριά, τι να τους κάνει όμως τους αιχμαλώτους, όταν κατέβαιναν δρομαίως οι οθωμανικές στρατιές; Πού να τους φυλάξει; Ποιος να τους φυλάξει, ώστε να μην αυτομολήσουν αργότερα στους συμπατριώτες τους με διπλάσιο μίσος, γιατί εκείνος και οι σύντροφοί του σκότωσαν προηγουμένως τους δικούς τους, λεηλάτησαν το βιός τους, έκαψαν το σπίτι τους;

Έπρεπε όμως να νικήσει! Γιατί τον περίμενε ο ανασκολοπισμός, όπως πριν τη μάχη στο Βαλτέτσι, όταν οι Τούρκοι ξεκινώντας από την Τρίπολη, «ητοίμασαν και έως διακόσια παλούκια και τα εχρωμάτισαν να τα πάρουν μαζί τους διά να παλουκώσουν τούς αρχηγούς και υπαρχηγούς των Ελλήνων, τους οποίους είχον την πεποίθησιν ότι θα τους συλλάβουν ζώντας»… Έπρεπε να νικήσει! Αλλιώς ας έπεφτε στην Αραπίτσα, ας ανατιναζότανε στο Μεσολόγγι, γιατί τον περίμεναν άγρια βασανιστήρια. Γι’ αυτό και ο αποκεφαλισμός από τον εχθρό ήταν μάλλον μια ακαριαία παρηγοριά, γιατί σε μια μονάχα στιγμή άλλαζε ταχύτατα το στρατόπεδο των ζωντανών, αυτό που διαστιζόταν από τον πλήρη τρόμο, με το βασίλειο των νεκρών, όπου «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος»… Γιατί αυτή την ατελεύτητη ζωή του έταζαν οι ιερείς, γι’ αυτήν του κήρυτταν στεντόρεια πριν από κάθε μάχη οι αρχιερείς: θα γίνει μάρτυρας, θα κατοικήσει στον Παράδεισο, λίγος πόνος εδώ και μετά ένα φως απόκοσμο θα τον τυλίξει απρόοπτα, βραβεύοντας τον αγώνα και την αγωνία του… Παρόμοια όμως έταζαν και οι δερβίσηδες στους απέναντι μαχητές, μάρτυρες του Αλλάχ, γαζήδες που οσονούπω θα απολάμβαναν τα ουρί του παραδείσου…

Μια δεύτερη παιδαγωγία που αντλούμε από τη μελέτη των ιστορικών πηγών είναι ότι η Επανάσταση επιτάχυνε εξαιρετικά και σε πολλές περιπτώσεις κατέστησε ακαριαία την «επαναστατική στιγμή» όλων των εμπλεκομένων. Υπήρξε δηλαδή ένα σοκ, όχι μόνο γι’ αυτούς που υπέστησαν απρόοπτα την επαναστατική πίεση, όπως οι Οθωμανοί, αλλά ακόμη και γι’ αυτούς που την προετοίμαζαν μυστικά για χρόνια, ένας αιφνιδιασμός που έπρεπε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να τον συνειδητοποιήσουν και να διαχειριστούν τα κέρδη και τις ζημιές. Το επαναστατικό πρόταγμα μιας δυναμικής, αν και ετερόκλητης, μειοψηφίας, στηριγμένο οπωσδήποτε στη μακροχρόνια οθωμανική αδικοπραγία, διέσπειρε τον επαναστατικό ζήλο στους υπόλοιπους Έλληνες πότε με την πειθώ, πότε με απατηλές ή μη υποσχέσεις, ακόμη και με εκβιασμούς, συντομεύοντας ριζικά τον αδρανή χρόνο της καθημερινότητας. Κάθε επανάσταση αφήνει εποχή. Και, όπως θα σημειώσει ο Μικαέλ Λεβύ, «το να αφήσεις εποχή δε σημαίνει να επέμβεις παθητικά στη χρονολογία, σημαίνει να επισπεύσεις τη στιγμή». Έτσι εκείνη η στιγμή μετέτρεψε, κάποτε κεραυνοβόλα, την αμηχανία, τον φόβο, τον δισταγμό, τη δειλία αλλά και τη σύνεση, δηλαδή εντελώς φυσιολογικά ανθρώπινα συναισθήματα, σε ορμή, σε αφοβία, σε ηρωισμό, σε ασυγκράτητη βιαιότητα, δηλαδή σε αναβαθμούς, όπου τα ανθρώπινα συναισθήματα μετέρχονται μιας ριζοσπαστικής κορύφωσης.

Θα γράψει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος: «…Στην αρχή της επανάστασης οι περισσότεροι από τους προσερχόμενους να αγωνιστούν ήσαν χωρίς άρματα και άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά, και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν οι τσεμπέρες των γυναικών των· τότε ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες ο ένας τον άλλον ‘διατί εμαζώχθημεν εδώ και τι θα κάμωμεν;’ Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν, ότι εμαζώχθημεν να σκοτώσωμεν τους Tούρκους δια να ελευθερωθώμεν…». Κι αργότερα θα περιγράψει μια συνταρακτική σκηνή, ιδρυτική, νομίζω, εκείνης της επανάστασης: «…Aφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επιστρέψαμεν εις το χωριό Bαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Eκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους… O δε Kολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν».

Μια τρίτη παιδαγωγία της Επανάστασης ήταν η σταδιακή κατάρτιση όλων των εμπλεκομένων στην αμφισημία, την αβεβαιότητα, την αστάθεια και την ανασφάλεια. Ίσως ήταν μια από τις σημαντικότερες και τις πιο βασανιστικές παιδαγωγίες ειδικά των επαναστατημένων, αν λάβει κανείς υπόψη τη διαφορά δυναμικού των δυο αντιπάλων στα στρατεύματα, την εκπαίδευση, τις επιμελητείες, τις εφεδρείες και τη στρατιωτική προϋπηρεσία. Αν λάβει υπόψη τις ματαιωμένες υποσχέσεις και ελπίδες των υπόδουλων, την παλιμβουλία των Μ. Δυνάμεων αλλά και τις εσωτερικές διαμάχες, τις προδοσίες, τις πρόσκαιρες αποσύρσεις ηγετών και ομάδων κλπ. Ήταν μια εκπαίδευση στο ρίσκο, στην παράδοξη εναλλαγή νικών και ηττών, στα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας, ήταν μια εντατική συγκατεργασία της ελπίδας με την απόγνωση. Η μανιώδης αντίδραση των Τούρκων, βασισμένη στον αιφνιδιασμό που υπέστησαν αλλά και στην παραπλανητική ιδέα που έτρεφαν για την ελληνική «αχαριστία» απέναντι σε μια δήθεν «ανεκτική» οθωμανική διοίκηση, η αμφίρροπη στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά και η εξαιρετική δυναμική των εκάστοτε συγκυριών, άνοιγε έτσι ένα ευρύ πεδίο ανάμεσα στη νομοτέλεια και την τυχαιότητα. Η μόνη σταθερά της επανάστασης ήταν λοιπόν η διακινδύνευση και η αντιφατικότητα, από την οποία πήγαζε όμως και η αλλοτριοφαγία, εντός ή εκτός του ιδίου στρατοπέδου, κάποτε και η ανήθικη, για ηθικιστικά όμως βλέμματα, διγλωσσία: «Ωχ αδελφέ Στορνάρη», φώναξε κάποτε ο Καραϊσκάκης στον συναγωνιστή του, «κάνεις ωσάν να διαπραγματεύεται η Ρωσσία με την Τουρκιά! Κλείω την ειρήνην τώρα· δεν με άρεσεν μεθαύριον, την αποπατώ κ’ εγώ, κ’ εσύ, και όλοι μας!».

Μια τέταρτη παιδαγωγία ήταν η αναζήτηση, η ανάδειξη ή και η «κατασκευή» ηγετών, καθ΄ όλη μάλιστα τη διάρκειά της. Απέναντι σε έναν αναποφάσιστο ή φοβισμένο λαό, φορτωμένο με τις αιματηρές μνήμες παλαιότερων αποτυχημένων εξεγέρσεων, έπρεπε να αναζητηθεί, να αλληλο-συμφωνηθεί, να προβληθεί αλλά και να επιβληθεί μια ηγεσία, η οποία με πειθώ, με το προσωπικό ηρωικό παράδειγμα, αλλά και με απάτη ή βία, θα μετέβαλε τον τρεμάμενο σπινθήρα της Επανάστασης σε πυρσό και εντέλει σε πυρκαγιά. Μια πυρκαγιά, η οποία μάλιστα έπρεπε να τροφοδοτείται συνεχώς για να μη σβήσει, όπως συνέβαινε όταν κυριαρχούσαν οι Τούρκοι ή οι εμφύλιες διαμάχες. Μια πυρκαγιά που κινδύνευε εξαιρετικά μέσα στην πανταχού και πάντοτε παρούσα πολυ-ηγεσία της Επανάστασης.

Μια πέμπτη παιδαγωγία ήταν η αιφνίδια ή η σταδιακή κατάρτιση στον ηρωισμό, μια λέξη που έχει αποκτήσει σήμερα διφορούμενη σημασία, όταν οι ήρωες είναι μάλλον πρότυπα υπερκατανάλωσης. Τι περικλείει όμως αυτή η έννοια για εκείνη την εποχή; Θα μπορούσαμε να την αναλύσουμε με μια σειρά από συνώνυμες λέξεις, όπως ανδρεία, αυτοθυσία, αφοβία, σκληραγωγία σώματος και ψυχής, ευψυχία, σταθερότητα αποφάσεων, ευφυΐα και ευελιξία, επιμονή, αντίσταση στη μηδενιστική απόγνωση και την υποταγή και, τέλος, σκληρότητα. Όλα αυτά τα συναντούμε σε πολλούς αγωνιστές της Επανάστασης, αλλά και στους Τούρκους. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί, που έχουν συχνά κατηγορηθεί για μεροληψία, τολμούσαν να μνημονεύουν ακόμη και την ανδρεία των Οθωμανών. Αλλά βεβαίως είναι ανάγκη να θυμηθούμε ότι ο ηρωισμός του ενός μεταφραζόταν σχεδόν πάντα σε εξαιρετική σκληρότητα προς τον άλλον, και η Επανάσταση συμπεριέλαβε εντός της τέτοιες συμπεριφορές.

Μια έκτη παιδαγωγία ήταν αυτή στο μίσος και στην εκδίκηση, ως στοχασμός πάνω στα εξαμβλώματα της ανθρώπινης φύσης. Όχι μόνο οι νίκες, αλλά και τα αντίποινα απέναντι κυρίως στους αμάχους ή τους αιχμαλώτους, έσπερναν μεν τον τρόμο στους ηττημένους αλλά και αναμόχλευαν την αντεκδίκησή τους. Ήταν αντίποινα που δεν χώνευαν αλλά αναπαρήγαγαν τη βία, η οποία, πρέπει να σημειώσουμε, ότι προερχόταν συχνά και από τον προσωπικό, οικογενειακό, τοπικό ή γενικό μετεωρισμό, τη βαθιά αβεβαιότητα δηλαδή που τους κατείχε απέναντι στο εγγύς μέλλον. Όπως θα τονίσει ο Άγγλος ιστορικός της επανάστασης George Finley, «όταν ένα έθνος λαχταράει την ανεξαρτησία τουη επανάσταση είναι ενδεχόμενη, όταν όμως, μαζί με το πάθος για την ελευθερία, το έθνος αυτό οιστρηλατείται και από την ορμή για εκδίκηση, τότε η επανάσταση είναι αναπόφευκτη». Ο Jean-Paul Sartre, μιλώντας για αυτή την αντίστροφη γενοκτονία, αυτή που διαπράττουν «όχι πλέον οι εξουσιαστές αλλά οι υπόδουλοι», θεωρεί ότι οι τελευταίοι, μέσω ακριβώς αυτών των βιαιοπραγιών, «ανακαλύπτουν ξανά τη χαμένη τους αθωότητα», επανιδρύοντας έτσι τον εαυτό τους. Και η Lindner αναλύοντας ειδικά τα αισθήματα της ταπείνωσης που βιώνουν οι υπόδουλοι αλλά και τον φόβο για μια νέα ταπείνωση που θα έρθει από την ενδεχόμενη αποτυχία της εξέγερσης, θα αναγνωρίσει ότι αποτελούν «την πυρηνική βόμβα των συναισθημάτων… το πιο δυνατό όπλο μαζικής καταστροφής».

Μια έβδομη παιδαγωγία ήταν αυτή που αφορούσε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Επανάστασης, ο οποίος απαντάται και στις δυο αντίπαλες παρατάξεις. Δεν μπορούμε να μην βεβαιώσουμε ένα είδος «ιερού πολέμου» μεταξύ τους. Η θρησκευτική αναφορά όλων των εμπολέμων ήταν συνεχής, πριν, κατά και μετά τις μάχες, ιδρύοντας το πλαίσιο ενός δυναμικού εθνικο-θρησκευτικού συντονισμού, ο οποίος τους πρόσφερε αφειδώλευτα και δωρεάν το δυναμωτικό και ιαματικό ακούμβησμα του ουρανού πάνω στις τραγωδίες της γης. Σε αυτό μπορούμε να εντάξουμε τίς προσευχές που αναπέμπονταν κάθε πρωί πριν από τη μάχη και από τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, καθώς και πολλές άλλες καθημερινές θρησκευτικές εκδηλώσεις, οι οποίες στον χώρο των Ορθοδόξων περιλαμβάνουν τον εκκλησιασμό, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, τις παρακλήσεις, τις νηστείες, την ενεργό παρουσία πολλών ιερωμένων στις μάχες, είτε ως εμψυχωτών είτε ως οπλαρχηγών, τις δοξολογίες και τις ευλογίες των όπλων, τους θρησκευτικούς όρκους, τις λιτανείες κ.λπ.

 

Η ιστοριογραφία της Επανάστασης είναι πράγματι ένα ανεξάντλητο μεταλλείο και είναι αμέτρητες οι παιδαγωγίες, τα νοήματα, τα διδάγματα και οι προσανατολισμοί, που μπορεί να αντλήσει κανείς από εκείνη τα μακρινά γεγονότα, τα ιδρυτικά του νεοελληνικού μας κράτους. Μόνο ελάχιστες προσπάθησα σήμερα να αρθρώσω σε αυτή την εισήγηση, την οποία θα ολοκληρώσω ευθύς αμέσως με μια όγδοη παιδαγωγία, που αφορά την αναπόφευκτη μυθοποίηση των επαναστατικών γεγονότων. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, αν και συχνά το αγνοούμε ή το λοιδορούμε, ότι χωρίς μύθο και μυθοποίηση δεν νοείται εξέγερση και επανάσταση. Διότι δεν νοείται καν ζωή, ούτε επιβίωση. Κάθε εποχή, επαναστατική ή μη, στηρίζεται κυρίως στις μυθοπλασίες της, εφόσον «για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από αυτήν», όπως θα μας θυμίσει ο Οδυσσέας Ελύτης στη “Μαρία Νεφέλη”, προβάλλοντας την αναγκαιότητα του ονειρικού/οραματικού ισοδύναμου της ανθρώπινης ύπαρξης. Μάλιστα, όσο πιο μεγάλο, βίαιο, αινιγματικό, αδυσώπητο είναι ένα ιστορικό γεγονός, τόσο περισσότερο υποχρεωτικά και αθέλητα μυθοποιείται: είναι στη φύση την ανθρώπινη, είναι στη γλώσσα την ανθρώπινη, να διαστέλλει τις εγκαυστικές ειδικά εμπειρίες της, να υπερχειλίζει τους λόγους της, να λειτουργεί με αλληγορίες, μετωνυμίες, μεταφορές και σχήματα καθ’ υπερβολήν. Εξάλλου, «μια ολόκληρη μυθολογία είναι εγκατεστημένη στη γλώσσα μας», θα μας προειδοποιήσει και ο Βιτγκεστάιν. Αν λοιπόν η ίδια η ιστορία του εκάστοτε παρελθόντος δεν λειτούργησε ποτέ με μοντέλα και αλγορίθμους, ας μην επιμένει να το κάνει η ιστοριογραφία. Ας αναγνωρίσει επιτέλους ότι χωρίς ρομαντικές, οικοδίαιτες και βιοπάροχες μυθοπλασίες μόνο ίσως οι μισθοφόροι κάθε εποχής πολεμούν, αν και αυτοί μετέρχονται οπωσδήποτε το δικό τους προσωπικό μύθο. Από την άλλη μεριά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι και οι σύγχρονες, θριαμβολογικές απομυθοποιήσεις βασίζονται πάντα σε κάποιον άλλο, ανομολόγητο, μύθο, διότι δεν υφίσταται ποτέ και πουθενά κανένα μυθολογικό κενό στην ανθρώπινη ιστορία. Αν αυτό λοιπόν γίνει από όλους αρχικά αποδεκτό, τότε μπορούμε στη συνέχεια να αρχίσουμε νόμιμα να ανιχνεύουμε και τα εκάστοτε ψήγματα αλήθειας ή τους εντελώς ανθρώπινους συνδυασμούς αληθειών και μυθοπλασιών που κυκλοφορούν ελεύθερα και χωρίς λογιστικές δεσμεύσεις μέσα στους λόγους του παρελθόντος. Διότι, ό,τι περιέσωσε εντέλει την Ελληνική Επανάσταση ήταν ακριβώς η μυθοπλασία της, δηλαδή το πλειοψηφικά μονοδιάστατο όραμα της απελευθέρωσης, που δοκιμάστηκε όμως ανηλεώς και πολυτρόπως μέσα στο αφόρητο καμίνι των αβεβαιοτήτων και των αμφισθενειών, των ανθρώπων και των πραγμάτων εκείνης της πραγματικά κεκαυμένης εποχής. Γιατί ήταν αυτή η μυθοπλασία που γέννησε και την περίφημη αντοχή του ελληνικού λαού, η οποία, σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Mark Μαζάουερ, κινητοποίησε στο τέλος και τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μεσολαβήσουν δραστικά στην εξελισσόμενη εκείνη τραγωδία, εφόσον τους έγινε κάποια στιγμή περισσότερο από σαφές ότι «οι Έλληνες αντέχουν και δεν θα υποχωρήσουν». Έτσι, δυο αιώνες μετά, ο Μαζάουερ θα υπομνηματίσει πρόθυμα τον Μακρυγιάννη, ο οποίος, προβάλλοντας λαϊκότροπα τη σταθερή απόφαση της ελευθερίας, θα διακηρύξει πως “αυτείνη την λευτερίαν δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμε εύκολα πίσω εις του αυγού το τζόφλιο”… Σας ευχαριστώ!

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Παλαιστές”, 1932) είναι έργο του Φώτη Κόντογλου.

 19 Απριλίου 2021



ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ

 

by : tinakanoumegk

 

Ο θάνατος του Βάσου Λυσσαρίδη , την παραμονή της Πενταμερους στή Γενεύη ,προκαλει συνειρμούς. Ασφαλως , ηταν αιωνόβιος καί βρισκόταν στό τέρμα της ζωης του.Δέν μπορουσε πλέον νά παρεμβαίνει ενεργά στά πολιτικά γεγονότα. Αν μπορουσε , θά ηταν ισως διαφορετικά τά πράγματα.Θά ηταν πολύ πιό δύσκολο γιά τίς ηγεσίες του ΑΚΕΛ καί του ΔΗΣΥ νά προαγάγουν τήν πολιτική της εθελοδουλείας , της συνθηκολογήσεως καί της αποδοχης σχεδίων γιά τήν κατάλυση της Κυπριακης Δημοκρατίας καί τή δορυφοροποίηση ολόκληρης της Κύπρου από τήν Αγκυρα , μέ την παραπλανητική προπαγάνδα γιά δηθεν " λύση " .
Ακόμη ομως καί οταν η σάρξ ηταν ασθενής, τό πνευμα του Βάσου Λυσσαρίδη ηταν αγρυπνο καί διαυγές μέχρι τέλους.Μπορουσε καί παρακολουθουσε τά θλιβερά καί ανάξια πού συνέβαιναν καί ερχονταν σέ αντίθεση μέ οσα αγωνίσθηκε γιά μιά ολόκληρη ζωή.Πονουσε καί ανησυχουσε. Ισως νά μήν αντεξε τό ονειδος της εθνικης αναξιοπρέπειας καί νά θέλησε , μέ τό θάνατό του , νά προσφέρει μιά τελευταία υπηρεσία, νά αφυπνίσει τά πνεύματα καί νά γαλβανίσει τά πατριωτικά αισθήματα του Κυπριακου λαου ,πού γνώρισε στό πρόσωπο του τόν πρωτοπόρο των αγώνων του.
Από τότε ,πού η Τουρκανταρσία, υποβοηθούμενη από τήν ΤΟΥΡΔΥΚ, τό Τουρκικό Απόσπασμα Κύπρου, ειχε καταλάβει αιφνιδιαστικά τίς βουνοκορφές του Πενταδακτύλου καί τό φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος , μέ στρατηγικό στόχο τήν υποβοήθηση καί τή στήριξη Τουρκικης αποβάσεως στήν Κερύνεια. Ο Βάσος Λυσσαρίδης , επικεφαλης του τάγματος των κοκκινοσκούφηδων εθελοντων καταδρομέων , πού ειχε ο ιδιος δημιουργήσει, ανέλαβε τό κύριο βάρος της επιχειρήσεως γιά τήν εκπόρθηση του Αγίου Ιλαρίωνος καί τήν απελευθέρωση του Πενταδακτύλου.Η επιχείρηση δέν ολοκληρώθηκε , μετά από εξωτερικές πιέσεις καί παρεμβολή ειδικότερα , μεταξύ των αντιμαχομένων, Αγγλων " ειρηνευτων " της Δυνάμεως του ΟΗΕ στήν Κύπρο.Μέ τό προσωπειο του ΟΗΕ ,παρεμπόδισαν τότε οι Βρετανοί τήν απελευθέρωση του Πενταδακτύλου καί τήν αποκατάσταση της νομιμότητας, οπως συμπράττουν σήμερα μέ τήν Αγκυρα , μέ τό ιδιο προσωπειο του ΟΗΕ, γιά τήν επίτευξη του ιδιου στόχου , πού ειχαν καί τότε : τήν κατάλυση της Κυπριακης Δημοκρατίας.
Η εικόνα του Βάσου Λυσσαρίδη στόν Πενταδάκτυλο, ανάμεσα στούς κοκκινοσκούφηδες συναγωνιστές του, εμεινε στή φαντασία του Κυπριακου λαου , ως σύμβολο αγώνα καί μαχητικου πνεύματος γιά τήν ελευθερία της Κύπρου.Οι αγωνες του ομως χρονολογουνται από πολύ πιό πρίν.Από τά φοιτητικά του χρόνια καί από τή συμμετοχή του στόν ενοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59.
Προσωπικός ιατρός, φίλος καί συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στάθηκε σταθερά στό πλευρό του από τήν επομένη του αγώνα καί της ανακηρύξεως της Κυπριακης Δημοκρατίας.Ηταν από τούς λίγους πού διετήρησαν τή διαφωνία τους μέχρι τέλους γιά τίς Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Συνέπλευσε ομως μέ τόν Μακάριο, γιατί ειδε σ' αυτόν τόν ασυμβίβαστο ηγέτη, πού θά συνέχιζε ΄τον αγώνα γιά τήν κατάκτηση από τήν Κύπρο μιας πραγματικης ανεξαρτησίας , σέ αντίθεση μέ τή ψευδεπίγραφη πού της ειχε επιβληθει εκβιαστικά μέ τίς Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου.
Ο Βάσος Λυσσαρίδης διεδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στήν υπεράσπιση της Λευκωσίας ,οταν ξέσπασε η κρίση , τά Χριστούγεννα του 1963. Βοήθησε ομως , ταυτόχρονα , τήν Κύπρο μέ τίς σχέσεις πού ειχε μέ τήν Αιγυπτο του Νάσσερ, μέ διάφορα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα καί μέ διεθνεις προσωπικότητες.
Η περίοδος από τό 1964 μέχρι τήν ανοδο στήν εξουσία της χούντας τό 1967 καί τό πραξικόπημα καί τήν εισβολή τό 1974 , ηταν μιά δραματική περίοδος , μέ μεγάλες ελπίδες καί προσδοκίες, αλλά καί απογοητεύσεις καί τραγωδίες. Η μυστική αποστολή μιας μεραρχίας στήν Κύπρο γιά τή θωράκιση της εναντίον των Τουρκικων απειλων γιά απόβαση , δημιούργησε μιά νέα ισορροπία δυνάμεων.Η ισορροπία αυτή επρεπε να αντέξει στό χρόνο.Νά παραμείνει σταθερή.Θά επρεπε ομως γι' αυτό νά παραμεινει σταθερή καί η κατάσταση στήν Ελλάδα.
Ο ξένος ομως παράγοντας ηθελε " λύση " του Κυπριακου πού νά ικανοποιει καί τήν Αγκυρα.Ο ασβηστος πόθος των Ελλήνων της Κύπρου γιά Ενωση εργαλειοποιηθηκε επιτηδείως γιά νά οδηγήσει , μέ τή φενάκη της δηθεν Ενώσεως, σέ διχοτομικές λύσεις.Ο Βάσος Λυσσαρίδης στάθηκε δίπλα στόν Αρχιεπίσκοπο Μακάριο , ακλόνητος συμπαραστάτης καί συναγωνιστής γιά τήν απόκρουση τέτοιων " λύσεων " .
Οταν ανέλαβε τήν εξουσία η χούντα στήν Ελλλάδα,ολοι ανέμεναν οτι αυτή θά επεδίωκε νά ανατρέψει τόν Μακάριο γιά νά επιβάλει στό Κυπριακό απαράδεκτη λύση.Ο Βάσος Λυσσαρίδης συμπαρατάχθηκε πάλι μέ τόν Αρχιεπίσκοπο Μακάριο καί πρωτοστάτησε στόν αντιδικτατορικό αγώνα στήν Κύπρο.
Στό πνευμα αυτό , αποτέλεσε εναν από τούς σημαντικότερους παράγοντες του μαζικου αλλά καί του ενοπλου μετώπου κατά της χούντας, πού εξύφαινε συνεχως τή μιά συνωμοσία μετά τήν αλλη , μέ πάντα τόν ιδιο σκοπό: τή δολοφονία η ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.Οταν ξέσπασε τό πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη , τόν Ιούλιο του 1974, ο Βάσος Λυσσαρίδης καί τό Σοσιαλιστικό κόμμα ΕΔΕΚ, που ειχε ιδρύσει εν τω μεταξυ, πρωτοστάτησαν στήν ενοπλη αντίσταση κατά του πραξικοπήματος, μαζί μέ τό Εφεδρικό Σωμα της Αστυνομίας, στελέχη καί ανδρες της Αστυνομίας καί της Εθνικης Φρουρας, πού ειχαν μείνει πιστά στόν Μακάριο, την Ενωση Αγωνιστων στήν Πάφο καί αλλες Αντιστασιακες Ομάδες.
Τό πραξικόπημα τό ακολούθησε η Τουρκική εισβολή ως δύο πράξεις του ιδιου δράματος, πού ειχαν τόν ιδιο σκηνοθέτη.Η τραγωδία ουτε εκαμψε τό φρόνημα του Βάσου Λυσσαρίδη ουτε επισκίασε τήν καθαρότητα καί τή διορατικότητα της σκέψεως του. Εριξε αμέσως τό σύνθημα της αντιστάσεως στήν κατοχή : " Κάθε σπίτι καί κάστρο " . " Αμυντική Θωράκιση ", " Ενιαιος Αμυντικός Χωρος Ελλάδος - Κύπρου " .Ως πρωτοστάτης στήν αντίσταση στό πραξικόπημα, αλλά καί στήν Τουρκική κατοχή , εγινε καί κύριος στόχος αυτων πού επεδίωκαν νά συντηρήσουν τό πραξικόπημα , νά μή επιτρέψουν νά γυρίσει στήν Κύπρο ο Μακάριος καί νά δημιουργήσουν κατάλληλες συνθηκες γιά νά επιβάλουν " λύση " τετελεσμένων γεγονότων " . Εγινε εναντίον του , στή Λευκωσία , δολοφονική απόπειρα.Ο ιδιος σώθηκε , αλλά σκοτώθηκε ο Γενικός Γραμματέας της Νεολαίας του Κομματος καί ποιητής Δωρος Λοϊζου.
Ειχε δει από νωρίς τά οσα βυσσοδομουσε ο ξένος παράγων γιά τή νομιμοποίηση της Τουρκικης κατοχης καί αυτούς πού εσπευδαν ν' ανταποκριθουν , πλειοδοτωντας για δηθεν " λύση " .Ειχε επισύρει επανειλημμένα τήν προσοχή στήν ανάγκη νά διαφυλαχθει ο διεθνής χαρακτήρας του προβλήματος ως προβλήματος εισβολης καί κατοχης καί νά μή υποσταλει η σημαία του αντικατοχικου αγώνα , μέ πρόσχημα τις διακοινοτικές συνομιλίες η τήν υποτιθέμενη " προσέγγιση " μέ τούς Τουρκοκυπρίους .Διεξήγαγε, πάνω στή βάση των θέσεων αυτων , ανυποχώρητο αγώνα.Αντιτάχθηκε ιδιαίτερα στήν υπουλη φόρμουλα της λεγόμενης διζωνικης ομοσπονδίας , μέ πολιτική ισότητα , διαψεύδοντας οτι εισηγητής της διζωνικης ηταν δηθεν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.Ο ισχυρισμός αυτός ειναι αβάσιμος καί εχει ως στόχο να τή " χρεώσει " στόν Μακάριο γιά νά την καταστήσει πιό αποδεκτή καί γιά νά απαξιωθει ο Μακάριος ως σύμβολο αγώνα.Η διζωνική εγινε δεκτή ως θέση της Ελληνικης πλευρας από τόν πρώην Πρόεδρο Βασιλείου.
Ο Βάσος Λυσσαρίδης αισθανόταν γι' αυτό μεγάλη θλίψη καί οργή , οταν , αποτραβηγμένος από τήν ενεργό πολιτική , εβλεπε τήν Ελληνικη πλευρά ν' ανεμίζει τή διζωνική ως δηθεν σημαία αγώνα.
Από τό ουράνιο σημειο , στό οποιο τώρα βρίσκεται, πάνω από την αγαπημένη του Κύπρο, ο Βάσος Λυσσαρίδης στέλνει , μέ τό θάνατό του , τό μηνυμα , γιά τό οποιο αγωνίσθηκε σ' ολη του τή ζωή: η Κύπρος νά μή υποταχθει, νά μή παραπλανηθει καί νά μή συνθηκολογήσει.Νά αντιδράσει τελικα , μέ τό ιδιο πνευμα, πού απέρριψε τό σχέδιο Ανάν καί απέτρεψε τήν κατάλυση της Κυπριακης Δημοκρατίας τό 2004 .
Ο Βάσος Λυσσαρίδης θά συνεχίσει, μέ τό εργο του , τίς ιδέες του καί τήν παρακαταθήκη πού αφήνει, νά ειναι μαζί μας.Οσοι προσπαθήσουν νά παραχαράξουν τό εργο του , τίς ιδέες καί τίς θέσεις του , γιά νά εξυπηρετήσουν οποιεσδήποτε σκοπιμότητες, θά αποτύχουν , γιατί θά βρουν απέναντι τους τούς απειρους φίλους καί συναγωνιστές του καί τόν Κυπριακό λαό , πού βλέπει τήν εικόνα του νά του γνέφει από τόν Πενταδάκτυλο.
Ο μεγάλος αγωνιστής Βάσος Λυσσαριδης δέν ηταν μόνο μέ τό οπλο στό χέρι γιά τήν ελευθερία της Κύπρου.Ηταν , ταυτόχρονα , ο ζωγράφος καί ο ποιητής.Η πολιτική του διάσταση επισκίαζε τήν καλλιτεχνική . Η ζωγραφική ομως καί η ποιητική δημιουργία του δέν ειναι καθόλου αμελητέα.Αποκαλύπτουν τό μέγεθος , τίς ευαισθησίες , τόν ανθρωπισμό καί τήν αγάπη του ωραίου από μιά ολοκληρωμένη προσωπικότητα , πού , κάτω από δύσκολους καιρούς , μπόρεσε ν' ανθίσει καί ν' αποκαλύψει τόση ομορφιά.
Ο αποχαιρετισμός σέ εναν ανδρα , πού αφήνει τόσες παρακαταθηκες, πρέπει νά ειναι υπόσχεση οχι μόνο μνήμης, αλλά καί συνέχεια ζωης καί αγώνων, στό δρόμο πού χάραξε γιά τήν αντίσταση στήν κατοχή καί τήν ελευθερία της Κύπρου.
Περικλής Νεάρχου,
Πρέσβυς ε. τ.





13 σχόλια